Το κείμενο περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα στον πόλεμο στην Ουκρανία του Τεύχους #4 της περιοδικής διαδικτυακής έκδοσης του ΙΝΠ “Με ευρυγώνιο φακό”. Βρείτε ολόκληρο το τεύχος εδώ: https://poulantzas.gr/yliko/me-evrygonio-fako-periodiki-ekdosi-gia-tis-diethneis-taseis-tefchos-4-ioulios-2022

 

 

Για να κατανοήσει κανείς τη στάση τόσο της ελληνικής κοινής γνώμης όσο και των επιμέρους πολιτικών δυνάμεων απέναντι στον πόλεμο και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία θα πρέπει να υπολογίσει ορισμένες σημαντικές παραμέτρους που επηρεάζουν το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα στη χώρα.

Πρώτον, επί της αρχής -αν και επί πολλές δεκαετίες πλέον ουδέποτε αμφισβητήθηκε η ένταξη της Ελλάδας στο λεγόμενο «δυτικό στρατόπεδο»- στην ελληνική κοινωνία καταγράφονται δύο συγκλίνουσες τάσεις με ιστορικό και πολιτισμικό βάθος: Αφ’ ενός ένα υψηλό επίπεδο αντινατοϊκών αισθημάτων, ενίοτε και αντιαμερικανισμού, που σχετίζεται ιδιαίτερα με το ρόλο των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην πρόσφατη ελληνική πολιτική ιστορία ως το 1974[1], το οποίο ωστόσο υποχωρεί σημαντικά συν τω χρόνω, στο βαθμό που αλλάζουν οι συνθήκες της ελληνικής και της διεθνούς πολιτικής[2].

Αφ’ ετέρου, μια διαχρονικά στενή σχέση με την Ρωσία, που σχετίζεται με το ρόλο της χώρας στην ίδρυση και καθιέρωση του ελληνικού κράτους από τον 19ο αιώνα, την ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία, την ύπαρξη ισχυρής ελληνικής κοινότητας στη Ρωσία, αλλά και ρωσικής στην Ελλάδα, που προέκυψαν από διαφορετικά ιστορικά κύματα κινητικότητας πληθυσμών στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και τις σημαντικές οικονομικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών σε σειρά τομέων (ενέργεια, εξαγωγές, τουρισμός), οι οποίες μάλιστα κάνουν ιδιαίτερα έντονη την παρουσία του ρωσικού στοιχείου σε τμήματα της ελληνικής επικράτειας, και ιδίως στη βόρεια Ελλάδα[3].

Είναι χαρακτηριστικά τα ευρήματα δύο πρόσφατων ερευνών που διενεργήθηκαν σε 6 (Μάρτιος 2022) και 9 (Ιούλιος 2022) χώρες μέλη της ΕΕ, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα[4]: Με βάση την πρώτη από τις παραπάνω έρευνες, ενώ στο σύνολο των 6 χωρών, μόνο το 17% των ερωτώμενων χαρακτήρισε την εισβολή της Ρωσίας στα ουκρανικά εδάφη «αποδεκτή» ή «μη αποδεκτή αλλά κατανοητή», το ποσοστό αυτό μεταξύ των ερωτώμενων στην Ελλάδα ήταν το υψηλότερο και ανήλθε σε 39%. Αντίστοιχα, στο ερώτημα αν επιμέρους κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας θα έπρεπε να διατηρηθούν και μετά τον τερματισμό της εισβολής στην Ουκρανία, οι ερωτώμενοι από την Ελλάδα εμφανίστηκαν οι με διαφορά λιγότερο θετικοί. Τέλος, οι Έλληνες/-ίδες αισθάνονται τη μικρότερη απειλή από τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, καθώς το 46% απάντησε ότι η χώρα δεν είναι «καθόλου» ή «όχι ιδιαίτερα» σε κίνδυνο λόγω αυτού, ποσοστό που τη φέρνει και πάλι στην πρώτη θέση στη συγκεκριμένη έρευνα, έναντι 35% στο σύνολο των 6 χωρών. Ομοίως, με βάση τη δεύτερη έρευνα, οι Έλληνες/-ίδες εμφανίζονται οι πλέον αντίθετοι/ες στην αποστολή στρατιωτικού εξοπλισμού στην Ουκρανία (59% έναντι 32% στο σύνολο των χωρών), αλλά και εκείνοι που θέλουν περισσότερο να αποδυναμωθούν οι σχέσεις ΕΕ-ΗΠΑ (37% έναντι 18% στο σύνολο των χωρών). Η στάση αυτή θα πρέπει να ιδωθεί όχι μόνο υπό το πρίσμα μιας, υπό στενή έννοια, φιλο/αντι-αμερικανικής ή φιλο/αντι-ρωσικής τοποθέτησης, αλλά και ως μια ένδειξη δυσπιστίας απέναντι στις διακηρύξεις αρχών των μεγάλων δυνάμεων και μια ένδειξη της διάθεσης των πολιτών να αποφύγουν περιπέτειες που μπορεί να έχουν κόστος για τους ίδιους, ατομικά και συλλογικά.

