Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 27/11/2020 στην ιστοσελίδα ieidiseis.gr με αφορμή την κυκλοφορία της έρευνας “Συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα. Εμπειρίες και στάσεις γύρω από την αγορά εργασίας”

 

Βρισκόμαστε περίπου 9 μήνες μετά το ξέσπασμα της πανδημίας του Covid19 και, εκτός από τις υγειονομικές επιπτώσεις, έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια μεγάλη οικονομική και κοινωνική κρίση, με μεγάλες προεκτάσεις στον τομέα της εργασίας. Έτσι και αλλιώς τα χρόνια που προηγήθηκαν έφεραν αρνητικές αλλαγές στα εργασιακά, εντείνοντας την επισφάλεια και παραμερίζοντας πολλά εργασιακά κεκτημένα και δικαιώματα. Την ίδια στιγμή, λοιπόν, που η πανδημία προχωράει και οι εργαζόμενοι και εργαζόμενες έρχονται αντιμέτωποι και αντιμέτωπες με νέες μορφές εργασίας, ευέλικτες συνθήκες, μειώσεις των μισθών τους ή ακόμα και απώλεια της εργασίας τους, έρχεται η «έκθεση Πισσαρίδη» να σφραγίσει αυτή την ήδη τεταμένη κατάσταση.

Η «έκθεση Πισσαρίδη», κινείται στον αντίποδα των αναγκών και των δικαιωμάτων έως τώρα των εργαζόμενων και μόνο την ισορροπία στην αγορά εργασίας δεν πετυχαίνει. Δημιουργεί πρόσθετη ανασφάλεια, καθώς κινείται σε ένα θολό τοπίο σε σχέση με τις απολύσεις και την κινητικότητα των εργαζομένων, δείχνοντας πλάγια το δρόμο για περισσότερες απολύσεις και αναλώσιμους εργαζόμενους, ενώ δίνει την ευκαιρία για αυξομειώσεις του κατώτατου μισθού και των επιδομάτων, χωρίς καμία μέριμνα για το επίπεδο διαβίωσης των εργαζομένων. Επιλογές που δεν αποτυπώνονται μόνο στους οικονομικούς και κοινωνικούς δείκτες, αλλά επιδρούν καθοριστικά σε όλους τους τομείς της ζωής των ανθρώπων.

Τα παραπάνω έρχονται να αποτυπωθούν σε αριθμούς και εικόνες από τους ίδιους τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες στην έρευνα του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς με τίτλο «Συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα: Εμπειρίες και στάσεις γύρω από την αγορά εργασίας», που πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 2020, σε συνεργασία με την εταιρεία Prorata.
Ξεκινώντας από τις συνθήκες εργασίας στη χώρα μας, ήδη τα πρώτα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά ως προς την τήρηση των συμβάσεων και των εργασιακών δικαιωμάτων. Έτσι, το 36% του συνόλου των απασχολούμενων δηλώνει ότι δεν έχει σταθερό ωράριο, το 24,3% δέχεται μη σταθερή αμοιβή από την εργασία, ενώ αυτή η αμοιβή θεωρείται μη αντάξια της παρεχόμενης εργασίας από το 70,7% και μη επαρκής για την κάλυψη των βιοτικών τους αναγκών χωρίς πρόσθετους πόρους από το 59,9%.

Ταυτόχρονα, το κλίμα της ανασφάλειας καλά κρατεί και μάλιστα διογκώνεται λόγω τω συνθηκών και των πολιτικών που ακολουθούνται, καθώς σύμφωνα με την έρευνα το 32,7% των απασχολούμενων θεωρεί πολύ ή αρκετά πιθανό να χάσει τη θέση εργασίας του ή να χρειαστεί να κλείσει το γραφείο/την επιχείρησή του μέσα στους επόμενους 12 μήνες. Την ίδια στιγμή, το 88,2% θεωρεί ότι θα είναι αρκετά ή και πολύ δύσκολο να βρει μια νέα θέση εργασίας ανάλογη της τωρινής του, αν για οποιονδήποτε λόγο αποχωρήσει ή κλείσει η εργασία του, μέσα στους επόμενους 12 μήνες.

Ακόμα πιο ενδεικτικό της κατάστασης που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι και εργαζόμενες στην Ελλάδα είναι το επίπεδο των μισθών τους. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας το 42,2% των νοικοκυριών με συνολικό καθαρό ετήσιο εισόδημα κάτω των 6.000 ευρώ, δηλαδή κάτω των 500 ευρώ μηνιαίως, και το 30,2% των νοικοκυριών λαμβάνει εισόδημα 6.001-12.000ευρώ, δηλαδή έως 1.000 ευρώ το μήνα, έχουν παραπάνω από ένα εργαζόμενο μέλος, γεγονός που επιβεβαιώνει την αύξηση των «μικρομισθών» (ακόμα και κάτω των 200 ευρώ) που έχει ήδη καταγραφεί σε έρευνες άλλων φορέων.

