Το κείμενο περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα “Εθνικές ταυτότητες στα Βαλκάνια και την ευρύτερη περιοχή” του Τεύχους 2 (Ιούλιος 2021) της περιοδικής διαδικτυακής έκδοσης για τις διεθνείς τάσεις του ΙΝΠ “Με ευρυγώνιο φακό”

 

Ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, είναι κοινό κτήμα των ιστορικών ότι η εθνογένεση, η πεποίθηση των ανθρώπων ότι ανήκουν σε ένα έθνος, αρχίζει να εμφανίζεται τον 18ο αιώνα. Βέβαια ακόμη και σήμερα υπάρχουν περιοχές του πλανήτη που η διαδικασία αυτή συνεχίζεται, όπως ιδίως σε κάποια αφρικανικά κράτη. Σε άλλες κρατικές οντότητες, ο επαναπροσδιορισμός του «ποιο είναι το έθνος μας» δεν συνιστά μία αργόσυρτη διαδικασία όπως στις περισσότερες περιπτώσεις στην Ευρώπη αλλά γίνεται με απότομο έως και βίαιο τρόπο, ή εκπλήσσει ακόμη και στις μέρες μας. Για παράδειγμα, σε κάποιες από τις ασιατικές –και όχι μόνο– πρώην σοβιετικές δημοκρατίες η ιστορία του έθνους έπρεπε να ξαναγραφτεί σε μικρό χρονικό διάστημα μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Ή η αλλαγή της αντίληψης τμημάτων του πληθυσμού ότι δεν ανήκουν στο κινεζικό έθνος, αλλά συνιστούν ένα διακριτό ταϊβανέζικο έθνος λαμβάνει χώρα σήμερα, χωρίς μάλιστα να γνωρίζουμε πού θα καταλήξει η όλη διαδικασία, η οποία άλλωστε σχετίζεται με τις αλλαγές στη θέση της Κίνας στον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων.

Τα παραπάνω δεν αναιρούν το ότι μπορούμε να διακρίνουμε κάποιες τυπολογίες εθνικής συγκρότησης, δηλαδή βασικά χαρακτηριστικά που διέπουν τους διαφορετικούς εθνικισμούς στα διαφορετικά εθνικά κράτη. Οι τυπολογίες αυτές γίνονται ακόμη λιγότερες όσο αφαιρούμε τις ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης, ιδίως κάποιων ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών. Σε ένα βαθμό όμως οι εθνικές αφηγήσεις, το εθνικό φαντασιακό συσκοτίζουν την ανάδειξη των εθνικών τυπολογιών καθώς η συγγραφή της εθνικής ιστορίας φωτίζει ή αποσιωπά και αποκρύπτει σημαντικές όψεις της ιστορικής πορείας κάθε εθνικής κοινότητας όπως θα δούμε και στη συνέχεια. Η εθνική ιστορία κάθε έθνους γράφεται και ξαναγράφεται, μένει αμετάβλητη σε μερικά της σημεία, αλλά σε άλλα διαφοροποιείται ή και αυτοαναιρείται, το έθνος αναγνωρίζει τον εαυτό του μερικώς διαφορετικά σε κάθε χρονική περίοδο, αλλά και σε μία δοσμένη χρονική περίοδο, και τέλος οι απαρχές κάθε διακριτού εθνικισμού είναι γεμάτες αντιφάσεις και εκπλήξεις που εκ των υστέρων έρχεται να «διορθώσει» η εθνική αφήγηση. Αυτό για παράδειγμα είναι ιδιαίτερα έντονο στη διαχείριση του «εθνικού παρελθόντος» σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, της διαχείρισης των μορφών του Μπολιβάρ και του Ντε Σαν Μαρτίν, της εκ των υστέρων συγκρότησης διακριτών εθνικών κοινοτήτων στα κράτη που είχαν δημιουργηθεί, και που μάλιστα στη συνέχεια θα συγκρουστούν. Αυτοί οι “armies without nations” όπως έχουν επιτυχώς ονομασθεί, στη συνέχεια θα υπαχθούν σε διακριτές και αντιμαχόμενες εθνικές κοινότητες, όπως περιγράφονται και στη ζωή σε στρατιωτική σχολή της Λίμα στο βιβλίο Η πόλη και τα σκυλιά του Vargas-Llosa. Διαδικασίες με κάποιες ομοιότητες, αν και αρκετά πιο πρόσφατες, κατά τις οποίες η δημιουργία μίας κρατικής οντότητας επιταχύνει την εδραίωση ενός εθνικισμού βλέπουμε και στην περιοχή μας: η ανάδειξη του μακεδονικού εθνικισμού από τις αρχές του 20ου αιώνα θα εδραιωθεί με τη δημιουργία της εδαφικής οντότητας της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αντίστροφα, την ύπαρξη εθνοτικών ομάδων –ή τμημάτων τους- που θεωρούν τον εαυτό τους διακριτά έθνη, αλλά στερούνται «δικού» τους εθνικού κράτους ανιχνεύουμε μέχρι και σήμερα.