Δεύτερον, μια ιδιαίτερα σημαντική παράμετρος που υπεισέρχεται στην τοποθέτηση τόσο της κοινής γνώμης όσο και των πολιτικών δυνάμεων έναντι του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, αλλά και ευρύτερα έναντι των «μεγάλων δυνάμεων», είναι η έμμεση αλλά ισχυρή συσχέτιση των εξελίξεων με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Για την Ελλάδα, η συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ είχε διαχρονικά ως αντικείμενο την προστασία έναντι της «τουρκικής απειλής», άλλοτε μικρότερης και άλλοτε μεγαλύτερης[5]. Στη σημερινή συνθήκη, η Τουρκία -διατηρώντας πάντοτε μια επαμφοτερίζουσα στάση έναντι του ΝΑΤΟ του οποίου είναι επίσης μέλος- επιδιώκει να αναδειχθεί περιφερειακή δύναμη στην περιοχή και ένας «ενδιάμεσος παίκτης» που μπορεί να διαμεσολαβεί μεταξύ Ρωσίας, Ουκρανίας και ΝΑΤΟ, αλλά και μεταξύ χωρών του αραβικού κόσμου και της Δύσης. Χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα της τρέχουσας περιόδου είναι ο ρόλος που επιχειρεί να παίξει στην αντιμετώπιση της επισιτιστικής κρίσης διαμεσολαβώντας, υπό την αιγίδα και του ΟΗΕ, για την εξεύρεση λύσης στη μεταφορά ουκρανικών και ρωσικών σιτηρών.

Την ίδια στιγμή ασφαλώς, η Τουρκία είτε με το «καρότο» του χρήσιμου «παίκτη» στην περιοχή είτε με το «μαστίγιο» της απειλής μιας ενδεχόμενης περαιτέρω προσέγγισής της με τη Ρωσία επιδιώκει -και συχνά επιτυγχάνει- σημαντικά οφέλη. Λόγου χάρη, στην τελευταία σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ, η Τουρκία υπό την απειλή του βέτο στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας απέσπασε σημαντικές παραχωρήσεις τόσο από το τριμερές μνημόνιο που συνυπέγραψε με τις χώρες αυτές όσο και από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, που υποσχέθηκε την πώληση σημαντικού στρατιωτικού εξοπλισμού[6]. Μάλιστα, ενόψει της συνόδου του ΝΑΤΟ, η Τουρκία απείλησε -αν και, τουλάχιστον προσώρας, δεν υλοποίησε την απειλή αυτή- να θέσει θέμα αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών του ανατολικού Αιγαίου, ενώ συνολικά η ένταση και οι απειλές έναντι της Ελλάδας αυξάνονται διαρκώς το τελευταίο διάστημα[7], ανεξάρτητα από το βαθμό που αυτές σχετίζονται και με την εσωτερική επικοινωνιακή πολιτική του προέδρου Ερντογάν μπροστά στις εκλογές του 2023.

 

Μέσα σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο διαμορφώθηκαν και οι τοποθετήσεις των βασικών πολιτικών δυνάμεων απέναντι στο ζήτημα του πολέμου στην Ουκρανία.

Η ελληνική κυβέρνηση και το κυβερνών κόμμα (Νέα Δημοκρατία / EPP) ακολούθησε μια στρατηγική πλειοδοσίας, ανακηρύσσοντας την Ελλάδα «πιστό και προβλέψιμο» σύμμαχο των ΗΠΑ, υποτιμώντας τον  διαμεσολαβητικό ρόλο και το ρόλο της δύναμης ήπιας ισχύος που θα μπορούσε να παίξει η χώρα στο σημερινό πλαίσιο και μη φροντίζοντας να εξασφαλίσει στήριξη για τα συμφέροντα της Ελλάδας στην περιοχή, ιδίως αλλά όχι αποκλειστικά έναντι της Τουρκίας, ενώ την ίδια στιγμή εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια ουσιαστικής ενίσχυσης της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης πέραν του επιπέδου της ρητορικής και αδιαφόρησε για όλες τις πρωτοβουλίες για την ειρήνη που ανέλαβαν ηγέτες όπως ο Μ. Ντράγκι (Ιταλία).

