Έρευνα | Νεολαία. Συνήθειες, αντιλήψεις και πολιτική συμπεριφορά (4ο κύμα – Μάρτιος 2023) | Μέρος B’

Το δεύτερο μέρος της έρευνας Νεολαία. Συνήθειες, αντιλήψεις & πολιτική συμπεριφορά είναι εστιασμένο στη σχέση των νέων στη χώρα μας με τα πολιτικά κόμματα και τις εκλογές –δηλαδή τις πλέον παραδοσιακές μορφές πολιτικοποίησης στη νεωτερικότητα. Το δεύτερο αυτό μέρος περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με την αξιολόγηση των  νέων για τα πολιτικά κόμματα, την εγγύτητά τους προς αυτά, το ενδιαφέρον τους και την πρόθεσή τους να πάρουν μέρος στις επικείμενες εκλογές, αλλά και την με τη στενή έννοια εκλογική συμπεριφορά τους. Επίσης, στο μέρος αυτό επιχειρείται και μία σύγκριση των δυνητικών εκλογικών βάσεων των κομμάτων στη νεολαία, ώστε να καταγραφεί η έκταση του «διεκδικούμενου» από περισσότερα του ενός κόμματα εκλογικού χώρου, η εξάπλωση της υποστήριξης προς την ακροδεξιά, αλλά και οι ομοιότητες και διαφορές των δύο μεγαλύτερων αριθμητικά εκλογικών ακροατηρίων εντός της ελληνικής νεολαίας, δηλαδή όσες και όσους δηλώνουν κοντά στη Νέα Δημοκρατία και στον ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία αντίστοιχα.

 

Διευκρινίσεις που αφορούν τη μεθοδολογία και το σκοπό της έρευνας και την οπτική της ανάλυσης:

  • Η συλλογή των δεδομένων της έρευνας πραγματοποιήθηκε κατά το δεύτερο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου 2023, επομένως τα στοιχεία που παρουσιάζονται παρακάτω συλλέχθηκαν εξ ολοκλήρου πριν το πρόσφατο σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, το οποίο από μία τραγική συγκυρία στοίχισε τη ζωή κυρίως σε νέους ανθρώπους. Συνεπώς, η επίδραση τόσο του δυστυχήματος καθεαυτού όσο και των μετέπειτα απαντήσεων και τοποθετήσεων γύρω από αυτό, αλλά και η επίδραση της κοινωνικής κινητοποίησης που αυτό το δυστύχημα προκάλεσε, με μεγάλες συγκεντρώσεις και απεργίες, πρωτοβουλίες ιδίως μαθητών και φοιτητών κ.λπ., δεν αποτυπώνεται  στην έρευνα.
  • Η ανά χείρας έρευνα πραγματοποιείται, ως γνωστόν, σε ετήσια βάση και αποσκοπεί στην σε βάθος διερεύνηση των διαδρομών πολιτικοποίησης της ελληνικής νεολαίας, με την ευρεία έννοια. Δεν αποτελεί επομένως μία με τη στενή έννοια δημοσκόπηση (εξάλλου και η σύνθεση του δείγματός της δεν επιτρέπει στατιστικά κάτι τέτοιο) επομένως δεν είναι δόκιμο να χρησιμοποιείται για την πρόβλεψη του εκλογικού αποτελέσματος.
  • Με βάση τις παραπάνω δύο παρατηρήσεις, προτρέπουμε τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες της έρευνάς μας να διαβάσουν τα δύο μέρη της σε συνδυασμό. Οι γενικότερες κοινωνικές και πολιτικές τοποθετήσεις που καταγράψαμε στο πρώτο μέρος της έρευνας εξηγούν και φωτίζουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της πολιτικής και εκλογικής συμπεριφοράς που καταγράφεται στο παρόν δεύτερο μέρος.

