Το κείμενο περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα “Εθνικές ταυτότητες στα Βαλκάνια και την ευρύτερη περιοχή” του Τεύχους 2 (Ιούλιος 2021) της περιοδικής διαδικτυακής έκδοσης για τις διεθνείς τάσεις του ΙΝΠ “Με ευρυγώνιο φακό”

Ο αλβανικός εθνικισμός είναι μεταγενέστερος της εμφάνισης εθνικών κρατών και εθνικιστικών ιδεολογιών τόσο στα βασικά δυτικά καπιταλιστικά κράτη όσο και στα Βαλκάνια. Η αλβανική ανεξαρτησία κηρύχθηκε το 1912, σχεδόν έναν αιώνα μετά την Ελληνική Επανάσταση ή το Πριγκιπάτο της Σερβίας. Η εμφάνιση του αλβανικού εθνικισμού στους κύκλους των διανοουμένων προκλήθηκε από τα εθνικιστικά κινήματα που αναπτύσσονταν στην περιοχή κατά τη διάρκεια του σταδιακού διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Για δεκαετίες, οι Αλβανοί διανοούμενοι προσπάθησαν να τονίσουν την εθνική ταυτότητα των Αλβανών, οι οποίοι με τη σειρά τους πάλευαν για δεκαετίες να κυριαρχήσουν ανάμεσα στις προηγούμενες θρησκευτικές, τοπικές και πολιτιστικές ταυτότητες.

Εν τέλει, ήταν τα γεγονότα του ρωσοτουρκικού πολέμου (1877-1878) που έδωσαν την απαραίτητη ώθηση για τον μετασχηματισμό του εθνικισμού από μια πνευματική πλατφόρμα σε ένα εθνικό λαϊκό κίνημα. Φοβούμενοι τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – και τη διάσπαση των αλβανικών κατοικημένων περιοχών υπέρ των νεοσυσταθέντων βαλκανικών κρατών – η αλβανική πολιτική και πνευματική ελίτ συγκέντρωσε λαϊκή υποστήριξη και δημιούργησε τη Λίγκα του Πρήζρεν, της οποίας τα στρατιωτικά στρατεύματα πολέμησαν ενάντια στους ηττημένους Οθωμανούς και αντιστάθηκαν στα παιχνίδια των Μεγάλων Δυνάμεων. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο αλβανικός εθνικισμός θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αμυντική απόκριση στις πιέσεις ισχυρότερων εθνικών κρατών και πιο επιθετικών εθνικισμών, όπως εκείνων που σφυρηλατήθηκαν στη γειτονική Ελλάδα (Μεγάλη Ιδέα) και τη Σερβία (Načertanije).

Ωστόσο, μετά τη συγκρότηση της Αλβανίας ως εθνικό κράτος το 1912 (που αναγνωρίσθηκε διεθνώς το 1913, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους), ο εθνικισμός ξεκίνησε τη μακρά διαδρομή του ως ιδεολογία (μολονότι υπήρξαν ιστορικές στιγμές που είχε ακόμη τη δύναμη να ενισχύσει τη λαϊκή αντίσταση ενάντια σε ξένους κατακτητές). Σε αυτό το δοκίμιο θα χρησιμοποιήσω τον ορισμό της ιδεολογίας του Τέρι Ίγκλετον, του οποίου γίνεται χρήση όταν «… μια κυρίαρχη δύναμη δύναται να νομιμοποιηθεί προωθώντας πεποιθήσεις και αξίες που είναι ταιριαστές με αυτήν. Καθιστώντας φυσικές και καθολικές τέτοιες πεποιθήσεις ώστε να καταστούν αυτονόητες και προφανώς αναπόφευκτες· συκοφαντώντας ιδέες που θα μπορούσαν να την αμφισβητήσουν· αποκλείοντας τις αντίπαλες μορφές σκέψης, ίσως από κάποια άρρητη αλλά συστηματική λογική· και συσκοτίζοντας την κοινωνική πραγματικότητα με τρόπους βολικούς για εκείνη. Μια τέτοια “μυστικοποίηση”…συχνά παίρνει τη μορφή συγκάλυψης ή καταστολής των κοινωνικών συγκρούσεων, από όπου προκύπτει η σύλληψη της ιδεολογίας ως φαντασιακής επίλυσης των πραγματικών αντιφάσεων». [1] Όμως, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο ιδεολογικός χαρακτήρας του εθνικισμού στο πλαίσιο της αλβανικής ιστορίας υπήρξε επί μακρόν αναμεμειγμένος με τις απελευθερωτικές και εν μέρει χειραφετητικές του διαστάσεις.