Ταυτόχρονα, η ελληνική κυβέρνηση εργαλειοποίησε πλήρως τον πόλεμο στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο, επιδιώκοντας πρόσκαιρα ίδια οφέλη, ακόμα και αδιαφορώντας για τον στοιχειώδη σεβασμό των θεσμών. Για παράδειγμα, έλαβε κρίσιμες αποφάσεις, όπως η αποστολή στρατιωτικού εξοπλισμού στην Ουκρανία, εν κρυπτώ -αφού οι Έλληνες πολίτες και οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας πληροφορήθηκαν την απόφαση αυτή μέσω ανακοίνωσης της γερμανικής κυβέρνησης-, ενώ επέτρεψε να πάρει το λόγο ενώπιον της ελληνικής Βουλής, κατά την προσφώνηση του προέδρου Ζελένσκι, μέλος του νεοναζιστικού τάγματος Αζόφ.

Στο ίδιο πλαίσιο, αν και το σύνολο των δυνάμεων της Αριστεράς, όπως θα αναλυθεί παρακάτω, καταδίκασε από την πρώτη μέρα απερίφραστα τη ρωσική εισβολή ως αντίθετη στο διεθνές δίκαιο, η Νέα Δημοκρατία συστηματικά επιδίωξε -αν και χωρίς μεγάλη επιτυχία- να παρουσιάσει την αντιπολίτευση, και ειδικά τον ΣΥΡΙΖΑ, που είναι και το μεγαλύτερο κόμμα της Αριστεράς, ως δήθεν «φιλοπουτινική», διαστρεβλώνοντας ακόμα και την παραμικρή και πλέον ισορροπημένη προσπάθεια κριτικής προσέγγισης αυτού του σύνθετου ζητήματος που επηρεάζει τόσο έντονα τη ζωή των πολιτών της Ελλάδας και όλης της Ευρώπης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μεγάλη «Συναυλία Ειρήνης» που διοργανώθηκε στις 29 Μαρτίου στην Αθήνα από την «Αλληλεγγύη για Όλους»[8] αποσιωπήθηκε από τα περισσότερα κυρίαρχα ΜΜΕ, που στηρίζουν απροκάλυπτα την κυβέρνηση, ενώ η -στα όρια του φαιδρού- κριτική που της ασκήθηκε αφορούσε την παρουσία περισσότερων πολύχρωμων σημαιών με το σήμα της ειρήνης και λιγότερων ουκρανικών σημαιών (!).

 

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία υπήρξε από την πρώτη μέρα σαφής, ψύχραιμη, έχοντας ως γνώμονα το διεθνές δίκαιο και θέτοντας ως προτεραιότητα την αποκατάσταση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή. Από την πρώτη ημέρα της εισβολής, ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ την καταδίκασε και ζήτησε την άμεση απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων, ενώ κάλεσε και για διπλωματικές πρωτοβουλίες επίλυσης της κρίσης και αποκατάστασης της ειρήνης στην περιοχή. Ταυτόχρονα, στήριξε την επιβολή ισχυρών και στοχευμένων κυρώσεων απέναντι στη Ρωσία, ενώ και σε κινηματικό επίπεδο ανέλαβε άμεσες πρωτοβουλίες, όπως λ.χ. η διαδήλωση που πραγματοποίησε έξω από τη ρωσική πρεσβεία στην Αθήνα μόλις δύο μέρες μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Παράλληλα, βέβαια, ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ υπενθύμισε τις ευθύνες της Δύσης και του ΝΑΤΟ, αφ’ ενός γιατί -με μια σειρά επεμβάσεων σε διάφορες χώρες της περιοχής- νομιμοποίησαν την πρακτική αυτή, αφ’ ετέρου για τη στρατηγική περικύκλωσης της Ρωσίας που ακολούθησαν[9].

Στο πλαίσιο αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ επισήμανε ότι η επιδίωξη της επέκτασης του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη πέραν των σημερινών ορίων της συμμαχίας όχι απλώς δεν θα ωφελήσει, αλλά αντίθετα θα βλάψει την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή και, με αυτό το σκεπτικό, τάχθηκε υπέρ της προοπτικής ένταξης της Ουκρανίας στην ΕΕ, με ταυτόχρονη εγκατάλειψη κάθε σκέψης για ένταξή της στο ΝΑΤΟ. Επίσης, υποστήριξε την αποστολή ανθρωπιστικής, αλλά όχι στρατιωτικής βοήθειας στη χώρα.