 

Τα βασικά συμπεράσματα που εξάγονται με βάση τα στοιχεία αυτού του δεύτερου μέρους, όπως εκτίθενται στο τέλος της ανάλυσης, είναι κυρίως τρία:

Συμπέρασμα πρώτο. Το εκλογικό ενδιαφέρον και η εκλογική κινητοποίηση των νέων ανθρώπων παραμένει στη χώρα μας ιδιαίτερα ισχυρή, παρά τα όσα έχουν κατά καιρούς επισημανθεί και στη δημόσια και στην επιστημονική συζήτηση. Ακόμα και αν κανείς λάβει υπόψη του μικρές μεροληψίες στις απαντήσεις που παρουσιάσαμε παραπάνω -π.χ. το ενδεχόμενο ένα τμήμα του δείγματος να απαντά με βάση αυτό που θεωρεί ότι είναι το κοινωνικά ορθό/αναμενόμενο, ακόμα κι αν δεν το πιστεύει- και πάλι η ένδειξη αυξημένου ενδιαφέροντος για και πρόθεσης συμμετοχής στις επικείμενες εκλογές είναι σαφής.

Εξάλλου, η τάση αυτή υποστηρίζεται και από άλλα επιμέρους στοιχεία της έρευνας, όπως η ισχυρή διάθεση για αλλαγή (που καταγράφηκε στο δίλημμα «σταθερότητα ή αλλαγή»), που εξ ορισμού ευνοεί την εκλογική κινητοποίηση, αλλά και η έκφραση αγανάκτησης για μια σειρά κοινωνικά προβλήματα, ειδικά της άμεσης εσωτερικής επικαιρότητας (στεγαστική και ενεργειακή κρίση), που αποτελεί ως γνωστόν κινητοποιητικό συναίσθημα.

Επομένως, είναι εύλογο να αναμένει κανείς τη μαζική συμμετοχή των νέων στις επικείμενες κάλπες, στο βαθμό τουλάχιστον που δεν θα εμποδιστεί αυτή από πρακτικά/αντικειμενικά εμπόδια (εργασίας κ.λπ.).

Συμπέρασμα δεύτερο. Η εκλογική υπεροχή γενικά της Αριστεράς, και ιδίως του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ στη νεολαία -ένα στοιχείο που χαρακτήρισε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις από το 2012 και μετά, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο- φαίνεται να επιβεβαιώνεται και στην τρέχουσα συγκυρία.

Η εκλογική αυτή στήριξη συνοδεύεται και από υψηλά ποσοστά εγγύτητας προς το σύνολο των κομμάτων του ευρύτερου αριστερού χώρου, ενώ σχετίζεται και με ένα συγκεκριμένο και κοινωνικό, αξιακό και πολιτικό προφίλ της ελληνικής νεολαίας, που όπως είδαμε στο προηγούμενο μέρος είναι γενικά αριστερόστροφο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης -και σε μικρότερο βαθμό και τα μικρότερα κόμματα της Αριστεράς- θεωρούνται τα πλέον κατάλληλα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της νέας γενιάς, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ αξιολογείται σαφώς θετικότερα της ΝΔ σε όλα τα προβλήματα που θεωρούνται σημαντικά για τους νέους και τις νέες και σχετίζονται με τους υλικούς όρους της διαβίωσής τους.

Σημαντική «παραφωνία» και οπωσδήποτε ανησυχητικό εύρημα αποτελεί η σημαντική στήριξη και προς την Ακροδεξιά και την πέραν της ΝΔ Δεξιά μεταξύ των νέων, ως «εναλλακτική» κατεύθυνση της ριζοσπαστικοποίησής τους, η οποία ωστόσο μέχρι στιγμής τουλάχιστον δεν φαίνεται να είναι η κυρίαρχη τάση ούτε έχει φτάσει τα προ δεκαετίας επίπεδα.

Συμπέρασμα τρίτο. Η ελληνική νεολαία δεν είναι ούτε κοινωνικά ούτε πολιτικά ενιαία, όπως άλλωστε είναι αναμενόμενο. Όταν κανείς μελετά διακριτά τα εκλογικά ακροατήρια της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, των βασικών διεκδικητών της διακυβέρνησης, είναι σαφές ότι αντικρύζει δύο πολύ διαφορετικές ομάδες.

