Το κείμενο περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα στον πόλεμο στην Ουκρανία του Τεύχους #4 της περιοδικής διαδικτυακής έκδοσης του ΙΝΠ “Με ευρυγώνιο φακό”. Βρείτε ολόκληρο το τεύχος εδώ: https://poulantzas.gr/yliko/me-evrygonio-fako-periodiki-ekdosi-gia-tis-diethneis-taseis-tefchos-4-ioulios-2022

 

 

Η σύνθετη πραγματικότητα της διαμάχης στην Ουκρανία έχει περιπλέξει και τις θέσεις που υιοθέτησαν οι αριστεροί στοχαστές στη βασκική πολιτική σκηνή. Για να κατανοήσει κανείς αυτή την πολυπλοκότητα, είναι σημαντικό να αντιληφθούμε τους διάφορους παράγοντες που προκαλούν συζήτηση μεταξύ της βασκικής (και της παγκόσμιας) Αριστεράς σε σχέση με την κατάσταση στην Ουκρανία.

 

Η ιστορία της Ουκρανίας

 

Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της, η περιοχή που σήμερα αναγνωρίζεται ως Ουκρανία βρέθηκε υπό την κυριαρχία διαφορετικών αυτοκρατοριών, οι οποίες άφησαν όλες το σημάδι τους στη χώρα. Δεν αποτελεί επομένως έκπληξη το γεγονός ότι η ουκρανική ιστορία και πολιτική μετατράπηκαν ως ένα βαθμό σε πεδίο μάχης. Έχοντας συνείδηση της σημασίας τη ιστορίας, διαφορετικοί εμπλεκόμενοι επιχείρησαν να τη χρησιμοποιήσουν για να νομιμοποιήσουν, να εξηγήσουν ή να ισχυροποιήσουν τα επιχειρήματα και τις θέσεις τους. Πράγματι, τα τελευταία χρόνια, είδαμε πώς όλες οι πλευρές επιχείρησαν να δικαιολογήσουν τις θέσεις τους στη βάση της δικής τους ερμηνείας της ιστορίας.

Ο 20ος αιώνας ήταν μια κρίσιμη περίοδος για την Ουκρανία. Κατά τη διάρκεια των πρώτων δεκαετιών του, ταλαιπωρήθηκε από πολέμους, την κατάρρευση των αυτοκρατοριών, διαφορετικά πολιτικά καθεστώτα, αλλαγές συνόρων, μετακινήσεις πληθυσμών, το Ολοκαύτωμα, τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και το σοβιετικό εγχείρημα. Από το 1991 και μετά, με τη διάλυση του σοβιετικού μπλοκ και την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της χώρας, άνοιξε ένα νέο σενάριο, στο οποίο το αναδυόμενο κράτος προσπάθησε να κρύψει τις αδυναμίες του και στο οποίο δεν εδραιώθηκε με στέρεο τρόπο μια πραγματική αίσθηση εθνότητας. Η διαμόρφωση και τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου κράτους της Ουκρανίας είναι μια άλλη θεμελιώδης διάσταση για την κατανόηση της τρέχουσας διαμάχης. Η εθνοτική, γλωσσική και πολιτισμική ποικιλομορφία της χώρας έγινε ένα πεδίο μάχης και η διαμόρφωση της Ουκρανίας ως ενός μοντέλου ισχυρά κεντροποιημένου κράτους έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο.

 

Η περίπλοκη γεωγραφική και γλωσσική διάρθρωση της Ουκρανίας

 

Η Ουκρανία διαιρείται σε 24 oblast (περιφέρειες) και την Κριμαία. Το δυτικότερο τμήμα της ανήκει στη Γαλικία, όπου η κατά πλειοψηφία ομιλούμενη γλώσσα είναι τα ουκρανικά. Μέρος αυτής της περιοχής ήταν προσαρτημένο στη Ρωσία κατά την εποχή του Στάλιν (1945). Από την άλλη πλευρά, στα ανατολικά, βρίσκεται η Νοβορωσία [Novorossiya], η οποία εκτείνεται από το Χάρκοβο έως την Οδησσό και περιλαμβάνει επίσης το Ντονμπάς. Αυτό είναι το τμήμα της Ουκρανίας στο οποίο ομιλούνται τα περισσότερα ρωσικά και αποτελεί εμπόλεμη ζώνη μετά το πραξικόπημα του 2014. Τέλος, υπάρχει η Κριμαία, η οποία δόθηκε στην Ουκρανία από τον Χρουστσόφ το 1954 και ανακήρυξε την de facto ανεξαρτησία της (χωρίς τη συγκατάθεση της Ουκρανίας) το 1992. Η Κριμαία είναι μια χερσόνησος στο νότιο άκρο της χώρας, στη βόρεια ακτή της Μαύρης Θάλασσας. Είναι κυρίως ρωσόφωνη και η κυριαρχία της αποτελεί σήμερα αντικείμενο διαμάχης μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας.

