Το φαινόμενο του brain drain και οι διαστάσεις του, τα αίτια και οι πολλαπλές επιπτώσεις του, καθώς και οι διαφορετικής φιλοσοφίας πολιτικές που εφαρμόσθηκαν την περίοδο 2015-19  σε σχέση με σήμερα συζητήθηκαν στη δεύτερη εκδήλωση του κύκλου «Νέες και νέοι επιστήμονες. Εμπόδια και προοπτικές» με θέμα «Το Brain Drain και πώς να το αντιστρέψουμε» που διοργάνωσαν το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ και το Δίκτυο για την Υπεράσπιση της Δημόσιας Εκπαίδευσης, την Τρίτη 25 Μαΐου 2021 και συντόνισε ο Γενικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ Παναγιώτης Σκευοφύλαξ.

Παρακολουθείστε το βίντεο της εκδήλωσης

 

 

Ακολουθούν τα βασικά σημεία των παρεμβάσεων των ομιλητριών/ομιλητών:

 

Τα κύρια χαρακτηριστικά του brain drain και οι πολλαπλές επιπτώσεις του

 

Ο Λόης Λαμπριανίδης, Οικονομικός Γεωγράφος, Καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας και συν-συγγραφέας του βιβλίου «Βrain Drain στην Ελλάδα» (Εκδόσεις ΕΑΠ, Μάρτιος 2021) μίλησε για τα κύρια χαρακτηριστικά του φαινομένου στη χώρα, καθώς και για τις πολιτικές αντιμετώπισής του την περίοδο 2015-2019.

Συγκεκριμένα υπογράμμισε ότι «η φυγή εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού από μια χώρα για αναζήτηση εργασίας (brain drain) συνιστά απώλεια αναπτυξιακής, κοινωνικής και πολιτιστικής δυναμικής και αναπαράγει τις ανισότητες στο διεθνή καταμερισμό εργασίας». Επισήμανε, δε, στη συνέχεια ότι «το brain drain προϋπήρξε της κρίσης, όμως στη διάρκειά της οξύνθηκε».

Σύμφωνα με τον κ. Λαμπριανίδη, πρώην Γενικό Γραμματέα Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων, «οι λόγοι που οδηγούν το εξειδικευμένο δυναμικό στη φυγή είναι πολλοί (αναξιοκρατία, νεποτισμός κ.λπ), όμως ο βασικός είναι η αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης εργασίας. Η αναντιστοιχία αυτή δεν οφείλεται στην υπερβάλλουσα προσφορά πτυχιούχων, η χώρα μας βρίσκεται κοντά στο μ.ό. των χωρών της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Οφείλεται κυρίως στην περιορισμένη ζήτηση γιατί οι επιχειρήσεις δεν παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας».

Ακόμη, τόνισε ότι «την περίοδο 2015-19 αναγνωρίστηκε η σημασία του brain drain εξαρχής» και η τότε κυβέρνηση στόχευσε: στον περιορισμό της φυγής τους, στην επιστροφή τους και για όσους δεν θα επέστρεφαν στην υποβοήθηση της «εικονικής επιστροφής» τους (virtual return) (δηλ. να συνδεθούν με ελληνική οικονομία και με την πανεπιστημιακή και ερευνητική κοινότητα). Για το σκοπό αυτό έλαβε μέτρα: α) μακροπρόθεσμα συντάσσοντας μία Αναπτυξιακή Στρατηγική με στόχο την αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξης της χώρας, β) βραχυ-μεσοπρόθεσμα μέσω της ενίσχυσης της Ακαδημαϊκής και Ερευνητικής Αριστείας καθώς και τη στήριξη της απασχόλησης, της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας των πτυχιούχων, γ) με την πρωτοβουλία «Γέφυρες Γνώσης & Συνεργασίας» που διευκολύνει τη δημιουργία μιας ψηφιακής κοινότητας των Ελλήνων επιστημόνων σε όλο τον κόσμο, ενημερώνει για όλες τις πολιτικές που απευθύνονται σε πτυχιούχους και τέλος διευκολύνει κάποιους που δεν θα επιστρέψουν άμεσα ή ίσως και ποτέ να πραγματοποιήσουν μια «εικονική επιστροφή».

