Το κείμενο περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα στον πόλεμο στην Ουκρανία του Τεύχους #4 της περιοδικής διαδικτυακής έκδοσης του ΙΝΠ “Με ευρυγώνιο φακό”. Βρείτε ολόκληρο το τεύχος εδώ: https://poulantzas.gr/yliko/me-evrygonio-fako-periodiki-ekdosi-gia-tis-diethneis-taseis-tefchos-4-ioulios-2022

 

 

Θα μπορούσαμε να πούμε πως η ιταλική κοινή γνώμη στη μεγάλη της πλειοψηφία: 1) καταδικάζει την εισβολή της Ρωσίας του Πούτιν, 2) πιστεύει ότι υπάρχει ένα πλαίσιο προβλημάτων, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, μέσα στο οποίο συνέβη αυτή η εισβολή, 3) δεν θέλει να σταλούν όπλα, 4) ελπίζει σε διπλωματική λύση και 5) αισθάνεται τις βαριές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες.

Οι θέσεις αυτές δεν αποδυναμώθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου της σύγκρουσης. Αντιθέτως. Και αυτό παρά το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία του Κοινοβουλίου, από το Δημοκρατικό Κόμμα (Partito Democratico-PD), και ολόκληρη την κυβέρνηση, μέχρι τη δεξιά αντιπολίτευση των Αδελφών της Ιταλίας (Fratelli d’Italia-FdI), έχει επιλέξει την παρεμβατική γραμμή (ακόμη και αν προκύπτουν διαφορές τόσο από το Κίνημα των Πέντε Αστέρων-Movimento Cinquestelle- όσο και από τη δεξιά κυβέρνηση)[1]. Και παρά την εντυπωσιακή συμπαράταξη των μέσων μαζικής ενημέρωσης.

Ως γνωστόν, η Αριστερά στην Ιταλία είναι πολύ αδύναμη. Υπάρχει μια ουσιαστικά συγκλίνουσα θέση για τον πόλεμο μεταξύ του Κόμματος Κομμουνιστικής Επανίδρυσης (Partito della Rifondazione Comunista- PRC), της Δύναμης στο Λαό (Potere al Popolo!- PAP) και της Ιταλικής Αριστεράς (Sinistra Italiana-SI). Στο Κοινοβούλιο υπάρχει η νέα συνιστώσα ManifestA με 4 βουλευτές από το Κίνημα των Πέντε Αστέρων που αποφάσισαν να εκπροσωπήσουν το PAP και το PRC. Υπάρχει επίσης η SI καθώς και η ομάδα της Alternativa, που προέρχεται κι αυτή από το Cinquestelle, δεν ανήκει στην Αριστερά αλλά παίρνει θέση κατά του πολέμου. Αυτές οι δυνάμεις καταθέτουν κοινοβουλευτικές προτάσεις για διπλωματικές λύσεις. Το Άρθρο 1 (Articolo Uno, σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που συμμετέχει στον πολιτικό συνασπισμό κομμάτων Ελεύθεροι και Ίσοι (Liberi e Uguali, LeU) είναι στην κυβέρνηση και ψηφίζει τις αποφάσεις της, αλλά δεν θα ήθελε να υποστηρίξει την κλιμάκωση του πολέμου.

Τα κύρια προοδευτικά κοινωνικά υποκείμενα κατά του πολέμου και της ιταλικής συμμετοχής με την αποστολή όπλων, είναι η Ιταλική Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (CGIL), η ARCI (μη-κυβερνητική οργάνωση με το μεγαλύτερο δίκτυο πολιτιστικών κέντρων στη χώρα), και η Ένωση Παρτιζάνων (ANPI).

Έγιναν πολλές διαδηλώσεις, από τις οποίες κάποιες προωθήθηκαν από μικρές ενώσεις και κινήματα, και άλλες από τα μεγαλύτερα συνδικάτα. Η πιο σημαντική διαδήλωση για την Ειρήνη πραγματοποιήθηκε στις 5 Μαρτίου από την CGIL και με αυτή την ευκαιρία ο ηγέτης της Maurizio Landini, τάχθηκε ανοιχτά κατά της στρατιωτικής υποστήριξης της ιταλικής κυβέρνησης προς τα στρατεύματα της Ουκρανίας.

Υπήρξαν επίσης ανακατατάξεις στον κόσμο της ενημέρωσης με εξέχοντες δημοσιογράφους να οργανώνουν φιλειρηνικές εκδηλώσεις με μεγάλη απήχηση έχοντας στο επίκεντρο το ζήτημα της πραγματικής ενημέρωσης για τα  γεγονότα κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Και, φυσικά, είναι πολύ σημαντικός ο ρόλος της Εκκλησίας που καταδικάζει την κλιμάκωση και επιρρίπτει μεγάλες ευθύνες στους κατασκευαστές όπλων που επωφελούνται από τους πολέμους. Όπως είναι γνωστό, ο Πάπας Φραγκίσκος μίλησε για παγκόσμιο πόλεμο σε εξέλιξη, πόλεμο που αναπτύσσεται με τοπικές συγκρούσεις αλλά με παγκόσμια στρατηγική. Αυτό τον οδηγεί στο να έχει ένα πολύ σαφές όραμα για τη συνεχιζόμενη σύγκρουση. Η καινοτομία είναι ότι ο Matteo Zuppi κλήθηκε να ηγηθεί της Ιταλικής Επισκοπικής Συνομοσπονδίας. Αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύ σημαντικό, δεδομένου ότι είναι ένας άνθρωπος της ειρήνης με μεγάλη κοινωνική ευαισθησία όχι μόνο σε επίπεδο διακηρύξεων αλλά και στην πράξη.

