Το κείμενο περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα στον πόλεμο στην Ουκρανία του Τεύχους #4 της περιοδικής διαδικτυακής έκδοσης του ΙΝΠ “Με ευρυγώνιο φακό”. Βρείτε ολόκληρο το τεύχος εδώ: https://poulantzas.gr/yliko/me-evrygonio-fako-periodiki-ekdosi-gia-tis-diethneis-taseis-tefchos-4-ioulios-2022

 

Τρεις ημέρες μετά την έναρξη του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο νεοεκλεγείς καγκελάριος Όλαφ Σολτς (Olaf Scholz), ένας δεξιός σοσιαλδημοκράτης επικεφαλής μιας κεντροαριστερής γερμανικής κυβέρνησης αποτελούμενης από σοσιαλδημοκράτες (SPD), το κόμμα των Πρασίνων και το προσανατολισμένο στην “ελεύθερη αγορά” Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (FDP), ανακοίνωσε στη γερμανική Μπούντεσταγκ το “τέλος εποχής” (“Zeitenwende”).

 

Ο Σολτς δήλωσε ότι η Γερμανία θα δεσμευτεί εφεξής στον στόχο του ΝΑΤΟ για ετήσιες στρατιωτικές δαπάνες 2% του ΑΕΠ και θα εκδώσει άμεσα 100 δισεκατομμύρια ευρώ για τις Bundeswehr (γερμανικές Ένοπλες Δυνάμεις). Η ομιλία του και η ειδική συνεδρίαση στη γερμανική Μπούντεσταγκ χαρακτηρίστηκαν ιστορικές. Την ίδια στιγμή που σε απόσταση μόλις λίγων εκατοντάδων μέτρων περίπου 150.000 άνθρωποι διαδήλωναν κατά του πολέμου στην Ουκρανία και του κινδύνου κλιμάκωσης (στη μεγαλύτερη αντιπολεμική διαδήλωση μετά από εκείνη της 15ης  Φεβρουαρίου 2003, όταν εκατομμύρια άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους σε όλο τον κόσμο για να διαμαρτυρηθούν για την επικείμενη αμερικανική επίθεση κατά του Ιράκ), βουλευτές από όλα τα κόμματα της γερμανικής Βουλής, με εξαίρεση το DIE LINKE και τμήματα του ακροδεξιού κόμματος AfD,  χειροκροτούσαν όρθιοι τον Σολτς.

 

Επίσης, ο Τύπος ήταν γεμάτος επαίνους για την ομιλία του Σολτς. Εκείνο το βράδυ, η παρουσιάστρια του τοκ σόου “Tagesschau” μίλησε εκ μέρους πολλών εκπροσώπων της κατεστημένης εξωτερικής πολιτικής της Γερμανίας όταν είπε: “Ποιος θα μπορούσε να σκεφτεί ότι ο Πούτιν θα κατέληγε να επιταχύνει τις εδώ και καιρό αναγκαίες μεταρρυθμίσεις της γερμανικής Bundeswehr;”. Λέγοντάς το, αποκάλυψε ένα κοινό μυστικό, ότι δηλαδή τα σχέδια του Σολτς και η ανακοίνωση μιας “στροφής 180 μοιρών” στη γερμανική εξωτερική πολιτική δεν ήταν σε καμία περίπτωση μια αναπόφευκτη αντίδραση στον πόλεμο του Πούτιν στην Ουκρανία. Αντίθετα, η κυβέρνηση χρησιμοποίησε τον πόλεμο του Πούτιν ως πρόσχημα για να ανακοινώσει σχέδια που είχαν γίνει πολύ νωρίτερα. Στην πραγματικότητα, μεγάλο μέρος αυτών των σχεδίων είχε ήδη καθοριστεί στη συνθήκη συνασπισμού της κυβέρνησης, η οποία οριστικοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 2021, δηλαδή πολύ πριν από τις πρώτες προειδοποιήσεις της CIA για επικείμενη εισβολή που χρονολογούνται από τον Δεκέμβριο. Με άλλα λόγια, οι σοκαριστικές εικόνες των ανθρώπων που σκοτώθηκαν στον πόλεμο, των τραυματιών, των ανθρώπων που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και της καταστροφής των υποδομών, χρησιμοποιήθηκαν για να επιβληθούν τα κατά τα άλλα αντιλαϊκά μακροπρόθεσμα σχέδια για το “τέλος της στρατιωτικής αυτοσυγκράτησης” και για να καταστεί η Γερμανία το κράτος με τον τρίτο μεγαλύτερο στρατιωτικό προϋπολογισμό στον κόσμο μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα.

