Το κείμενο περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα στον πόλεμο στην Ουκρανία του Τεύχους #4 της περιοδικής διαδικτυακής έκδοσης του ΙΝΠ “Με ευρυγώνιο φακό”. Βρείτε ολόκληρο το τεύχος εδώ: https://poulantzas.gr/yliko/me-evrygonio-fako-periodiki-ekdosi-gia-tis-diethneis-taseis-tefchos-4-ioulios-2022

 

Ο ουκρανικός πόλεμος μέσα από κυπριακούς φακούς

 

Το άρθρο αυτό πραγματεύεται ορισμένα από τα ζητήματα που προκύπτουν από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τον τρόπο με τον οποίο οι πολιτικές δυνάμεις της Κυπριακής Δημοκρατίας έχουν ανταποκριθεί σε αυτά μέχρι στιγμής. Οι κυπριακές πολιτικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης της Αριστεράς, βλέπουν την ουκρανική σύγκρουση μέσα από τους φακούς του Κυπριακού προβλήματος. Υπάρχουν ενδιαφέρουσες αναλογίες, αλλά και κρίσιμες διαφορές. Οι διαχωρισμοί διαμεσολαβούνται έντονα από το Κυπριακό πρόβλημα και τον τρόπο με τον οποίο το ρωσικό κεφάλαιο μπορεί να επηρεάσει την πολιτική.

 

Ανάγνωση του ουκρανικού πολέμου μέσα από τους φακούς του “κυπριακού προβλήματος”

 

Το πολιτικό τοπίο σηματοδοτείται από την τοποθέτηση επί του Κυπριακού, η οποία διαπερνά πολιτικά, οικονομικά, ιδεολογικά ζητήματα. Ο ουκρανικός πόλεμος κατανοείται με τον τρόπο με τον οποίο οι πολιτικές δυνάμεις αντιλαμβάνονται τη διεθνή συγκυρία βασισμένοι στη λογική  “φίλος ή εχθρός”. Ο φακός μέσω του οποίου οι πολιτικές δυνάμεις βλέπουν τον κόσμο καθορίζεται από το πώς βλέπουν την Κύπρο να τοποθετείται στον κόσμο και από το τι πρέπει να γίνει.

Η Κύπρος, ως διαιρεμένη χώρα, έχει μια ταραγμένη ιστορία από την εποχή της αποικιοκρατίας. Η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν ανένταχτη μέχρι την ένταξή της στην ΕΕ το 2004. Ωστόσο, έχει τρεις χώρες του ΝΑΤΟ (το Ηνωμένο Βασίλειο, την Τουρκία και την Ελλάδα) ως “εγγυήτριες” της συνταγματικής τάξης.  Αμέσως μετά την ανεξαρτησία της το 1960, ο διαμοιρασμός της εξουσίας μεταξύ των Ελληνοκυπρίων (78%) και των Τουρκοκυπρίων (18%) κατέρρευσε (Δεκέμβριος 1963) και ακολούθησε διακοινοτική διαμάχη. Η σημερινή οριοθετική γραμμή επιβλήθηκε το 1974, όταν ένα πραξικόπημα της ελληνικής χούντας με τοπικούς παραφασίστες ανέτρεψε την κυβέρνηση, με στόχο να επιβάλει την πολιτική ένωση της Κύπρου με την Ελλάδαꞏ η Τουρκία, επικαλούμενη τη Συνθήκη Εγγύησης, εισέβαλε στο νησί και μέχρι σήμερα κατέχει το 34% του εδάφους του. Με μεγάλες βρετανικές βάσεις, ελληνικά και τουρκικά στρατεύματα, καθώς και δυνάμεις του ΟΗΕ, η Κύπρος είναι άκρως στρατιωτικοποιημένη.

Οι πολιτικές θέσεις καθορίζονται από ένα μείγμα ιδεολογικών, ηθικών, στρατηγικών και πραγματιστικών παραγόντων, οι οποίοι καταλήγουν σε διαφορετικές θέσεις για τον τρόπο διαχείρισης και επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος.  Το να είσαι υπέρ ή κατά του ΝΑΤΟ εξαρτάται από το πώς οι πολιτικοί παράγοντες αντιλαμβάνονται το ρόλο του ΝΑΤΟ και/ή πώς τοποθετούν πρακτικά την Κύπρο στην παγκόσμια και περιφερειακή γεωπολιτική.  Τα κόμματα εξετάζουν αυτούς τους παράγοντες πάνω στη στάση της Ουκρανίας.