Ο πόλεμος θα μπορούσε πραγματικά να ενώσει την αριστερά στην Ιταλία και να την επανασυνδέσει με την κοινή γνώμη.

Για να συμβεί αυτό, η επικρατούσα αντίθεση στην κλιμάκωση πρέπει να συναντήσει μια αποτελεσματική πολιτική πρόταση, ικανή να απαντήσει σε πιεστικά ερωτήματα.

– Πώς θα σταματήσουμε τη σύγκρουση, στη βάση μιας συμφωνίας μεταξύ της Ρωσικής Ομοσπονδίας και της Ουκρανίας;

– Πώς θα ξεφύγουμε από τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες που έχει προκαλέσει η σύγκρουση;

– Πώς θα οικοδομήσουμε μια νέα δημοκρατική παγκόσμια τάξη χρήσιμη για την αντιμετώπιση των συνθηκών διαβίωσης και του περιβάλλοντος;

– Πώς η ΕΕ θα επανεξετάσει τη στάση της κινούμενη προς την αντίθετη κατεύθυνση από τη νεοατλαντική στροφή που απειλεί να την καταστρέψει;

Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα πρέπει να οικοδομηθούν στην καρδιά των γεγονότων και με γνώμονα τα συμφέροντα της πλειοψηφίας των πολιτών.

Αυτό είναι ακόμη πιο αναγκαίο δεδομένης της ουσιαστικής σύγκλισης, σε μια προοπτική στρατιωτικού νεοατλαντισμού, του Δημοκρατικού Κόμματος (το οποίο αποτελεί όλο και περισσότερο τον στυλοβάτη της κυβέρνησης Ντράγκι που συγκεντρώνει την κεντροαριστερά, το Κίνημα Πέντε Αστέρων και την κεντροδεξιά), με τη δεξιά αντιπολίτευση των Αδελφών της Ιταλίας, που αυτή την περίοδο συγκλίνει στις επιλογές κλιμάκωσης της ίδιας της κυβέρνησης. Επιλογές που καθιστούν πολύ λίγο αξιόπιστο το ειρηνευτικό σχέδιο που έχει προωθήσει η κυβέρνηση μέσω του υπουργού Εξωτερικών Di Maio και εμποδίζουν την Ιταλία να παίξει αποτελεσματικό διπλωματικό ρόλο. Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι ότι για το Δημοκρατικό Κόμμα ο στρατιωτικός νεοατλαντισμός καθίσταται πραγματικό ορόσημο της πολιτικής του πρότασης. Η στρατιωτικοποίηση θεωρητικοποιείται ως ένα νέο βήμα στον “λειτουργιστικό” χαρακτήρα του οικοδομήματος της ΕΕ (κατά την ορολογία του Monnet), ανατρέποντας την ιδρυτική αρχή “όχι άλλοι πόλεμοι”. Κατόπιν αυτού, το Δημοκρατικό Κόμμα προσδιορίζει τη Ρωσία ως μόνιμο εχθρό και προτείνει μια νεοατλαντική εκδοχή της ΕΕ δύο ταχυτήτων για την ενσωμάτωση νέων χωρών σε αυτό το σχήμα, σκεπτόμενη, προς αυτή την κατεύθυνση, την αυστηροποίηση της λήψης αποφάσεων του πρώτου κύκλου. Αυτή η προσέγγιση αρνείται το γεγονός ότι οι περιοχές εκτός ΕΕ, από τις ΗΠΑ μέχρι τη Μεγάλη Βρετανία, με το ΝΑΤΟ, και εσωτερικά οι πιο κυρίαρχες, όπως η Πολωνία, υπαγορεύουν πολύ πιο γρήγορα και με πιο τυχαίους όρους τις σημερινές επιλογές. Επιλογές που επηρεάζουν ολόκληρη την οικονομική και κοινωνική κατάσταση της ΕΕ, και μάλιστα με μεγαλύτερο αντίκτυπο στην Ιταλία.

Η διάσπαση των αλυσίδων αξίας που επιβάλλει γεωπολιτικά η παγκοσμιοποίηση εκθέτει σε τεράστιο βαθμό την ΕΕ, επικράτεια που είδε το μερίδιο του ΑΕΠ της που συνδέεται με το εμπόριο, να φτάνει το 53%, αυξάνοντας κατά είκοσι μονάδες μέσα σε είκοσι χρόνια. Και αυτό έχει οδηγήσει σε αφύσικες επιλογές σε τομείς όπως η ενέργεια και τα τρόφιμα. Για την Ιταλία, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα.

