* Το κείμενο περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα στον πόλεμο στην Ουκρανία του Τεύχους #4 της περιοδικής διαδικτυακής έκδοσης του ΙΝΠ “Με ευρυγώνιο φακό”. Βρείτε ολόκληρο το τεύχος εδώ: https://poulantzas.gr/yliko/me-evrygonio-fako-periodiki-ekdosi-gia-tis-diethneis-taseis-tefchos-4-ioulios-2022
Στις 24 Φεβρουαρίου τα ρωσικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Ουκρανία. Απέναντι σε αυτή την εξέλιξη, η Αριστερά διχάστηκε και δεν υπήρξε η συντριπτική ενότητα που είχε επιτευχθεί εναντίον των πολέμων στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Το φιλειρηνικό και το αντιπολεμικό κίνημα δέχτηκε επιθέσεις επειδή ανέδειξε το ρόλο που έπαιξε το ΝΑΤΟ στην πρόκληση αυτού του πολέμου και επειδή ζήτησε να υπάρξει διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων αντί να επιδιώκεται η στρατιωτική επικράτηση. Οι επιθέσεις αυτές δεν προήλθαν μόνο από το κατεστημένο, αλλά και από τμήματα της Αριστεράς που ζητούσαν την άνευ όρων στρατιωτική υποστήριξη της Ουκρανίας. Τα επίμαχα ζητήματα περιλαμβάνουν την υποστήριξη ή όχι μιας ζώνης απαγόρευσης πτήσεων, το αν η Ρωσία είναι ιμπεριαλιστική ή όχι, το αν θα πρέπει να υποστηρίξουμε τις εκκλήσεις για αποστολή όπλων στην Ουκρανία, το αν θα πρέπει να ασκήσουμε κριτική στο ΝΑΤΟ ή όχι, το αν θα πρέπει να υποστηριχθούν οι κυρώσεις.
Η Αριστερή Ενότητα [Left Unity][1], το βρετανικό κόμμα μέλος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, μαζί με τη συντριπτική πλειοψηφία της σοσιαλιστικής Αριστεράς, καταδίκασε την εισβολή και ζήτησε την άμεση απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων. Μαζί με το διεθνές κίνημα ειρήνης και το αντιπολεμικό κίνημα καταδικάσαμε επίσης την επέκταση της στρατιωτικής συμμαχίας του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη. Συμφωνήσαμε ότι η απόφαση -την επομένη της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης το 1991- όχι μόνο να διατηρηθεί αλλά και να επεκταθεί το ΝΑΤΟ, περιλαμβάνοντας και πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, με την Ουκρανία να είναι η επόμενη στη λίστα, υπήρξε κομβική για τη δημιουργία των πολιτικών συνθηκών που οδήγησαν στη ρωσική στρατιωτική επέμβαση. Η αντίληψη αυτή δεν δικαιολογεί τη ρωσική δράση, αλλά αισθανθήκαμε ότι ήταν αναγκαίο να εξηγήσουμε την αλληλουχία των γεγονότων που προκάλεσε την πιο επικίνδυνη και εκρηκτική κατάσταση που έχει αντιμετωπίσει ο κόσμος από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Αριστερή Ενότητα υποστήριξε ότι ο πόλεμος αυτός έχει έναν διττό χαρακτήρα. Αναγνωρίζουμε το δικαίωμα της Ουκρανίας στον εθνικό αυτοπροσδιορισμό και ζητάμε τον τερματισμό της ρωσικής εισβολής. Επίσης κατανοούμε τον ρόλο που έπαιξε ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ όχι μόνο στη δημιουργία των συνθηκών που οδήγησαν στον πόλεμο, αλλά και υλικά, στην εξακολούθηση του πολέμου προς επιδίωξη ίδιων συμφερόντων. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν αισθανόμαστε υποχρεωμένοι/ες να υποστηρίζουμε κάθε αίτημα που ανακύπτει στο πλαίσιο του αγώνα της Ουκρανίας να αποκρούσει τους εισβολείς, και αυτό αφορά τόσο τον οπλισμό δισεκατομμυρίων δολαρίων τον οποίο στέλνει το ΝΑΤΟ στην Ουκρανία όσο και το καθεστώς των κυρώσεων που επιβάλλουν οι ΗΠΑ στη Ρωσία.