 

Το ολιστικό σχέδιο για την ανάσχεση του φαινομένου και η σημασία της ίδρυσης του ΕΛΙΔΕΚ

 

Ο  πρώην Αναπληρωτής Υπουργός Έρευνας & Kαινοτομίας Κώστας Φωτάκης μίλησε για τις συνέπειες του φαινομένου στην οικονομία και στις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας, αναφέροντας μια σειρά πολιτικών που εφαρμόστηκαν την περίοδο 2015-2019, με έμφαση στην ίδρυση του ΕΛΙΔΕΚ (Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας & Καινοτομίας). «Το φαινόμενο του brain drain, όπως και η ετεροαπασχόληση αλλά και η υποαπασχόληση νέων επιστημόνων συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με το πρότυπο της οικονομικής ανάπτυξης που προτάσσεται και με το βαθμό της έντασης γνώσης που ενσωματώνεται στην παραγωγική διαδικασία. Αναπόφευκτα, λοιπόν, έχει καθοριστικό ρόλο στη θέση που καταλαμβάνει η χώρα μας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και στις αναπτυξιακές προοπτικές (…) Το brain drain συμβάλλει στον εγκλωβισμό της οικονομίας σε μια θέση περιορισμένης και μη παραγωγικής βάσης που χαρακτηρίζεται από μειωμένη προστιθέμενη αξία, μικρή εξειδίκευση και χαμηλούς μισθούς» τόνισε.

«Στην Ελλάδα κατά την πρώτη περίοδο της οικονομικής κρίσης το brain drain σχεδόν δεκαπλασιάστηκε σε σχέση με προηγούμενες περιόδους. Tα στοιχεία της Eurostat είναι ενδεικτικά σε ό,τι αφορά τη μετανάστευση αποφοίτων πανεπιστημίων ηλικίας 25-45 ετών κατά την περίοδο 2008-2017, καθώς αυτή ανήλθε σε περίπου 68.500 επιστήμονες, με σχεδόν τους μισούς από αυτούς να είναι διδάκτορες» πρόσθεσε. Σύμφωνα με τον Κ. Φωτάκη οι κύριοι λόγοι για την έξαρση αυτή ήταν η μεγάλη ανεργία που επικρατούσε την περίοδο αυτή, ιδιαίτερα στους νέους, η έλλειψη αξιοκρατίας και προοπτικών εξέλιξης και κυρίως η απαξίωση της εργασίας και τα μη ελκυστικά εργασιακά περιβάλλοντα. «Ο κίνδυνος για την ανάπτυξη μιας νοοτροπίας αποστασιοποίησης και την εμπέδωση μιας τάσης φυγής και σταδιακής απομάκρυνσης από την Ελλάδα είναι ορατός τονίζοντας ότι η κατάσταση φαίνεται να επιδεινώνεται και πάλι», κάνοντας νύξη στο υπό συζήτηση εργασιακό νομοσχέδιο, το οποίο «αναμένεται να εντείνει την επισφάλεια και απογοήτευση των νέων ερευνητών και επιστημόνων».

Ο πρώην Αναπληρωτής Υπουργός Έρευνας & Καινοτομίας τόνισε στη συνέχεια ότι «από την αρχή της διακυβέρνησης της περιόδου 2015-19 η ανάσχεση του brain drain τέθηκε ψηλά στην ατζέντα» αφού «αναγνωρίστηκε πλήρως ότι το εξαίρετο ανθρώπινο δυναμικό που διαθέτει η χώρα, οι νέοι επιστήμονες και ερευνητές είναι η σημαντικότερη ίσως παρακαταθήκη για την παραγωγική της ανασυγκρότηση».

«Από το 2015 διαμορφώθηκε και άρχισε να υλοποιείται ένα ολιστικό σχέδιο για την αντιμετώπιση του brain drain» επισήμανε ο κ. Φωτάκης, λέγοντας ότι αυτή βασίστηκε σε τρεις άξονες: α) Δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας και προοπτικών σταδιοδρομίας, β) ελκυστικά εργασιακά περιβάλλοντα, γ) δημιουργία προοπτικών που να εμπνέουν, ιδιαίτερα τους νέους επιστήμονες. Στάθηκε, δε, ιδιαίτερα στο γεγονός ότι εν μέσω δημοσιονομικών περιορισμών υπήρξε σημαντική αύξηση της δημόσιας δαπάνης για την έρευνα, συμπαρασέρνοντας την αύξηση και των ιδιωτικών δαπανών στο πρωτόγνωρο για τη χώρα συνολικό ύψος των 2,3 δισ. ευρώ (1,27% του ΑΕΠ).