Ενώ το κυπριακό πρόβλημα έχει επίσης τοπικές και διεθνείς πτυχές, υπάρχουν κρίσιμα συγκυριακά, ιστορικά και διαφορετικών επιπέδων χαρακτηριστικά, που το διαφοροποιούν έντονα από την ουκρανική σύγκρουση, η οποία έχει τις ρίζες της στη διάλυση της ΕΣΣΔ. Ωστόσο, οι γενεαλογικές γραμμές από την τσαρική αποικιοκρατία στις διαμορφούμενες εθνικές ομάδες υπάρχουν και εκεί και, μη λαμβάνοντας υπόψη τις συγκυριακές διαφορές, αυτές οι αποικιοκρατικές γενεαλογικές γραμμές είναι συγκρίσιμες με της Κύπρου. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία είναι μια εξέλιξη στη διεθνή πολιτική αρχιτεκτονική. Αποτελεί μέρος μιας διαδικασίας σύγκρουσης μεταξύ της ανατολικής επέκτασης του ΝΑΤΟ και της νεοφιλελεύθερης αντίδρασης της Ρωσίας. Αυτή η σύγκρουση των στρατηγικών πυροδότησε, ταυτόχρονα, αμφισβητήσεις που αφορούν την ουκρανική κυριαρχία, ενότητα και ανεξαρτησία καθώς και έναν πόλεμο δια αντιπροσώπων ΗΠΑ-Ρωσίας.

 

Το “κυπριακό πρόβλημα” αποτελείται επίσης από ένα πολλαπλό σύνολο συγκρούσεων, γεμάτο τοπικές, περιφερειακές και διεθνείς αντιφάσεις, αλλά ανήκει σε μια διαφορετική εποχή, τον ψυχρό πόλεμο καθαυτό[1].  Θεωρείται ευρέως ως μια “παγωμένη” αν και “παρατεταμένη” σύγκρουση, οι ρίζες της οποίας πρέπει να εντοπιστούν στην εποχή που η Κύπρος ήταν βρετανική αποικία[2].  Η σύγκριση μιας σύγκρουσης κατά την οποία εκατοντάδες άνθρωποι σκοτώνονται καθημερινά, με μια “παγωμένη” σύγκρουση, φαίνεται παράλογη. Μπορεί να είναι συγκρίσιμες σε λίγα χρόνια.

Δεύτερον, όσον αφορά την κλίμακα και τη σχετική σημασία, το Κυπριακό είναι -σε παγκόσμιο επίπεδο- πολύ λιγότερο σημαντικό.  Ο κίνδυνος πυρηνικού πολέμου, οι τεράστιες επιπτώσεις στον αριθμό των προσφύγων, η εκτίναξη των τιμών, η ενεργειακή και επισιτιστική κρίση καθιστούν τον ουκρανικό πόλεμο γιγαντιαίο.

Τρίτον, η σύγκρουση στην Κύπρο ανήκει στη “δυτική σφαίρα επιρροής” που επηρεάζει “τη βορειοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ”, δηλαδή γίνεται αντιληπτή ως “ενδοδυτικό” ζήτημα, παρά τις περιστάσεις όπου η ΕΣΣΔ (και αργότερα η Ρωσία) έπαιξε ρόλο.

Τέταρτον, μπορεί να υπάρξουν συγκρίσεις όσον αφορά την επιδιωκόμενη λύση: η συμφωνία του Μινσκ συγκρίνεται με τις ομοσπονδιακές ρυθμίσεις που επιδιώκονται στην Κύπρο. Σχετικός είναι επίσης ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να επιβληθεί μια de facto διχοτόμηση στην Ουκρανία. Η σύγκριση του κυπριακού προβλήματος με το ουκρανικό δεν περιορίζεται μόνο στις κυπριακές πολιτικές δυνάμεις ή στις καιροσκοπικές εκκλήσεις του Ερντογάν για αναγνώριση της αποσχισθείσας “ΤΔΒΚ”. Αυτό που είναι σοβαρό είναι η ρητορική του πολέμου για το Αιγαίο που αρθρώνει πιο πρόσφατα ο Ερντογάν.  Ακόμη και πριν από τη ρωσική εισβολή, ουκρανικά think tanks μελετούσαν την Κύπρο αναζητώντας διεθνή εργαλεία για την επίλυση της κρίσης, σημειώνοντας τους κινδύνους της διχοτόμησης[3].