Εν πολλοίς η συμπερίληψη και ο αποκλεισμός από το έθνος, από μία εθνική κοινότητα, στην μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων σχετίζεται είτε με τη θρησκευτική υπαγωγή, είτε με τη γλώσσα -όχι απαραίτητα ως μητρική αλλά ως γλώσσα θεσμική της κοινότητας- είτε βέβαια με τον τόπο γέννησης ή/και κατοικίας. Η επαναστατικώ δικαίω συμπερίληψη στο έθνος συνήθως υποκρύπτει μία από τις παραπάνω κατηγοριοποιήσεις ή δεν έχει ιδιαίτερη πρακτική πολιτική σημασία για όσες ομάδες του πληθυσμού δεν περιλαμβάνονται στο έθνος. Αναμφισβήτητα όμως διατηρεί κάποια συμβολική σημασία: Είτε πρόκειται για την ελληνική περίπτωση και την απόδοση της «ιδιότητος του Έλληνος» σε μερικές δεκάδες μουσουλμάνων που συμμετείχαν με τη μεριά των επαναστατών το ’21, είτε για την απόδοση της τουρκικής ιθαγένειας στις γυναίκες που συμμετείχαν στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας έναν αιώνα αργότερα.

Αν και τα παραπάνω κριτήρια είναι κυρίαρχα ή αποκλειστικά στοιχεία συμπερίληψης ή αποκλεισμού από τις εθνικές κοινότητες, όπως αναφέρθηκε τόσο η σχετική εθνική αφήγηση όσο και οι «μεταμορφώσεις» του έθνους στη μακρά διάρκεια μπορεί να θολώνουν την πρόσληψή μας για μία εθνική κοινότητα ή να απαιτούν βαθύ σκάψιμο για να αποκαλυφθούν. Μπορεί στην περίπτωση της Λατινικής Αμερικής οι επιστολές μεταξύ αδελφών και πατέρων και γιών, όπως άλλωστε και η ένταξη στον Αυτοκρατορικό Στρατό της Ισπανίας ή στους επαναστάτες από την άλλη, να είναι αποκαλυπτικές για το πώς ο τόπος γέννησης (Ισπανία ή αποικίες) μπορεί να οδηγεί σε αλληλοσπαραγμό αδέλφια και πατέρες με γιούς, να οδηγεί σε διαφορετική εθνική ένταξη. Σε άλλες περιπτώσεις όμως, όπως των ΗΠΑ, ενώ είναι προφανής η σημασία του εδάφους στην εθνική υπαγωγή, η αντίληψή μας για την εθνική τους συγκρότηση συσκοτίζεται από ένα μεταγενέστερο που καταχρηστικά θα ονομάσουμε αφομοιωτικό μοντέλο που συμβολικά εκκινεί το 1917 με την είσοδο των ΗΠΑ στον Πόλεμο και την αλλαγή στάσης απέναντι στις γερμανόφωνες/γερμανικές κοινότητες που διατηρούσαν την τοπική τους οργάνωση και σε ένα βαθμό τη γλωσσική τους ετερότητα σε πολλές περιπτώσεις. [1] Είναι ενδεικτικό ότι ενώ η αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία θα κάνει πολλές αναφορές στο πώς αντιμετωπίστηκαν οι ιαπωνικής προέλευσης Αμερικανοί (πάνω από τους μισούς στα κέντρα κράτησης ήταν υπήκοοι των ΗΠΑ) το 1942, ή έστω λιγότερες αλλά υπαρκτές αναφορές στις αντιφατικές και ευκαιριακές συμπεριφορές και ένταξη των ελίτ κατά την Αμερικανική Επανάσταση, μόλις πρόσφατα θα συμπεριλάβει δύο και μόνο αναφορές για το γερμανόγλωσσο/γερμανικό παρελθόν πολλών κοινοτήτων, [2] ενώ τα πογκρόμ του 1917 παραμένουν κινηματογραφικό/τηλεοπτικό ταμπού. Η περίπτωση των Ιαπώνων των ΗΠΑ είναι χαρακτηριστική του πώς οι αποκλίσεις από την τυπολογία εθνικής συγκρότησης συχνά αποκτούν παραπλανητική ιστορική σημασία. Ένα ακόμη στοιχείο που αρκετά συχνά αποπροσανατολίζει την μελέτη του εθνικού φαινομένου αφορά τη γλώσσα, ιδίως στην περίπτωση που αυτή ανήκει σε μεγάλες γλωσσικές ομάδες. Η περίφημη ρήση «γλώσσα είναι μία διάλεκτος με στρατό και στόλο» διατηρεί ακέραια τη σημασία της: μεταξύ νορβηγικών και δανικών (και των επισήμων γλωσσών) υπάρχει αλληλοκατανόηση, όχι όμως και μεταξύ απομακρυσμένων μεταξύ τους γερμανικών διαλέκτων. Τα πρώτα όμως θεωρούνται δύο διαφορετικές γλώσσες ενώ τα γερμανικά θεωρούνται μία γλώσσα με πολλές διαλέκτους. Υπάρχουν δηλαδή κριτήρια που εκφεύγουν της παραδοσιακής γλωσσολογίας, πολιτικά, κοινωνικά, ιστορικά και ορίζουν τις γλώσσες, στην περίπτωση μας τις εθνικές γλώσσες. Άλλωστε είναι νωπές οι προσπάθειες διάκρισης μεταξύ των σερβικών και των κροατικών από τη δεκαετία του 1990 και «προσθήκης» μίας ακόμη γλώσσας, των βοσνιακών. Οι επίσημες εθνικές γλώσσες είναι με την ευρεία έννοια κατασκευές του εργαστηρίου –ακόμη και αν αυτό είχε προηγηθεί των εθνικών κρατών– και ως εκ τούτου το εθνικό κράτος τις επιβάλλει. Το παράδειγμα της Ιταλίας είναι από τα πιο εύγλωττα: Με όρους αυστηρά δομικής γλωσσολογίας στη χώρα μιλιούνται ακόμη αρκετές διαφορετικές γλώσσες και διάλεκτοι. Αν η Ιταλία δεν ενοποιείτο σε ένα εθνικό κράτος στα μέσα του 19ου αιώνα, θα μπορούσαμε να είχαμε πολλές «εθνικές» γλώσσες.