Τις πρώτες δεκαετίες της ανεξαρτησίας του αλβανικού κράτους, ο εθνικισμός χρησιμοποιήθηκε για να δημιουργήσει μια πιο σύγχρονη πολιτική συνείδηση, για να ξεπεράσει τις κατακερματισμένες και δυνητικά αντιδραστικές τοπικές ή θρησκευτικές ταυτότητες. Ο εθνικισμός ήταν ο κύριος παράγοντας πρόληψης της έκρηξης ενδοθρησκευτικών συγκρούσεων σε έναν πληθυσμό που ασπαζόταν πολλά και διαφορετικά δόγματα. Τη δεκαετία του 1930 χρησιμοποιήθηκε από διανοούμενους και τις προοδευτικές δυνάμεις ως μέσο αντίστασης στη σταδιακή προσάρτηση και την αποικιοποίηση της Αλβανίας από τη φασιστική Ιταλία. Από την άλλη πλευρά, κατά τη διάρκεια της φασιστικής και ναζιστικής κατοχής της Αλβανίας κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο εθνικισμός (τουλάχιστον εν τη ευρεία έννοια ως εθνική αυτοδιάθεση) χρησιμοποιήθηκε τόσο ως αντιδραστική ιδεολογία από τις άρχουσες τάξεις (αποδοχή της κατοχής στο όνομα της ενοποίησης με το Κοσσυφοπέδιο) όσο και ως μια απελευθερωτική ιδέα που πυροδότησε την αντίσταση δεκάδων χιλιάδων νέων ανταρτών. Μερικοί από τους τελευταίους ήλπιζαν και περίμεναν ότι η ενοποίηση της Αλβανίας και του Κοσσυφοπεδίου μετά τον πόλεμο θα επιτευχθεί σε αντιφασιστική και σοσιαλιστική κατεύθυνση.

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα που ηγήθηκε του αντιφασιστικού αγώνα κέρδισε την εξουσία, ο εθνικισμός ως σημαίνον αποκηρύχθηκε ως αστική ιδεολογία, συγγενική με τον σοβινισμό και άλλες αντιδραστικές ιδεολογίες. Στη θέση του, η νομενκλατούρα του γραφειοκρατικού σοσιαλισμού προτίμησε να χρησιμοποιήσει το σημαίνον του πατριωτισμού, σε μια προσπάθεια να αναμίξει τις εθνικές προσδοκίες (όπως η ανησυχία για τα δεινά των Αλβανών στη Γιουγκοσλαβία και η προτιμότερη ενοποίηση της Αλβανίας και του Κοσσυφοπεδίου), με τη διεθνιστική αλληλεγγύη (υποστήριξη του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα των ανθρώπων στην Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική), και μια πρόσληψη του έθνους ως των λαϊκών τάξεων (εργατική τάξη, αγροτιά και διανόηση). Παρόλο που δεν ενδώσαμε στην έννοια του προλεταριακού έθνους, κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου υπήρχε η αίσθηση ότι οι Αλβανοί ήταν ένα μικρό έθνος χωρισμένο σε πολλά κράτη των οποίων η τελική ενοποίηση επρόκειτο να γίνει πραγματικότητα μετά τις παγκόσμιες αντιιμπεριαλιστικές και σοσιαλιστικές επαναστάσεις.

Από την άλλη πλευρά, κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής η εθνική συνείδηση των Αλβανών έφτασε στην ωριμότητά της, όταν κατακτήθηκε η μαζική εκπαίδευση και η τυποποίηση της εθνικής γλώσσας και της εθνικής λογοτεχνίας, προφανώς με σταλινικό τρόπο, καταδιώκοντας τους εναλλακτικούς τρόπους γραπτής έκφρασης και, πρωτίστως, την κριτική σκέψη.

Κατά τη διάρκεια του γραφειοκρατικού σοσιαλισμού, αυτή η νοηματοδότηση του εθνικισμού χρησιμοποιήθηκε επίσης ιδεολογικά. Με αυτό τον τρόπο η κυβερνώσα τάξη μπορούσε να σιγήσει τις κριτικές φωνές και να δικαιολογήσει τις αποτυχίες της, ειδικά από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 όταν άρχισε να χτυπά η οικονομική κρίση. Με την οικονομική αποδυνάμωση της χώρας και την πίεση στη διεθνή σκηνή (από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 η Αλβανία διέκοψε τη στενή συμμαχία της με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας), η κυβερνητική γραφειοκρατία ενέτεινε την εθνικιστική της ρητορική και ζήτησε ριζικές θυσίες από τους απλούς ανθρώπους, που δεν αντιμετώπιζαν μόνο την έλλειψη βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και μια ταχεία φτωχοποίηση. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός και ο σοβιετικός σοσιαλ-ιμπεριαλισμός, σε συνδυασμό με τα γειτονικά κράτη, θεωρήθηκαν οι μοναδικοί ένοχοι της πολιτικής απομόνωσης και του οικονομικού σαμποτάζ.