Στη συνέχεια αναφέρθηκε σε καίριες θεσμικές παρεμβάσεις που λήφθηκαν για να δημιουργηθούν ελκυστικά εργασιακά περιβάλλοντα ως πόλος έλξης για τους νέους επιστήμονες, όπως ο Νόμος για την Έρευνα του 2016. Εκτενή αναφορά έκανε και στην ίδρυση του ΕΛΙΔΕΚ, το 2016 εν μέσω συνθηκών σκληρής λιτότητας εξαιτίας των μνημονίων. «Παρά το ζοφερό δημοσιονομικό περιβάλλον που επικρατούσε εκείνη την εποχή, η στήριξη της για πολλά χρόνια χειμαζόμενης έρευνας αποτελούσε τότε πολιτική επιλογή και βρέθηκαν οι αναγκαίοι πόροι. Σύμφωνα με το σχεδιασμό το ΕΛΙΔΕΚ ήταν ο πρώτος κρίκος της αλυσίδας για την αξιοποίηση της γνώσης και καινοτομίας που προέρχονται από την επιστημονική έρευνα. Ήταν το απαραίτητο βήμα για την προαγωγή της ελεύθερης και ποιοτική έρευνας στα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα της χώρας» ανέφερε.

Στόχοι των παραπάνω  δράσεων, σύμφωνα με τον κ. Φωτάκη ήταν «η οικοδόμηση βήμα προς βήμα ενός ολοκληρωμένου νέου αναπτυξιακού προτύπου για τη χώρα βασισμένου στην οικονομία της γνώσης. Ταυτόχρονα, να αναδειχθεί η ίδια η αυταξία που εμπεριέχεται στη γνώση ώστε να συμβάλει στη μόρφωση και την κοινωνική χειραφέτηση».

Στο πλαίσιο αυτό μίλησε για τον θετικό αντίκτυπο του ΕΛΙΔΕΚ, κάνοντας αναφορά σε αριθμητικά στοιχεία που συνιστούν πρώτες ενδείξεις ανάσχεσης του brain drain, ωστόσο επισήμανε «σήμερα το μέλλον του είναι άδηλο» αφού «δεν υπάρχει διασφάλιση της επαρκούς χρηματοδότησής του για τη συνέχεια», ασκώντας κριτική προς τη σημερινή κυβέρνηση για στρεβλή εφαρμογή ή εγκατάλειψη των πτυχών του θεσμικού πλαισίου της περιόδου 2015-2019.

 

Μετανάστευση και κινητικότητα

 

Ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και Πρόεδρος του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, Κώστας Δουζίνας ενέταξε το ζήτημα του brain drain στη μεγάλη εικόνα, πέρα από κλισέ και κοινοτοπίες, συνδέοντάς το με ευρύτερες ευρωπαϊκές τάσεις, πολιτισμικές αντιλήψεις, τη μετανάστευση και την κινητικότητα.

Στην εισήγησή του επιχείρησε να αποδομήσει «μύθους» που κυριαρχούν στη δημόσια σφαίρα για το ζήτημα.

Πρώτον, επισήμανε την «πλάνη» της εθνικής ιδιαιτερότητας και τον κίνδυνο του εθνικισμού που απορρέει από την αντιμετώπιση του brain drain ως «εθνικής καταστροφής», βάσει μιας «αμυντικής» οπτικής. «Αυτό το πρόβλημα ακόμη και αν λυθεί δεν αντιμετωπίζει τα δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας που οδηγούν αδήριτα στη μετανάστευση» ανέφερε.

Δεύτερον, αναφέρθηκε στο παράδοξο της ευρωπαϊκής μετανάστευσης, σύμφωνα με το οποίο «η αύξηση και επιτυχία της ενδοκοινοτικής μετανάστευσης είναι αποτέλεσμα της αποτυχίας της οικονομικής πολιτικής της ΕΕ, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις χώρες Νότου».