Κοινωνικά, όσοι και όσες βρίσκονται κοντά στην ΝΔ αντιμετωπίζουν πολύ λιγότερες οικονομικές δυσκολίες, αυτοτοποθετούνται στα μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα και είναι συγκριτικά πολύ πιο ικανοποιημένοι/ες από τη ζωή τους και σίγουροι/ες για το μέλλον τους, ενώ το εκλογικό ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ αποτελείται κυρίως από νέους και νέες που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες, τοποθετούν τους εαυτούς τους στην εργατική ή στη μικροαστική τάξη και είναι λιγότερο ικανοποιημένοι/ες από το παρόν και περισσότερο ανασφαλείς για το μέλλον τους.

Πολιτικά, το εκλογικό ακροατήριο της ΝΔ αποτελείται από νέους και νέες με περισσότερο συντηρητική τοποθέτηση, που επιδιώκουν τη σταθερότητα και, σε μικρότερο βαθμό, την ασφάλεια και πολιτικοποιήθηκαν από γεγονότα όπως η Συμφωνία των Πρεσπών, το δημοψήφισμα του 2015 και η προσφυγική κρίση. Αντίθετα, το εκλογικό ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ έχει σαφώς προοδευτικά χαρακτηριστικά, επιλέγει ως προτεραιότητα τη δικαιοσύνη και την αλλαγή και εξακολουθεί να συγκροτείται πολιτικά από δύο γεγονότα που σχετίζονται άμεσα με την ιστορική πορεία του συγκεκριμένου κόμματος: τον Δεκέμβρη του 2008 και τον αντιμνημονιακό αγώνα των αρχών της δεκαετίας του 2010″.

 

Σε ό,τι αφορά τα ευρύτερα συμπεράσματα από το σύνολο των ευρημάτων του 4ου κύματος της έρευνας (Α’ και Β’ μέρος), η ανάλυση σημειώνει ότι “η γενιά της πατητής απαιτεί να πάρει ανάσατονίζοντας τα εξής:

Οι συνέπειες της συνθήκης αυτής [των επάλληλων κρίσεων] είναι παραπάνω από ορατές σε όλα τα επίπεδα της ζωής των νέων στη χώρα μας. Ωστόσο, την ίδια στιγμή παράγουν κι ένα ενδιαφέρον και ελπιδοφόρο πολιτικό αποτέλεσμα. Παρά τις αντιφάσεις ή τις ιδιαιτερότητες σε σύγκριση με όσα γνωρίζαμε στο παρελθόν, η νέα γενιά αναζητά συλλογική διέξοδο από την κρίση και απαιτεί να πάρει ανάσα. Διεκδικεί συμμετοχή στην πολιτική και στη λήψη των αποφάσεων, κρίνει αυστηρά τους παραδοσιακούς θεσμούς, αλλά δεν μένει έξω από την πολιτική, ακόμα και με τη στενή έννοια. Ενημερώνεται πολιτικά, ενδιαφέρεται για την πολιτική, ελέγχει τους φορείς της εξουσίας και έχει πολύ σαφείς αγωνίες, αιτήματα και προτεραιότητες. Επιζητά αλλαγή και δικαιοσύνη, δεν περιορίζει όμως τις αναζητήσεις της σε ένα μακρινό μέλλον και σε μια αποκλειστικά οραματική διάσταση, καθώς την ίδια στιγμή ζητά -υπό το βάρος και των προβλημάτων που αντιμετωπίζει- άμεσες και εφαρμόσιμες λύσεις.

Ταυτόχρονα, η νέα γενιά εξεγείρεται μαζικά ενάντια στην αδικία και οργανώνει τη δική της παρουσία στο δημόσιο χώρο, ενώ η διαφαινόμενη από όλα τα στοιχεία της έρευνάς μας μαζική εκλογική της κινητοποίηση στις προσεχείς εκλογές, ανεξάρτητα από το αριθμητικό βάρος της γενιάς αυτής στο συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα, θα έχει ιδιαίτερο συμβολικό και ουσιαστικό ενδιαφέρον, καθώς οι άνθρωποι αυτοί αποτελούν το μέλλον, όπως συχνά λέγεται της χώρας“.

