Μυρτώ Χατζήνα / Εγκληματολογική και ψυχιατρική προσέγγιση του βιασμού
“Συνήθως αντλούμε στοιχεία για τη σεξουαλική βία από την αστυνομία, κλινικά περιβάλλοντα, μη κυβερνητικές οργανώσεις και έρευνες. Τα διαθέσιμα δεδομένα είναι συχνά ελλιπή και κατακερματισμένα. Σε καμία περίπτωση δεν αντιστοιχούν στον πραγματικό αριθμό των περιστατικών, καθώς πολλές γυναίκες θύματα σεξουαλικής βίας δεν καταλήγουν στην καταγγελία της σεξουαλικής βίας που έχουν υποστεί, δημιουργώντας έτσι τον «σκοτεινό αριθμό» των σεξουαλικών εγκλημάτων, επειδή ντρέπονται ή φοβούνται ότι θα κατηγορηθούν, ότι δεν θα τις πιστέψουν και εν τέλει ότι θα βιώσουν μία δευτερογενή θυματοποίηση τόσο από τις διωκτικές αρχές όσο και από τον κοινωνικό περίγυρο (Lovett & Kelly, 2009). Ειδικά στην περίπτωση του βιασμού, το να κάνει καταγγελία το θύμα σημαίνει αρχικά ότι αναγνωρίζει τον εαυτό του ως θύμα (Jordan, 2004) και είναι έτοιμο να εμπλακεί σε μία δικανική διαδικασία που καθόλου εύκολη δεν είναι (Belknap, 2010). Πολλές φορές οι διωκτικές αρχές αμφισβητούν τα θύματα, με αποτέλεσμα αυτά εν τέλει να διστάζουν να καταγγείλουν ότι έχουν υποστεί σεξουαλική βία (Campbell & Wasco, 2005). Σε αυτή την αμφισβήτηση οδηγούνται πολλοί από τους αστυνομικούς, τους επαγγελματίες υγείας, τους δικαστικούς λειτουργούς, λόγω των πεποιθήσεων που έχουν για το βιασμό και συγκεκριμένα λόγω της αποδοχής των «μύθων περί βιασμού». Με την αποδοχή αυτή καθιερώνεται η κουλτούρα του βιασμού (Brown, Horvath, Kelly & Westmarland, 2010). Η πρόσφατη «ανθρωποφαγία» σε βάρος της Σοφίας Μπεκατώρου από μέρος της κοινωνίας μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελεί ένα τρανταχτό παράδειγμα του πόσο αποδεχτοί είναι οι μύθοι περί βιασμού στην ελληνική καθημερινότητα”.
Τα παραπάνω επισημαίνονται στην ανάλυση της Μυρτώς Χατζήνα, νομικού, με ειδίκευση στην Εγκληματολογία (London Metropolitan University) και στην Ψυχιατροδικαστική (Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών), με τίτλο Εγκληματολογική και ψυχιατρική προσέγγιση του βιασμού. Η ανάλυση – με αφετηρία τις πρόσφατες εξελίξεις που συνήθως ονομάζονται “ελληνικό #metoo” – παρουσιάζει με τρόπο περιεκτικό τους “μύθους περί βιασμού” και τις επιστημονικές απαντήσεις σε αυτούς από τη σκοπιά της εγκληματολογίας και της ψυχιατρικής,. Ταυτόχρονα εκθέτει κάποια συνήθη χαρακτηριστικά των σεξουαλικών παραβατών – τονίζοντας ωστόσο ότι “οι σεξουαλικοί παραβάτες είναι ένας ετερογενής πληθυσμός για τον οποίο είναι δύσκολο να εξαχθούν γενικεύσει”.
Όπως επισημαίνει η συγγραφέας στο επίπεδο των προτάσεων, “εξετάζοντας την στάση της κοινωνίας απέναντι στη σεξουαλική βία αλλά και τους παράγοντες κινδύνου που ενδέχεται να οδηγήσουν στην παραβατική συμπεριφορά, μπορούν να χαραχθούν πολιτικές ώστε να αποτρέπεται η σεξουαλική βία αλλά και η υποτροπή των δραστών”. Επίσης, αναφέρει ότι “πρέπει παράλληλα, μέσα από την εκπαίδευση αλλά και την ευαισθητοποίηση του κοινού να δημιουργηθούν εκείνα τα στεγανά τα οποία όχι μόνο θα αντιμετωπίζουν το δράστη αλλά θα προστατεύουν και το θύμα. Η συνεχής ενημέρωση του κοινού αλλά και οι εισηγήσεις από ερευνητές στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης μπορεί να βοηθήσουν στο να καταρριφθούν οι μύθοι για τον βιασμό και να εξαλειφθεί η κουλτούρα του βιασμού. Η επαγρύπνηση και η μη ανοχή φαινομένων σεξουαλικής παρενόχλησης, τα οποία μπορεί να αποτελούν και προπομπό περαιτέρω σεξουαλικής βίας, είναι απαραίτητες ώστε το θύμα να αναγνωρίζει ότι υπέστη βία και να το καταγγέλλει. Τέλος, τα σώματα ασφαλείας, οι δικαστικοί αλλά και οι υγειονομικοί φορείς που έρχονται σε επαφή τόσο με το θύμα όσο και με το δράστη, οφείλουν να είναι ενημερωμένοι και εκπαιδευμένοι για την αντιμετώπιση τέτοιου είδους περιστατικών βίας, χωρίς να αναπαράγουν σεξιστικά στερεότυπα”.