Το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς πραγματοποίησε εκδήλωση-συζήτηση με θέμα “Από τους φτωχούς εργαζόμενους στους ψηφιακούς νομάδες: Εμπειρίες εργασίας στην Ελλάδα του σήμερα” την Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2022, στις 6.30 μ.μ. στον Πολυχώρο Σπούτνικ (Κεραμεικού 46 & Μυλλέρου, Μεταξουργείο).

Η εκδήλωση έγινε με αφορμή τις δύο πρόσφατες έρευνες του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς για την εργασία,  το 3ο κύμα της ποσοτικής πανελλαδικής έρευνας για τις συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την εταιρία Prorata  και την ποιοτική σε βάθος έρευνα σε εργαζόμενους/-ες που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, που εκπόνησε για λογαριασμό του ΙΝΠ ο Δρ. Κωνσταντίνος Θεοδωρίδης .

 

Την εκδήλωση άνοιξε η συντονίστρια Χριστίνα Κοψίνη, δημοσιογράφος από την Εφημερίδα των Συντακτών, δίνοντας μια πρώτη εικόνα των ερευνών που θα παρουσιάζονταν στη συνέχεια και συστήνοντας τους εισηγητές και τις εισηγήτριες στο κοινό. Στη συνέχεια, η συντονίστρια έδωσε τον λόγο στις ομιλήτριες και τους ομιλητές με τη σειρά που αποτυπώνονται παρακάτω οι περιλήψεις των εισηγήσεων και των παρουσιάσεών τους.

 

  • Ελένη Γκρίνγουδ, ερευνήτρια ΙΝΠ, συντονίστρια της θεματικής Οικονομία, Παραγωγή, Βιώσιμη Ανάπτυξη

Η Ελένη Γκρίνγουδ παρουσίασε τα αποτελέσματα της ποσοτικής έρευνας του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς «Συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα: Εμπειρίες και στάσεις γύρω από την αγορά εργασίας», την οποία σχεδίασαν και ανέλυσαν η Κατερίνα Τσατσαρώνη, ερευνήτρια του ΙΝΠ και συντονίστρια της θεματικής “Εργασία, Κοινωνικό Κράτος, Αλληλεγγύη” και η Δανάη Κολτσίδα, νομικός, πολιτική επιστήμονας και διευθύντρια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς. Η έρευνα έγινε σε συνεργασία με την εταιρία ερευνών Prorata SA, ενώ ο Άγγελος Σεριάτος, υπεύθυνος πολιτικών ερευνών της εταιρίας, συνέβαλε στο σχεδιασμό του ερωτηματολογίου της έρευνας.
Πιο συγκεκριμένα, η τρέχουσα έκδοση της έρευνας αποτελεί το τρίτο κατά σειρά ετήσιο «κύμα» αυτής. Στόχος είναι να αποτελέσει ένα ετήσιο παρατηρητήριο γύρω από τις εμπειρίες των εργαζόμενων στη χώρα μας, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στις υποκειμενικές προσλήψεις των εργαζομένων, λειτουργώντας συμπληρωματικά προς τις επίσημες στατιστικές και τις μεγάλες σταθερές έρευνες εργατικού δυναμικού που πραγματοποιούνται από άλλους φορείς. Η έρευνα σχεδιάστηκε λαμβάνοντας υπόψη τη τρέχουσα μακροοικονομική κατάσταση (αύξηση του κόστους διαβίωσης λόγω της ανόδου του πληθωρισμού και της ενεργειακής κρίσης) και τις νέες διεθνείς τάσεις στην εργασία (τηλεργασία, ψηφιακοί νομάδες, μεγάλη παραίτηση), προσαρμοσμένα στο ελληνικό συγκείμενο.
Η ποσοτική έρευνα είχε δείγμα 804 ερωτώμενων, ενώ τα στοιχεία συλλέχθηκαν μεταξύ 13 και 31 Οκτωβρίου 2022, με τη μέθοδο της αυτοσυμπλήρωσης μέσω της ψηφιακής πλατφόρμας ερευνών της Prorata SA. Τα χαρακτηριστικότερα αποτελέσματα της έρευνας, όπως παρουσιάστηκαν από την ερευνήτρια, είναι τα παρακάτω:

  1. Η ελληνική αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από έναν υψηλό και διάχυτο βαθμό επισφάλειας, κυρίως εντοπισμένο στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, τους εργαζόμενους/τις εργαζόμενες με «μπλοκάκι», τις γυναίκες και τους νέους εργαζόμενους/τις νέες εργαζόμενες. Ενδεικτικό είναι το εύρημα ότι ένας στους πέντε εργαζόμενους θεωρεί πιθανό να χάσει τη δουλειά του τον επόμενο χρόνο.
  2. Το πλέον πρόσφατο (#13) Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ περιγράφει ανάγλυφα το μέγεθος της απώλεια αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών στη χώρα μας, ως συνέπεια της αύξησης του κόστους ζωής. Το παραπάνω επιβεβαιώνεται από την έρευνα του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, καθώς παρατηρείται αδυναμία κάλυψης των βασικών αναγκών στους 7 από τους δέκα εργαζόμενους, ποσοστό υψηλότερο κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το περσινό κύμα της έρευνας. Μεγαλύτερη δυσκολία κάλυψης των αναγκών εντοπίζεται μεταξύ των γυναικών και των δημοσίων υπαλλήλων. Οι πλέον ανελαστικές δαπάνες, όπως αυτές ιεραρχήθηκαν από τους ερωτώμενους και τις ερωτώμενες της έρευνας, δηλαδή η στέγαση, οι λογαριασμοί ρεύματος, ίντερνετ κτλ, και η διατροφή, τείνουν να εξαντλούν το εισόδημα από εργασία.
  3. Ο κατώτατος μισθός είναι μη βιώσιμος, σύμφωνα με την πλειοψηφία των εργαζομένων, καθώς το 64% των ερωτώμενων δεν τα βγάζει πέρα ή δεν θα τα έβγαζε πέρα αν αμειβόταν με τον κατώτατο μισθό. Η εξασφάλιση αξιοπρεπών αμοιβών αξιολογείται ως η πρώτη προτεραιότητα που θα έπρεπε να έχει η κυβερνητική εργασιακή πολική στην παρούσα συγκυρία.
  4. Οι εργαζόμενοι/-ες χαρακτηρίζονται από δυσαρέσκεια και απαισιοδοξία. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι και εργαζόμενες αισθάνονται ότι αδικούνται και ότι προστατεύονται περισσότερο οι εργοδότες (78,5%), ενώ πιστεύουν ότι η κατάσταση στην αγορά εργασίας σήμερα είναι χειρότερη από ό,τι πριν τρία χρόνια (54,3%). Και, το χειρότερο, πολύ μικρό είναι το ποσοστό εκείνων που προσδοκούν ή προβλέπουν κάποια βελτίωση τα επόμενα τρία χρόνια (51,3%).
  5. Η κυβερνητική εργασιακή πολιτική αξιολογείται αρνητικά σε όλους τους τομείς, και κυρίως στο ζήτημα της προστασίας και στήριξης του εισοδήματος των εργαζομένων και της εξασφάλισης αξιοπρεπών αμοιβών, ακόμη και από τους ψηφοφόρους του κυβερνώντος κόμματος που πήραν μέρος στην έρευνα.
  6. Οι ερωτώμενοι/-ες θεωρούν ότι η διέξοδος από τη δυσμενή εργασιακή κατάσταση που έχει διαμορφωθεί είναι η κρατική νομοθετική παρέμβαση (71,7%) ώστε να ρυθμίσει καλύτερους όρους εργασίας, ωράρια, μισθούς και άλλα εργασιακά δικαιώματα, ενώ μόλις το 23,1% θεωρεί αποτελεσματικότερους τους συλλογικούς αγώνες των εργαζομένων μέσα από τη συνδικαλιστική δράση για την επιδίωξη των ίδιων σκοπών
  7. Οι χαμηλές αποδοχές από την εργασία σε συνδυασμό με την γενικευμένη απογοήτευση έχουν δημιουργήσει το υπόστρωμα μιας «μεγάλης παραίτησης». Μόνο ένας στους τέσσερεις εργαζόμενους δήλωσε ότι δεν θα παραιτούνταν από τη δουλειά του στις σημερινές συνθήκες.
  8. Η τηλεργασία όσο και η ειδικότερη εκδοχή των ψηφιακών νομάδων φαίνεται ότι έχουν απήχηση και στη χώρα μας, κυρίως μεταξύ των νεότερων ηλικιών. Στο ερώτημα αν η αποκλειστική απασχόληση μέσω τηλεργασίας θα αποτελούσε κριτήριο βάσει του οποίου και μόνο θα επέλεγαν να αλλάξουν εργασία, ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό (36,3%) απαντά θετικά, ενώ ταυτόχρονα στο ενδεχόμενο αλλαγής εργασίας με γνώμονα την ευελιξία επιλογής του τόπου κατοικίας τους ανεξάρτητα από την έδρα της επιχείρησης που θα απασχολούνται, το ποσοστό των θετικών απαντήσεων ανέρχεται σε 45,1%.