Οι εκτεταμένες αυτές αναφορές σε περιπτώσεις μη οικείες αποσκοπούν αφενός να εντάξουν το ελληνικό υπόδειγμα σε ευρύτερες κατηγοριοποιήσεις, αφετέρου να μας εισάγουν σε μια διαφορετική οπτική του ελληνικού εθνικού φαινομένου. Μία οπτική που περιέχει μία αποστασιοποίηση από το τοπικό και την ανάδειξη κάποιων διαφορετικών εργαλείων εξέτασης της εθνικής συγκρότησης και της εξέλιξης του εθνικού ανήκειν.

Ο ελληνικός εθνικισμός, το ελληνικό εθνικό ανήκειν, αναπόδραστα σχετίστηκε με τις κατηγοριοποιήσεις και τους θεσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του 18ου αιώνα. Εξ αυτού του λόγου πρόκειται για ένα εθνικισμό όπου κυρίαρχο και εν πολλοίς μοναδικό κριτήριο ένταξης ή αποκλεισμού στην εθνική κοινότητα ήταν –και παρέμεινε– η θρησκευτική υπαγωγή. Από τα Συντάγματα της Επανάστασης μέχρι και σήμερα το θεσμικό πλαίσιο αναδεικνύει την σημασία του θρησκεύματος (ή της εκκλησιαστικής υπαγωγής) και ταυτόχρονα τη μηδενική σημασία της γλώσσας στο ανήκειν στο ελληνικό έθνος: είτε πρόκειται για τους βαπτισθέντες μουσουλμάνους του Μοριά και της Ρούμελης κατά την Επανάσταση, είτε πρόκειται για την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών, είτε για τις μετά το 1990 πολιτικές σχετικά με το ποιους περιλαμβάνει η ελληνική μειονότητας της Αλβανίας, το κριτήριο του θρησκεύματος παραμένει μοναδικό. Για ένα σχεδόν αιώνα, μέχρι το 2018, οι Αρμένιοι της Ελλάδας θα παραμείνουν αλλογενείς για το ελληνικό κράτος –με ότι συνέπειες έχει αυτό–, ακριβώς λόγω της θρησκευτικής διαφοροποίησης.[3] Όσο μάλιστα πλησιάζουμε περισσότερο τον σκληρό πυρήνα των θεσμών –όχι απαραίτητα διατυπωμένων με τη μορφή νόμων–, αλλά συνήθως με τη μορφή Διαταγών, απόρρητων πράξεων κάθε φύσης, εγκυκλίων, «προφορικών εντολών» και διοικητικών πρακτικών τόσο επιβεβαιώνεται η παραπάνω διαπίστωση. [4] Ίσως ένα ανάλογο παράδειγμα από μία γειτονική χώρα περιγράφει πολύ πιο εύλογα τα παραπάνω: Οι σλαβόφωνοι
(βουλγαρόφωνοι) μουσουλμάνοι της Βουλγαρίας (Πομάκοι), ενώ κατά διαστήματα πριν και μετά το κομμουνιστικό καθεστώς αναφέρονταν ως Βούλγαροι, λόγω της βουλγαρικής τους γλώσσας, στην πραγματικότητα υπέστησαν για πάνω από έναν αιώνα, μέχρι το 1990, τις ίδιες πολιτικές αποκλεισμού, διακρίσεων ή και ωμοτήτων με τους άλλους μουσουλμάνους της Βουλγαρίας. Η κοινή γλώσσα ως συνδετικός κρίκος με το έθνος αποτελούσε μία απλή ρητορική, μόνο οι ομαδικές βαπτίσεις τους μετουσίωναν σε Βουλγάρους.