 

Τα σχέδια της κυβέρνησης οριστικοποιήθηκαν με την ψηφοφορία της 3ης Ιουνίου 2022 για την αλλαγή του γερμανικού συντάγματος, ώστε να καταστεί δυνατός αυτού του είδους ο επανεξοπλισμός υπό τους όρους του “νέου συνταγματισμού” (Stephen Gill) των νεοφιλελεύθερων τροπολογιών για τον ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Με εξαίρεση το DIE LINKE, όλα τα κόμματα, συμπεριλαμβανομένων μεγάλων τμημάτων του AfD, ψήφισαν υπέρ των σχεδίων επανεξοπλισμού. Λίγοι διαφωνούντες σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι ψήφισαν κατά. Ορισμένοι από αυτούς πήραν μέρος στην έκκληση “Der Appell”, που συνέταξαν εξέχουσες προσωπικότητες από τα συνδικάτα[1] και η οποία συγκέντρωσε έναν ευρύ διακομματικό συνασπισμό από το εργατικό κίνημα, την τριτοβάθμια εκπαίδευση, τις χριστιανικές εκκλησίες και άλλες θρησκευτικές οργανώσεις, τα μέσα ενημέρωσης και τις τέχνες, κ.λπ.

Δεν είναι ο κατάλληλος χώρος για να περιγράψουμε γιατί ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας είναι σκανδαλώδης από την άποψη της πολιτικής ειρήνης και ασφάλειας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της πολιτικής κλιματικής δικαιοσύνης, αλλά και από την άποψη της δημοκρατίας. Αυτό έχει γίνει αλλού[2].  Το τίμημα αυτής της πολιτικής θα είναι πολύ υψηλό. Από τη σκοπιά των αναδιανεμητικών πολιτικών και της ταξικής πάλης, είναι σαφές ότι ήδη η κυβέρνηση θυσιάζει σχεδιασμούς κοινωνικών δαπανών όπως το πρόγραμμα “Βασική ασφάλεια των παιδιών” ενάντια στην ανεξέλεγκτη παιδική φτώχεια. Είναι βέβαιο πως θα αναπτυχθούν νέοι ταξικοί αγώνες, πιθανότατα μέσα στο 2023, όταν ο Σολτς θα βρεθεί αντιμέτωπος μέσα στην κυβέρνησή του με τους Ελεύθερους Δημοκράτες (που ελέγχουν το υπουργείο Οικονομικών) και σημαντικά τμήματα των Πρασίνων, εξαιτίας της υπόσχεσής του να μην δεχτεί κι άλλες περικοπές στην κοινωνική ασφάλιση και τις συντάξεις. Από τώρα το κεφάλαιο πιέζει για την επέκταση της ηλικίας συνταξιοδότησης στα 70 ή, ως “εναλλακτική λύση”, την επέκταση της εβδομαδιαίας εργασίας στις 42 ώρες. Εν τω μεταξύ, ο Ρόμπερτ Χάμπεκ, υπουργός Οικονομικών Υποθέσεων και Κλιματικής Πολιτικής (Πράσινοι), δήλωσε ότι είναι ανοιχτός σε μια “εθελοντική, ευέλικτη” ηλικία συνταξιοδότησης.

 

Ο επανεξοπλισμός δεν ήταν η μόνη “απάντηση” στον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία. Αντίθετα, αποτέλεσε μέρος ενός συνολικού πακέτου πολιτικών με τέσσερα μέτρα. Το υπόλοιπο περιλάμβανε: (1) την επέκταση των τμημάτων της Bundeswehr μεταξύ των ομάδων μάχης του ΝΑΤΟ στη λεγόμενη “ανατολική πτέρυγα” στη Λιθουανία, (2) κυρώσεις κατά της ρωσικής κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης των ρωσικών εισαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου, οι οποίες πλήττουν το βιοτικό επίπεδο της ρωσικής και της γερμανικής εργατικής τάξης, ενώ αφήνουν σε μεγάλο βαθμό ανέγγιχτο το μπλοκ εξουσίας πίσω από τον Πούτιν, και (3) την αποστολή βαρέων όπλων στην Ουκρανία (συμπεριλαμβανομένου του βαρέος πυροβολικού όπως το Panzerhaubitze 2000) και την εκπαίδευση των ουκρανικών δυνάμεων σε αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις στη Γερμανία.

 

Η αποστολή όπλων ήταν το πιο αμφισβητήσιμο μέτρο εντός της γερμανικής κυβέρνησης. Ωστόσο, ο συνδυασμός των πιέσεων των ΗΠΑ, των μέσων ενημέρωσης, του κόμματος των Πρασίνων, των συντηρητικών και των Ελεύθερων Δημοκρατών, έπληξε σοβαρά τον καγκελάριο Σολτς. Τελικά, πιέστηκε να εγκαταλείψει τη θέση του αξιόπιστου διαπραγματευτή και διαμεσολαβητή της ειρήνης στην Ουκρανία (μαζί με τα άλλα κράτη BRICS, την ιταλική κυβέρνηση κ.λπ.) και να υιοθετήσει την αμερικανική θέση για έναν μακροχρόνιο πόλεμο δι’ αντιπροσώπων στην Ουκρανία με στόχο τη μακροπρόθεσμη αποδυνάμωση της Ρωσίας εις βάρος του ουκρανικού άμαχου πληθυσμού και των υποδομών.

 

Η στάση της γερμανικής αριστεράς

 

Όλοι οι πόλεμοι οδηγούν σε κατακερματισμό της αριστεράς. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος οδήγησε στη διάσπαση του διεθνούς εργατικού κινήματος σε ένα τμήμα που υιοθέτησε εθνικά χαρακτηριστικά υποστηρίζοντας τον ενδοϊμπεριαλιστικό πόλεμο και ελπίζοντας να κερδίσει δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις σε αντάλλαγμα για την νομιμοφροσύνη του, και σε μια αντιπολεμική επαναστατική σοσιαλιστική αριστερά που αντιτάχθηκε στον ιμπεριαλισμό. Ο Ψυχρός Πόλεμος δημιούργησε τους “νεοσυντηρητικούς”, πολλοί από τους οποίους ήταν πρώην τροτσκιστές. Ο Δεύτερος Πόλεμος του Κόλπου στο Κουβέιτ γέννησε τους “αντι-Γερμανούς” (“Anti-Deutsche”) που υποστήριξαν τον πόλεμο των ΗΠΑ βασιζόμενοι στον φόβο ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν θα μπορούσε να εκτοξεύσει πυραύλους εναντίον του Ισραήλ. Ο πόλεμος του Κοσσυφοπεδίου το 1999, που επιβλήθηκε από μια κεντροαριστερή κυβέρνηση σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων, οδήγησε σε μια μη αναστρέψιμη διάσπαση του φιλειρηνικού κινήματος και γέννησε τους υποστηρικτές των “ανθρωπιστικών” πολέμων. Πολλοί από αυτούς που είχαν διαδηλώσει μαζί κατά της ανάπτυξης πυρηνικών πυραύλων στη Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του 1980, τώρα θα μπορούσαμε να πούμε πως βλέπουν ο ένας τον άλλον στην αντίθετη πλευρά του οδοφράγματος. Παρομοίως, ορισμένοι αριστεροί, συμπεριλαμβανομένου του γερμανικού περιοδικού “konkret”, τάχθηκαν υπέρ του πολέμου του Τζορτζ Μπους κατά του Ιράκ το 2003, βασιζόμενοι στην αντίληψη ότι ο βομβαρδισμός της χώρας θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα νέο δημοκρατικό Ιράκ που θα ευημερεί.

 

Επομένως, δεν είναι τυχαίο ότι και ο πόλεμος στην Ουκρανία διασπά την αριστερά. Το DIE LINKE χάνει μέλη και υποστηρικτές και από τις δύο πλευρές του πολιτικού ζητήματος – ορισμένους που κατηγορούν εδώ και καιρό το DIE LINKE ότι υπαναχωρεί από τις ειρηνικές πολιτικές του αρχές και εκείνους που επικρίνουν το DIE LINKE για “υπερβολική κατανόηση” της Ρωσίας. Οι τελευταίοι ακολουθούν ουσιαστικά το κυνήγι μαγισσών που διεξάγεται από τα μέσα ενημέρωσης εναντίον όλων όσοι μιλούν κατά της στρατιωτικοποίησης, όσοι προειδοποιούν ότι οι αποστολές όπλων είναι πιθανό να κλιμακώσουν τον πόλεμο στο εσωτερικό της Ουκρανίας και να οδηγήσουν σε Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο και όσοι απαιτούν διπλωματικές πρωτοβουλίες από την κυβέρνηση για να σταματήσει ο πόλεμος αντί της επικρατούσας μιλιταριστικής ρητορικής. Αυτή η απώλεια υποστήριξης και προς τις δύο πλευρές δεν πρόκειται, ωστόσο, να οδηγήσει απαραίτητα σε μια (βαθύτερη) κρίση της γερμανικής αριστεράς, στο βαθμό που σήμερα υπάρχει “ρήξη ελίτ-μάζας”, δεδομένου ότι τα μέσα ενημέρωσης και οι ηγεσίες όλων των κομμάτων, εκτός από το DIE LINKE και το AfD, υποστηρίζουν την αποστολή βαρέων όπλων στην Ουκρανία, ενώ ο μισός πληθυσμός είναι εναντίον και προτρέπει τη γερμανική κυβέρνηση να διαπραγματευτεί μια διπλωματική λύση. Με άλλα λόγια, έχει πολλά να κερδίσει και το DIE LINKE ως το μόνο μη φασιστικό κόμμα που εκπροσωπεί δυνητικά τον μισό πληθυσμό, που φοβάται μια κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία (με θερμοβαρικά όπλα, τακτικά πυρηνικά όπλα και ενδεχομένως και χημικά όπλα) και μια κλιμάκωση πέρα από τα σύνορά της σε Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το DIE LINKE φέρει επίσης μεγάλη ευθύνη αναφορικά με εκείνους που πληρώνουν το υψηλό τίμημα ενός παρατεταμένου και μακροχρόνιου πολέμου σε όρους πληθωρισμού, επειδή η ακροδεξιά θα υποστηρίξει ότι πρόκειται για μια πολεμική προσπάθεια των “αριστερών” των πόλεων με υψηλότερο εισόδημα σε βάρος των αγροτικών και προαστιακών πληθυσμών με χαμηλότερο εισόδημα.

 

Παρά το γεγονός ότι η αριστερά στη Γερμανία είναι κατακερματισμένη, σε γενικές γραμμές και σε αντίθεση με την αριστερά στη Λατινική Αμερική και τον παγκόσμιο Νότο γενικότερα, παραμένει αρκετά ενωμένη στην ξεκάθαρη καταδίκη της για τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία. Οι δικαιολογίες της Ρωσίας για τον πόλεμο έχουν επικριθεί ως τυπικά πολεμικά ψέματα, τα οποία αποτελούν τραγικό απόηχο των πολεμικών ψεμάτων που προέβαλαν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους στους πολέμους τους των τελευταίων τριών δεκαετιών: γενοκτονία και “ευθύνη προστασίας” (Κόσοβο 1999, Λιβύη 2011), ανάγκη για “αποστρατιωτικοποίηση” (Ιράκ 2003) και “αποναζιστικοποίηση” (σχεδόν όλοι τους). Μόνο στους πολύ μικρούς κύκλους του γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος ακούγονται δικαιολογίες για τον πόλεμο και η ρωσική πολεμική προπαγάνδα βρίσκει εν μέρει ανταπόκριση.

 

Η αριστερή εκτίμηση είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει καμία δικαιολογία για τον πόλεμο. Η γερμανική αριστερά είναι επίσης ευαισθητοποιημένη για τα συμφέροντα ασφαλείας των μικρότερων ανατολικοευρωπαϊκών χωρών που γειτνιάζουν με τη Ρωσία. Δεν μπορούμε εύκολα να παραβλέψουμε πως  η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία και ξεκίνησε τον πόλεμο εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι η Δύση ήταν έτοιμη να στείλει όπλα και χρήματα στην Ουκρανία, αλλά δεν ήταν διατεθειμένη να διακινδυνεύσει έναν πυρηνικό Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο για αυτήν στέλνοντάς της στρατεύματα.

 

