Τα κυριότερα ευρήματα της έρευνας που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς σε συνεργασία με την εταιρία Prorata, με θέμα Συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα. Εμπειρίες και στάσεις γύρω από την αγορά εργασίας, παρουσιάστηκαν και σχολιάστηκαν στη διαδικτυακή εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 1 Δεκεμβρίου.

Κατά τη συζήτηση, την οποία συντόνισε η Χριστίνα Κοψίνη, δημοσιογράφος, Εφημερίδα των Συντακτών, ο Άγγελος Σεριάτος, επικεφαλής πολιτικών ερευνών της Prorata, παρουσίασε ορισμένα από τα κυριότερα ευρήματα της έρευνας, το σύνολο των οποίων έχει δημοσιευτεί στην ιστοσελίδα του Ινστιτούτου (https://poulantzas.gr/yliko/erevna-synthikes-ergasias-stin-ellada-ebeiries-kai-staseis-gyro-apo-tin-agora-ergasias/), ενώ σχολιασμό των ευρημάτων αυτών και σύνδεσή τους τόσο με τα ευρήματα άλλων επιστημονικών και στατιστικών δεδομένων και επιστημονικών/θεωρητικών αναλύσεων, όσο και με την τρέχουσα πολιτική και κοινωνική συγκυρία επιχείρησαν οι λοιποί ομιλητές και ομιλήτριες. Κοινή πεποίθηση υπήρξε το γεγονός ότι η εν λόγω έρευνα και τα ευρήματά της είναι σημαντικά, ειδικά στη σημερινή συγκυρία, γεγονός που αναδείχθηκε και από τον πλούσιο προβληματισμό που προέκυψε από το πλήθος των ερωτήσεων και των σχολίων που υποβλήθηκαν από το κοινό της εκδήλωσης.

 

 

Ακολουθούν τα κύρια σημεία των παρεμβάσεων των ομιλητών και ομιλητριών :

 

Ο Κυριάκος Μελίδης, υποψ. διδάκτορας Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Φρίντριχ Σίλερ της Ιένας (Γερμανία), αναφέρθηκε ιδιαίτερα στο ζήτημα της κανονικοποίησης της επισφάλειας – του χαμηλότερου δηλαδή επιπέδου όχι μόνο εισοδήματος, αλλά και προστασίας και ενσωμάτωσης που απολαμβάνουν μερίδες εργαζομένων, με αποτέλεσμα να βιώνουν και έλλειψη νοήματος, αναγνώρισης και σχεδιασμού του μέλλοντός τους. Όπως σημείωσε, στην Ελλάδα μετά την κρίση η ζώνη της επισφάλειας έχει διευρυνθεί, περιλαμβάνοντας ακόμα και τμήματα της μεσαίας τάξης.

Υπέρ της κανονικοποίησης της επισφάλειας συνηγορούν, όπως ανέφερε, τρία στοιχεία : Πρώτον, το γεγονός ότι αυτή είναι συνειδητή και βιώνεται ως τέτοια και μάλιστα από ένα τόσο ευρύ κοινωνικό τμήμα που οδηγεί στο να είναι δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ κανονικότητας και επισφάλειας. Ενδεικτικά, με βάση την έρευνα, το 60% χαρακτηρίζει την εργασία του εξαντλητική, ένας στους τρεις φοβάται ότι θα μείνει άνεργος στους επόμενους 12 μήνες 88,2% θεωρεί καθόλου ή πολύ δύσκολο να βρει αντίστοιχη εργασία αν μείνει άνεργος, 70% θεωρεί ότι οι απολαβές του δεν ανταποκρίνονται στην εργασία του κ.ο.κ. Δεύτερον, το γεγονός ότι κατά την τελευταία δεκαετία έχουν αναπτυχθεί μια σειρά από στρατηγικές επιβίωσης ή διαχείρισης της επισφαλούς εργασίας και ζωής, που αν δεν τη σχετικοποιούν, την κάνουν πιο διαχειρίσιμη. Βασική μορφή είναι η οικογενειακή αλληλεγγύη, χαρακτηριστικό του μεσογειακού καθεστώτος ευημερίας. Με βάση την έρευνα, το 60% δηλώνει ότι το εισόδημα από την εργασία δεν επαρκεί για την κάλυψη των βιοτικών του αναγκών, ποσοστό που πέφτει κατά 15 σχεδόν μονάδες όταν συμπεριλαμβάνεται σε αυτό το νοικοκυριό ή άλλοι πόροι. Αυτό είναι ακόμα πιο έντονο μεταξύ των νέων, που δηλώνουν σε ποσοστό πάνω από 70% ότι τα εισοδήματά τους επαρκούν για την κάλυψη των αναγκών τους. Τρίτον, το τι θεωρεί σήμερα η ελληνική κοινωνία ως κανονικότητα, τι βρίσκεται εντός του πλαισίου του υπαρκτού και του εφικτού σχετικά με την εργασία. Στην έρευνα υπάρχουν ορισμένα χαρακτηριστικά στοιχεία, στα οποία και στάθηκε ο Κ. Μελίδης : Ομάδες εργαζομένων όπως οι αυτοαπασχολούμενοι με «μπλοκάκι» ή οι νέοι, που βιώνουν πιο έντονα την επισφάλεια, δηλώνουν την ίδια στιγμή ότι σε επίπεδο νοικοκυριού επαρκούν τα εισοδήματά τους για να καλύψουν τις ανάγκες τους, οι ίδιες κατηγορίες δηλώνουν πιο απαισιόδοξοι στο σενάριο μείωσης του εργάσιμου χρόνου με τους ίδιους μισθούς, όπως και το ότι το ένα τρίτο όσων υφίστανται εργοδοτικές παρανομίες δεν τις καταγγέλλουν γιατί δεν θεωρούν ότι θα δικαιωθούν.

Σχετικά δε με το νέο κύμα «επισφαλειοποίησης», λόγω της πανδημίας, ο Κ. Μελίδης επισήμανε ότι η αύξηση της ανεργίας, οι μειώσεις των εισοδημάτων κ.λπ. βαθαίνουν την οικονομική επισφάλεια, αλλά η επισφάλεια διευρύνεται και με νέους όρους. Οι νέες μορφές εργασίας αυτής της περιόδου συνοδεύονται από περαιτέρω επισφάλεια (λ.χ. η τηλεργασία ήρθε χέρι-χέρι με απλήρωτες υπερωρίες, κοινωνική απομόνωση κ.λπ.), ενώ παράλληλα έρχεται να προστεθεί και μια νέα διάσταση της επισφάλειας, η υγειονομική, για τους εργαζόμενους που εξακολουθούν να πηγαίνουν στη δουλειά τους μέσα στην πανδημία.

 

Η Μαρία Καραμεσίνη, καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας και της Κοινωνικής Πολιτικής και πρώην πρόεδρος και διοικήτρια του ΟΑΕΔ, επισήμανε από την πλευρά της ότι η συγκυρία μέσα στην οποία πραγματοποιήθηκε η συγκεκριμένη έρευνα είναι ιδιαίτερα κρίσιμη και χαρακτηρίζεται από ριζική αβεβαιότητα για τη ζωή, για τη δουλειά, για την επιβίωση και για το μέλλον. Υπογράμμισε ότι στο πεδίο της αγοράς εργασίας η επισφάλεια είναι το κύριο φαινόμενο σήμερα για τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων. Όπως είπε, η Ελλάδα είναι η χώρα της Ε.Ε. με το υψηλότερο ποσοστό μείωσης των συνολικών ωρών εργασίας λόγω της πανδημίας, ενώ η εισοδηματική στήριξη και αποζημίωση των εργαζομένων σε αναστολή ή μείωση του χρόνου εργασίας είναι από τις χαμηλότερες. Υπενθύμισε ότι σύμφωνα και με τα ευρήματα της έρευνας το εισόδημα από την εργασία μειώθηκε στο 29% των μισθωτών. Επίσης, ρόλο στην κατεύθυνση αυτή έπαιξε και η τεράστια μείωση των προσλήψεων, καθώς φέτος είχαμε 650 χιλιάδες λιγότερες προσλήψεις μέχρι και τον Οκτώβριο.

Όπως ανέφερε η Μαρία Καραμεσίνη, η έρευνα του ΙΝΠ είναι πλούσια και σε θεματικές και σε ευρήματα, ενώ η σημασία της έγκειται και στο ότι ερευνά τις εμπειρίες και κυρίως τις απόψεις και τις στάσεις των ίδιων των εργαζομένων. Ανέδειξε δε κυρίως τρεις ενδείξεις επισφάλειας, που κατά τη γνώμη της είναι οι σημαντικότερες : Πρώτον, την πιθανότητα απώλειας εργασίας, για την οποία τα στοιχεία της έρευνας είναι, όπως είπε, συγκλονιστικά, αφού το 39% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα θεωρούν πιθανόν να χάσουν τη δουλειά τους, αλλά και το 41% των αυτοαπασχολούμενων που πιστεύουν ότι κινδυνεύουν να κλείσουν την επιχείρησή τους. Δεύτερον, η ανεπάρκεια του εισοδήματος από εργασία να καλύψει τις βιοτικές ανάγκες του 60% των εργαζομένων. Τρίτον, η ανεπάρκεια του εισοδήματος του νοικοκυριού αντίστοιχα, για το 45% των νοικοκυριών εργαζομένων και το 70% των νοικοκυριών ανέργων. Από τα στοιχεία προκύπτει ότι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα και αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό βρίσκονται σε παραπλήσια οικονομική και κοινωνική κατάσταση ως προς την επισφάλειά τους. Η κοινωνία μας πολώνεται και πολλά μεσαία στρώματα της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης μεταπηδούν στην κατάσταση των πιο επισφαλών μισθωτών. Επίσης, είναι σαφές ότι ανεργία και φτώχεια είναι απόλυτα συνδεδεμένες, όχι μόνο του χαμηλού επιπέδου κοινωνικής προστασίας των ανέργων, που προκύπτει και από την έρευνα, αλλά και από το γεγονός ότι η ανεργία συγκεντρώνεται στα κατώτερα, στα πιο λαϊκά κοινωνικά στρώματα.

Σε ό,τι δε αφορά την τηλεργασία, η Μ. Καραμεσίνη ανέφερε ότι δεν υπήρξε ποτέ στην ιστορία του καπιταλισμού μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση τόσο εκτεταμένη δουλειά από το σπίτι, όσο αυτή την εποχή. Σχολιάζοντας δε τα ευρήματα στάθηκε ιδιαίτερα στη διαφοροποίηση μεταξύ των δύο φύλων ως προς το πόσο αρνητικά βίωσαν την τηλεργασία, γεγονός που συνδέεται με το μεγάλο στρες που δημιούργησε στις γυναίκες η τηλεργασία λόγω των αυξημένων υποχρεώσεων φροντίδας που ανέλαβαν με το κλείσιμο σχολείων, βρεφονηπιακών σταθμών κ.λπ.

 

Ο καθηγητής Εργασιακών Σχέσεων και κοσμήτορας Πολιτικών Επιστημών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Γιάννης Κουζής από την πλευρά του υπογράμμισε τη σπουδαιότητα της έρευνας και των ευρημάτων στα οποία οδηγήθηκε και κατέθεσε οκτώ κωδικοποιημένα σχόλια :

Πρώτον, μια έρευνα αποτυπώνει πάντοτε μια συγκεκριμένη περίοδο αλλά τα ευρήματα παραπέμπουν σε ένα εργασιακό τοπίο, μια εικόνα που έχει παγιωθεί και διαμορφώνεται με συνεχείς και μεθοδικές παρεμβάσεις από το 2010 και μετά. Αυτή η κανονικότητα ενισχύεται την περίοδο της πανδημίας με μια δόση μεγαλύτερου νεοφιλελευθερισμού, από μία κυβέρνηση που έχει την οπτική αυτή στο DNA της.

Δεύτερον, παρατηρούμε μια συνεχώς επεκτεινόμενη επισφάλεια και είναι σωστό το ότι αναζητείται η έννοια της επισφάλειας σε ευρύτερο πλαίσιο από αυτή των ευέλικτων μορφών εργασίας, καθώς αυτές συμπιέζουν προς τα κάτω και τις αμοιβές των τυπικά απασχολούμενων, ενώ οι αλλαγές στο σύστημα των απολύσεων μειώνουν την προστασία και της τυπικής εργασίας Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να δούμε, όπως τόνισε, τα μέτρα που οδηγούν στην αποδιοργάνωση της ζωής των εργαζόμενων μέσα από τις συνεχείς παρεμβάσεις που οδηγούν στην ευελιξία του εργάσιμου χρόνου.

Τρίτον, η φτωχοποίηση αποτελεί μια πλευρά που καταγράφεται και στην έρευνα και σε επίσημες πηγές (Εργάνη), καθώς το 45% των εργαζόμενων σήμερα αμείβεται μέχρι τα μισθολογικά κατώτατα όρια που ίσχυαν ως τις αρχές του 2012, οπότε και συμπιέστηκε ο κατώτατος μισθός, ενώ μέχρι τότε με τα τότε κατώτατα μισθολογικά όρια αμείβονταν το 18% των εργαζομένων. Το τέλμα στο ύψος των μισθών σε συνδυασμό με την αύξηση της μειωμένης και μερικής απασχόλησης (από 5,5% το 2009-2010 σε 28% στα τέλη του 2019), μας οδηγούν στο προαναφερθέν αποτέλεσμα.

Τέταρτον, υπογράμμισε το γεγονός ότι η γενικευμένη επισφάλεια αγγίζει πλέον και περισσότερα τμήματα του δημόσιου τομέα, όχι μόνο γιατί έχουμε πολλαπλές ταχύτητες εργασιακών σχέσεων στο δημόσιο τομέα, αλλά και στο στενό πυρήνα του δημόσιου τομέα, τους δημοσίους υπαλλήλους, με το καθεστώς επισφάλειας που βίωσαν στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, με τις απολύσεις, αλλά και το φόβο που υπάρχει τώρα ενόψει της απελευθέρωσης των απολύσεων, που πέραν του χώρου των τραπεζών αφορά, όπως εκτίμησε, και τις υπό ιδιωτικοποίηση δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς.

Πέμπτον, το νέο τοπίο συνοδεύεται από μια νέα κουλτούρα για την εργασία στους νέους, που δεν έχουν τις συγκρίσεις με τα κεκτημένα προηγούμενων περιόδων.

Έκτον, ο Γ. Κουζής υπενθύμισε ότι η περίοδος της πανδημίας με τρεις παρεμβάσεις που έγιναν ενίσχυσε το απόλυτο διευθυντικό δικαίωμα με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για το περιεχόμενο των συνθηκών εργασίας, σε ό,τι αφορά την τηλεργασία, την εκ περιτροπής εργασία και τη μεταφορά προσωπικό στο επίπεδο του ομίλου επιχειρήσεων.

Έβδομον, σε ό,τι αφορά στο χρόνο εργασίας, ο Γ. Κουζής σημείωσε ότι το επικείμενο νομοσχέδιο για την ελαστική διευθέτηση του χρόνου εργασίας, προστίθεται στα διάφορα μέτρα που λαμβάνονται στην κατεύθυνση αυτή στην Ελλάδα ήδη από τη δεκαετία του ’90 και κυρίως μετά το 2011.

Και τέλος, όγδοον, σύμφωνα με τον Γ. Κουζή, το ζήτημα της μείωσης του εργάσιμου χρόνου είναι κεφαλαιώδες και είναι πολύ θετικό ότι θεωρείται ελκυστικό και εφικτό από τη μεγαλύτερη μερίδα των ερωτώμενων. Το θέμα πρέπει να επανέλθει στο προσκήνιο και οδηγούμαστε σε μια εντελώς νέα κατεύθυνση από αυτό που ισχύει σήμερα, δηλαδή τη μείωση του εργάσιμου χρόνου με μείωση των αποδοχών και την εντατικοποίηση των ρυθμών εργασίας. Πολύ περισσότερο που, όπως ανέφερε, ο συνολικός εργάσιμος χρόνος στην Ελλάδα ετήσια (κανονικό ωράριο αφαιρουμένων των ημερών αργίας και της ετήσιας άδειας με αποδοχές), είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, με απόσταση από το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο 140 ώρες το χρόνο και 240 ώρες το χρόνο από το μέσο όρο των κρατών της «πρώτης ταχύτητας» (Ευρώπη των 15).

 

Τέλος, η Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου, βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία και τομεάρχης Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, υπογράμμισε ότι η έρευνα είναι επίκαιρα δραματική και ότι αυτό που αποτυπώνεται δεν είναι απλώς μία κοινωνία που ζει μια πολύ σοβαρή και βαθιά κρίση, αλλά και μία κοινωνία που ζει στην ανασφάλεια, φοβάται για το μέλλον και εκφράζει την αγωνία για τον αν θα μπορέσει να εξασφαλίσει και τα στοιχεία της επιβίωσής της.

Υπενθύμισε ότι την περίοδο των μνημονίων τα εργασιακά δικαιώματα υπέστησαν πολύ σοβαρό πλήγμα, ιδιαίτερα με το δεύτερο μνημόνιο από το 2012. Επίσης όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μόλις βγήκαμε από τα μνημόνια τον Αύγουστο του 2018 σταδιακά και μέχρι τις εκλογές του 2019 η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αποκατέστησε ένα μεγάλο μέρος αυτών των εργασιακών δικαιωμάτων, ιδίως σε ό,τι αφορά τη συλλογική αυτονομία και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, έκανε αύξηση του κατώτατου μισθού και κατήργησε και το ντροπιαστικό θεσμό του υποκατώτατου μισθού. Δυστυχώς, μετά τις εκλογές του 2019 και πολύ πριν την πανδημία είδαμε να ξηλώνεται κυριολεκτικά ό,τι μπόρεσε, έστω και σε αυτούς τους 8 μήνες, να αποκαταστήσει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Είδαμε να καταργείται κάθε προστασία των εργολαβικών, να απελευθερώνονται οι απολύσεις και κυρίως να δέχεται πλήγμα ο θεσμός της συλλογικής διαπραγμάτευσης και των κλαδικών συμβάσεων.

Κατά την εκτίμηση της Μ. Ξενογιαννακοπούλου, αυτό που ζούμε στην περίοδο της πανδημίας είναι στην κυριολεξία μια πρόβα τζενεράλε γι’ αυτό που έρχεται το επόμενο διάστημα από τις επιλογές της κυβέρνηση της ΝΔ. Όλα αυτά τα μέτρα, μπορεί ο υπουργός Εργασίας να τα παρουσίασε ως προσωρινά, αλλά όλα αυτά τα μέτρα και η μισθολογική μείωση και τα μέτρα που ενισχύουν το διευθυντικό δικαίωμα κ.λπ. είναι προανάκρουσμα αυτού που έρχεται και το είδαμε να περιγράφεται στο περίφημο «σχέδιο Πισσαρίδη».