Ωστόσο, ο εθνικισμός βρέθηκε στο απόγειο της ιδεολογικής του δύναμης μετά την πτώση του γραφειοκρατικού σοσιαλιστικού καθεστώτος. Αποστερημένοι από οποιαδήποτε πτυχή διεθνισμού και αλληλεγγύης με τα καταπιεσμένα έθνη και γεωπολιτικά αντιμέτωποι με τις πραγματιστικές διεθνείς σχέσεις, οι υποστηρικτές του εθνικισμού που ηγεμόνευσαν στην αλβανική πολιτική και πνευματική ελίτ τον χρησιμοποίησαν για να δικαιολογήσουν τη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση της αλβανικής οικονομίας και κοινωνίας. Το πρώτο του θύμα ήταν η αποσιώπηση των εννοιών της ταξικής πάλης και των ταξικών αντιθέσεων. Σημαντικοί πολιτικοί και δημόσιοι διανοούμενοι αντιλαμβάνονταν το αλβανικό έθνος ως σφυρηλατημένο χιλιάδες χρόνια πριν, η συγκρότησή του αποϊστορικοποιήθηκε και θεωρήθηκε ότι συνιστούσε μια οργανική ενότητα, εντός της οποίας οι κοινωνικές ιεραρχίες ήταν φυσικές και ενίσχυαν το κράτος. Ολόκληρη η σοσιαλιστική εμπειρία περιφρονήθηκε ως ατύχημα που επιβλήθηκε στους Αλβανούς από το εξωτερικό, και της οποίας η πιο καταστροφική πτυχή ήταν ο διαμελισμός των παραδοσιακών οικονομικών και πολιτικών ιεραρχιών. Στα μάτια των περισσότερων εθνικιστών, ιδίως εκείνων με τις πιο αντιδραστικές απόψεις, το γραφειοκρατικό σοσιαλιστικό καθεστώς ήταν μαριονέτα των ξένων δυνάμεων, ειδικά των Γιουγκοσλάβων κομμουνιστών. Για αυτούς, ήταν οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές που έφτιαξαν το Αλβανικό Κομμουνιστικό Κόμμα και οι ηγέτες του τελευταίου ήταν υποταγμένοι από πάντα στους ξένους αφέντες τους. Ως εκ τούτου, οι Αλβανοί κομμουνιστές κατηγορήθηκαν για προδοσία του εθνικού απελευθερωτικού αγώνα των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου, παρά τις ισχυρές ιστορικές συνδέσεις που το χοτζικό καθεστώς έχτισε με την αντίσταση των Κοσοβάρων τη δεκαετία του 1980. Είναι πολύ ενδιαφέρον πως κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 οι πιο ριζοσπαστικές εθνικές απελευθερωτικές δυνάμεις στο Κοσσυφοπέδιο θεωρούσαν τους εαυτούς τους μαρξιστές λενινιστές και χρησιμοποιούσαν την κριτική της αποικιοκρατίας για να προωθήσουν τις αιτιάσεις τους περί αυτοδιάθεσης.

Διαπλέκοντας τον σοσιαλισμό με τη διεθνιστική «προδοσία» του εθνικού σκοπού, εξέχοντες διανοούμενοι και πολιτικοί κατόρθωσαν να χρησιμοποιήσουν τον εθνικισμό για να νομιμοποιήσουν σκληρές νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και μετά. Η ηγεμόνευση του δημόσιου λόγου κατέστησε αδύνατο να αμφισβητήσει κανείς το δόγμα της «θεραπείας του σοκ» χωρίς να αντιμετωπίσει το εθνικό στίγμα του προδότη. Οι εργάτες και οι καπιταλιστές θεωρήθηκαν εθνοτικοί αδελφοί που συνέβαλλαν από κοινού στην ευημερία του έθνους. Όποιος πυροδοτούσε τον ανταγωνισμό αναμεσά τους, ή έστω ανέφερε τις πιθανές ταξικές αντιθέσεις μεταξύ τους, διακόπτονταν ως κομμουνιστής και, συνεπώς, ως εχθρός της εθνικής ενότητας, αν όχι απλώς ως εθνικός προδότης.