 

Σε σχέση με το πρόσφατο δυστύχημα στα Τέμπη, το οποίο σχολιάζεται μόνο εν παρενθέσει, καθώς τα δεδομένα της έρευνας προηγούνται χρονικά και δεν καλύπτουν τις κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις του, στην ανάλυση τονίζονται μεταξύ άλλων τα εξής, ειδικά σε σχέση με τη νεολαία:

Το πρόσφατο δυστύχημα στα Τέμπη αποτελεί σίγουρα ένα ορόσημο και ενδέχεται να αποδειχθεί σημείο καμπής, και μάλιστα όχι μόνο ως προς τον άμεσο χρονικό ορίζοντα, αλλά κυρίως μεσοπρόθεσμα. Ενδέχεται να επανανοηματοδοτήσει έννοιες, να φέρει στο προσκήνιο αιτήματα, να αλλάξει το περιεχόμενο αλλά και τον τρόπο εκφοράς του πολιτικού λόγου, να επηρεάσει τα ποιοτικά και τα ποσοτικά χαρακτηριστικά της κοινωνικής κινητοποίησης και να θέσει ακόμα πιο πιεστικά το αίτημα της αξιοπιστίας και της λογοδοσίας.

Ιδιαίτερα, το γεγονός ότι το δυστύχημα αυτό στοίχισε τη ζωή κυρίως νέων ανθρώπων και ταυτόχρονα κινητοποίησε μαζικά ιδίως τους μαθητές/τις μαθήτριες και τους φοιτητές/τις φοιτήτριες, το καθιστά για ακόμη έναν λόγο σημαντικό για την ελληνική νεολαία σε πολλά επίπεδα.

Το προφανές είναι ότι το δυστύχημα στα Τέμπη αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, ένα αρνητικό «κερασάκι στην τούρτα» των προβλημάτων και των αδιεξόδων που βιώνει η νεολαία και έχουν περιγραφεί στην έρευνά μας και σε άλλες ανάλογες. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, η συμπύκνωση με δραματικό τρόπο, όλων των αδικιών που έχει υποστεί η γενιά αυτή.

Και πέρα όμως από το στοιχείο αυτό, το δυστύχημα στα Τέμπη έφερε κινηματικά και πολιτικά στο προσκήνιο ξανά τη νέα γενιά και μαζί της όλα τα στοιχεία που συγκροτούν τη δική της πολιτικοποίηση.

Η πολιτική όπως την εκφράζουν οι νέοι και οι νέες αυτές τις μέρες στους δρόμους και στην παρέμβασή τους στη δημόσια σφαίρα έχει πολλά από τα στοιχεία που αποτυπώθηκαν και στην έρευνά μας, παρά το γεγονός ότι αυτή ολοκληρώθηκε πριν το σιδηροδρομικό δυστύχημα.

Έχει έντονη ανθρώπινη/προσωπική διάσταση,  αφήνει χώρο για το συναίσθημα, είναι ευρηματική στα μέσα και στον τρόπο έκφρασής της (βλ. λ.χ. τις δράσεις στα προαύλια των σχολείων), υπαινικτική αλλά και ιδιαίτερα αποτελεσματική στον πολιτικό της λόγο (όπως δείχνουν τα πολύ επιτυχημένα συνθήματα που κυριάρχησαν τις μέρες αυτές: «Πάρε όταν φτάσεις», «Ζούμε από τύχη», «Ήταν η κακιά η (χ)ώρα» κ.ά.).

Οργανώνεται με έντονα οριζόντιο και «από τα κάτω» τρόπο, ενίοτε αποσπασματικά, αλλά με δυνατότητες σημαντικής μαζικότητας, αλλά και στοιχεία διαθεματικότητας, όπως φάνηκε στη συμμετοχή στις πορείες και ιδίως σε αυτή της 8ης Μαρτίου, όπου συναντήθηκε η διαμαρτυρία για το δυστύχημα με τους συνδικαλιστικούς και φεμινιστικούς αγώνες.

Ταυτόχρονα, αυτή η κινηματική και πολιτική έκφραση της νεολαίας συνομιλεί με την παραδοσιακή πολιτική, συνυπάρχει και κάποτε συνεργάζεται με τους επίσημους θεσμικούς εκφραστές της (κόμματα, συνδικάτα), με τους οποίους εξάλλου συνυπήρξε στους δρόμους τις μέρες αυτές, διεκδικεί όμως την αυτόνομη φωνή της. Έχει απαιτήσεις από τους φορείς αυτούς, τους καθιστά υπόλογους, ζητά διαφάνεια, λογοδοσία και λύσεις. Η κινητοποίηση των ημερών αυτών δεν θυμίζει τα βίαια ξεσπάσματα οργής προηγούμενων περιόδων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπολείπεται σε αγωνιστικότητα ή αποφασιστικότητα.