Παρά την καταδίκη της ρωσικής εισβολής από όλες τις πολιτικές δυνάμεις στην Κύπρο, το χάσμα Αριστεράς-Δεξιάς παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό άθικτο όσον αφορά τη στάση απέναντι στο ΝΑΤΟ: Η Δεξιά είναι γενικά υπέρ του ΝΑΤΟ, η Αριστερά είναι γενικά κατά του ΝΑΤΟ.  Οι Κύπριοι γενικά δεν είναι λάτρεις του ΝΑΤΟ- αν μη τι άλλο, λόγω της πρόσφατης ιστορίας και της κατανόησης της γεωπολιτικής πραγματικότητας στην περιοχή. Εξάλλου, οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις του 1960 είναι μέλη του ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας που κατέχει τώρα το βόρειο τμήμα της Κύπρου.

Με αυτή την έννοια, η Αριστερά στην Κύπρο δεν έχει εκφυλιστεί σε δύναμη απολογητική του ΝΑΤΟ. Υπάρχει ένα μικρό αλλά με επιρροή περιβάλλον που αυτοτοποθετείται στην ευρύτερη Αριστερά, του οποίου ο φιλοΝΑΤΟϊκός λόγος βασίζεται στο “σεβασμό της βούλησης των Ουκρανών να ενταχθούν”. Γι’ αυτούς, το ΝΑΤΟ προτιμάται επίσης ως ρυθμιστής ασφαλείας για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος.

Υπήρξαν κάποιες διαφωνίες σχετικά με τον βαθμό στον οποίο η κυπριακή Αριστερά (και στις δύο πλευρές της διχοτόμησης), τοποθετείται απέναντι στη Ρωσία του Πούτιν έναντι των ΗΠΑ (και του ΝΑΤΟ) για την Ουκρανία. Όλες οι κυρίαρχες ελληνοκυπριακές πολιτικές δυνάμεις καταδίκασαν τη ρωσική εισβολή. Η πρώτη διαδήλωση κατά της ρωσικής εισβολής οργανώθηκε από το υποστηριζόμενο από το ΑΚΕΛ Συμβούλιο Ειρήνης.

Ωστόσο, το φιλοΝΑΤΟϊκό δεξιό κυβερνών κόμμα ΔΗΣΥ και οι εφημερίδες που πρόσκεινται σε αυτό επέκριναν το ΑΚΕΛ ότι είναι κατά του ΝΑΤΟ και όχι αρκετά φιλοουκρανικό. Αυτό έφθασε σε κρεσέντο όταν ο Ουκρανός Πρόεδρος Ζελένσκι προσκλήθηκε να δώσει διαδικτυακή ομιλία στο Κοινοβούλιο της Κυπριακής Δημοκρατίας μετά την εμφάνιση του νεοναζί μαχητή του τάγματος Αζόφ στο ελληνικό Κοινοβούλιο που συνόδευε τον Ζελένσκι.  Παρά τα αρχικά σχέδια να παραστεί, το ΑΚΕΛ αποφάσισε τελικά να μην παραστεί στη Βουλή για την διαδικτυακή ομιλία του Ζελένσκι λόγω της εμφάνισης του νεοναζί στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Το διαφημιστικό κόλπο χάλασε για τη Δεξιά όταν ο Ζελένσκι, όχι μόνο δεν καταδίκασε την τουρκική εισβολή και κατοχή του βόρειου τμήματος της Κύπρου αλλά απαίτησε να αφαιρεθούν τα χρυσά διαβατήρια από τους Ρώσους ολιγάρχες και να κλείσουν τα λιμάνια για τα ρωσικά πλοία. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν ότι έκλεισε τη σύνδεσή του κατά τη διάρκεια της απάντησης του δεξιού προέδρου της Βουλής. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Νίκος Αναστασιάδης, ο οποίος παρακολούθησε την εκδήλωση, ήταν εμφανώς εξοργισμένος, δηλώνοντας: “μας ενοχλεί που δεν έγινε καμία αναφορά [στην τουρκική εισβολή]”.