Για να διαβάσετε ολόκληρη την έρευνα πατήστε εδώ.

 

  • Κωνσταντίνος Θεοδωρίδης, Διδάσκων και Μεταδιδακτορικός Ερευνητής, Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού

Ο Κωνσταντίνος Θεοδωρίδης παρουσίασε την έρευνα «Κατώτατος μισθός: “Ζούμε για να δουλεύουμε και όχι δουλεύουμε για να ζήσουμε”. Διερεύνηση των αντιλήψεων και εμπειριών των εργαζομένων», την οποία εκπόνισε ο ίδιος για λογαριασμό του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς.

Ο Κ. Θεοδωρίδης άρχισε την παρουσίασή του αναφέροντας ότι οι νέες προκλήσεις και το αβέβαιο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο φέρνουν τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα αντιμέτωπα με τον κίνδυνο της απόλυτης φτώχειας. Ο κατώτατος μισθός αποτελεί ένα εν δυνάμει μαξιλάρι προστασίας για τους/τις χαμηλά αμειβόμενους/ες και ταυτόχρονα ένα πεδίο έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης. Η μείωση ή στασιμότητα του κατώτατου μισθού χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο της λεγόμενης «εσωτερικής υποτίμησης» (Antonopoulou, 2021). Τις τελευταίες δεκαετίες έχει επιχειρηθεί η μείωση του εργατικού κόστους, η προώθηση των ευέλικτων μορφών εργασίας και η απορρύθμιση του χαρακτήρα της εργασίας (Κουζής, 2017). Οι εργαζόμενοι/ες είναι αναγκασμένοι/ες να υιοθετήσουν μια σειρά από (άτυπες) στρατηγικές για να τα καταφέρουν (Woo κ. Συν., 2022).*

Ο ερευνητής επεσήμανε ότι ο κατώτατος μισθός αποτελεί βασικό σημείο διαμόρφωσης της ταυτότητας των ίδιων των εργαζομένων διαδραματίζοντας κομβικό ρόλο στις καθημερινές τους πρακτικές. Στα πλαίσια της έρευνας, ο Κ. Θεοδωρίδης διεξήγαγε δέκα σε βάθος ημιδομημένες συνεντεύξεις με εργαζόμενους και εργαζόμενες που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό στην περιοχή της Αττικής, από τις οποίες εξήχθησαν τα συμπεράσματα σχετικά με τις εμπειρίες, τις απόψεις και τα συναισθήματα των ερωτώμενων. Βασικά ερωτήματα της έρευνας, όπως προδιαθέτει κι ο τίτλος, είναι σε ποιο βαθμό η εργασία έχει γίνει αυτοσκοπός ή αν ενδεχομένως η εργασία μπορεί ακόμα να προσφέρει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης στους εργαζομένους που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό και να προσφέρει ελεύθερο χρόνο για στιγμές κατανάλωσης, χαλάρωσης και πολιτισμού.