Τρίτον, σχετικά με το εάν το brain drain είναι ταξικά φορτισμένο φαινόμενο ανέφερε ότι δεν υπάρχει τεράστια ταξική ανισομέρεια σε αυτούς που φεύγουν εκτός χώρας, σημειώνοντας ότι «άνθρωποι από όλες τις τάξεις, τα εισοδήματα και τα μορφωτικά επίπεδα ζουν σήμερα το εξωτερικό», και ότι «δεν έχουμε μόνο brain drain αλλά και brawn drain (σ.σ. «διαρροή μυών» εκτός από «διαρροή εγκεφάλων») από την Ελλάδα». «Η προσέλκυση μεταναστών όλων των κατηγοριών και όλων των ειδικοτήτων και μορφωτικών επιπέδων και εξίσου σημαντική είναι η προσπάθεια επαναπατρισμού όλων των Ελλήνων που έχουν φύγει όπως και η προσπάθεια αποτροπής νέων εκροών»

Τέταρτον, έκανε ειδική μνεία στην έννοια της κινητικότητας. «Σήμερα η ενδοευρωπαϊκή μετανάστευση ονομάζεται κινητικότητα (mobility)» με τον δεύτερο όρο να θεωρείται πολιτικά ουδέτερος, όπως σημείωσε ο Κ. Δουζίνας, υπογραμμίζοντας ότι «μετανάστευση και κινητικότητα αναφέρονται σε διαφορετικά φαινόμενα». Και πρόσθεσε ότι «αυτή η κινητικότητα σχετίζεται με τις νέες μορφές εργασίας, με τη μαζικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης και τη διάβρωση των ιστορικών ιδεολογιών και πολιτικών της νεωτερικότητας στον 20ο αιώνα» συμπληρώνοντας ότι «αυτές οι αλλαγές οδηγούν στην νεοφιλελεύθερη ερμηνεία ή μετάφραση της μετανάστευσης ως κινητικότητας».

Τέλος, τόνισε ότι «η συνεχής απόκτηση νέων δεξιοτήτων και η μετακίνηση αποτελούν την νεοφιλελεύθερη απάντηση στην παγκοσμιοποίηση, την αποβιομηχανοποίηση και στις κοινωνίες των υπηρεσιών της κατανάλωσης», καταλήγοντας πως «μια συνολική αντιμετώπιση του προβλήματος κατανοεί τη μεταναστευτική πολιτική και εισροών και εκροών ως απαραίτητο στοιχείο της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας χωρίς εθνικισμούς, μύθους και επίμονες ιδεοληψίες και λύσεις που δεν λειτουργούν πια».

 

Η φυγή επιστημόνων ως στοιχείο βίαιου εξαναγκασμού της κρίσης

 

Η Επίκουρη Καθηγήτρια Δημοσίου Δικαίου του Πανεπιστημίου της Σορβόννης Βορείου Παρισιού Δέσποινα Σίνου αναφέρθηκε στο φαινόμενο της φυγής επιστημόνων και καλλιτεχνών από την Ελλάδα  προς τη Γαλλία, παραθέτοντας τόσο τις αιτίες και τις συνέπειες του φαινομένου κατά τη διάρκεια της κρίσης όσο και τα διακυβεύματα του παρόντος και του μέλλοντος. «Το φαινόμενο του brain drain στην Ελλάδα είναι συνυφασμένο με μια διαδεδομένη στο λαό μας κουλτούρα της διασποράς. Στις πιο κομβικές περιόδους της ιστορίας μας, η φυγή, η αυτοεξορία, ήταν μια αρκετά συνηθισμένη εξέλιξη, αν όχι επιβεβλημένη από τις συνθήκες. Οι λόγοι ήταν σπανιότερα προσωπικοί και συχνότερα οικονομικοί ή πολιτικοί.» επισήμανε, προσθέτοντας ότι «η Γαλλία, ως χώρα με μακρά παράδοση ασύλου, δέχτηκε πολλά κύματα επιστημόνων και καλλιτεχνών από την Ελλάδα, από τη “γενιά του Ματαρόα” μέχρι τη σημερινή “γενιά της κρίσης”».