Η Μ. Ξενογιαννακοπούλου στάθηκε επίσης ιδιαίτερα σε ορισμένα σημεία που, όπως είπε, εντυπωσιάζουν με τον τρόπο που αποτυπώνονται στην έρευνα : Πρώτον, αυτή η φτωχοποίηση που βλέπουμε, αφού ένα μεγάλο κομμάτι που ήταν ήδη μέρος των πιο αδύναμων τμημάτων της κοινωνίας να ωθείται περαιτέρω σε έναν αποκλεισμό και ταυτόχρονα έχουμε τη φτωχοποίηση μεσαίων στρωμάτων, όπως αποτυπώνεται καθαρά. Υπάρχουν χιλιάδες και αόρατοι εργαζόμενοι, που δεν στηρίζονται καν αυτή την περίοδο, και με το φόβο ότι μία στις τρεις επιχειρήσεις πρόκειται να κλείσει το επόμενο διάστημα, ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν οι αόρατοι άνεργοι. Και στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη συνέχειας της στήριξης, λες και μέσα σε τρεις βδομάδες θα πάμε σε μία τελείως άλλη κατάσταση, τη στιγμή που από τα στοιχεία του ΟΠΕΚΑ προκύπτει ότι διευρύνονται οι δικαιούχοι του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης, άρα εντείνεται η φτωχοποίηση σύμφωνα και με τα επίσημα στοιχεία. Δεύτερον, είναι σαφές ότι αυτή τη στιγμή δημιουργείται όχι απλώς μια άλλη κανονικότητα, αλλά ένα μέλλον πλήρους επισφάλειας για τους νέους ανθρώπους, που δεν θα έχουν δικαιώματα στη δουλειά, θα δουλεύουν για πιο φτηνή ελαστική εργασία, θα έχουν χτυπηθεί τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, δηλαδή οποιαδήποτε δυνατότητα στήριξης των εργαζομένων, άρα και των νέων, και ταυτόχρονα το ΣΕΠΕ. Το νέο ασφαλιστικό αποτελεί επίσης άλλον έναν παράγοντα επισφάλειας για τη νέα γενιά. Το εύλογο ερώτημα είναι σε μια τέτοια καταιγίδα απέναντι στην εργασία, τα αποκούμπια που μπορεί να έχει ο εργαζόμενος είναι μια αριστερή προοδευτική πρόταση, αλλά και ο συνδικαλισμός. Ωστόσο, μόνο το 36,4% συμμετέχει ενεργά στο συνδικαλισμό και από τους νέους είναι 17,8%. Αυτό ενισχύει το νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται, αλλά εκφράζει και μια αμφισβήτηση συνολικά προς τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς.

Σύμφωνα με την Μ. Ξενογιαννακοπούλου, η πανδημία λειτουργεί ως πρόσχημα προκειμένου να περάσουν χωρίς πολλή ενημέρωση και χωρίς δυνατότητα οργανωμένου κοινωνικού διαλόγου και κοινωνικών αντιδράσεων και να μονιμοποιθούν όλα αυτά τα αντεργατικά μέτρα, αλλά και είναι και ένας επιταχυντής εξελίξεων ενός ψηφιακού μετασχηματισμού, πολλές φορές βίαιου και χωρίς κανόνες – και η τηλεργασία είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση. Όπως ανέφερε, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε φοβικοί απέναντι στην τηλεργασία, αλλά ότι οφείλουμε να μην επιτρέψουμε η πανδημία να εξελιχθεί σε ένα τρίτο κύμα βίαιης και σκληρής απορρύθμισης της αγοράς εργασίας και ότι οφείλουμε να προτείνουμε θεσμικό πλαίσιο και για την τηλεργασία. Μάλιστα, ανέφερε ότι τόσο η τηλεργασία – για την οποία υπάρχει κίνηση και στο ευρωκοινοβούλιο για την έκδοση ευρωπαϊκής οδηγίας – όσο και το ζήτημα της μείωσης του εργάσιμου χρόνου κυριάρχησαν και στις συζητήσεις γύρω από την εργασία στο πρόσφατο Ευρωπαϊκό Φόρουμ των αριστερών προοδευτικών δυνάμεων.

Καταλήγοντας, η Μ. Ξενογιαννακοπούλου σχολίασε ότι η ελληνική κοινωνία είναι σε ένα σημείο καμπής γιατί ζει καθημερινά την αγωνία και το πρόβλημα επιβίωσης. Αυτό που πρέπει να αναδεικνύεται είναι η ανάγκη προοπτικής και ενός εναλλακτικού δρόμου που είναι εφικτός. Η χειρότερη παγίδα και ο χειρότερος κίνδυνος θα ήταν η κοινωνική εσωστρέφεια κα η τάση της ατομικής λύσης. Η λύση πρέπει να είναι συλλογική, θεσμική και κοινωνική.