Η συγκρότηση των βαλκανικών εθνικισμών εκτός του αλβανικού με βάση την θρησκευτική ένταξη εν πολλοίς καθόρισε όχι μόνο τις εθνικές αφηγήσεις, αλλά και τις εθνικές πολιτικές, ιδίως στη σύγκρουση μεταξύ των βαλκανικών κρατών. Το θρήσκευμα, το “δόγμα” και η κάθε φορά υπαγωγή σε μία εθνική εκκλησιαστική Αρχή παραμένουν και σήμερα τα κριτήρια ένταξης/αποκλεισμού από το έθνος. Από την υπαγωγή στα δύο Σερβικά Πατριαρχεία/Εκκλησίες του 19ου αιώνα, το ένα στην Αυστρουγγαρία, μέχρι τις ένοπλες συγκρούσεις στην Γιουγκοσλαβία το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1990. Από την προϋπόθεση του σουνιτικού Ισλάμ (και ιδίως της χανεφιτικής σχολής) για την (πλήρη) ένταξη στο τουρκικό έθνος μέχρι την υποδοχή ως «ομογενών» (soydaş) την δεκαετία του 1970 και 1980 διαφόρων σουνιτικών ομάδων από την Κεντρική Ασία αλλά όχι των σιιτών Αζέρων (κάτι που συνέβη από τις απαρχές του τουρκικού κράτους άλλωστε). Από τη συνεχή μετανάστευση μουσουλμάνων Αλβανών της Γιουγκοσλαβίας στην Τουρκία, μέχρι την έως πρόσφατα ένταξη των ορθόδοξων Αλβανών της νυν Βόρειας Μακεδονίας στο μακεδονικό έθνος. Προφανώς, υπάρχουν κάποιες αποκλίσεις, κάποιες συγκυριακές –και όχι μόνο- διαφοροποιήσεις, μη συμβατές δευτερεύουσες εθνικές αφηγήσεις, αλλά η καθολική ισχύς των τυπολογιών που περιγράψαμε παραπάνω εν πολλοίς ανιχνεύεται και σήμερα. Είναι αυτή που επιτρέπει για παράδειγμα, στην περίπτωση του αλβανικού εθνικισμού, μοναδικού γλωσσικού εθνικισμού στα Βαλκάνια, την θεώρηση των Αρβανιτών ως «παραστρατησάντων» εθνικά Αλβανών, καθώς αδυνατεί να αντιληφθεί μία διαφορετική εθνοποιητική διαδικασία, που άλλωστε ξεκίνησε πριν την εμφάνιση του αλβανικού εθνικισμού και εμπεριείχε το κριτήριο του θρησκεύματος και όχι της γλώσσας.