Επιπλέον, το δυστύχημα στα Τέμπη, αλλά και οι απαντήσεις που θα δοθούν μετά από αυτό από τους θεσμικούς φορείς της δημόσιας ζωής (όχι μόνο από τα πολιτικά κόμματα, την κυβέρνηση και τη βουλή, αλλά και από τη δικαιοσύνη και τα ΜΜΕ), θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τη σχέση της νεολαίας με αυτούς και την -ήδη σημαντικά τρωθείσα, όπως αποτυπώνεται στην έρευνά μας- εμπιστοσύνη της προς αυτούς. Ειδικό θέμα είναι στο πλαίσιο αυτό ο ρόλος των συνδικάτων, ειδικά μετά την αποκάλυψη του γεγονότος ότι οι συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι των σιδηροδρομικών είχαν κατ’ επανάληψη προειδοποιήσει για τα θέματα ασφάλειας και είχαν αγνοηθεί τόσο από τα ΜΜΕ όσο και από τους αρμόδιους. Υπό προϋποθέσεις, η υπόθεση αυτή θα μπορούσε να γίνει η αφορμή να ανανεωθεί η σχέση της νέας γενιάς με τον συνδικαλισμό“.

 

Δείτε εδώ το δεύτερο μέρος της έρευνας (διαγράμματα/πίνακες):

Download (PDF, Unknown)

Δείτε εδώ την παρουσίαση και ανάλυση των ευρημάτων του δεύτερου μέρους της έρευνας:

Download (PDF, Unknown)

 

Γενικά στοιχεία για την έρευνα:

Η έρευνα Νεολαία. Συνήθειες, αντιλήψεις και πολιτική συμπεριφορά πραγματοποιείται σε ετήσια βάση από το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, σε συνεργασία με την εταιρία ερευνών Prorata. Αποτελεί μία από τις λίγες, αν όχι τη μόνη διαχρονική τέτοια έρευνα στη χώρα μας, η οποία καταγράφει σε σταθερή βάση μια σειρά από μεγέθη και δείκτες που αφορούν τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της ζωής, τις αντιλήψεις και αξίες, τις συνήθειες στην ενημέρωση, στη χρήση του ελεύθερου χρόνου, την αισθητική, αλλά κυρίως την πολιτικοποίηση των νέων ανθρώπων στη χώρα μας. Η εν λόγω έρευνα πραγματοποιείται και δημοσιοποιείται στο πρώτο τρίμηνο κάθε χρόνου και περιλαμβάνει ένα πλέγμα σταθερά επαναλαμβανόμενων ερωτήσεων, ώστε να είναι διαχρονικά συγκρίσιμα τα σχετικά ευρήματα και να καταγράφονται οι μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες τάσεις, και ταυτόχρονα διαφορετικές ερωτήσεις και θεματικές που σχετίζονται με την εκάστοτε επικαιρότητα.

Τα δεδομένα του 4ου “κύματος” της έρευνας (2023) συλλέχθηκαν κατά το δεύτερο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου του 2023 μέσω του διαδικτυακού panel ερευνών της Prorata και τα ευρήματα του πρώτου μέρους της έρευνας που παρουσιάζονται εδώ διαρθρώνονται στις εξής γενικές θεματικές:

  • Κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες ζωής
  • Ενημέρωση, πρότυπα και καθοριστικά γεγονότα
  • Αξίες και κοινωνικές/πολιτικές απόψεις
  • Πολιτική, θεσμοί και κόμματα

 

Υπεύθυνη του σχεδιασμού και της ανάλυσης της έρευνας είναι η Δανάη Κολτσίδα, πολιτική επιστήμονας και διευθύντρια του ΙΝΠ, με τη συνεργασία του Άγγελου Σεριάτου, επικεφαλής πολιτικών ερευνών της Prorata.

 

Τα προηγούμενα “κύματα” της έρευνας υπάρχουν αναρτημένα στην ιστοσελίδα του ΙΝΠ: