* Το κείμενο περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα στον πόλεμο στην Ουκρανία του Τεύχους #4 της περιοδικής διαδικτυακής έκδοσης του ΙΝΠ “Με ευρυγώνιο φακό”. Βρείτε ολόκληρο το τεύχος εδώ: https://poulantzas.gr/yliko/me-evrygonio-fako-periodiki-ekdosi-gia-tis-diethneis-taseis-tefchos-4-ioulios-2022
Αυστριακές πολιτικές δυνάμεις και πόλεμος
Στην αυστριακή κοινή γνώμη, η καταδίκη της επίθεσης της Ρωσικής Ομοσπονδίας εναντίον της Ουκρανίας είναι ομόθυμη. Ακόμα και το ακροδεξιό κόμμα FPÖ (Κόμμα Ελευθεροφρόνων), το οποίο συνδέεται με σύμφωνο συνεργασίας με το κόμμα του Πούτιν «Ενωμένη Ρωσία», αναγκάστηκε στις αρχές Μαρτίου να καταδικάσει τη ρωσική επίθεση ως «απαράδεκτη» και «ποταπή».
Η θέση της κυβέρνησης κινείται στο πλαίσιο των σχετικών αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Η κυβέρνηση συνασπισμού Συντηρητικών και Πρασίνων έχει διατυπώσει επανειλημμένως ενστάσεις για διάφορα κεφάλαια των κυρώσεων, τα εφάρμοσε όμως. Αυτή η αμφισημία εξηγείται από τη σχετικά υψηλή οικονομική διαπλοκή της Αυστρίας με τη Ρωσία στην ενέργεια και στον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Άλλωστε, η Δημοκρατία της Αυστρίας εξακολουθεί να αναγνωρίζει την «οικειοθελώς» αποφασισμένη κατάσταση της «αιώνιας ουδετερότητας». Αυτή θέτει ορισμένα όρια στην αυστριακή πολιτική απέναντι στη Ρωσική Ομοσπονδία (διάδοχο της Σοβιετικής Ένωσης ως εγγυήτριας δύναμης του συμφώνου ίδρυσης του αυστριακού κράτους). Σε σύγκριση με τους Πράσινους, το συντηρητικό τμήμα της κυβέρνησης συνασπισμού φαίνεται προθυμότερο να σεβαστεί αυτή την αρχή του αυστριακού raison d’Etát. Τον Απρίλιο, όταν εκατοντάδες Ρώσοι και Ρωσίδες διπλωμάτες απελάθηκαν από τα κράτη της ΕΕ, το υπουργείο Εξωτερικών στη Βιέννη περιορίστηκε στην απέλαση τεσσάρων προσώπων, μια συμβολική κίνηση, αν λάβουμε υπόψη το μέγεθος της ρωσικής διπλωματικής παρουσίας στην Αυστρία. Λίγο αργότερα, ο αυστριακός ομοσπονδιακός καγκελάριος επισκέφτηκε τον Πούτιν στη Μόσχα. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι η σύνοδος των προέδρων του αυστριακού Κοινοβουλίου δεν μπόρεσε να συμφωνήσει να προσκαλέσει τον ουκρανό πρόεδρο Ζελένσκι.
Αυτές οι αποχρώσεις της αυστριακής πολιτικής είναι από τη μια έκφραση της raison d’Etát της Δημοκρατίας της Αυστρίας, η οποία ανοικοδομήθηκε από τα ερείπια του φασισμού και απέναντι στην οποία οι φιλελεύθερες ελίτ, ανάμεσά τους και η ηγεσία του κόμματος των Πρασίνων, συμπεριφέρονται με όλο και λιγότερο σεβασμό. Αντικατοπτρίζουν από την άλλη και οικονομικά συμφέροντα. Η Αυστρία ως μικρό κράτος στη Μεσευρώπη οφείλει την ευημερία της μεταξύ άλλων στην ανάπτυξη και διατήρηση οικονομικών σχέσεων προς κάθε κατεύθυνση. Το ότι 80% του φυσικού αερίου που καταναλώνεται στην Αυστρία εισάγονται από τη Ρωσία, βασίζεται σε συμβάσεις με τη Σοβιετική Ένωση που υπογράφτηκαν στη δεκαετία του 1970. Μετά το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης, ένας διευρυνόμενος χρηματοπιστωτικός τομέας αντικατέστησε εν μέρει τη βιομηχανική συνεργασία. Η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα αποκόμισε το 2021 πάνω από το ένα τρίτο των κερδών της στη Ρωσία, αυστριακές τράπεζες έχουν εκτεθεί με 17,5 δις δολάρια ΗΠΑ στη Ρωσία και κατέχουν την τρίτη θέση μετά την Ιταλία και τη Γαλλία[1]. Για το μερίδιο του κεφαλαίου Ρώσων ολιγαρχών στην αγορά ακινήτων της Βιέννης υπάρχουν λίγα στοιχεία, πρέπει όμως να είναι σημαντικό. Το ίδιο ισχύει και για το μερίδιο των Ρώσων στον αυστριακό χειμερινό και αστικό τουρισμό. Ως εκ τούτου υπάρχει μεγάλη νευρικότητα για το ερχόμενο φθινόπωρο. Εάν επιδεινωθεί ο οικονομικός πόλεμος και επέλθουν οι αναμενόμενες μειώσεις στις εισαγωγές φυσικού αερίου, θα υπάρξουν σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις.
