Το κείμενο περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα στον πόλεμο στην Ουκρανία του Τεύχους #4 της περιοδικής διαδικτυακής έκδοσης του ΙΝΠ “Με ευρυγώνιο φακό”. Βρείτε ολόκληρο το τεύχος εδώ: https://poulantzas.gr/yliko/me-evrygonio-fako-periodiki-ekdosi-gia-tis-diethneis-taseis-tefchos-4-ioulios-2022

 

 

Η Πολωνία αντέδρασε γρήγορα στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο, αντιμετωπίζοντάς την ως παραβίαση του διεθνούς δικαίου και της ακεραιότητας της Ουκρανίας. Η Πολωνία έχει γίνει μία από τις πιο δυνατές υποστηρίκτριες της θέσης των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, υποστηρίζοντας την αποστολή περισσότερου στρατού στην Ουκρανία και την αύξηση των κυρώσεων στη Ρωσία. Αυτή η θέση διαπερνούσε σχεδόν ολόκληρη την πολωνική Αριστερά, καθιστώντας δύσκολη τη δημιουργία ενός βιώσιμου κινήματος ειρήνης στη χώρα. Το παρόν άρθρο εξετάζει αρχικά τα κυρίαρχα αίτια της πολιτικής συναίνεσης υπέρ του ΝΑΤΟ στην Πολωνία, πριν να ληφθούν υπόψη οι θέσεις της πολωνικής Αριστεράς.

 

Δυτική Συναίνεση

 

Η κατεύθυνση της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής της Πολωνίας διαμορφώθηκε όταν άρχισε να κρυσταλλώνεται η πολιτική συναίνεση στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Σε εκείνη τη περίοδο ακόμη και οι μετακομμουνιστικές δυνάμεις αποδέχτηκαν τη νέα διεθνή και αμυντική πολιτική του κράτους. Η επιθυμία συμμετοχής στην «οικογένεια των δημοκρατικών κρατών» και στη στρατιωτική συμμαχία με τις ΗΠΑ ήταν παρούσα κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που οδήγησαν στη μετάβαση από τον σοσιαλισμό και κέρδισε μεγάλη λαϊκή υποστήριξη στην κοινωνία. Η στρατηγική που υποστηριζόταν συνηθέστερα ήταν αυτή της οικονομικής ανάπτυξης μέσω της ευρωπαϊκής συνεργασίας και της εγγυημένης ασφάλειας από το ΝΑΤΟ. Το 1993, τα τελευταία σοβιετικά/ρωσικά στρατεύματα έφυγαν από την Πολωνία. Τη ίδια χρονιά, ο Lech Wałęsa περιέγραψε την ένταξη στο ΝΑΤΟ ως μία από τις βασικές του προτεραιότητες αναφορικά με την αμυντική πολιτική.

Το ΝΑΤΟ παρουσιάζεται πιο συχνά στην κοινή γνώμη σαν μια αμυντική συμμαχία παρά σαν ένα μπλοκ στρατιωτικής συνεργασίας. Το 1999, η Πολωνία έγινε δεκτή στο ΝΑΤΟ από κοινού με την Ουγγαρία, την Τσεχία και τη Σλοβακία, λίγο πριν η συμμαχία ξεκινήσει τη στρατιωτική της επίθεση στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Η ένταξη στο ΝΑΤΟ απολάμβανε υψηλή υποστήριξη στην Πολωνία από την αρχή.  Το 2014, το 62% των Πολωνών υποστήριζε ισχυρά και μάλλον υποστήριζε τη συμμετοχή της Πολωνίας στο ΝΑΤΟ, και μόνο το 4% ήταν ενάντια ή ισχυρά ενάντια. Τον Μάρτιο του 2020, αυτοί που υποστήριζαν ή μάλλον υποστήριζαν τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ αυξήθηκαν στο 94%, με μόλις 0.5% να είναι ενάντια. Η σύγκρουση στην Ουκρανία οδήγησε ξεκάθαρα σε μια αύξηση της υποστήριξης στο ΝΑΤΟ, με το 81% των Πολωνών να πιστεύουν τώρα ότι οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ έχουν δεσμευτεί να υπερασπιστούν  το πολωνικό έδαφος και το 85% να υποστηρίζει την εγκατάσταση στρατευμάτων του ΝΑΤΟ στην Πολωνία.