Σύμφωνα με την Δ. Σίνου, «το brain drain της δεκαετίας της κρίσης ενέχει το βίαιο στοιχείο του εξαναγκασμού. Ήταν προϊόν της οικονομικής -και πολιτικής βίας- που ασκήθηκε στο ελληνικό κράτος και τους πολίτες του από τους “δανειστές” του, κατ’ εφαρμογή ενός ακραία νεοφιλελεύθερου μοντέλου διακυβέρνησης και κατά παράβαση βασικών αρχών του διεθνούς δικαίου, με τις γνωστές σε όλους συνέπειες της αφαίμαξης σε ανθρώπινο και επιστημονικό δυναμικό και με προεκτάσεις πέραν των οικονομικών, στο δημογραφικό πεδίο αλλά και στην ίδια τη σύνθεση του εκλογικού σώματος».

Και συνέχισε υπογραμμίζοντας ότι «η ιστορική στιγμή που διανύουμε είναι κρίσιμη γιατί διακυβεύεται το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας σε βάθος δεκαετιών. Η διακυβέρνηση ασκείται με όρους βιοπολιτικής, εκμεταλλευόμενη στο έπακρο τις παθογένειες του σύγχρονου πολιτικού βίου, από τους μηχανισμούς του βαθέος κράτους και το ρόλο της αστυνομίας και της Εκκλησίας έως τη χειραγώγηση των ΜΜΕ και τη σταδιακή απαξίωση του κόσμου της εργασίας προς όφελος των μηχανισμών της αγοράς. Η αντιπαράθεση είναι αμιγώς ιδεολογική και οφείλει να συντελεστεί με ξεκάθαρους όρους υπέρ του κοινωνικού μοντέλου: ενός μοντέλου ισότητας και ίσων ευκαιριών για όλους, πρόνοιας, κοινωνικής δικαιοσύνης και προάσπισης των δημόσιων αγαθών. Αυτό αποτελεί βασική επιταγή για την Αριστερά σήμερα».

Προς την κατεύθυνση αυτή έθεσε μία σειρά γενικών στόχων:

  • Ανάσχεση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου ανάπτυξης που επιβάλλει σταδιακή αποσάθρωση του δημόσιου τομέα και ιδίως του δημόσιου πανεπιστημίου (κατά τις επιταγές του «σχεδίου» Πισσαρίδη που στοχεύει σε μείωση κατά 1/3 του προσωπικού στους αντίστοιχους φορείς).
  • Ενίσχυση των δημόσιων φορέων με δημιουργία θέσεων εργασίας για νέους -και λιγότερο νέους- επιστήμονες, στη βάση της αξιοποίησης των γνώσεων και ικανοτήτων τους.
  • Διασφάλιση της διαφάνειας των διαδικασιών πρόσληψης και εφαρμογή αξιοκρατικών κριτηρίων.
  • Ανάδειξη του δυναμικού των επιστημόνων μέσα από τη δημιουργία ίσων ευκαιριών και ίσης πρόσβασης στην παιδεία για όλους, χωρίς διάκριση, έτσι ώστε να δοθεί η δυνατότητα να ανθίσουν τα ταλέντα του/της καθενός/μιας. «Η ίση πρόσβαση στην Παιδεία αποτελεί κοινωνικό δικαίωμα, που αναφέρεται μεταξύ άλλων ρητά και στο νέο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Πυλώνα της ΕΕ» τόνισε.
  • Ανάσχεση των έμφυλων, ταξικών, ηλικιακών και άλλων διακρίσεων και εφαρμογή συστήματος ποσοστώσεων στις προσλήψεις και τους διορισμούς, όπου αυτό είναι εφικτό.
  • Αντιστροφή του καθεστώτος επισφάλειας των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών, με δημιουργία ή διατήρηση των αντίστοιχων τμημάτων και εξασφάλιση επαρκών πόρων για την έρευνα.
  • Έμπρακτη στήριξη του κόσμου της τέχνης και του πολιτισμού. Οργανικά συνδεδεμένες μεταξύ τους, η δημόσια παιδεία, η τέχνη και ο πολιτισμός μπορεί και πρέπει να αποτελέσουν βασικό μοχλό ανάπτυξης.
  • Αξιοποίηση της δυναμικής των αποδήμων, ιδίως των νέων –και λιγότερο νέων– επιστημόνων, που έχουν όραμα για το πανεπιστήμιο και την κοινωνία και των οποίων ένα ικανό μέρος θα επιθυμούσε αν όχι να εργαστεί στην Ελλάδα, τουλάχιστον να εργαστεί για την Ελλάδα.
  • Στο πλαίσιο αυτό, εκμετάλλευση των στρατηγικών προγραμμάτων και πόρων της ΕΕ για τα νέα «ευρωπαϊκά πανεπιστήμια» (διακρατικές «συμμαχίες» ευρωπαϊκών πανεπιστημίων).