Αυτή η ιδεολογική πίεση ήταν εμφανής ακόμα και στον ιδεολογικό μετασχηματισμό εκείνων που ήταν φιλικοί στο προηγούμενο χοτζικό καθεστώς. Άρχισαν να ισχυρίζονται ότι ο Ενβέρ Χότζα και οι Αλβανοί κομμουνιστές ήταν απλώς πιο σύγχρονοι εθνικιστές από τους προκατόχους τους και ότι οι διεθνιστικοί τόνοι του δημόσιου λόγου τους ήταν απλώς ένας ρεαλιστικός χειρισμός για να προσελκύσουν οικονομική και πολιτική υποστήριξη από τη Σοβιετική Ένωση και τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Μερικοί σύγχρονοι απολογητές του χοτζικού καθεστώτος έφτασαν στο σημείο να ισχυριστούν πως ακόμη και η επιδίωξη του σοσιαλισμού –παρότι συνοδεύθηκε με αυταρχισμό και διαφθορά– ήταν απλώς ένας τρόπος για την οικοδόμηση ενός ισχυρού εθνικού κράτους, του οποίου απώτερος σκοπός ήταν η ενοποίηση όλων των Αλβανών (που ήταν διασκορπισμένοι σε γειτονικές χώρες) σε ένα κοινό κράτος.

Από την άλλη πλευρά, η τρέχουσα ιδεολογική αντίληψη του εθνικισμού στην Αλβανία χρησιμοποιεί μια καταφανώς οριενταλιστική προσέγγιση. Ενώ οι κομμουνιστές θεωρήθηκαν φιλο Σέρβοι και εμποτισμένοι με μια οθωμανική λογική δεσποτισμού, ο πυρήνας της αλβανικής εθνικής ταυτότητας θεωρήθηκε πλήρως ευρωπαϊκός και πιο συγκεκριμένα δυτικοευρωπαϊκός. Η ιστορία της Αλβανίας φανταζόταν μια μανιχαϊστική διαπάλη ανάμεσα στους κοινούς Αλβανούς και τους εξαίρετους πατριώτες, των οποίων το μυαλό και η καρδιά προσανατολίζονταν προς τη Δύση, σε αντίθεση με τις ξένες δυνάμεις –από τους Οθωμανούς μέχρι τους Σέρβους ή τους Έλληνες (όλοι ανατολικοί εχθροί)– που σε συνεργασία με τους εθνικούς προδότες οδήγησαν την αλβανική ιστορία προς ανατολάς. Ειδικά η οθωμανική εισβολή και κυριαρχία της Αλβανίας για σχεδόν πέντε αιώνες θεωρήθηκε ένα ιστορικό ατύχημα που εμπόδισε τους Αλβανούς να ενταχθούν στη δυτικοευρωπαϊκή καπιταλιστική νεωτερικότητα, αγνοώντας πλήρως το ιστορικό πλαίσιο και το γεγονός ότι, ακόμα και πριν από την οθωμανική κατάκτηση, η Αλβανία βρισκόταν στην περιφέρεια της ευρωπαϊκής ανάπτυξης.

Σύμφωνα με την εθνικιστική αφήγηση, οι Αλβανοί δεν θεωρούνταν απλώς ως το μόνο αυτόχθονο έθνος στα Βαλκάνια (μερικές φορές αυτή η προνομιακή θέση αναγνωριζόταν και στους Έλληνες), αλλά και ως ένα από τα παλαιότερα και ιδιαίτερα έθνη της Ευρώπης. Οι πιο ακραίες και τραγελαφικές εθνικιστικές σέχτες έχουν προωθήσει μέχρι και την ιδέα ότι όλες οι γλώσσες και οι άνθρωποι της Ευρώπης προέρχονται από πρωτο-Αλβανούς της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Αυτός ο ισχυρισμός περί εθνογένεσης, σε συνδυασμό με τον αγώνα του εθνικού ήρωα της Αλβανίας, Σκεντέρμπεη, εναντίον των Οθωμανών κατά τον 15οαιώνα, χρησιμοποιήθηκε τόσο για να δώσει έμφαση στη βασική ευρωπαϊκή ταυτότητα των Αλβανών όσο και για να ζητήσει από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις ένα είδος αναγνώρισης ή προνομιακού καθεστώτος.

