Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών

 

Γιώργος Πολυμενέας*, Δημήτρης Σεραφής*

 

Μερικές σημειώσεις πάνω στον κυρίαρχο λόγο στην εποχή της κρίσης του-COVID-19

Στην Ελλάδα νιώθεις λες και κάποιοι ήταν από πάντα έτοιμοι για αυτή την πανδημία. Θα ήταν παρήγορο αν μιλούσαμε για το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, αλλά στερούνται ακόμα και τα αναγκαία σχεδόν ένα μήνα μετά τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση του COVID-19. Θα ήταν ελπιδοφόρο αν αναφερόμασταν στις δομές της δημόσιας εκπαίδευσης, όμως εκεί ακόμα τα παλεύουν για την επιτυχή εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης. Θα ήταν μια καταγραφή έμπρακτης αλληλεγγύης αν μιλούσαμε για τους εργαζόμενους, όμως αυτοί είτε είναι υποχρεωμένοι να θέτουν σε κίνδυνο την υγεία τους για να μένει ζεστή η μηχανή της οικονομίας του φρέντο και του κοτομπέικον είτε κοιτούν με αγωνία τι θα φέρει το «μετά». Ωστόσο, ετοιμοι για αυτή την πανδημία φαίνεται πως τελικά ήταν όσοι διψούσαν στο όνομα μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης να επιβάλλουν και να αναπαράγουν απαγορεύσεις.

Οι εικόνες από την Ιταλία με τα φορτηγά του ιταλικού στρατού που μεταφέρουν πτώματα προς αποτέφρωση και τα νοσοκομεία –σχεδόν σε κατάρευση στο Μπέργκαμο προκαλούν γενικευμένο φόβο. Τα νέα στις ειδήσεις και στα social media κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά είναι. Ο COVID-19 βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, μεταδίδεται μέσω επιφανειών, μέσω της σωματικής επαφής, απειλεί κυρίως (αλλά όχι μόνο) ηλικιωμένους και τις λεγόμενες ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Οι σειρήνες των ασθενοφόρων ηχούν όλο και πιο συχνά έξω από τα μπαλκόνια. Οι Ευρωπαϊκές μητροπόλεις μοιάζουν πόλεις-φαντάσματα, γυμνές μέσα στο μπετόν τους, ερημωμένες από την ανθρώπινη παρουσία.

Θα μας αλλάξει αυτό, είπε μια φίλη στο χθεσινό τσατάρισμά μας. Ναι, θα μας αλλάξει. Πώς δεν ξέρουμε. Ας μην γίνουμε προφήτες και μάλιστα κακών μαντάτων. Αν όμως το σκεφτείς, μετά την 11η Σεπτέμβρη ο κόσμος άλλαξε ριζικά. Τρομοϋστερία, το δόγμα του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία», επεμβάσεις σε Ιράκ, Αφγανιστάν, νέες μορφές γενικευμένης καταστολής και ελέγχου. Στο όνομα του «να σωθεί η Δημοκρατία». Τότε τα θύματα ήταν περίπου 3.000 στις ΗΠΑ. Τις ώρες που γράφονται αυτές οι γραμμές, μόνο η Ιταλία μετρά πάνω από 10.000 νεκρούς και ακόμη δεν ξέρουμε αν έχουμε φτάσει στην κορυφή της καμπύλης. Όμως, οι διαφορές δεν είναι κυρίως ποσοτικές. Η ποιοτική διαφορά είναι πως ο εχθρός το 2001 είχε όνομα.

Η μεταφορά του πολέμου (ξανά)

Σύμφωνα με τους ηγέτες της ΕΕ, «βρισκόμαστε σε πόλεμο και ο εχθρός είναι αόρατος». Από κοντά και όλα τα συστημικά ΜΜΕ, τα οποία επίσης κατασκευάζουν την «πραγματικότητα» της πανδημίας. Σίγουρα δεν είναι η πρώτη φορά που η μεταφορά του πολέμου βρίσκει προνομιακή θέση σε συμβολικά ισχυρές μορφές λόγου ούτε θα είναι η τελευταία: από την παρούσα συνθήκη της εξάπλωσης του COVID-19 μέχρι τα (μελλοντικά) αθλητικά πρωτοσέλιδα την παραμονή ενός αθλητικού αγώνα, η επιλογή όρων και εννοιών από το σημασιολογικό πεδίο του πολέμου μοιάζει με κοινό τόπο. Άλλωστε, δεν αποκλείεται και εμείς στον καθημερινό λόγο μας να τους χρησιμοποιούμε προκειμένου να μιλήσουμε για το ίδιο ακριβώς θέμα. Κάποιος πιο κυνικός, ίσως να προσέθετε ότι αυτές οι μεταφορές έχουν απωλέσει προ πολλού το στοιχείο της πρωτοτυπίας καθώς είναι απολύτως «ρεαλιστικές» ως προς τον τρόπο με τον οποίο κατασκευάζουν τον κόσμο μας. Οι έντονοι ανταγωνισμοί μέσα στις καπιταλιστικές κοινωνίες πολλές φορές εδραιώνονται και αναπτύσσονται με τρόπο όπου θυμίζει πολεμική σύγκρουση.

Η μεταφορά του πολέμου, λοιπόν, μπορεί να μην διακρίνεται για την πρωτοτυπία της, ωστόσο διαθέτει, όπως κάθε μεταφορά, τα πλεονεκτήματα της: επιτρέπει στον ομιλητή να μιλάει για ένα αφηρημένο νοητικό πεδίο (αντιμετώπιση πανδημίας) χρησιμοποιώντας τους όρους ενός άλλου πιο συγκεκριμένου (πόλεμος). Στη θέση της ακριβούς και εξειδικευμένης επιστημονικής ορολογίας εμφανίζονται όροι πολύ πιο κατανοητοί από το ευρύτερο κοινό. Με άλλα λόγια,  αν κάποιος μιλήσει για επιδημιολογικά μοντέλα σε ένα ακροατήριο που δεν απαρτίζεται μόνο από ειδικούς, μάλλον δεν θα έχει την ίδια αμεσότητα και επεξηγηματική διείσδυση με αυτή που θα έχει αν απλά μιλήσει για «πόλεμο [μ]ε έναν εχθρό που είναι αόρατος, αλλά δεν είναι ανίκητος», όπως δήλωσε σε ένα από τα διαγγέλματά του ο Έλληνας Πρωθυπουργός.

Στη δεύτερη περίπτωση οι νοηματικές κατασκευές είναι λιγότερο θολές και πιο εύκολα αντιληπτές.

Η γοητεία της μεταφοράς, ωστόσο, δεν εντοπίζεται μόνο στο γεγονός ότι ένας ομιλητής γίνεται πιο κατανοητός ή κάνει το λόγο του πιο παραστατικό, αλλά και στο γεγονός πως κατασκευάζει γλωσσικά μια δική του «πραγματικότητα» όπως ακριβώς τον εξυπηρετεί. Οι γνωσιακοί μηχανισμοί που ενεργοποιούνται με τις μεταφορές επιτρέπουν στον ομιλητή να προβαίνει σε συνδέσεις και αναγωγές, ανακατεύοντας γλυκά μέσα στο μυαλό του ακροατηρίου του έννοιες και σχέσεις φαινομενικά αποκομμένες και πιθανόν ασύμβατες μεταξύ τους. Κάπως έτσι, ένα ιλιγγιώδες σπιράλ αρχίζει να δημιουργείται: όσο περισσότερο παγιώνεται μια μεταφορά, τόσο περισσότερο «νομιμοποιείται» η οπτική του κόσμου που αυτή η μεταφορά προσφέρει. Κι όσο «νομιμοποιείται» η οπτική αυτή, τόσο πιο «ουδέτερες» γίνονται οι ερμηνείες που προκύπτουν από εκείνη. Με άλλα λόγια, η μεταφορά του πολέμου είναι αποτελεσματική και επιτυχής επειδή η χρήση της προϋποθέτει ότι ο αποδέκτης θα ενεργοποιήσει υπόρρητα και σιωπηρά σχέσεις όπως αυτές που περιγράψαμε παραπάνω αξιοποιώντας ένα τεράστιο φορτίο προϋπάρχουσας γνώσης σχετικά με τον πόλεμο, τον τρόπο διεξαγωγής του, τη μετάδοση ενός ιού, την εξάπλωση μιας πανδημίας, τους κινδύνους που συνεπάγεται για την οικονομική ζωή η παύση των παραγωγικών δραστηριοτήτων κ.α. Αν λοιπόν ο κυρίαρχος λόγος επιβάλλει την γλωσσική κατασκευή της πραγματικότητας με όρους πολέμου, ας μην βιαστούμε να βγούμε στο μπαλκόνι να χειροκροτήσουμε στο όνομα της ρητορικής δεινότητας. Ας αναρωτηθούμε ποιες ελευθερίες και δικαιώματα θα θυσιαστούν πρώτα-πρώτα για τις ανάγκες ενός πολέμου.