Σε συνδυασμό με τις ιστορικές εδαφικές μεταβολές στις διάφορες περιοχές, τη γλωσσική ποικιλομορφία της χώρας και τις εξωτερικές πιέσεις, αυτή η δαιδαλώδης εδαφική σύνθεση δημιουργεί ένα πολύ περίπλοκο σενάριο, στο οποίο είναι δύσκολο να γίνει διάκριση μεταξύ των δημοκρατικών προσδοκιών αυτοδιάθεσης της Κριμαίας και του Ντονμπάς και των ιμπεριαλιστικών πιέσεων και επιδιώξεων της Ρωσίας, αφενός, και των ΗΠΑ και της ΕΕ, αφετέρου. Οι διαφορετικές απαντήσεις σε ερωτήματα σχετικά με το τι ακριβώς συνιστά ένα έθνος, πώς οι λαοί πρέπει να ασκούν το δικαίωμά τους στην αυτοδιάθεση και την έννοια της εδαφικής αρχής έχουν δημιουργήσει μια συζήτηση γύρω από τη σωστή θέση που πρέπει να υιοθετηθεί σε σχέση με την Κριμαία και την περιοχή του Ντονμπάς.

Από τη μία πλευρά υπάρχει η Αριστερά που βρίσκεται στο πλευρό της Ρωσίας και απαιτεί την άμεση ενσωμάτωση του Ντονμπάς και της Κριμαίας στο ρωσικό κράτος, πρώτον για δημοκρατικούς λόγους και δεύτερον, ακολουθώντας τη λογική του Πούτιν περί ρωσικής υπεροχής, επειδή θεωρεί την Ουκρανία (και συγκεκριμένα το Κίεβο) ως την πραγματική Ρωσία και αρνείται να την αποδεχτεί ως αυτοτελές έθνος. Και, από την άλλη πλευρά, υπάρχει και η Αριστερά που αντιλαμβάνεται ότι η κατάσταση είναι πολύ πιο περίπλοκη από αυτή που περιγράφεται παραπάνω και απαιτεί σεβασμό στις μειονότητες, ομοσπονδιοποίηση της επικράτειας [της Ουκρανίας] και καθιέρωση δημοκρατικών διαδικασιών που θα επιτρέπουν εδαφικές αλλαγές, αν οι κάτοικοι μιας συγκεκριμένης περιοχής το επιθυμούν.

 

Ουκρανία, ένα κράτος ρυθμιστής

 

Η Ουκρανία είναι ένα κράτος ρυθμιστής ανάμεσα σε δύο μεγάλες δυνάμεις: τη Ρωσία και το ΝΑΤΟ. Στο βαθμό που αποτρέπουν την ευθεία σύγκρουση, τα κράτη ρυθμιστές (ως ένα βαθμό και με την προϋπόθεση να παραμένουν ουδέτερα) μπορεί να θεωρηθεί ότι διατηρούν τη γεωπολιτική τάξη. Τις τελευταίες δεκαετίες, τόσο η Ρωσία όσο και το ΝΑΤΟ και η ΕΕ προσπάθησαν να διατηρήσουν την επιρροή τους στην περιοχή. Ο ρωσικός ιμπεριαλισμός κράτησε την Ουκρανία σε μια οικονομικά, γεωπολιτικά και κοινωνικά υποτελή θέση, ενώ από τη δική της πλευρά η ΕΕ προσπάθησε διαρκώς να αυξήσει την επιρροή της στην περιοχή, διαταράσσοντας το status quo, με την προσπάθειά της να εγκαθιδρύσει μια αποκλειστική τελωνειακή συμφωνία [συμφωνία Τελωνειακής Ένωσης] το 2013.