 

Στροφή προς τα δεξιά

 

Μετά την ένταξη της Πολωνίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Πολωνία προσπάθησε να ηγηθεί των νεοενταχθέντων κρατών-μελών και υποστήριξε τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα ανατολικά.  Η Πολωνία έγινε μία εκ των κοντινότερων συμμάχων των ΗΠΑ στην Ευρώπη, συμμετέχοντας ενεργά στον πόλεμο των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Η εξωτερική πολιτική της Πολωνίας ήταν ωστόσο να μην είναι η χώρα ανοιχτά εχθρική προς τη Ρωσία αλλά να στέκεται  κριτικά απέναντί της, ενώ επιδίωκε να διατηρούν καλές οικονομικές σχέσεις.

Αυτή η στάση υποστήριξης προς την ΕΕ και τις ΗΠΑ έσπασε μετά τη στροφή προς τα δεξιά στην Πολωνία κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού της δεκαετίας 2000. Η Πολωνία ήρθε σε σύγκρουση με την Ευρωπαϊκή Ένωση για θέματα όπως το κράτος δικαίου, η ελευθερία του τύπου, το δικαίωμα στην άμβλωση, η ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ+ κτλ. Η Πολωνία επίσης συμμετείχε πιο ενεργά σε γεγονότα των χωρών προς τα ανατολικά της, ισχυροποιώντας τις σχέσεις με τα κράτη της Βαλτικής, υποστηρίζοντας ενεργά το Maidan στην Ουκρανία και (συγκεκριμένα μέσω του τελευταίου προέδρου Lech Kaczyński),  υποστηρίζοντας ενεργά τη Γεωργία κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής  διαμάχης της με τη Ρωσία. Ύστερα από τη καταστροφή στο Σμολένσκ το 2010, το δεξιό κυβερνητικό κόμμα (PiS) κλιμάκωσε την αντιρωσική στάση του, κατηγορώντας τη Ρωσία για τους θανάτους της πολιτικής ελίτ της χώρας, και επιτέθηκε  στην αντιπολίτευση σε αυτούς οι οποίοι πήραν μια πιο ορθολογική θέση. Οι κυβερνώντες κατηγόρησαν την αντιπολίτευση για εκπροσώπηση των ευρωπαϊκών συμφερόντων, ιδιαίτερα των γερμανικών, σε βάρος του πολωνικού εθνικού συμφέροντος και έγιναν πιο εχθρικοί προς τη Γερμανία και την ΕΕ.

 

Ο Πόλεμος στην Ουκρανία

 

Τα γεγονότα του Φεβρουαρίου του 2022 στην Ουκρανία ένωσαν όλες σχεδόν τις πολιτικές δυνάμεις του κυρίαρχου ρεύματος, οι οποίες υποστηρίζουν την παροχή πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία. Μόνο η ακροδεξιά Συνομοσπονδία και περιθωριακές αριστερές ομάδες πήραν μια διαφορετική θέση.  Η Πολωνία έχει γίνει ένθερμη υποστηρίκτρια της γρήγορης ένταξης της Ουκρανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ.  Έχει ανοίξει τα σύνορά της στους πρόσφυγες από την Ουκρανία, και οι πρόσφυγες που διαμένουν στην Πολωνία έχουν εγγυημένη ιατρική βοήθεια, κοινωνικές παροχές (οι οποίες τώρα ανακαλούνται) και στέγαση. Δυστυχώς, η θετική αλλαγή στη στάση απέναντι στους πρόσφυγες (υπενθυμίζεται ότι η Πολωνία αντιτάχθηκε στη δέσμευση να δεχθεί 10000 πρόσφυγες στα πλαίσια της κοινής πολιτικής της ΕΕ το 2015) ισχύει μόνο για τους πρόσφυγες πολέμου από την Ουκρανία. Παρότι τους παρέχεται βοήθεια, υψώνονται τείχη στα σύνορα Πολωνίας-Λευκορωσίας και παρεμποδίζεται η άφιξη προσφύγων από τη Λευκορωσία και άλλα μέρη του κόσμου στην Πολωνία. Πρέπει να τονισθεί ότι χρησιμοποιείται αντιρωσική ρητορική για να εξηγηθεί αυτό, παρουσιάζοντας το κύμα προσφύγων από τη Λευκορωσία ως μια σκόπιμη στρατηγική από τους Προέδρους Lukashenko και Putin. Δεν λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι τα πραγματικά θύματα αυτού του παιχνιδιού είναι οι άνθρωποι που αναζητούν βοήθεια και άσυλο.