Παρόλα αυτά, όταν μιλάμε για ένα νοητικό πεδίο με τους όρους ενός άλλου νοητικού πεδίου, ενεργοποιώντας ταυτόχρονα ένα ολόκληρο σημασιολογικό πεδίο όρων και εννοιών, δεν σημαίνει ότι κάθε σχέση ανάμεσα στα δύο αυτά πεδία θα συμβάλλει στη γλωσσική κατασκευή της πραγματικότητας με τρόπο που θα ανταποκρίνεται στους σκοπούς και τα συμφέροντά μας. Αντίστοιχα και για την κυβέρνηση, η εκτεταμένη χρήση του σημασιολογικού πεδίου του πολέμου ενεργοποιεί συνδέσεις ανάμεσα στα δύο πεδία (πανδημία-πόλεμος) που δεν λειτουργούν ευνοϊκά. Οι συνδέσεις αυτές σχετίζονται με μια σειρά ερωτημάτων τα οποία ήδη έχουν απασχολήσει μέρος των πολιτών και δεν έχουν απαντηθεί πειστικά: εφόσον βρισκόμαστε σε μια πολεμική συνθήκη, σε μια μάχη πώς είναι δυνατόν η πρώτη γραμμή της μάχης, δηλαδή όσοι υπηρετούν το δημόσιο σύστημα υγείας να μένουν χωρίς εφεδρείες και πολεμοφόδια, δηλαδή χωρίς προσωπικό και υλικό υγειονομικό υλικό αναγκαίο για την αντιμετώπιση της πανδημίας; Ακόμα πιο κρίσιμο είναι το ερώτημα γιατί εν μέσω ενός πολέμου, το κράτος δεν επιτάσσει τις υπηρεσίες του ιδιωτικού τομέα Υγείας και επιλέγει να τις χρυσοπληρώνει;

Η αρχική αμηχανία και η μετέπειτα η άρνηση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κωστή Χατζηδάκη, να απαντήσει πριν από μερικές ημέρες στις σχετικές ερωτήσεις και παρά το γεγονός ότι βρισκόταν σε ένα πλήρως προστατευμένο μιντιακό περιβάλλον, αποδεικνύει ότι ο ιδεολογικός έλεγχος πάνω στη γλωσσική χρήση δεν μπορεί να είναι ποτέ ολοκληρωτικός. Ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις: δεν πρόκειται για κάποιου είδους τεμπελιά ή αβλεψία του κυβερνητικού επικοινωνιακού επιτελείου να μην προσπαθήσει μεθοδικά να υποβαθμίσει τις μη ευνοϊκές για την κυβέρνηση συνδέσεις. Από τη μία, τα θετικά προσκείμενα προς την κυβέρνηση ΜΜΕ θα φροντίσουν ώστε οι συνδέσεις αυτές να μείνουν όσο το δυνατόν περισσότερο αδιαφανείς. Επίσης, ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για μια δεξιά, νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση. Στο μυαλό των στελεχών της δεν υπάρχει κάτι αντιφατικό όταν από τη μία ζητούν πάνδημη συστράτευση με θυσίες  από όλους και από την άλλη ενισχύουν και χρηματοδοτούν φίλους-επενδυτές στο χώρο της ιδιωτικής υγείας.

Ο φόβος για τον «άλλο»

Μια εκτενής συζήτηση στο ευρύτερο πεδίο των κοινωνικών επιστημών δείχνει πως οι κρίσεις ήταν πάντα το κοινωνικό και πολιτικό έδαφος όπου μια σειρά από ανοιχτές ερωτήσεις τίθονταν στο τραπέζι του δημόσιο διαλόγου• οι απαντήσεις σε αυτές έδιναν κίνητρα για δράση και ως εκ τούτου είχαν την δυνατότητα να είναι πειστικές και, κυρίως, αφορούσαν το μέλλον. «Τι να κάνουμε για να ξεπεράσουμε αυτήν την κρίση;», είναι η πιο συνηθισμένη από αυτές τις ερωτήσεις. Κι αν αναλογιστούμε την απάντηση που δίνει η ΕΕ καθώς και την απουσία «Ευρωπαϊκής αλληλεγγύης» μεταξύ των κρατών-μελών της, τότε το υπό διαμόρφωση μέλλον μοιάζει δυστοπικό.

Σε αυτό το πλαίσιο, η κατασκευή ενός «άλλου»-εχθρού και ενός νέου κοινωνικού αυτοματισμού είναι επιβεβλημένη. Δεν θα μπορούσε ο κόσμος να δεχθεί μια αναίτια και τέτοιου μεγέθους περιστολή των ελευθεριών του. Ας σκεφτούμε λίγο αυτόν τον «άλλο». Πριν λίγες μέρες στο δημόσιο λόγο κυριαρχούσε η εικόνα του «άλλου»-πρόσφυγα που εισβάλλει στο πάτριον έδαφος για να αλλοιώσει τον πολιτισμό μας, τώρα ο «άλλος» είναι ο Μιλανέζος, ο Αθηναίος που έρχεται να μας «μολύνει», μας έλεγε ένας άλλος φίλος. Στην πίστα του «αλλου» μπορεί να περάσουν πλέον και τα κατ’ εξοχήν παραδείγματα «αριστείας», οι Έλληνες του εξωτερικού. Για τον υφυπουργό Πολιτικής Προστασίας, Νίκο Χαρδαλιά, αρκούσαν οι εικόνες Ελλήνων πολιτών εγκλωβισμένων στα αεροδρόμια για να πει ωμά ότι εφόσον άργησαν να προβούν στις κατάλληλες ενέργειες και να επιστρέψουν έγκαιρα στην Ελλάδα, ας κάτσουν στα σπίτια τους να νοσήσουν.