Η πανδημία όχι απλά δεν άλλαξε αυτό το κλίμα αλλά ενέτεινε την επισφάλεια και το φόβο, με τις πρώτες συνέπειες να φαίνονται ήδη στο πεδίο της εργασίας. Έτσι, από την αρχή της πανδημίας και μέχρι σήμερα το 18,7% των ερωτώμενων τέθηκε σε καθεστώς αναστολής της σύμβασης εργασίας, το 16% σε καθεστώς εκ περιτροπής εργασίας και μόνο το 11,5% πήρε άδεια ειδικού σκοπού ως γονιός ή ευπαθής ομάδα. Ταυτόχρονα, το 3,9% υπέστη μετατροπή της σύμβασής του σε μερικής απασχόλησης, με μείωση του ωραρίου, ενώ το 29,3% υπέστη για διάφορους λόγους μείωση αποδοχών.

Παράλληλα, η πανδημία έφερε στο προσκήνιο μια «νέα» μορφή τηλεργασίας, η οποία προϋπήρχε αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό και σε πιο στοχευόμενους τομείς, με τον τεχνολογικό τομέα να κρατάει τα σκήπτρα. Ενδεικτικό είναι ότι 1 στους 3 είχε ήδη εργαστεί με αυτή τη μορφή και πριν την εμφάνιση της πανδημίας. Πάντως, η εμπειρία που αποκόμισαν όσοι και όσες εργάστηκαν ή συνεχίζουν να εργάζονται έστω για λίγο με τηλεργασία είναι μοιρασμένη, καθώς το 37,0% τοποθετείται θετικά, το 32,3% ουδέτερα και το 29,7% αρνητικά.

Με την εμφάνιση της τηλεργασίας προέκυψαν διάφορα ζητήματα που απασχολούν τη δημόσια συζήτηση με κύριο ζήτημα αυτό των συνθηκών και όρων της εργασίας. Φαίνεται πως η τηλεργασία διευκόλυνε αρκετά τις καταχρήσεις από την πλευρά των εργοδοτών, χωρίς να υπάρχει καμία πρόθεση από μεριάς της κυβέρνησης αυτό να ελεγχθεί και να αλλάξει. Συγκεκριμένα, το 52,3% δήλωσε ότι εργάστηκε ή εργάζεται πέραν του συμφωνηθέντος ωραρίου του, χωρίς να πληρωθεί τις σχετικές υπερωρίες και το 31,7% ότι ο/η εργοδότης/- τρία απαίτησε να παραμείνουν διαθέσιμοι και μετά το πέρας του ωραρίου τους, ανεξάρτητα από το αν θα τους χρειαστεί ή όχι.

Τέλος και σημαντικό για το μέλλον και την πορεία στο πεδίο της εργασίας, φαίνεται να υπάρχει η άποψη ότι η τηλεργασία ήρθε για να μείνει και μετά την πανδημία. Παρ όλα αυτά το 53,4% θεωρεί ότι αυτό θα αποτελέσει μια αρνητική εξέλιξη, κάτι το οποίο δεν μας εκπλήσσει καθόλου αφού μέχρι στιγμής δεν έχει δοθεί κανένα σημαντικό πλαίσιο που να διασφαλίζει τα δικαιώματα και την τήρηση των νομοθεσιών κατά την απομακρυσμένη εργασία.

Είναι λοιπόν σαφές ότι αν κάτι χρειάζεται ο κόσμος της εργασίας δεν είναι άλλο ένα κύμα απορρύθμισης, όπως αυτό που προτείνει η «έκθεση Πισσαρίδη» και συμμερίζεται η κυβέρνηση. Ήδη ένα πολύ μεγάλο μέρος των μισθωτών, των αυτοαπασχολούμενων και των μικρομεσαίων επιχειρηματιών βρίσκονται σε δεινή θέση και αντικρίζουν το αύριο με μεγάλη αβεβαιότητα. Επομένως, αυτό που χρειάζεται είναι μεγάλης κλίμακας πρωτοβουλίες και ενεργητικές πολιτικές στήριξης της απασχόλησης, αναπλήρωσης εισοδημάτων, αποτελεσματικής προστασίας και διεύρυνσης των εργασιακών δικαιωμάτων. Ένα αναπτυξιακό σχέδιο για την επόμενη μέρα που θα εξασφαλίζει σταθερότητα και προοπτική για τον κόσμο της εργασίας.

 

Η Κατερίνα Τσατσαρώνη είναι οικονομολόγος, με master στη Βιώσιμη Ανάπτυξη, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς και συντονίστρια της θεματικής Εργασία-Κοινωνικό Κράτος-Αλληλεγγύη.

Ολόκληρη η έρευνα «Συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα. Εμπειρίες και στάσεις γύρω από την αγορά εργασίας» βρίσκεται διαθέσιμη εδώ: https://poulantzas.gr/yliko/erevna-synthikes-ergasias-stin-ellada-ebeiries-kai-staseis-gyro-apo-tin-agora-ergasias/