Ειδικότερα ως προς την ελληνοτουρκική διάσταση των εξελίξεων, ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ στηλίτευσε τη στρατηγική του «δεδομένου» συμμάχου της ελληνικής κυβέρνησης και ζήτησε να υπάρξουν συγκεκριμένες εγγυήσεις και διαβεβαιώσεις από τους συμμάχους της χώρας σε ό,τι αφορά τα δικαιώματά της βάσει του διεθνούς δικαίου, αλλά την ίδια στιγμή υπογράμμισε τη σημασία του να διατηρηθούν ανοιχτοί δίαυλοι επικοινωνίας με την Τουρκία προκειμένου να εκτονωθεί η ένταση, με προοπτική τελικά προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ επισήμανε επίσης την ανάγκη η χώρα να επανέλθει στην πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική που είχε ακολουθηθεί σε προηγούμενες περιόδους και με ιδιαίτερη έμφαση κατά την περίοδο της διακυβέρνησής του, ενώ ανέδειξε τη σημασία που αποκτούν σήμερα οι επιτυχίες που σημειώθηκαν το προηγούμενο διάστημα, με κορυφαία την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών μεταξύ Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας, με τις οποίες έκλεισαν ανοιχτά μέτωπα και μειώθηκαν οι πηγές έντασης σε μια ήδη επιβαρυμένη περιοχή. Με το ίδιο σκεπτικό εξάλλου ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ στήριξε, τόσο ως κυβέρνηση όσο και σήμερα ως αντιπολίτευση την ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ.

Σε σχέση δε με την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, αν και επί της αρχής δήλωσε ότι δεν θεωρεί θετική την επέκταση της συμμαχίας σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ επισήμανε ότι σέβεται το δικαίωμα της κάθε χώρας να καθορίζει τις στρατηγικές επιλογές της, στο βαθμό που δεν πραγματοποιείται σε βάρος των συμφερόντων της Ελλάδας. Ταυτόχρονα δε υποστήριξε και εξακολουθεί να υποστηρίζει την ανάγκη ενός νέου πλαισίου για τη συλλογική ασφάλεια στην Ευρώπη, με ενίσχυση της στρατηγικής της αυτονομίας έναντι των ΗΠΑ.

 

Σε ό,τι αφορά στα υπόλοιπα ελληνικά κοινοβουλευτικά κόμματα, σημειώνεται ότι η στάση του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ (S&D) υπήρξε πολύ πιο κοντά σε αυτή της Νέας Δημοκρατίας, ενώ το ΚΚΕ αντιτάχθηκε επίσης με σαφήνεια στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ανέδειξε όμως με σαφώς μεγαλύτερη έμφαση τις ευθύνες του ΝΑΤΟ για την όξυνση των αντιθέσεων στην περιοχή. Τέλος, και το Μέρα25[10] καταδίκασε απερίφραστα την εισβολή, προβάλλοντας ταυτόχρονα την αντίθεσή του στους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ για την περιοχή και τάχθηκε υπέρ της δημιουργίας ενός νέου διεθνούς «κινήματος Αδέσμευτων», που θα υπερβεί τη διαίρεση του κόσμου σε ανταγωνιστικά μπλοκ που θα στρατεύονται πίσω από αντιπαρατιθέμενες μεγάλες δυνάμεις[11].

 

Συνολικά, θα έλεγε κανείς ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτέλεσε την αφορμή για να διατυπωθούν με σαφήνεια οι διαφορετικές προσεγγίσεις των βασικότερων πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα σε σχέση με το στρατηγικό προσανατολισμό της χώρας. Από τη μία πλευρά βλέπουμε το κυβερνών κόμμα όχι απλώς να συστρατεύεται αλλά και να πλειοδοτεί επί των αμερικανικών επιδιώξεων στην περιοχή, και μάλιστα χωρίς να εξασφαλίζει την παραμικρή προστασία ή προώθηση των ελληνικών συμφερόντων και ανατρέποντας τις βασικές κατευθύνσεις της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, εκθέτοντάς τη σε κίνδυνο. Από την άλλη πλευρά, η Αριστερά -και κυρίως όπως εκφράζεται από τον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ ως αξιωματική αντιπολίτευση- έχει στηριχθεί διαχρονικά αλλά και σήμερα σε ένα τρίπτυχο που κάθε μέρα δικαιώνεται όλο και περισσότερο: Προάσπιση της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας βάσει του διεθνούς δικαίου – Προβάδισμα στη διπλωματία και στην ειρηνική επίλυση των διαφορών – Πολυδιάστατη και φιλειρηνική εξωτερική πολιτική. Η στάση αυτή της Αριστεράς, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η επί μακρόν εξακολούθηση του πολέμου έχει καταστροφικές επιπτώσεις για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, στέρησε από την κυβέρνηση την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί για ιδιοτελείς πολιτικούς σκοπούς τον πόλεμο, παρά την επικοινωνιακή υπεροπλία που διαθέτει. Σήμερα, με τη στήριξη της ελληνικής κοινωνίας, ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ μπορεί -και ήδη κινείται στην κατεύθυνση αυτή μέσα από όλες τις ευρωπαϊκές και διεθνείς επαφές του σε όλα τα επίπεδα- να συμβάλει καθοριστικά στην επεξεργασία μιας προοδευτικής ευρωπαϊκής διεξόδου από την κρίση.