Ο φόβος ήταν πάντα στην υπηρεσία του κράτους και των πιο ακροδεξιών αντιλήψεων εντός αυτού και η καταστολή, ο αποκλεισμός ήταν ορισμένες από τις κύριες συνέπειες που αυτή η ρητορική διάκρισης και μίσους επιφέρει. Ίσως τώρα είναι μια από τις φορές, που η καταστολή και ο κοινωνικός αποκλεισμός εμφανίζεται όχι ως επιλογή ανάγκης (όπως το 2001, ξανά), αλλά ως ελπίδα για τη συλλογική και κοινωνική επιβίωση, νομιμοποιώντας και εδραιώνοντας παράλληλα ένα νέο μοντέλο ζωής που στον πυρήνα του φέρει τον αποκλεισμό, την απομόνωση και τον κοινωνικό αυτοματισμό ως πράξη επιβίωσης της κοινωνίας. Η συνεχής επιτήρηση ενός κράτους-πανταχού παρόντος, που επιβάλει την απαγόρευση των άσκοπων μετακινήσεων και δραστηριοτήτων. Το κράτος αποφασίζει ποιες είναι αυτές και για πόσο καιρό.

Αν όμως το κράτος δεν μπορεί να μας σώσει, αν αδιαφόρησε ή, μάλλον, αν εσκεμμένα υπέσκαψε κάθε τι δημόσιο και κοινό (υγεία, παιδεία, πολιτισμό, και η λίστα είναι, δυστυχώς, μακριά) για χάρη του κέρδους και της ανταποδοτικότητας που ορίζουν οι νόμοι της αγοράς, τότε το να παραμείνουμε ενεργοί και να μην αφήσουμε κανέναν μόνο του (όπως διάφορα hashtags μας υπενθυμίζουν), να «απενοχοποιήσουμε» τη συλλογικότητα και, γιατί όχι, να ενισχύσουμε τις κοινωνικές μορφές αλληλεγγύης και αυτοδιαχείρισης που διαμορφώνονται μέσα στην κρίση-COVID-19, είναι μονόδρομος μιας συλλογικής επιβίωσης. Εκεί που οι παραδοσιακοί θεσμοί σφυρίζουν αδιάφορα αν δεν υπονομεύουν ευθέως το κοινωνικό καλό για χάρη της προσωπικής τους επιβίωσης – ναι (!), αναφερόμαστε στον ρόλο της Εκκλησίας τις πρώτες μέρες εξάπλωσης της πανδημίας ή και στο ρόλο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που δεν είδε (;) τις απολύσεις, την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και άλλα που συμβαίνουν στην αγορά εργασίας αυτές τις μέρες.

Αν η κρίση είναι η στιγμή που όλα τα ερωτήματα είναι ανοιχτά, γιατί να μην κοιτάξουμε το μέλλον μας σαν κοινωνία ανεξάρτητα από το κράτος, γιατί να μην  κριτικάρουμε συνολικά τους θεσμούς που μας έφτασαν ως εδώ και τότε, ενδεχομένως, να μπορέσουμε να σκεφτούμε ξανά τους (αντί)θεσμούς διαλόγου, αναζήτησης και συλλογικού πράττειν που θα μπορούσαν να βγάλουν εμάς, τους εκάστοτε «άλλους», την πλειοψηφία δηλαδή της κοινωνίας, στο ξέφωτο. Για να είμαστε, όσο το δυνατόν πιο έτοιμοι στην επόμενη κρίση.

*Ο Γιώργος Πολυμενέας είναι δημοσιογράφος και διδάκτορας του Universitat Pompeu Fabra (Βαρκελώνη). Η διατριβή του αφορά την κριτική ανάλυση του πολιτικού λόγου στην Ελλάδα κατά το διάστημα 2010-2012.

*Ο Δημήτρης Σεραφής είναι διδάσκων και ακαδημαϊκός ερευνητής στο Ινστιτούτο Επιχειρηματολογίας, Γλωσσολογίας και Σημειωτικής του USI – Università della Svizzera italiana (Λουγκάνο) με ειδίκευση στην Κριτική Ανάλυση Λόγου.