Βέβαια ο ρόλος της γλώσσας στην ελληνική περίπτωση απέκτησε βαρύνουσα σημασία στην εθνική αφήγηση καθώς η σύνδεση με την Αρχαία Ελλάδα γινόταν μέσω της γλώσσας. Πολύ πριν οι ίδιοι οι άνθρωποι που δημιούργησαν το ελληνικό εθνικό κράτος αρχίσουν να αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως καταγωγικά συνδεδεμένους με τους Αρχαίους, το είχαν κάνει οι «Ευρωπαίοι». Και η μόνη απόδειξη ήταν η γλωσσική σχέση καθώς στα μάτια τους τίποτα άλλο δεν θύμιζε το ένδοξο παρελθόν του τόπου. Έτσι, για παράδειγμα, μέχρι και σήμερα, παρά το ότι η επιστημονική γλωσσολογία ομονοεί περί του αντιθέτου, η νέα ελληνική γλώσσα θεωρείται ίδιο γλωσσικό σύστημα με την αρχαία.[5] Αλλά, η σημαντικότερη επίπτωση αφορά την εμμονή σε μία μορφή γλώσσας κοντά στην αρχαία και την ιδιαίτερα εχθρική στάση απέναντι στις ελληνικές «μισοβάρβαρες» διαλέκτους, πριν ακόμη αναδειχθεί το ιδεολόγημα περί πολλών αρχαίων «στοιχείων» σε αυτές, και βέβαια απέναντι στις άλλες γλώσσες που ομιλούνταν στην επικράτεια. Οι τελευταίες όχι μόνο γιατί από ένα χρονικό σημείο και πέρα παρέπεμπαν συνήθως σε διαφορετικούς εθνικισμούς, αλλά γιατί απαξίωναν τη σχέση των πληθυσμών με την ελληνική αρχαιότητα.

Η γλωσσική ετερογένεια στη σημερινή κεντρική και νότια Ελλάδα ήδη είχε απασχολήσει αρκετούς, όπως τον Κοραή, που προσλάμβαναν την δυσφορία των «ξένων» για το πόσοι πολλοί στα επαναστατημένα μέρη, στη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο μιλούσαν αλβανικά, πώς Υδραίοι και Σουλιώτες δεν ανταποκρίνονταν στις «προσδοκίες» του δυτικού ρομαντισμού. Όμως οι τότε θεωρήσεις περί των Πελασγών ως κοινών προγόνων Ελλήνων και Αλβανών, ή άλλες παρεμφερείς, αφενός θα δώσουν μία αρχαία και ευγενική καταγωγή στο ένα πέμπτο –ίσως και περισσότερο– των κατοίκων του νέου μικρού βασιλείου, αφετέρου θα αποτελέσουν τη δικαιολογητική βάση της μόνης ουσιαστικά σχετικά αξιόλογης και με κάποια πολιτική σημασία παρέκκλισης από την ταύτιση του Έλληνα με τον ορθόδοξο χριστιανό του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης. Από τη δεκαετία του 1880, οπότε και αναπτύσσεται ο αλβανικός εθνικισμός έως και λίγο μετά τη δημιουργία του αλβανικού κράτους το 1913, θα εμφανιστεί η μόνη διαφοροποίηση με κάποια πολιτική σημασία στην εξίσωση του Έλληνα με τον ορθόδοξο του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης: Οι Αλβανοί, ανεξαρτήτως θρησκεύματος, είναι οιονεί Έλληνες, είναι ομογενείς, λόγω φυλής. [6]

Στη συνέχεια η όποια γλωσσική ετερότητα είτε αποκρυπτόταν, είτε μειωνόταν, είτε «καλυπτόταν» πίσω από μία εδαφική συνέχεια του πληθυσμού επί χιλιάδες χρόνια και το ιδεολόγημα της επίκτητης «ξένης» γλώσσας. Είτε μιλούσαν ελληνικά είτε όχι, όλοι οι Έλληνες ήταν «καρφωμένοι» στα χωριά τους τουλάχιστον δύο με τρεις χιλιάδες χρόνια. Αυτό είχε σαν συνέπεια οι εξαιρετικά σημαντικές πληθυσμιακές μετακινήσεις που έλαβαν χώρα από το Μεσαίωνα έως και τα τέλη του 19ου αιώνα να αποσιωπηθούν καθώς θα ανέτρεπαν την πρόσληψη της πληθυσμιακής συνέχειας και της καταγωγικής σχέσης με τους Αρχαίους Έλληνες.

Το ελληνικό έθνος στο αιώνα της εδαφικής επέκτασής του, μέχρι και το τέλος της Μεγάλης Ιδέας και τις ανταλλαγές πληθυσμών κυρίως με την Τουρκία και τη Βουλγαρία, είναι μάλλον ανοικτό ως προς το ποιους πληθυσμούς συμπεριλαμβάνει, σε ποιους αποδίδει την ομογενειακή ιδιότητα, ή στο εσωτερικό του την ιθαγένεια. Η σχετικά ευρύχωρη αυτή αντίληψη θα αλλάξει με το τέλος της Μεγάλης Ιδέας και θα συρρικνωθεί ακόμη περισσότερο κατά τον Εμφύλιο και την περίοδο της εθνικοφροσύνης που ακολούθησε. Mε γνώμονα τις αφαιρέσεις ιθαγένειας αλλογενών που θεσπίστηκαν το 1927 με Διάταγμα, [7] όσοι δεν ανήκουν στο ελληνικό έθνος διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: (α) τους μη ορθόδοξους, δηλαδή τους μουσουλμάνους, τους ισραηλίτες (δηλ. τους Εβραίους), τους Αρμένιους και τους καθολικούς με απώτερη ή απώτατη προέλευση εκτός χώρας. Ίσως η τελευταία κατηγορία αντικατοπτρίζει την βαθιά προσκόλληση του κρατικού μηχανισμού και των ιδεών για το έθνος ακόμη και σήμερα για όσους δεν έχουν ορθόδοξη «κληρονομιά»: Την άνοιξη του 2015 υπέργηρος καθολικός της Κέρκυρας με απώτατη καταγωγή από τη Μάλτα (οι προπάτορές του είχαν μετοικήσει στην Κέρκυρα με τη μαλτέζικη μετακίνηση των αρχών του 19ου αιώνα) πολιτογραφείται έλληνας πολίτης ως αλλογενής. (β) όσους ορθόδοξους ανήκαν στο παρελθόν ή θα μπορούσαν να ανήκουν σε διαφορετικές Εκκλησίες, δηλαδή τους σλαβόφωνους και τους Βλάχους. Όμως την περίοδο της «μέγιστης συρρίκνωσης» όσων δύνανται να ανήκουν στο έθνος, δηλαδή από τον Εμφύλιο και μετά, θα εξοβελιστούν από αυτό και αυτοί που επιτυχημένα έχουν χαρακτηριστεί αλλογενείς στο φρόνημα. Πρόκειται για τους κομμουνιστές ή ορθότερα όσους συμμετείχαν στην «ανταρσία». Κατά τη γνώμη μας όμως δεν είναι το μείζον η πολιτειακή ανατροπή στην θεώρηση των συμμετεχόντων στην «ανταρσία» εκτός έθνους. Ευλόγως, η πρώτη σχετική διαταγή, αρκετούς μήνες πριν τη θεσμοθέτηση αφαίρεσης της ιθαγένειας τους στα τέλη του 1947, απευθύνεται μόνο στις Αρχές της Βόρειας Ελλάδας και διευκρινίζει ότι «Αλλογενής λογίζεται και εκείνος όστις δια της αντεθνικής του δράσεως ιδία κατά την τελευταίαν πολεμικήν περίοδον απέδειξεν ότι στερείται Ελληνικής συνειδήσεως». Είναι οι θέσεις του ΚΚΕ και των πολιτικών Αρχών σχετικά με το Μακεδονικό και τους Σλαβομακεδόνες, οι θέσεις για δυνατότητα ακόμη και απόσχισης τμήματος της επικράτειας που οδηγούν σε αυτή την αντιμετώπιση: Η ιθαγένεια αφαιρείται από Σλαυοκομμουνιστές, από Εαμοβούλγαρους.

Η Μεταπολίτευση σταδιακά επαναπροσδιορίζει με πιο ευρύ τρόπο το ελληνικό έθνος: το 1978-1979 δίνοντας την ελληνική ιθαγένεια σε χιλιάδες έλληνες Ρομά, έστω και ως αλλογενείς, το 1983 με την επαναπόδοση της ιθαγένειας στους πολιτικούς πρόσφυγες, που παρά τη ρητή εξαίρεση των σλαβόφωνων, ως μη Ελλήνων το γένος, στην πράξη θα περιλάβει πολλούς από τους σλαβόφωνους εκτός αυτών που είχαν εγκατασταθεί στη Γιουγκοσλαβία, με την πολιτογράφηση μεταναστών που είχαν παντρευτεί έλληνες πολίτες και είχαν αποκτήσει τέκνα στην Ελλάδα τη δεκαετία του 2000. Όμως η μεγάλη τομή θα προκληθεί από την ένταση των μεταναστευτικών ροών προς την Ελλάδα: για πρώτη φορά το 2010 στην ελληνική πολιτική κοινότητα, και κατ’ επέκταση στο ελληνικό έθνος, μπορεί να συμπεριληφθεί και αυτός που έχει γεννηθεί και μεγαλώνει στη χώρα. Αυτή η σημαντική μεταβολή φαίνεται ότι πλέον εμπεδώθηκε ως στοιχείο της μεταβληθείσας εθνικής αφήγησης καθώς το 2015 η ΝΔ θα δώσει τη δειλή της συναίνεση και το 2019 θα θεωρήσει ότι δεν συντρέχει λόγος ανατροπής της υφιστάμενης νομοθεσίας. Αποτελεί αναμφισβήτητα μία τομή στην ελληνική εθνική συγκρότηση.

Πέρα από την μετανάστευση, τη σημαντική ανάπτυξη του ΑΕΠ από το 1994 έως την οικονομική κρίση και ίσως την εξωστρέφεια που επήλθε συνολικά στον πληθυσμό, [8] όπως βέβαια και τους «εξωγενείς» παράγοντες που σχετίζονται με τη διάδοση της πληροφορίας, την επικοινωνία και τις νέες τεχνολογίες, η τομή αυτή θεωρώ ότι έχει και άλλα αίτια. Τις εξαιρετικά επιταχυνόμενες διαδικασίες ομογενοποίησης του πληθυσμού και τη συγκρότηση ενός «ελληνικού πολιτισμού» που διαχέεται σε όλες τις κοινωνικές ομάδες δημιουργώντας μία «ασφάλεια» περί ελληνικότητας που επιτρέπει αυτές τις μεταβολές. Πολιτισμικές και αξιακές αντιλήψεις γίνονται κοινές και κυρίαρχες με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σε όλο την πληθυσμό, σε ολόκληρη την επικράτεια, ανεξαρτήτως κοινωνικοικονομικής θέσης: Για παράδειγμα, μία ιδιαίτερα σημαντική πτυχή του κοινωνικού βίου η παρθενία και ο γάμος με προξενιό όχι μόνο απαξιώθηκαν καθολικά σε λιγότερο από τρεις δεκαετίες, αλλά απέκτησαν «μη ελληνικά χαρακτηριστικά»: είναι πρακτικές που απάδουν προς τον ελληνικό πολιτισμό και αφορούν «ξένους», «υπανάπτυκτους», «μουσουλμάνους». Ενώ μία ακόμη εθνική κατασκευή, αυτή περί κοινών «ηθών και εθίμων» γίνεται πραγματικότητα: Χρειάστηκαν πλέον λιγότερο από τρεις δεκαετίες ώστε το σούβλισμα του αρνιού το Πάσχα, από εκεί που εντοπιζόταν σε περιορισμένες περιοχές της ηπειρωτικής χώρας να καταστεί συμβολικό εθνοτικό μάρκερ των Ελλήνων. Οι παραδοσιακές διαφοροποιήσεις και οι αντιθέσεις μεταξύ πληθυσμιακών ομάδων αμβλύνονται ή απαλείφονται: η ομιλία άλλων γλωσσών και διακριτών διαλέκτων της ελληνικής σβήνει, οι περιχαρακώσεις των προσφυγικών ομάδων διατηρούν μικρή σημασία και μόνον εκτός των αστικών κέντρων, το ποσοστό του πληθυσμού που απασχολείται στον πρωτογενή τομέα έχει σημαντικά συρρικνωθεί. Ίσως αυτή η συρρίκνωση της κάθε είδους τοπικότητας και της συνακόλουθης αναγωγής σε ένα συμβολικό παρελθόν κάποια διακριτής ομάδας, απομακρύνει την ελληνική εθνική ταυτότητα από παραδοσιακά στοιχεία πάνω στα οποία δομήθηκε. Όπως όμως έχουμε δει στη Σκανδιναβία από τη δεκαετία του 1980, οι αλλαγές αυτές δεν επιφέρουν κάποια αλλαγή στη σημασία της διακριτής εθνικής ταυτότητας: μπορεί να αποδέχομαι μόνο το «παγκόσμιο πολιτισμικό προϊόν», να μιλάω μισά δανέζικα-μισά αγγλικά με την παρέα μου, να κάνω το μεταπτυχιακό μου στο δανέζικο πανεπιστήμιο στα αγγλικά, αλλά την ίδια στιγμή να θεωρώ ότι η προστασία της δανέζικης γλώσσας είναι μείζονος σημασίας, ότι ο μετανάστης που δεν μιλάει και δεν γράφει την γλώσσα όπως εγώ δεν μπορεί να γίνει δανός πολίτης, να θεωρώ ότι το δανέζικο –δηλ. το εθνικό– σύστημα αξιών και πολιτισμού βρίσκεται σε κίνδυνο και χρήζει υπεράσπισης.

Στα τέλη του 19ου αιώνα, ένας ήρωας του Παπαδιαμάντη, ένας πατέρας που επισκέπτεται το γερμανοσπουδαγμένο γιο του τα Χριστούγεννα, καταθλίβεται από το γεγονός ότι στο σπίτι βρίσκει ένα ξενόφερτο έθιμο: το στολισμένο έλατο. Στις αρχές του 21ου αιώνα, οι μετανάστες από την Αλβανία όταν ερωτώνται κατά την πολιτογράφηση για τα παραδοσιακά ήθη και έθιμα των Ελλήνων τα Χριστούγεννα απαντούν το ψήσιμο της γαλοπούλας, γιατί αυτό έχουν βιώσει. Ίσως λοιπόν η διαφήμιση πριν ένα-δύο χρόνια εταιρείας κινητής τηλεφωνίας στην οποία η νέα γυναίκα ζητούσε από τη μητέρα της-φορέα της παράδοσης μία παραδοσιακή ελληνική χριστουγεννιάτικη συνταγή αναφερόμενη στη γαλοπούλα, είναι μία καλή ένδειξη των αλλαγών, των περιπετειών της εθνικής ταυτότητας, του πώς αλλάζει τι θεωρεί δικό της και τι ξένο μία εθνική κοινότητα.


* Ο Λάμπρος Μπαλτσιώτης είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστήμιου

[1] Παραδοσιακά, η γερμανική γλώσσα ήταν η δεύτερη σε αριθμό ομιλητών στις ΗΠΑ (συμπεριλαμβάνοντας και τα γίντις), μέχρι να ξεπεραστεί από την ισπανική, η δε γερμανική προέλευση (συνήθως με τους όρους ancestry, heritage, background και ethnicity) εξακολουθεί να είναι η πολυπληθέστερη ακόμη και σήμερα στις απογραφές.

[2] Με την ταινία Django του 2012, όπου αποτυπώνεται η μη αγγλική μητρική γλώσσα αρκετών σκλάβων, στην ταινία τα γερμανικά, και το 2020 με την ταινία News of the World, όπου αποτυπώνονται οι μονόγλωσσες γερμανόφωνες κοινότητες στο τέλος του Αμερικανικού Εμφυλίου.

[3] Η ορθόδοξη Αρμενική Εκκλησία, οι γρηγοριανοί Αρμένιοι, είναι μία μη Χαλκηδονιακή Εκκλησία, δηλαδή καταρχάς μονοφυσιτική.

[4] Ας μην ξεχνάμε ότι για την ΕΥΠ, σύμφωνα με έκθεσή της που είχε διαρρεύσει στον Τύπο, ακόμη και τη δεκαετία του 1980 οι έλληνες καθολικοί ήταν μειωμένης εμπιστοσύνης Έλληνες.

[5] Βέβαια πολύ λίγα μέλη της ελληνικής ακαδημαϊκής κοινότητας ενστερνίζονται και διατυμπανίζουν αυτή την «αδιάσπαστη συνέχεια».

[6] Οι θεωρίες αυτές είχαν πολλές παραλλαγές, αλλά όλες τόνιζαν την κοινή απώτερη καταγωγή.

[7] Πιο γνωστή είναι η «ηπιότερη» μορφή αυτού του Διατάγματος, το άρθρο 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, σε ισχύ από το 1955 έως το 1998).

[8] Δεν αναφέρομαι σε μία επιχειρηματική εξωστρέφεια, που μάλλον έχει και αυτή μερίδιο στις αλλαγές. Κυρίως όμως πιστεύω ότι η μετακίνηση περισσότερο νεότερων ηλικιών (από τη μαζικοποίηση των Erasmus μέχρι την αναζήτηση εργασίας διαφόρων τύπων εκτός συνόρων) και ο μαζικός τουρισμός και συμμετοχή σε άλλες δραστηριότητες στο εξωτερικό, μέσω αυτού που έχει ονομαστεί εκδημοκρατισμός των πτήσεων, δηλαδή οι φτηνές πτήσεις προς όλον τον κόσμο, συνέβαλαν στην αλλαγή της αυτοεικόνας των Ελλήνων και ανανοηματοδότησαν την ελληνικότητα.