Η Ιταλία έχει ήδη πληρώσει τρομερό τίμημα για τα μέτρα λιτότητας με τα οποία διαχειρίστηκε την οικονομική κρίση του 2008, γεγονός που αποτέλεσε την αιτία έλλειψης αντίδρασης κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η Ιταλία έχει μια ισχυρή εξαγωγική οικονομία, αλλά με τεράστια όρια στην παραγωγική και εργασιακή της βάση, με ευημερία φθίνουσα στα όρια της ασφυξίας, με τομείς που γεωγραφικά, κοινωνικά, με όρους γενεών και φύλου, υποφέρουν μόνιμα στα όρια της περιθωριοποίησης, με φορολογικά συστήματα που τιμωρούν τους εργαζόμενους και ευνοούν την αποφυγή και τη φοροδιαφυγή. Δεν μπόρεσε ακόμα μετά την κρίση του 2008 να ανακάμψει στα προηγούμενα επίπεδα. Αντιθέτως, οι ώρες εργασίας μειώθηκαν σημαντικά και η επισφαλής εργασία αυξήθηκε κατά πολύ. Η πανδημία έπληξε τμήματα του δημόσιου τομέα που αφέθηκαν να γεράσουν και να χαθούν, με τον μέσο όρο ηλικίας των λειτουργών τους πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό και δομές που είναι ποσοτικά και ποιοτικά πολύ χαμηλότερες.

Τώρα το ενεργειακό κόστος του πολέμου, από μόνο του, εκπροσωπεί μια πολύ βαριά αφαίμαξη σε έναν ήδη εξαντλημένο οργανισμό. Σκεφτείτε μόνο ότι οι ιταλικοί μέσοι μισθοί είναι οι μόνοι στην Ευρώπη που βρίσκονται κάτω από το μέσο όρο σε σχέση με αυτούς του 1990.

Σε αυτές τις δεκαετίες απελευθέρωσης του ενεργειακού τομέα, οι ορυκτές πηγές ενέργειας ευνοήθηκαν, ακόμη και επιδοτήθηκαν ως εξομοιούμενες με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Και τα συμβόλαια αγοράς ενέργειας έχουν πολλαπλασιαστεί στις χρηματοπιστωτικές αγορές μετρητών, δηλαδή βραχυπρόθεσμα.

Ο στασιμοπληθωρισμός για την Ιταλία είναι μια τραγωδία. Το χρέος έχει υπερδιογκωθεί, περίπου στο 150%. Και αυτό μετά από περισσότερα από τριάντα χρόνια συγκράτησης, “μεταρρυθμίσεων”, περικοπών. Με τους πολίτες που για όλες αυτές τις δεκαετίες πλήρωναν στο κράτος περισσότερα από όσα έπαιρναν, χωρίς κανένα ευεργετικό αποτέλεσμα, αποδεικνύοντας την πλάνη των νεοφιλελεύθερων δογμάτων που δυστυχώς υιοθέτησε το Δημοκρατικό Κόμμα.

Ήδη βλέπουμε τους περιορισμούς που ούτως ή άλλως υπάρχουν με τις απαιτήσεις από το ευρωπαϊκό δημοσιονομικό εξάμηνο και το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (PNRR), που έχουν απορροφήσει όλο το μερίδιο των δανείων. Η επανενεργοποίηση του Συμφώνου Σταθερότητας ή η χρήση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) θα ήταν σίγουρος θάνατος.

Στην πανδημία, η κυβέρνηση συνέχισε να επενδύει το μεγαλύτερο μέρος των πόρων στις επιχειρήσεις και όχι σε μια νέα δημόσια, κοινωνική και περιβαλλοντική οικονομία. Αυτό όμως δεν αποδίδει οικονομικά, διότι οι επιχειρήσεις έχουν υποστεί τις διαδικασίες παθητικής διεθνοποίησης, έχουν υποβιβαστεί στην αλυσίδα αξίας. Και σήμερα πληρώνουν και τις κυρώσεις, καθώς η Ιταλία συνεχίζει να εισάγει από τη Ρωσία, ενώ οι εξαγωγές έχουν πέσει κατακόρυφα. Δεν υπάρχει υποκατάστατο για το ρωσικό φυσικό αέριο. Και αυτό που υπάρχει, προέρχεται από πιο ακριβές, ρυπογόνες πηγές και από πολύ αντιδημοκρατικές χώρες. Η οικολογική μετάβαση είναι απλή διακήρυξη.

Για τους λόγους αυτούς ο αγώνας ενάντια στον πόλεμο είναι ένας με τον αγώνα ενάντια στο υψηλό κόστος ζωής καθώς και για τον προσδιορισμό μιας νέας δημοκρατικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής παγκόσμιας τάξης πραγμάτων.

 

Μετάφραση: Ανδρέας Μαράτος

 

[1] [ΣτΜ] Το κείμενο γράφτηκε πριν την πρόσφατη κυβερνητική κρίση στην Ιταλία.