Από τώρα κιόλας διακρίνονται διαφοροποιήσεις στις καπιταλιστικές ελίτ, καθώς και αυξανόμενη ανησυχία των συνδικάτων για την καταστροφή μιας οικονομικής συνεργασίας που χρειάστηκε δεκαετίες για να οικοδομηθεί.
Η στάση της αυστριακής Αριστεράς απέναντι στον πόλεμο
Στην Αριστερά δεν υπάρχουν σημαντικές διαφωνίες για την εκτίμηση του πολέμου στην Ουκρανία. Όλες οι σημαντικές ομάδες καταδικάζουν τη ρωσική επίθεση. Υπάρχει όμως ένα ρήγμα στον χώρο και αφορά τα συμπεράσματα που πρέπει να εξαχθούν.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι στην Αυστρία «Αριστερά» δεν είναι μια ορισμένη πολιτική οντότητα, αλλά μάλλον μια κουλτούρα, το ιδεολογικό εύρος της οποίας αρχίζει από σοσιαλιστικά ρεύματα, ανάμεσά τους το Κομμουνιστικό Κόμμα, και φτάσει μέχρι τον αριστερό φιλελευθερισμό στο δεξιό άκρο της σοσιαλδημοκρατίας. «Όλοι αγαπούν τον Χάινε, όλοι αγαπούν τον Μπρεχτ, όλοι τα λέν’ καλά, όλοι έχουν δίκιο.»
Ο εύθραυστος χαρακτήρας αυτής της κουλτούρας φάνηκε ήδη στην πανδημία, τώρα δείχνει να βρίσκεται σε αποσύνθεση. Ενώ το «σοσιαλφιλελεύθερο τμήμα» έχει μια πολεμοχαρή στάση και πιέζει για στρατιωτική λύση μέσα από τη συνέχιση της παροχής πολεμικού υλικού από τη Δύση, οι κομμουνιστές/τριες και οι παραδοσιακά αριστεροί/ές σοσιαλιστές/τριες προσπαθούν να οικοδομήσουν ένα κίνημα ειρήνης το οποίο θα υποστηρίζει την ταχεία κατάπαυση του πυρός, την αρχή διαπραγματεύσεων και τη δημιουργία μιας νέας ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφαλείας.
Και οι δύο αυτές θέσεις δεν έχουν αναπτυχθεί ακόμα επαρκώς, με την έννοια ότι δεν παρουσιάζουν την εκάστοτε πολιτική στάση τους στο πλαίσιο μιας συνεκτικής ανάλυσης των διαδικασιών στη διεθνή οικονομία και τη διεθνή πολιτική. Η σοσιαλφιλελεύθερη πολεμοχαρής θέση κινείται εγγύς των επίσημων συζητήσεων στο εσωτερικό της ΕΕ, του ΝΑΤΟ και των δεξαμενών σκέψης του ψυχρού πολέμου που συνδέονται μαζί τους, και βρίσκει μεγάλη απήχηση στα φιλελεύθερα μέσα ενημέρωσης.