 

Τέσσερις άξονες για την αξιοποίηση των νέων επιστημόνων και ερευνητών

 

Η διακεκριμένη αστροφυσικός, Επίκουρη Καθηγήτρια του ΕΚΠΑ Καλλιόπη Δασύρα, έθεσε μία σειρά σημαντικών προϋποθέσεων  για το φαινόμενο του brain drain αλλά και για την προσπάθεια ανάσχεσής του:

α) Σταθερότητα στη χρηματοδότηση. «Παίρνει πολύ χρόνο να εκπαιδεύσεις κατάλληλα το προσωπικό και όταν υπάρχουν συνεχή κενά, το προσωπικό και η συναφής γνώση χάνονται. Χρειάζεται προγραμματισμός στις αιτήσεις. Είναι πάγιο αίτημα όλων των ερευνητών, ακόμα και των φοιτητών οι προκηρύξεις να βγαίνουν σε ετήσια βάση και να εναρμονίζονται με την ακαδημαϊκή χρόνια» τόνισε.

β) Ενδιάμεσα κλιμάκια. «Χρειάζονται μεταδιδάκτορες, που είναι νέα άτομα, με συμμετοχή σε μοντέρνα projects και γεφυρώνουν παλαιό προσωπικό και φοιτητές. Μάλιστα, θέλουμε ευχαριστημένους μεταδιδάκτορες, που να θέλουν να μείνουν, με υψηλή, ανταγωνιστική διεθνώς μισθοδοσία, αλλιώς εγκαταλείπουν τη χώρα και χρησιμοποιούν την εγχώρια χρηματοδότηση σαν προσωρινή λύση ανάμεσα σε άλλες συμβάσεις του εξωτερικού».

γ) Προσλήψεις μόνιμου προσωπικού. Παραθέτοντας στοιχεία της Ελληνικής Αστρονομικής Εταιρίας, ανέφερε ότι την περίοδο 2000-2010 ένας στους πέντε διδάκτορες βρήκαν σχετική μόνιμη δουλειά στη χώρα (δηλ. σε ερευνητικό ινστιτούτο ή πανεπιστήμιο). Την περίοδο 2010-2020 λιγότερο από ένας 1 στους 20 διδάκτορες (1/23) βρήκαν αντίστοιχη δουλειά. «Γίνεται μεν αντιληπτό ότι δεν μπορούν να προσληφθούν όλοι όσοι λαμβάνουν διδακτορικό (έχουν αυξηθεί κατά 40% τα διδακτορικά αυτή τη δεκαετία, από 133 στα 184), αλλά η απορρόφηση της προηγούμενης δεκαετία είναι δραματικά χαμηλή (και παραμένει)» σύμφωνα με την Κ. Δασύρα.

δ) Η πίεση στην αναζήτηση κονδυλίων είναι πολύ μεγάλη, αφού «ακόμα και στα ΕΛΙΔΕΚ εκλαΐκευσης, υπήρχε πίεση με ποσοστό επιτυχίας 1 στα 20 που είναι πολύ χαμηλότερο από τα ERC και συγκρίσιμο με την εξεύρεση μόνιμης θέσης στην Ελλάδα». Σύμφωνα με την κυρία Δασύρα «αυτό σημαίνει πως ένα μέρους του ερευνητικού προσωπικού θα πρέπει να στραφεί υποχρεωτικά προς άλλους κλάδους, στους οποίους η επίλυση προβλημάτων είναι σημαντική. Θα ήταν σκόπιμο να γίνονται ημερίδες ανευρέσεις εργασίας, στις οποίες να συμμετέχουν επιχειρήσεις. Αλλιώς καταλήγουμε με ένα εξαιρετικά μορφωμένο προσωπικό, που απασχολείται εποχιακά σε εργασία τύπου φροντιστηρίων, σαν να μην είχε ποτέ κάνει έρευνα ή λαμβάνει απορρίψεις για άλλες δουλειές ως “overqualified”».