 

 

[1] Είναι χαρακτηριστικό ότι με απόφαση του (δεξιού) τότε πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Καραμανλή, η Ελλάδα αποσύρθηκε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ τον Αύγουστο του 1974, ως αντίδραση στην εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο. Επανήλθε τον Οκτώβριο του 1980.

[2] Υπενθυμίζεται εδώ και η «συγνώμη» του τότε προέδρου Κλίντον κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα το 1999 για τη στάση των ΗΠΑ έναντι της χούντας στην Ελλάδα, αλλά κυρίως η προεδρία του Μπαράκ Ομπάμα και η στάση του τελευταίου απέναντι στην οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας γενικά και ειδικότερα η στήριξη που έδωσε στην Ελλάδα σε μία περίοδο που στη χώρα ασκούνταν σημαντικές πιέσεις από δυνάμεις που υποστήριζαν τη λιτότητα και τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό, με κορυφαία την επίσκεψή του στην Ελλάδα τον Νοέμβριο του 2016. Εξάλλου, την ίδια περίοδο -και ενόψει της αστάθειας που προκάλεσε η απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία- η τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επιδίωξε και κατάφερε να οικοδομήσει τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις σε μία αμοιβαία επωφελή βάση.

[3] Βέβαια, εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι -για παρόμοιους λόγους- η Ελλάδα έχει αρκετά ισχυρούς δεσμούς και με την Ουκρανία.

[4] Και οι δύο έρευνες πραγματοποιήθηκαν από το δίκτυο εταιριών ερευνών Euroskopia και τα βασικά τους ευρήματα δημοσιεύτηκαν στα ελληνικά από την Εφημερίδα των Συντακτών στις 14/3/2022 (https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/335615_aisthima-eyalototitas-kai-ishyro-filorosiko-reyma-entos-tis-ellinikis) και στις 15/7/2022 (https://www.efsyn.gr/politiki/352197_akribeia-kai-polemos-apostatheropoioyn-tin-eyropi).

[5] Η κορύφωση της έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσης εντοπίζεται τον Ιανουάριο του 1996 με την κρίση των Ιμίων, ωστόσο δεν έχουν λείψει κατά διαστήματα και άλλες περίοδοι όξυνσης, ακόμα και πολύ πρόσφατα.

[6] Ανεξάρτητα από το αν θα καταφέρει να τηρήσει την υπόσχεση αυτή, με δεδομένη την αντίθεση, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, του Κογκρέσου.

[7] Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε πρόσφατα η ελληνική εφημερίδα «Καθημερινή» (10/7/2022), επικαλούμενη δεδομένα του ελληνικού Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, το πρώτο τετράμηνο του 2022 σημειώθηκαν 120 υπερπτήσεις τουρκικών αεροσκαφών πάνω από ελληνικά νησιά (έναντι 15 την ίδια περίοδο του 2021), 81 αερομαχίες (έναντι 35) και 2.377 παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου (έναντι 618).

[8] Οργάνωση αλληλεγγύης που βρίσκεται πολιτικά κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ

[9] Βλ. την απόφαση του Πολιτικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ της 3ης Μαρτίου 2022: https://www.syriza.gr/article/id/123267/Apofash-toy-Politikoy-Symboylioy-toy-SYRIZA-Proodeytikh-Symmachia-gia-thn-Oykrania.html

[10] Το ελληνικό τμήμα του Diem25.

[11] Βλ. και τη «Διακήρυξη της Αθήνας» που παρουσιάστηκε στις 13 Μαΐου 2022 σε κοινή συνέντευξη τύπου από τους Γ. Βαρουφάκη, J. Corbyn και Ece Temelkuran εδώ: https://mera25.gr/i-diakiryxi-tis-athinas-gia-ena-neo-kinima-adesmefton-g-varoufakis-t-korbin-e-temelkouran/