Τις τελευταίες δεκαετίες, η Ουκρανία υπήρξε ένα σχετικά αδύναμο κράτος και, ενώ αυτό δημιούργησε χώρο για μια ευρεία κοινωνική αυτονομία, την ίδια στιγμή άφησε την κυβέρνηση εκτεθειμένη σε εξωτερικές επεμβάσεις. Ως συνέπεια, διαδοχικές κυβερνήσεις αντιμετώπισαν τεράστιες δυσκολίες, όταν επιχείρησαν να σταθεροποιήσουν το κράτος. Επιπλέον, από το 1991 της Ουκρανίας ηγούνται δύο ομάδες μεγιστάνων, οι οποίες έχουν επιδείξει αμφότερες μεγάλου βαθμού πελατειακή εξάρτηση από δυνάμεις εκτός της χώρας.

 

Η πρόσφατη πολιτική σύγκρουση

 

Όπως όλα τα αδύναμα και διεφθαρμένα κράτη, η Ουκρανία είχε τη δική της πολύχρωμη επανάσταση το 2004: ένα κύμα διαμαρτυριών που έγινε γνωστό ως η Πορτοκαλί Επανάσταση. Οι εξεγερμένοι ζητούσαν λιγότερη διαφθορά και περισσότερη δικαιοσύνη και ισότητα, μεγαλύτερες ελευθερίες και τη δυνατότητα κυβερνητικής αλλαγής μέσω εκλογών. Η κινητοποίηση αυτή ήταν περισσότερο αποτέλεσμα της κατάστασης που περιγράφηκε και λιγότερο του δυτικού παρεμβατισμού. Το 2006 μια συνταγματική μεταρρύθμιση μετέφερε περισσότερη εξουσία στο κοινοβούλιο, σε μια προσπάθεια εκδημοκρατισμού του κράτους. Από το 2004 ως το 2013, εναλλάσσονταν στην κυβέρνηση δύο ολιγαρχικές ομάδες, εκ των οποίων η μία κοιτούσε προς τη Ρωσία και η άλλη προς την ΕΕ. Επιπλέον, τουλάχιστον μέχρι το 2014, η εξωτερική πολιτική της Ουκρανίας ήταν είχε πολλές διαφοροποιήσεις.

Η αμφιθυμία αυτή οδήγησε στην πρόταση της ΕΕ για μια συμφωνία πολιτικής ένωσης, η οποία όριζε την Ουκρανία ως περιοχή ελεύθερου εμπορίου και έδινε στη Δύση μεγαλύτερη εξουσία από ποτέ στην περιοχή. Η συμφωνία ωστόσο απαγόρευε στην Ουκρανία τη σύναψη τελωνειακών συμφωνιών με τη Ρωσία. Ο πρόεδρος Γιανουκόβιτς [Yanukovych] αρνήθηκε να την υπογράψει, πυροδοτώντας το «Ευρωμαϊντάν» ή Εξέγερση Μαϊντάν ενάντια στη διαφθορά και στην απόφαση απόρριψης της συμφωνίας. Οι αρχικές κινητοποιήσεις είχαν δημοκρατικό και κοινωνικό χαρακτήρα και οργανώθηκαν από φοιτητές. Αργότερα ωστόσο υποστηρίχθηκαν από τη Δύση και από την άκρα Δεξιά και χρηματοδοτήθηκαν από δυτικές δυνάμεις.

Το πραξικόπημα του 2013 και το υπερεθνικιστικό καθεστώς που το ακολούθησε στην Ουκρανία πυροδότησε μια διαδικασία συγκεντροποίησης, που απαγόρευσε τη χρήση της ρωσικής γλώσσας στην περιοχή του Ντονμπάς και έθεσε εκτός νόμου αρκετά δημοκρατικά εκπροσωπούμενα πολιτικά κόμματα. Η Ρωσία απάντησε χωρίς χρονοτριβή, στέλνοντας στρατεύματα στο Ντονμπάς, όπου οι διαδηλωτές ζητούσαν την ομοσπονδιοποίηση της περιοχής και την επίσημη αναγνώριση της ρωσικής γλώσσας. Ο πόλεμος στο Ντονμπάς που ακολούθησε, με μια ειρηνευτική συμφωνία (το Πρωτόκολλο του Μινσκ) που δεν υλοποιήθηκε ποτέ πλήρως, είχε βαρύ τίμημα, με 14.000 νεκρούς και χιλιάδες εκτοπισμένους και πρόσφυγες.

 

Η ρωσική εισβολή και ο ιμπεριαλισμός του Πούτιν

 

Με την εισβολή, η Ρωσία «έσπασε» τις συμφωνίες του Μινσκ και παραβίασε πολλές πλευρές του διεθνούς δικαίου. Αν και η παραπάνω περιγραφή της κατάστασης μας βοηθά να κατανοήσουμε το πλαίσιο του τι συνέβη στην Ουκρανία, αυτή η εισβολή μπορεί παρ’ όλα αυτά να περιγραφεί ως μια πράξη ιμπεριαλιστικής επίθεσης, αν και μπορεί επίσης να εξηγηθεί με όρους μιας αμυντικής κίνησης έναντι του ΝΑΤΟ. Όπως και να έχει, οι συνέπειες του πολέμου δεν αφήνουν περιθώριο αμφιβολίας σε σχέση με την εισβολή: χιλιάδες θάνατοι, εκατομμύρια πρόσφυγες και πολλές πόλεις εντελώς κατεστραμμένες.

Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης βύθισε τη Ρωσία σε μια διαδικασία ολιγαρχικοποίησης και νεοφιλελεύθερης ιδιωτικοποίησης της περιοχής. Ο κάθετος αυταρχικός χαρακτήρας της εξουσίας και η λεηλασία του πλούτου της χώρας είναι τα διακριτικά γνωρίσματα της ταυτότητας της Ρωσίας. Επιπλέον, η εξουσία της συντηρητικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ως του προπύργιου των «παραδοσιακών» ρωσικών αξιών (σε αντιπαραβολή προς τις «προοδευτικές φιλελεύθερες» αξίες που προωθεί η Δύση) είναι επίσης ένας καθοριστικός παράγοντας. Αν και κατηγορεί την Ουκρανία ότι έχει έναν ναζί, όπως ο Στέφαν Μπαντέρα [Stephan Bandera], ως εθνικό ήρωα, η ίδια η Ρωσία έχει ως δικό της σύμβολο τον τελευταίο τσάρο, Νικόλαο Β’, που σκοτώθηκε από τις ξιφολόγχες των Μπολσεβίκων.

Η νοσταλγία της τσαρικής αυτοκρατορικής εξουσίας βρίσκεται στην καρδιά της σημερινής Ρωσίας, στην οποία μια εθνική ιδέα συνδεδεμένη με αντιδραστικές αξίες είναι η συγκολλητική ουσία που κρατά τη χώρα ενωμένη. Μέσα στη γεωγραφική περιοχή επιρροής της, η διοίκηση Πούτιν υποστηρίζει και προστατεύει μετασοβιετικά καθεστώτα ή απομιμήσεις δημοκρατιών -ολιγαρχικά και αυταρχικά συστήματα στα οποία η διαφθορά είναι διάχυτη. Ωστόσο είναι καθεστώτα με τα οποία η Ρωσία μπορεί να κάνει μπίζνες και να λεηλατεί τον πλούτο των γειτονικών της λαών. Μια ξεκάθαρη περίπτωση είναι αυτή του Καζακστάν και οι διαμαρτυρίες που έλαβαν χώρα το 2022 κατά της λεηλασίας των ενεργειακών πηγών του, που ελέγχει ως μονοπώλιο επί 30 χρόνια ο Nazarbayez[1]. Οι κινητοποιήσεις αυτές κατεστάλησαν από την Ευρασιατική Στρατιωτική Συμμαχία (την CSTO), στην οποία η Ρωσία είναι η κύρια δύναμη. Ο φόβος του ρωσικού καθεστώτος για μια κοινωνική «επιμόλυνση» είναι εμφανής και ο κύριος στόχος του είναι να αποφύγει μια αντιολιγαρχική εξέγερση εντός των συνόρων του.

 

Ο αποσταθεροποιητικός ρόλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ

 

Ο ανταγωνισμός μεταξύ της Ρωσίας και των ΗΠΑ και των ευρωπαίων συμμάχων τους, του οποίου το πεδίο μάχης αποτελεί η Ουκρανία, εξελίσσεται επί δεκαετίες. Ο στόχος της βορειοατλαντικής συμμαχίας ήταν να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην Ευρώπη και να απωθεί τη σοβιετική επιρροή. Μετά την ίδρυση του ΝΑΤΟ, το επακόλουθο δημοψήφισμα στην Ισπανία για την προσχώρηση στη συμμαχία έτυχε μαζικής απόρριψης στη Χώρα των Βάσκων, εξαιτίας της στρατιωτικής και ιμπεριαλιστικής φύσης της συμμαχίας. Παρ’ όλα αυτά, το ΝΑΤΟ σταδιακά επεκτάθηκε στην Ευρώπη, μέχρι και τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και τα ρωσικά σύνορα, παραβιάζοντας έτσι τη συμφωνία που υπογράφηκε το 1991 μεταξύ του Γκορμπατσώφ και της Γερμανίας και των ΗΠΑ. Αυτή η επέκταση μετέτρεψε το ΝΑΤΟ στον μεγαλύτερο στρατιωτικό οργανισμό παγκοσμίως.

Τα ιστορικά παράπονα της Ρωσίας κατά του ΝΑΤΟ είναι πολλά. Από το 2001, οι ΗΠΑ προσπάθησαν να εμποδίσουν τη δημιουργία μιας πιθανής ευρασιατικής βάσης μακρο-ισχύος, στην οποία η ΕΕ θα συνεισέφερε την κοσμοθεωρία και τον πλούτο της και η Ρωσία τις πρώτες ύλες και το στρατηγικό της βάθος. Σε αυτό πρέπει να προσθέσουμε τον πόλεμο στη Συρία και την υποστήριξη του ΝΑΤΟ σε διάφορες πολύχρωμες επαναστάσεις. Για τις ΗΠΑ, το ουκρανικό αίμα είναι ένα αποδεκτό τίμημα για την αποσταθεροποίηση και την άσκηση πίεσης στη Ρωσία. Με άλλα λόγια, δεν διστάζει να θυσιάσει ένα πιόνι (την Ουκρανία και τους πολίτες της) προκειμένου να κερδίσει μια καλύτερη θέση στην Ευρώπη, αποδυναμώνοντας τη Ρωσία και την Κίνα στην πορεία.

Όλα αυτά έχουν προκαλέσει μια αναδιάταξη της παγκόσμιας γεωπολιτικής, στην οποία οι ψυχροπολεμικές νοοτροπίες παραμένουν παρούσες σε ορισμένους τομείς της ευρωπαϊκής αριστερής και δεξιάς πολιτικής. Από αυτή την άποψη, η υποστήριξη που εκδηλώνεται προς τη Ρωσία από ορισμένες πλευρές μπορεί να κατανοηθεί ως διαμαρτυρία κατά του ΝΑΤΟ και των ιμπεριαλιστικών οικονομικών και στρατιωτικών του στόχων. Πιστεύουμε ότι μία από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Αριστερά στον 21ο αιώνα είναι η σύνταξη ενός γεωπολιτικού χάρτη που θα επικαιροποιεί την άποψή μας για τους κύριους παίκτες στην παγκόσμια γεωπολιτική σκηνή.

 

Η υποκρισία της εξουσίας και του υποτιθέμενου «πολιτικού ρεαλισμού»

 

Όλα τα κράτη και οι ενδιαφερόμενοι διεθνώς επιδιώκουν να υπερασπιστούν τα οικονομικά, γεωστρατηγικά και εθνικά τους συμφέροντα στην παγκόσμια σκηνή. Η ιδεολογία είναι σαν την κωλοτρυπίδα: όλοι έχουμε μία, όλοι τη χρησιμοποιούμε καθημερινά, αλλά σπάνια την κοιτάμε, εκτός αν κάτι πάει στραβά. Ένα μέρος της Αριστεράς έχει ξεγελαστεί από τον υποκριτικό πολεμοκάπηλο λόγο της εξουσίας, ο οποίος υποστηρίζει ότι «τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν υπάρχουν στη διεθνή σκηνή». Αυτή είναι η υποκρισία των ισχυρών, το κριτήριο που χρησιμοποιούν για να δικαιολογήσουν τη διεξαγωγή πολέμων, τη λεηλασία άλλων εθνών και τη φίμωση επαναστάσεων, αλλά αρνούνται σε όσους είναι από κάτω τους και προσπαθούν να συμμετάσχουν σε οποιαδήποτε λαϊκή και δημοκρατική εξέγερση.

Η Αριστερά δεν έχει την πολυτέλεια να παρασυρθεί από αυτό. Πρέπει να μάθει πώς να συνδυάζει τις πολιτικές αρχές και τον πολιτικό ρεαλισμό, ώστε να υιοθετήσει μια σύνθετη στάση που να επικρίνει τόσο τη στρατιωτική παρουσία της Ρωσίας στην Ουκρανία όσο και τις ιμπεριαλιστικές βλέψεις του ΝΑΤΟ, χωρίς να χάνει από τα μάτια της το γεγονός ότι η εισβολή παραβιάζει όλες τις διεθνείς συνθήκες.

 

Η πολεμική ρητορική και το δόγμα του σοκ

 

Όλοι οι σύγχρονοι πόλεμοι, από το Βιετνάμ ως την Ουκρανία, κερδήθηκαν και χάθηκαν στη βάση της κοινής γνώμης. Τα κράτη και οι ολιγαρχικές εξουσίες διαμορφώνουν τους πολίτες τους έτσι ώστε, σε καιρό πολέμου, να τους αφήνουν να ακολουθούν τους ασφαλειοκρατικούς, στρατιωτικούς και αντιδραστικούς σχεδιασμούς που δεν ήταν σε θέση να υλοποιήσουν σε καιρό ειρήνης. Η πολεμική ρητορική και το δόγμα του σοκ αποτελούν μέρος αυτού. Η πολεμοκάπηλη αφήγηση, η οποία αναγκάζει τους ανθρώπους να συνταχθούν σε στρατόπεδα και ευτελίζει τον πόλεμο, συκοφαντεί κάθε πολιτική εξήγηση και δίνει ελεύθερο πεδίο σε κάθε προσπάθεια αποδημοκρατικοποίησης των κρατών.

 

Πολιτικοποιώντας την ειρήνη

 

Από τη Χώρα των Βάσκων απευθύνουμε έκκληση πολιτικοποίησης της ειρήνης, καλούμε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να γεμίσουν αυτή την έννοια με περιεχόμενο και να προκαλέσουν έναν κριτικό δημόσιο διάλογο απαλλαγμένο από συκοφαντίες και ευτελισμούς. Με δεδομένη την ευθύνη μας ως κατοίκων μιας χώρας μέλους του ΝΑΤΟ, έχουμε υποχρέωση να αναπτύξουμε έναν νέο τρόπο άρθρωσης των τομέων της ασφάλειας. Και όχι μόνο αυτό: Πρέπει επίσης να ξανασκεφτούμε τι εννοούμε ως «ασφάλεια», παίρνοντας υπόψη όλες τις σχετικές πλευρές, περιλαμβανομένης της προστασίας από τον πυρηνικό κίνδυνο και την ασφάλεια που σχετίζεται με τη ζωή και τη γη, μεταξύ άλλων.

Συνοψίζοντας, ο Αϊνστάιν είπε κάποτε ότι δεν ήξερε με τι όπλα θα διεξαγόταν ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά ότι ο Τέταρτος θα διεξαγόταν με ξύλα και πέτρες. Η πιθανότητα και ο κίνδυνος του πυρηνικού πολέμου παραμονεύει και θα ήμασταν αφελείς και ανόητοι να μην το βλέπουμε. Στην περίπτωση οποιουδήποτε ιμπεριαλιστικού πολέμου, είμαστε κάθετα αντίθετοι στην ένοπλη απάντηση όλων των εμπλεκομένων. Η δημοκρατική λύση απαιτεί αποκλιμάκωση και ένα τραπέζι διαπραγματεύσεων στο οποίο τα δικαιώματα όλων των ατόμων και όλων των λαών θα είναι σεβαστά.

 

Μετάφραση: Δανάη Κολτσίδα

 

[1] [ΣτΜ] Ο Nursultan Nazarbayev υπήρξε πρόεδρος του Καζακστάν επί σχεδόν τρεις δεκαετίες μέσα από διαρκείς δημοψηφισματικού χαρακτήρα διαδικασίες και συνταγματικές τροποποιήσεις. Μετά την αποχώρησή του από το αξίωμα του προέδρου (2019) και σε συνέχεια ειδικής συνταγματικής μεταρρύθμισης ορίστηκε δια βίου πρόεδρος του Συμβουλίου Ασφαλείας της χώρας. Μετά τις κινητοποιήσεις του 2022, ο Nazarbayev απομακρύνθηκε από μια σειρά προσωποπαγών δημοσίων αξιωμάτων (και στερήθηκε τη σχετική ασυλία) που κατείχε.