Περνώντας στα συμπεράσματα της έρευνας, οι εργαζόμενοι/ες καλούνται να αντιμετωπίσουν εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες στην εργασιακή καθημερινότητά τους, λόγω της μεγάλης πίεσης που τους ασκείται, των εξαντλητικών ωραρίων που δουλεύουν και του υπέρογκου φόρτου εργασίας, καταστάσεις που εντείνουν την αίσθηση της εργασιακής εκμετάλλευσης την ίδια στιγμή που δεν υπάρχει κανένας κρατικός έλεγχος για την προστασία των δικαιωμάτων τους. Η εμπειρία της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα δημιούργησε ένα έντονο αίσθημα ανησυχίας και ένα παρατεταμένο άγχος για την πιθανότητα ανεργίας στους εργαζόμενους και στις εργαζόμενες. Ο κίνδυνος της ανεργίας δεν βρίσκεται σε ένα φαντασιακό των εργαζομένων, αλλά όπως αποδεικνύεται από τα δεδομένα της έρευνας, είναι πέρα για πέρα πραγματικός. Η απορρύθμιση της εργασίας είναι ένα ζήτημα που αφορά όλες και όλους, ανεξάρτητα από τη θέση και το επάγγελμά τους. Οι εργαζόμενοι/ες δυσκολεύονται πλέον να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες και έχουν αναπτύξει διάφορες στρατηγικές επιβίωσης. Επιπλέον, ενώ έχουν ανάγκη για κατανάλωση που δεν σχετίζεται αποκλειστικά  με την επιβίωση και συνδέεται με την κοινωνικοποίηση, δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να την καλύψουν. Σύμφωνα με τον ομιλητή, τα ζητήματα της βιώσιμης εργασίας και μισθού πρέπει να επαναπροσδιοριστούν από κοινού με το ζήτημα της αξιοπρέπειας σε ένα νέο πλαίσιο. Οι πρόσφατες αυξήσεις του κατώτατου μισθού κρίθηκαν ως ανεπαρκείς από τους εργαζόμενους που έλαβαν μέρος στην έρευνα, ενώ οι τελευταίοι θεωρούν ότι η πολιτική των επιδομάτων αναδεικνύει το πρόβλημα του χαμηλού κατώτατου μισθού και είναι αναποτελεσματική, καθώς γίνεται μια ανακύκλωση χρημάτων μεταξύ των ανθρώπων που τα έχουν ανάγκη. Από την έρευνα προέκυψε ότι ο κατώτατος μισθός είμαι μη βιώσιμος κάτω από τα 800 ευρώ και θα έπρεπε να οριστεί σε ένα σημείο πάνω από αυτό το όριο.

 

*Μπορείτε να βρείτε ολόκληρη την έρευνα, στην οποία περιέχονται και οι βιβλιογραφικές αναφορές που παρατίθενται, εδώ.

  • Διονύσης Γράβαρης, καθηγητής Θεωρίας Κράτους και Κοινωνικής Πολιτικής, Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής

Ο Διονύσης Γράβαρης υποστήριξε στην εισήγησή του ότι το πρώτο ζήτημα που τίθεται για τους κοινωνικούς επιστήμονες όταν παίρνουν τα στοιχεία μιας έρευνας στα χέρια τους, είναι το κατά πόσο αυτά προσδιορίζονται ως δομικά ή συγκυριακά. Έτσι, αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό ότι οι περισσότερες συνέπειες της κρίσης δεν αποτυπώνουν μια φυσική λειτουργία της οικονομίας, εφόσον οφείλονται κατά κύριο λόγο σε πολιτικές διαχείρισης των κρίσεων, όπως προκύπτει άλλωστε κι από τα ευρήματα της έρευνας του ΙΝΠ. Οι πολιτικές αυτές παρεμβάσεις πραγματοποιούνται σε μια οικονομία που παρουσιάζει στοιχεία ευελιξίας ως προς τις εργασιακές σχέσεις και ως προς την οικονομική της δραστηριότητα . Φαίνεται ότι στους εργασιακούς κλάδους που καταλαμβάνονται από νεαρότερες ηλικίες εργαζομένων, είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες η επισφάλεια και η ευελιξία. Από την άλλη, συγκυριακό χαρακτηριστικό αποτελεί η αύξηση του πληθωρισμού. Παράλληλα, ο ομιλητής επισημαίνει ότι υπάρχει μια σαφής διάκριση μεταξύ επισφάλειας κι ευελιξίας. Η επισφάλεια δεν είναι απλώς μια ακραία μορφή ευελιξίας, αλλά αφορά τη ρύθμιση του μισθού και των συνθηκών εργασίας και είχε ως συνέπεια την μείωση του κόστους της εργασιακής δύναμης. Σύμφωνα με το Μαρξ, οι εργαζόμενοι δεν πουλάνε την εργασία μας, γιατί αυτό θα ήταν δουλεία, αλλά την ικανότητά τους να εργαστούν. Όσον αφορά την τηλεργασία, αυτή προϋπήρχε της πανδημίας, αν και σε πολύ μικρότερο βαθμό, και προωθούσε μία αρρύθμιστη μορφή απασχόλησης της μισθωτής εργασίας. Ωστόσο δεν υπήρχαν ψηφιακοί νομάδες· προέκυψαν επίσης λόγω της συγκυρίας και δεν εδραιώθηκαν ως δομικό χαρακτηριστικό λειτουργίας της οικονομίας. Το ίδιο συγκυριακές είναι οι πολύ πιεστικές πληθωριστικές πιέσεις για τα κατώτερα εισοδήματα, καθώς όσο πιο χαμηλά είναι τα εισοδήματα τόσο περισσότερο μειώνεται η αγοραστική δύναμη, καθώς τα είδη πρώτης ανάγκης εμφανίζουν υψηλό βαθμό ανελαστικότητας. Η επισφάλεια σχετίζεται κυρίως με το ότι οι δουλειές πλέον δεν είναι ασφαλείς και διακρίνεται από την ευελιξία στο βαθμό που η δεύτερη επιδέχεται ρυθμιστικής διαχείρισης.

 

  • Γεωργία Πετράκη, Κοινωνιολόγος της Εργασίας, πρώην διευθύντρια του Εργαστηρίου Σπουδών Φύλου Παντείου Πανεπιστημίου

Η εισήγηση της Γεωργίας Πετράκη είχε τη μορφή έξι σημείων, τα οποία περιγράφονται συνοπτικά παρακάτω:

  1. Τα παραγωγικά συστήματα μεταρρυθμίστηκαν εδώ και αρκετές δεκαετίες σε μια κατεύθυνση ευελιξίας, ανάπτυξης του συλλογικού χαρακτήρα της γνώσης, ενεργητικότερης συμμετοχής των εργαζομένων στη βελτίωση της παραγωγής αλλά και σε μια κατεύθυνση συνολικής αποσταθεροποίησης του κόσμου της εξαρτημένης εργασίας.  Το σύγχρονο μάνατζμεντ εργαλειοποιεί τα συναισθήματα με σκοπό την επίτευξη της μέγιστης διαθεσιμότητας και ευελιξίας των υπαλλήλων. Ακραίο σύμπτωμα των σύγχρονων πολιτικών του μάνατζμεντ αποτελεί η λεγόμενη οδύνη στην εργασία, η οποία αναδείχθηκε στη Γαλλία  στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας.
  2. Η αρνητική έννοια της «επισφάλειας» αναφέρεται, σύμφωνα με τη Γ. Πετράκη, στον παλιό κανόνα και τον φορντικό συμβιβασμό. Εάν μία κατάσταση φαίνεται «επισφαλής» με βάση τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά της σύμβασης εργασίας, δεν σημαίνει ότι η απασχόληση βιώνεται αναγκαστικά ως «επισφαλής» από τον εργαζόμενο. Χαρακτηριστικό είναι το φαινόμενο της φυγή από τη μισθωτή εργασία, κυρίως μέσω της εργασίας σε ψηφιακές πλατφόρμες, η οποία προσιδιάζει  στην πρωτοβιομηχανική κατ’ οίκον εργασία. Υπογραμμίστηκε ότι η ανάπτυξη της μισθωτοποίησης του πληθυσμού ήταν μια αργόσυρτη και βίαιη διαδικασία επιβολής και καταναγκασμού.
  3. Η Μεγάλη Παραίτηση -ενεργητική ή σιωπηλή- αποτυπώνει διεργασίες που εκφράζουν μια τάση επανεκτίμησης της σχέσης ζωής και εργασίας, η οποία επηρεάστηκε από τις συνθήκες της πανδημίας , αλλά και από την επιδείνωση των συνθηκών εργασίας, το αίσθημα αδικίας που βιώνουν οι εργαζόμενοι και την κρίση του συμμετοχικού μάνατζμεντ, όπως καταγράφονται και στα ευρήματα της ποσοτικής έρευνας για τις συνθήκες εργασίας του ΙΝΠ.  Επίσης, παρότι  οι εργαζόμενοι συγκροτούν τη ραχοκοκαλιά των επιχειρήσεων, παραμένουν αποκλεισμένοι από τη διακυβέρνηση του εργασιακού τους χώρου, γεγονός που καταγράφεται στην έρευνα «Ζούμε για να δουλεύουμε κι όχι δουλεύουμε για να ζούμε» του Δρ. Θεοδωρίδη, στο απόσπασμα που αφορά τη φίμωση των εργαζομένων.
  4. Ο συσχετισμός μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας τείνει να διαφοροποιηθεί προς όφελος της εργασίας. Οι εργαζόμενοι δεν φαίνονται πρόθυμοι να υπαχθούν εσαεί στους προσφερόμενους όρους, και είτε παραιτούνται είτε ανοίγουν δική τους δουλειά.
  5. Η έρευνα WORKMONITOR του 2022 που διενεργείται από την εταιρεία Randstad σε 35.000 υπαλλήλους σε 34 αγορές δείχνει ότι οι εργαζόμενοι θα παραιτούνταν αν τους εμπόδιζε η δουλειά τους από την απόλαυση της ζωής και ότι η προσωπική τους ζωή είναι πιο σημαντική από την επαγγελματική, κυρίως για τους νέους που ανήκουν στη Gen Z και τους Millennials. Οι απόψεις διίστανται σε όλες τις ηλικιακές ομάδες σε θέματα όπως η εργασιακή ευελιξία, ισορροπία επαγγελματικής ζωής, προσωπικής και επαγγελματικής ανάπτυξη και εταιρικές κοινωνικές ευθύνες.
  6. Η Γ. Πετράκη ανέφερε ότι στη χώρα μας υπάρχει η τάση να εμφανίζεται έλλειψη εργατικού δυναμικού σε πολλούς κλάδους, και όχι μόνο σε αυτούς που προβλήθηκαν πρόσφατα από τα μέσα (τουρισμός, εστίαση, αγροτικός τομέας), ενώ η ανεργία βρίσκεται στο συγκριτικά με άλλες χώρες υψηλό ποσοστό της τάξης του 12%. Οι αξιωματούχοι της εργοδοσίας υποστηρίζουν ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει θέμα Μεγάλης Παραίτησης, αλλά έλλειψη προσωπικού. Όμως, τα πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας στους νέους κάτω των 25 στην καρδιά της τουριστικής περιόδου (27,2% τον Μάρτιο, 27,4 % τον Ιούνιο, 28,6% τον Ιούλιο) δικαιολογούν να μιλάμε για Μεγάλη Παραίτηση.