Σημαντικό εμπόδιο για έναν σοσιαλιστικό πασιφισμό ή αντιμιλιταρισμό αποτελεί η έλλειψη ενός διεθνούς αναλυτικού πλαισίου. Απειλείται διαρκώς να περιθωριοποιηθεί στον δημόσιο διάλογο και να ολισθήσει σε σεκταριστικά στερεότυπα που με το τέλος του ψυχρού πολέμου έχασαν τη σημασία τους. Αριστερές δεξαμενές σκέψης, κινήματα ειρήνης, κόμματα, φεμινιστικά και οικολογικά κινήματα καλούνται να δουλέψουν, σε διάλογο μεταξύ τους και με άλλες μεγάλες κοινότητες φρονήματος, ώστε να θεραπευτεί αυτή η έλλειψη.
Μετατοπίσεις στη θέση της Αριστεράς σχετικά με το ΝΑΤΟ και το καθεστώς ουδετερότητας
Πράγματι, στην Αυστρία ο πόλεμος χρησιμοποιείται για επιθέσεις εναντίον του καθεστώτος της ουδετερότητας. Ωστόσο, από τη μεριά των παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας, Συντηρητικών και Σοσιαλδημοκρατών, δεν υπάρχει καμία διάθεση να δοθεί χώρος για τέτοιες επιδιώξεις. Η εξέλιξη είναι διαφορετική από εκείνη στη Σουηδία και τη Φινλανδία× η ουδετερότητα έχει γίνει δημοφιλέστερη και τον Μάρτιο το ποσοστό αποδοχής έφτασε το 80%[2].
Από την άλλη, η αλήθεια είναι ότι οι εταιρικές σχέσεις με το ΝΑΤΟ και τα εξοπλιστικά προγράμματα που αποφασίστηκαν στο πλαίσιο της ΕΕ υπέσκαψαν, πίσω από τις πλάτες του λαού την ουσία της αυστριακής ουδετερότητας. Εάν ενισχυθεί η τάση να μετατραπεί η ΕΕ σε στρατιωτική ένωση και, όπως συζητιέται σήμερα, να καταργηθεί η αρχή της ομοφωνίας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και σε ζητήματα στρατιωτικής πολιτικής, τότε αυτό θα μπορούσε να αποδειχτεί ασυμβίβαστο με την ουδετερότητα. Σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να υπάρξει πολιτική απόφαση.
Με τη σχεδιαζόμενη ενσωμάτωση της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, η Αυστρία θα μπορούσε να καταστεί το μόνο ουδέτερο και αδέσμευτο κράτος της ΕΕ στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Ο εποικοδομητικός ρόλος που έπαιξε η Αυστρία στην προετοιμασία της σύμβασης για την απαγόρευση των πυρηνικών όπλων, είναι μια ένδειξη για τις δυνατότητες που θα μπορούσε να έχει στην πάλη για μια νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας. Αυτή η δυνατότητα μπορεί να είναι η ευκαιρία για μια προοδευτική ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική της Αυστρίας.
Στην Αυστρία, η συζήτηση για την ουδετερότητα συνδέεται με τον καθορισμό του ρόλου που θέλει να έχει η χώρα στην Ευρώπη και στον κόσμο. Οι φιλοπόλεμοι φιλελεύθεροι θέλουν να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και να δουν τον στρατό της ως μέρος των ενόπλων δυνάμεων της ΕΕ με διεθνή ρόλο και έχουν τη στήριξη των κυρίαρχων φιλελεύθερων μέσων ενημέρωσης. Οι ειρηνιστές/τριες και οι αντιμιλιταριστές/τριες από τη μεριά τους αναφέρονται στη γνώμη της σημαντικής πλειονότητας του πληθυσμού. Εμφανίζεται λοιπόν το ρήγμα μεταξύ της γνώμης της πλειονότητας και εκείνης των ελίτ, το οποίο είναι χαρακτηριστικό για τη σημερινή κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Εάν συμπέσουν το φθινόπωρο η αναζωογονημένη πανδημία, μια παύση της εξαγωγής φυσικού αερίου από τη Ρωσία ή/και μια κλιμάκωση του πολέμου, αυτό το ρήγμα μπορεί να εξελιχθεί σε «τέλεια θύελλα». Και τότε, όχι μόνο στην Αυστρία.
Μετάφραση: Θόδωρος Παρασκευόπουλος
[1] Österreichs Banken leiden besonders unter Russland-Invasion https://www.faz.net/aktuell/finanzen/russlands-invasion-besonders-oesterreichische-banken-leiden-17843801.html
[2] Zustimmung zur Neutralität in Österreich stark gestiegen, https://www.heute.at/s/zustimmung-zur-neutralitaet-in-oesterreich-stark-gestiegen-100193763