Κατά την πρόσφατη προεκλογική του εκστρατεία για τις επερχόμενες προεδρικές εκλογές του 2023, ο ηγέτης του κυβερνώντος δεξιού ΔΗΣΥ, Α. Νεοφύτου, υποστήριξε την ένταξη στο ΝΑΤΟ ως άμεσο καθήκον και το σύνθημα “ανήκουμε στη Δύση” προωθείται πλέον πιο δυναμικά. Αυτό μπορεί να σηματοδοτεί μια κρίση στον ελληνοκυπριακό νεοφιλελεύθερο καιροσκοπισμό της άρχουσας ελίτ.

Οι δεξιοί σχολιαστές που τάσσονται υπέρ της λύσης/συμφιλίωσης έχουν μια παράδοξη στάση για τον ουκρανικό πόλεμο. Υποστηρίζουν επίμονα ότι, χωρίς να υποβαθμίζουν την παρανομία της τουρκικής εισβολής/κατοχής, το πρόβλημα στην Κύπρο δεν ξεκίνησε το 1974, αλλά με τις διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963 μετά από προσπάθειες των Ελληνοκυπρίων να αφαιρέσουν τα δικαιώματα της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Υποστηρίζουν μια διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία ως τη μόνη διέξοδο προς τα εμπρός. Ωστόσο, όσον αφορά την Ουκρανία, αρνούνται να αναγνωρίσουν ότι υπάρχει πρόβλημα καταπίεσης των ρωσόφωνων πληθυσμών στην Ουκρανία. Οποιεσδήποτε ευρύτερες ιστορικές αναφορές που επιτρέπουν τη σύγκριση λογοκρίνονται ως απολογητικές υπέρ της Ρωσίας, αποκλείοντας την ανάλυση της συγκυρίας και την ορθολογική επιχειρηματολογία με όρους ειρηνικής διεξόδου από τον πόλεμο.

Υπάρχουν επίσης διαφορές στο εσωτερικό της Αριστεράς, αλλά αυτές δεν έχουν προκαλέσει ρωγμή μέχρι στιγμής. Υπάρχουν εκείνοι που θέλουν μια πιο τολμηρή αντι-ΝΑΤΟική γραμμή, ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να φαίνονται πιο “μαλακοί” απέναντι στη Ρωσία, ενώ λίγοι θέλουν μια πιο ισχυρή φιλο-ουκρανική γραμμή.  Στον κατεχόμενο βορρά, το κύριο πολιτικό κόμμα της Τουρκοκυπριακής Αριστεράς εξέδωσε επίσης μια έντονη καταδίκη[4].  Οι αριστεροί συνδικαλιστές καταδικάζουν τόσο τη Ρωσία όσο και το ΝΑΤΟ ως ιμπεριαλιστές. Η τουρκική πολιτική σκηνή επηρεάζει έντονα την τουρκοκυπριακή Δεξιά, καθώς η σκιά του Ερντογάν βαραίνει τους Τουρκοκύπριους και τους δεξιούς τους που ακολουθούν τη γραμμή της Άγκυρας. Ο Ερντογάν ταυτίζεται με τον Πούτιν, καθώς ο Πούτιν στήριξε τον Ερντογάν μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου 2016.

 

Η Μόσχα στη Μεσόγειο: Φακοί από έναν φορολογικό και διαβατηριακό παράδεισο της ΕΕ

 

Η οικονομία της χώρας, παρά το γεγονός ότι είναι μέλος της ΕΕ, ήταν μια οικονομία υπηρεσιών βασισμένη στον τουρισμό, ένας φορολογικός παράδεισος με χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Το ρωσικό κεφάλαιο υπήρξε σημαντική πηγή κεφαλαίων. Αυτό έχει ενισχύσει ένα σημαντικό τμήμα της αστικής τάξης της οποίας η πολιτική προοπτική δεν μπορεί να διαχωριστεί από τα οικονομικά συμφέροντα.

