Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα “Η Εποχή”

 

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΝΙΚΟΣ ΠΟΥΛΑΝΤΖΑΣ- ΣΕΙΡΑ: ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΙΔΕΕΣ

Βιβλιοπαρουσιάσεις σημαντικών έργων για την προγραμματική εμβάθυνση της Αριστεράς του 21ου αι.

Θεματικές: Ανισότητα, Κλιματική Αλλαγή, Προσφυγικό, Νέες Τεχνολογίες

 

Thomas Piketty, «Το Κεφάλαιο τον 21ο αιώνα», μτφρ. Ελίζα Παπαδάκη, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2014

 

* Διονύσης Γ. Δρόσου, * Καθηγητής Ηθικής Φιλοσοφίας, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, ΑΠΘ.

 

Το έργο του Πικετί πλήττει το νεοφιλελεύθερο αφήγημα σε τρία σημεία:
α. Η άποψη πως η απαξίωση της κοινωνικής δικαιοσύνης οδηγεί σε μια άριστη κατανομή αποτελεί ιδεοληψία και δεισιδαιμονία και όχι μόνον παραβιάζει τις θεμελιώδεις αρχές της φιλελεύθερης αξιοκρατίας, αλλά οδηγεί μακροπρόθεσμα και σε οικονομική στασιμότητα.
β. Η μετάδοση της πληροφορίας δεν μπορεί να έχει αποκλειστικό όχημα την αγορά, καθόσον οι ανεξέλεγκτες αποκλίσεις στην κατανομή του πλούτου δεν οφείλονται σε «ατέλειες», αλλά είναι τόσο πιο ισχυρές όσο πιο «τέλεια» είναι η λειτουργία της αγοράς.
γ. Η ενεργοποίηση των εργαλείων της νέας παγκόσμιας οικονομικής ρύθμισης που προτείνονται, όχι μόνον δεν προϋποθέτει έναν κολεκτιβιστικό ολοκληρωτισμό, αλλά εξαρτάται απολύτως από τον εκδημοκρατισμό των δομών διακυβέρνησης και την επινόηση νέων μορφών δημοκρατίας, αλλά και ιδιοκτησίας.

Ο Πικετί επαναφέρει στην καρδιά της οικονομικής συζήτησης το πρόβλημα της δίκαιης κατανομής. Παρακολουθώντας την εξέλιξη των ανισοτήτων, όχι βάσει αφηρημένων μοντέλων, αλλά μέσα από την ιστορική μελέτη, ο συγγραφέας δείχνει τις τεράστιες επιπτώσεις του Μεγάλου Πολέμου (1914-1918) στην αλλαγή της δομής των ανισοτήτων και στο μέγεθος και τη διάρθρωση των δημόσιων δαπανών. Από 10% περίπου του εθνικού εισοδήματος (στις ανεπτυγμένες χώρες), το βάρος του κράτους στην οικονομία έφτασε το 1970 στο 35-50%. Η πορεία αυτή συμβάδισε με μια συγκράτηση των ανισοτήτων για την περίοδο 1913-1970.
Με την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού έχουμε βίαιη ανακοπή και ραγδαία αντιστροφή της πορείας αυτής. Πριν το Μεγάλο Πόλεμο, το ανώτερο δεκατημόριο των εισοδημάτων αντιστοιχούσε σε 6-7 χρόνια εθνικού εισοδήματος, για να πέσει στην περίοδο 1913-1970 σε 2-3 χρόνια και μετά το 1970 να αρχίσει να ανεβαίνει για να φτάσει αρχές του 21ου αιώνα σε 5-6 χρόνια εθνικού εισοδήματος. Το ότι αυτή η αλματώδης απόκλιση οφείλεται κυρίως σε ανακεφαλαιοποίηση περιουσιακών στοιχείων του παρελθόντος, υπονομεύει μέχρι γελοιοποίησης κάθε ιδεολογική επίφαση «αξιοκρατίας». Κυρίως όμως δεν οφείλεται σε κάποια «ατέλεια» της αγοράς που μέλλει να «διορθωθεί», εάν η αγορά αφεθεί να αυτορυθμιστεί. Αντίθετα, οφείλεται –και ο Πικετί το τονίζει με έμφαση– ακριβώς στην «τελειότητα» της λειτουργίας των αγορών. Πρόκειται λοιπόν για μια εγγενή παθογένεια του συστήματος της ανεξέλεγκτης αγοράς.