Ωστόσο, η ιδεολογία χρειάζεται έναν αποδιοπομπαίο τράγο για να εξηγήσει την αποτυχία των καταστατικών της υποσχέσεων. Αφού νίκησε τον γραφειοκρατικό σοσιαλισμό, σχεδόν όλοι περίμεναν από την Αλβανία «να γίνει σαν την Ευρώπη»: που σημαίνει οικονομική ευημερία, μια ανεπτυγμένη δημοκρατία και ένα αντίστοιχο κράτους δικαίου. Η αποτυχία υλοποίησης αυτών των υποσχέσεων έπρεπε να δικαιολογηθεί με κάποιο τρόπο. Και η ιδεολογία του εθνικισμού ήταν ένα από τα εργαλεία. Η στοχοποίηση των «κομμουνιστών» δεν θα μπορούσε να λειτουργεί για πάντα, εκτός εάν συνδεόταν με ευρύτερους εθνικιστικούς παράγοντες. Αυτός ήταν ο ρόλος των υποτιθέμενων αντι-Αλβανικών δυνάμεων στο εσωτερικό της χώρας (όλα τα κόμματα που βρίσκονταν στην κυβέρνηση συνήθιζαν να κατηγορούν τον αντίπαλό τους με αυτόν τον τρόπο), οι οποίες συνεργάζονταν συγκαλυμμένα με τους ξένους εχθρούς και παρεμπόδιζαν την «ιστορική φιλοδοξία» των Αλβανών να ζήσουν κάτω από ένα κράτος (ειδικά με την ένταξη του Κοσσυφοπεδίου σε ένα κοινό κράτος). Ο ματαιωμένος αλυτρωτισμός θεωρήθηκε ο κύριος παράγοντας της οικονομικής αποτυχίας, της κοινωνικής αδικίας, της πολιτικής αστάθειας και της κοινωνικής αποξένωσης. Η πιθανότητα να ζήσουν όλοι οι Αλβανοί κάτω από το ίδιο κράτος έλαβε μυθικές διαστάσεις μιας καθολικής φιλοδοξίας, της οποίας η πραγματοποίηση ως διά μαγείας όχι μόνο θα λύτρωνε την ιστορία αλλά θα έλυνε και κάθε σημαντικό πρόβλημα.

Τα τελευταία χρόνια, ο εθνικισμός εμπορευματοποιήθηκε και αυτός προκειμένου να αυξήσει τα κέρδη σε κάθε είδους επιχείρηση. Αλβανικές εθνικές σημαίες, σύμβολα και πουκάμισα, εικόνες εθνικών ηρώων, τραγούδια, ακόμη και η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου έχουν διαποτίσει την κοινωνική συνείδηση. Από τους τραγουδιστές ποπ σταρ έως τους διάσημους ποδοσφαιριστές, από τις καφετέριες έως τα εστιατόρια, από τα τηλεοπτικά προγράμματα έως τους πολιτικούς –τα εθνικιστικά σύμβολα βρίσκονται παντού. Αυτό που προσθέτει, ωστόσο, μια δόση ειρωνείας σε όλο αυτό το σόου είναι το γεγονός ότι η Αλβανία παραμένει μία από τις πιο αδύναμες χώρες των Βαλκανίων τόσο από στρατιωτική άποψη όσο και σε σχέση με άλλους γεωστρατηγικούς παράγοντες. Η Αλβανία είναι μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά στερείται ενός κανονικού στρατού. Το στρατιωτικό μας δόγμα είναι να ζητάμε να μας υπερασπιστούν οι σύμμαχοί μας στο ΝΑΤΟ, ώστε τα αλβανικά στρατεύματα να μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο σε επικουρικά καθήκοντα. Ανεξάρτητα από τον επίσημο ή τον ιδεολογικό λόγο των πολιτικών, των διανοουμένων ή άλλων δημόσιων προσώπων, ο εθνικιστικός λόγος της Αλβανίας στερείται αντικειμενικής βάσης για να γίνει επιθετικός. Παραμένει λοιπόν μια ιδεολογία που στοχεύει στο εσωτερικό και η κύρια λειτουργία της είναι να συγκαλύψει τον ταξικό ανταγωνισμό και να προσπαθήσει να επιλύσει στη σφαίρα του φαντασιακού τις πραγματικές κοινωνικές αντιφάσεις.

 


* Ο Arlind Qori (Άρλιντ Τσόρι) διδάσκει στο Πανεπιστήμιο των Τιράνων πολιτική φιλοσοφία και κριτική της ιδεολογίας. Είναι μέλος της αριστερής πολιτικής οργάνωσης Organizata Politike στην Αλβανία.

** Τη μετάφραση από τα αγγλικά έκανε η Βαγγία Λυσικάτου. Ευχαριστίες στην Αγγελίνα Γιαννοπούλου και στο Δίκτυο Transform! Europe.

[1] Eagleton, Terry. (1991). Ideology: an introduction. Λονδίνο: Verso, σελ. 5-6