Οι πολωνικές αρχές πιστεύουν ότι η ανάμειξη της χώρας στην παροχή βοήθειας στην Ουκρανία θα μπορούσε να είναι ένα διαπραγματευτικό χαρτί ώστε να αποδεσμευτούν τα ταμεία βοήθειας της ΕΕ για την Πολωνία. Η Ενωμένη Δεξιά συμμαχία επιδιώκει να ουδετεροποιήσει με κάθε κόστος την επίδραση των οδηγιών της ΕΕ στην αποκατάσταση του κράτους δικαίου στην Πολωνία. Το Solidarna Polska, η δεύτερη, μετά από το PiS,  δύναμη εξουσίας στην Ενωμένη Δεξιά, μάχεται διαρκώς για να διατηρηθούν οι μεταρρυθμίσεις που βοήθησε να εισαχθούν στο πολωνικό νομικό σύστημα, οι οποίες τίθενται υπό αμφισβήτηση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

 

Η Αριστερά μπροστά στον πόλεμο

 

Όλα τα κεντροαριστερά κόμματα και οι ομάδες του κυρίαρχου ρεύματος έχουν υποστηρίξει αποτελεσματικά τις θέσεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Πιο συγκεκριμένα το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα Razem (Μαζί) προσπάθησε ενεργητικά να πείσει τους εταίρους του στο συνασπισμό από τη Νέα Αριστερά (μια ομάδα που διαμορφώθηκε από τη συγχώνευση της Δημοκρατικής Αριστερής Συμμαχίας και του σοσιαλφιλελεύθερου κόμματος Άνοιξη) για τη θέση του. Το κίνημα ειρήνης στην Πολωνία είναι ουσιαστικά ανύπαρκτο. Εκτός από μικρές ομάδες της ριζοσπαστικής Αριστεράς, οι περισσότεροι σχηματισμοί είναι υπέρ μιας στρατιωτικής λύσης στη σύγκρουση και παρέχουν πολιτική και υλική βοήθεια στην Ουκρανία. Υπάρχει ένα παράδοξο στο οποίο η στρατιωτικοποίηση δικαιολογείται από την επιθυμία για ειρήνη. Το Razem αποσύρθηκε από το DIEM 25 και τη Προοδευτική Διεθνή, καθώς αυτές οι οργανώσεις έχουν υποστηρίξει μια διευθέτηση βάσει διαπραγματεύσεων που βασίζεται στην ουκρανική ουδετερότητα. Το Razem ήταν στην πρώτη γραμμή των προσπαθειών να συγκεντρωθούν άλλα αριστερά κόμματα και οργανώσεις στην περιοχή ενάντια σε αυτό που πιστεύουν ότι αποτελεί προδοσία από τμήματα της δυτικής Αριστεράς. Αυτές οι άλλες οργανώσεις περιλαμβάνουν: το ουκρανικό Соціальний рух, το λιθουανικό Kairiųjų aljansas – KA, τα τσέχικα sme Levice και Budoucnost, το φινλανδικό Vasemmistoliitto, και το ρουμάνικο Demos.

Δυστυχώς, η ιδέα της μη ανάμειξης σε στρατιωτικά μπλοκ και της ουδετερότητας σε στρατιωτικές συγκρούσεις δεν έχει υποστήριξη στην Πολωνία. Η κρίση στην οποία βρέθηκε το κίνημα ειρήνης μετά τις αλλαγές του 1989 συνεχίζουν να έχουν αρνητική επίδραση σήμερα, και γίνεται πιο δύσκολο για τους αριστερούς και προοδευτικούς ακτιβιστές να προωθήσουν μια αντιπολεμική ατζέντα. Το να ζητά κανείς ειρήνη και διαπραγμάτευση κατά τη διάρκεια μιας αυξημένης στρατιωτικής σύγκρουσης και έντασης αντιμετωπίζεται ως αφελές και μη ρεαλιστικό, και από το μεγαλύτερο μέρος της Αριστεράς. Παρότι αυτό δεν είναι πρόβλημα μόνο στην Πολωνία, γίνεται πολύ πιο δύσκολο εδώ λόγω του γεγονότος ότι κανένα πολιτικό κόμμα ή κίνημα δεν εντάσσεται  στο ευρωπαϊκό ριζοσπαστικό αριστερό και ειρηνευτικό κίνημα.

 

Μετάφραση: Ελένη Γκρίνγουδ