Την ίδια στιγμή, η αριστερά στη Γερμανία παραμένει σε μεγάλο βαθμό επικριτική απέναντι στο ΝΑΤΟ θέτοντας επί τάπητος  τον ρόλο του σε όσα προηγήθηκαν του πολέμου στην Ουκρανία. Αυτό περιλαμβάνει την ανατολική διεύρυνση του ΝΑΤΟ, την αποτυχία να απαντήσει θετικά στις προηγούμενες πρωτοβουλίες της Ρωσίας είτε για ένταξη στο ΝΑΤΟ είτε για την οικοδόμηση μιας αρχιτεκτονικής συλλογικής ασφάλειας από τη Λισαβόνα μέχρι το Βλαδιβοστόκ, τις επιθετικές προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών να φέρουν την Ουκρανία στο ΝΑΤΟ (ξεκινώντας από τον Τζορτζ Μπους και τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι το 2008), και τη συμβολή της ΕΕ στην αλλαγή καθεστώτος κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων του Euromaidan το 2014 μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες, κ.λπ. Η αριστερά δεν είναι μόνη της σε αυτή την κριτική στο βαθμό που την έχουν εκφράσει επίσης ο πρώην διευθυντής της Διάσκεψης του Μονάχου για την Ασφάλεια Wolfgang Ischinger[3] και ο πρώην αναπληρωτής επίτροπος της ΕΕ και επίτροπος της ΕΕ για την Ανατολική Διεύρυνση Günter Verheugen[4].

 

Το ερώτημα είναι, βέβαια, πώς η κριτική των λαθών του παρελθόντος συνδέεται με μια στρατηγική για να προχωρήσουμε μπροστά. Η αριστερά μπορεί να έχει αυτοπεποίθηση λέγοντας ότι αυτός ο πόλεμος δεν θα είχε συμβεί αν η παγκόσμια πολιτική είχε ακολουθήσει τον στόχο της αριστεράς για μια κοινή αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ευρώπη που θα περιλαμβάνει τη Ρωσία και θα σέβεται τα συμφέροντα ασφάλειας όλων των (ανατολικο-) ευρωπαϊκών κρατών. Κάθε πόλεμος είναι επίσης έκφραση της αποτυχίας της διπλωματίας. Το ίδιο συμβαίνει και με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ταυτόχρονα, κινδυνεύει σήμερα το αίτημα της αριστεράς για μια κοινή αρχιτεκτονική ασφάλειας που θα οικοδομηθεί από τους ήδη υπάρχοντες θεσμούς, τον  Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, δεδομένου ότι δεν υπάρχει πλέον αποδέκτης, αφού η Ρωσία είναι πλέον, προφανώς, μια χώρα που ενεργεί σύμφωνα με τη λογική του δικαιώματος του ισχυρότερου κράτους. Είναι πιθανό η Ευρώπη να ωθείται από τις τρέχουσες γεωπολιτικές εξελίξεις σε μια νέα αντιπαράθεση συνασπισμών. Αυτό περιλαμβάνει τον στόχο των ΗΠΑ να αξιοποιήσουν τον πόλεμο της Ρωσίας ώστε να αντιμετωπίσουν και την Κίνα με τα περιθώρια που θα δίνουν ο νέος διατλαντισμός και ο νέος διατλαντικός καταμερισμός εργασίας. Αυτή η γεωπολιτική αντιπαράθεση θα μπορούσε να σημάνει έναν μακροχρόνιο πόλεμο στην Ουκρανία, μια άκρως στρατιωτικοποιημένη κεντρική και ανατολική Ευρώπη, συνεχή πληθωρισμό και εξαθλίωση εξαιτίας των διαιωνιζόμενων προβλημάτων στις αλυσίδες εφοδιασμού και την αυτάρκεια, πιέσεις στη δημοκρατία και το κοινωνικό κράτος στο εσωτερικό, πολέμους δι’ αντιπροσώπων που ήδη ερμηνεύονται ιδεολογικά ως αγώνας μεταξύ “δημοκρατιών” (συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας, της Σαουδικής Αραβίας κ.λπ.) και “απολυταρχιών” κ.λπ. Αν συμβεί αυτό, ο παγκόσμιος συσχετισμός δυνάμεων για την Αριστερά θα είναι διαφορετικός και θα πρέπει να βρει νέες απαντήσεις. Το Ναι στο ΝΑΤΟ και η αντιπαράθεση δεν πρέπει να βρίσκονται ανάμεσά τους.

 

* Μετάφραση: Ανδρέας Μαράτος

 

 

[1] https://derappell.de/en/ – Βλ. επίσης https://www.rosalux.de/news/id/46202/demokratie-und-sozialstaat-bewahren-statt-hochruestung-im-grundgesetz

[2] https://jacobin.com/2022/06/german-rearmament-defense-budget-ukraine-olaf-scholz

[3] https://www.sueddeutsche.de/meinung/nato-russland-ukraine-osze-putin-1.5498706?reduced=true

[4] https://www.nd-aktuell.de/artikel/1162663.eu-russland-konflikt-wir-muessen-bereit-sein-russland-wieder-die-hand-zu-reichen.html