 

Γιατί είναι άδικο;

Έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι ο Πικετί δεν εκκινεί από μια a priori απόρριψη του καπιταλισμού. Εντοπίζει όμως μια εγγενή αντινομία την οποία και θεμελιώνει σε πλούσιο υλικό από την ενδελεχή έρευνά του στις μεγάλες οικονομίες του κόσμου: ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία. Η αντινομία αυτή αφορά τον άδικο χαρακτήρα της ακραίας συγκέντρωσης των περιουσιών. Γιατί αυτό είναι άδικο; Με ποιο κριτήριο; Κατά τον Πικετί, όχι με βάση κάποια, εξωτερική προς το σύστημα, αρχή ισοπεδωτισμού ή κολεκτιβισμού. Αλλά με βάση την αρχή την οποία η αστική νεωτερικότητα ενστερνίζεται ως εμβληματικά δική της. Την αρχή ότι «οι ανισότητες στηρίζονται στην αξία και την εργασία παρά σε συγγένειες και προσόδους». Αυτή η αρχή της «αξιοκρατίας» υποστήριζε την ελπίδα να γεφυρωθεί η αντίφαση ανάμεσα στην ισότητα των δικαιωμάτων και την ανισότητα των πραγματικών συνθηκών ζωής. Οι ανισότητες θεωρούνται δικαιολογημένες όταν απορρέουν από ορθολογικές οικουμενικές αρχές (όπως η αξία και η εργασία) και όχι από αυθαίρετα ενδεχόμενα (όπως η πρόσοδος και η κληρονομιά). Αυτό ήταν και το νόημα του πρώτου άρθρου της Διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη του 1789: «Οι κοινωνικές διακρίσεις μπορούν να θεμελιώνονται μόνο στο κοινό όφελος». Είναι ακριβώς αυτή η θεμελιώδης αξία του αστικού συστήματος που αναιρείται από τον όλο και περισσότερο περιουσιοκρατικό χαρακτήρα της συσσώρευσης πλούτου, ο οποίος διογκώνεται σε όλο και ταχύτερο ρυθμό από το ρυθμό μεγέθυνσης της συνολικής οικονομίας. Η τερατώδης συγκέντρωση του πλούτου στο ανώτερο 10% αμείβει όχι την «επιχειρηματική» τόλμη, την αξία, τη μόρφωση και την ευφυΐα των «αρίστων», αλλά την κληρονομικότητα, παλινδρομώντας όλο και περισσότερο σε προνεωτερικές μορφές απόδοσης προσόδων. Αυτή η τάση είναι προγραμματικά αντίπαλη κάθε μορφής δημοκρατίας.

 

Προϋπόθεση, επαναστατικές αλλαγές

Η λύση την οποία υποστηρίζει ο Πικετί είναι η επιβολή ενός παγκόσμιου προοδευτικού φόρου στο κεφάλαιο (όχι στο εισόδημα, αλλά στο κεφάλαιο σε όλες του τις μορφές). Αυτό, όπως δείχνει ο ίδιος, δεν είναι τεχνικά αδύνατον, όμως προϋποθέτει επαναστατικές αλλαγές στις μορφές δημοκρατικής διακυβέρνησης και ιδιοκτησίας σε πλανητικό επίπεδο. Προϋποθέτει διεθνή, διακρατικό συντονισμό πληροφόρησης και πολιτικής και δύναμη επιβολής επί του κεφαλαίου. Πράγματα τα οποία επί του παρόντος μοιάζουν ουτοπικά.
Κατά τον 20ό αιώνα ήταν ο πόλεμος και όχι ο ειρηνικός βίος ούτε κάποια δημοκρατική αρμονική, «ορθολογική διαβούλευση» απαλλαγμένη συγκρούσεων, που επέβαλε τη συγκράτηση και μείωση των μεγάλων ανισοτήτων. Μα δεν ήταν περισσότερο ειρηνικοί και «αυθόρμητοι» και οι δρόμοι της παλινόρθωσης της περιουσιοκρατίας: από τη δικτατορία του Πινοσέτ μέχρι την απαξίωση της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων στο γενέθλιο τόπο τους, την Ευρώπη. Τον 21ο αιώνα δεν γνωρίζουμε ποιες ιστορικές διεργασίες θα γεννήσουν ή θα ματαιώσουν τους πολιτικούς και κοινωνικούς μετασχηματισμούς που θα μπορούσαν να αποτρέψουν την καλπάζουσα καταστροφική προοπτική της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και των κοινωνιών που βιώνουν τις αντινομίες της.
Μετά από το σύντομη διάλειμμα των τριάντα «ένδοξων χρόνων» του καπιταλισμού, η δημοκρατία ξαναγίνεται αυτό που ήταν εξ αρχής για τις ανώτερες αστικές τάξεις: μια επικίνδυνη πολυτέλεια που απειλεί την ιδιοκτησία της και που επιβάλλεται να τεθεί υπό έλεγχο και περιορισμό. Αποτελεί ίσως μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της ιστορίας να μπορέσει η Αριστερά να κατακτήσει αυτό το μάθημα και να αξιοποιήσει αυτό που μπορεί να γίνει το μεγαλύτερο όπλο της.