Υπάρχουν επίσης σημαντικές ρωσικές επενδύσεις στη βόρεια κατεχόμενη περιοχή.

Η οικονομία υπό τον έλεγχο της Κυπριακής Δημοκρατίας παρουσιάζει ήδη επιβράδυνση. Η εξάρτηση από τις ροές ρωσικού κεφαλαίου έκανε την Κύπρο γνωστή από καιρό, ως “Μόσχα της Μεσογείου”[5]. Ο πολλαπλασιασμός του καθεστώτος συσσώρευσης που βασίζεται στη χρηματιστικοποίηση συνεχίστηκε αμείωτος παρά το “κούρεμα” των τραπεζικών καταθέσεων το 2013 που κατέστρεψε τον τραπεζικό τομέα.  Η τότε νεοεκλεγείσα δεξιά κυβέρνηση αποζημίωσε τους ξένους ολιγάρχες που έχασαν τις καταθέσεις τους δίνοντάς τους την κυπριακή υπηκοότητα. Η πώληση χρυσών διαβατηρίων διοχέτευσε κεφάλαια στον κατασκευαστικό τομέα και σε ελεγκτικές και δικηγορικές εταιρείες και πρόσφερε “φρέσκο αίμα” σε τράπεζες-ζόμπι, με τρόπο που εξυπηρετούσε το ηγεμονικό τμήμα του κεφαλαίου. Το πρόγραμμα σταμάτησε το 2020, αλλά η κυβέρνηση εξακολουθεί να λειτουργεί το ίδιο σύστημα για “χρυσές βίζες”, που οδηγούν σε διαβατήρια μέσα σε λίγα χρόνια.

Οι κυρώσεις κατά των Ρώσων έχουν πλήξει καίρια την κυπριακή οικονομία. Ο τουρισμός από τη Ρωσία έχει μειωθεί. Επίσης, οι “τέσσερις μεγάλες χρηματοπιστωτικές εταιρείες” έχουν πληγεί σοβαρά, χάνοντας έως και το 20% του κεφαλαίου τους και “περιορίζουν” τις δραστηριότητές τους. Κάποιες κατασκευαστικές δραστηριότητες έχουν ανασταλεί εν αναμονή της ύφεσης του 2023.  Οι πολιτικές δυνάμεις που συνδέονται με το ελληνοκυπριακό κεφάλαιο βρίσκονται σήμερα σε κατάσταση πανικού.

Ο στόχος φαίνεται να είναι η ένταξη στη Σένγκεν για να συνεχιστεί η πώληση χρυσής βίζας.

 

Συμπέρασμα

 

Η ρωσική εισβολή αποτέλεσε ορόσημο στις εξελίξεις της χαοτικής παγκόσμιας τάξης πραγμάτων. Ωστόσο, αυτό δεν άλλαξε ριζικά τις πολιτικές και ιδεολογικές ευθυγραμμίσεις στην Κύπρο. Ο πόλεμος προκάλεσε νέες πολώσεις και ενίσχυσε παλιές ιδεολογικές διαιρέσεις μεταξύ των διαφόρων πολιτικών ομάδων, αλλά και στο εσωτερικό τους, συμπεριλαμβανομένης της Αριστεράς.

 

Μετάφραση: Ανδρέας Μαράτος

 

 

[1] Trimikliniotis, N. “The national question, partition and geopolitics in the 21st century: the Cyprus problem, the social question and the politics of reconciliation”, Global Discourse, vol. 18, issues 2/3, 2018, 303-320.

[2] Trimikliniotis, Nicos, and Umut Bozkurt (eds.) (2012) Beyond a Divided Cyprus: A State and Society in Transformation, edited by Nicos Trimikliniotis and Umut Bozkurt, New York: Palgrave MacMillan.

[3] Mykola Zamikula (2017) Cyprus conflict in the context of international peacekeeping experience: Lessons for Ukraine, National Institute for Strategic Studies, Ukraine.

[4] “Akansoy: Rusya’nın Ukrayna’yı işgali büyük bir ‘savaş’ ve ‘insanlık suçu’dur”, Ozgurgazete, 22 March 2022.

[5] Eleni Varvitsioti,“Cyprus counts cost of weaker Russia ties after Kremlin’s invasion of Ukraine”, Financial Times, 17/4/2022.