Ως προς το ερώτημα αν πρέπει να αντιληφθούμε τον πόλεμο ως μέρος μιας ενδο-ιμπεριαλιστικής διαμάχης μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας, υπάρχουν διαφορετικές αναλύσεις. Ορισμένες θεωρούν την προσέγγιση αυτή [περί ενδο-ιμπεριαλιστικής διαμάχης] μια αφηρημένη και ανακριβή κατασκευή που δεν βοηθά την κατανόηση όσων πράγματι συμβαίνουν.
Σήμερα, οι ΗΠΑ παραμένουν το ισχυρότερο κράτος στον κόσμο και αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει κάποιος υπολογίσιμος παγκόσμιος ανταγωνιστής τους. Η Ρωσία δεν είναι μια ανερχόμενη καπιταλιστική δύναμη, τουλάχιστον όχι με τους όρους της Γερμανίας των αρχών του 20ου αιώνα. Αν ο ιμπεριαλισμός ορίζεται ως το ανώτατο στάδιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ως μέθοδος καπιταλιστικής εκμετάλλευσης του υπόλοιπου κόσμου -η δυναμική που προκάλεσε τη σύγκρουση του 1914- τότε η Ρωσία δεν μπορεί να ενταχθεί σε αυτό το σχήμα. Η οικονομία της εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές πετρελαίου και αερίου και οι βασικοί εμπορικοί εταίροι της, τόσο στις εισαγωγές όσο και στις εξαγωγές, είναι η Κίνα και η Γερμανία. Το να ορίσει κανείς τη Ρωσία ως μια ιμπεριαλιστική δύναμη δεν βοηθά να κατανοήσουμε την ειδική φύση της οικονομικής και πολιτικής κατάστασης στο εσωτερικό της γενικώς ούτε να εντοπίσουμε τις απαρχές του πολέμου στην Ουκρανία ειδικότερα. Αν ο όρος «ιμπεριαλισμός» πρόκειται να χρησιμοποιείται για κάτι περισσότερο από μία υποτιμητική αναφορά σε σχέση με τη Ρωσία, χρειαζόμαστε μια καλύτερη ανάλυση του καπιταλιστικού κράτους που αναδύθηκε από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.
Κατά μία έννοια, μέσω της Ρωσίας επιβιώνει πράγματι μια «υπερδύναμη» εξαιτίας του πυρηνικού της οπλοστασίου και αυτό έχει παίξει κομβικό ρόλο στην ανάλυσή μας: ότι η συγκεκριμένη διαμάχη ενέχει σημαντική πιθανότητα ενός πυρηνικού πολέμου. Ανεξάρτητα από το πόσο σχετικά αδύναμη μπορεί να είναι η Ρωσία σε οικονομικό επίπεδο, παραμένει μία από τις δύο σημαντικότερες πυρηνικές δυνάμεις διεθνώς. Αν το ΝΑΤΟ επέλεγε να επιβάλει μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων στην Ουκρανία, αυτό πιθανότατα θα οδηγούσε σε απευθείας πολεμική σύγκρουση μεταξύ της Ρωσίας και του ΝΑΤΟ και, επομένως, στην τρομακτική πιθανότητα ανταλλαγής πυρηνικών πληγμάτων.
Η επιβολή κυρώσεων βρίσκει κάποια υποστήριξη εντός της Αριστεράς και όσοι/όσες ανήκουν στην κατηγορία αυτή ισχυρίζονται ότι αυτές οι κυρώσεις είναι μη-βίαια μέσα άσκησης πίεσης στη Ρωσία για τον τερματισμό της εισβολής της. Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό αγνοεί το γεγονός ότι οι κυρώσεις έχουν εξαιρετικά δυσμενείς επιπτώσεις στους απλούς ανθρώπους της χώρας στην οποία επιβάλλονται. Για παράδειγμα, είναι μάλλον κοινά αποδεκτή η εκτίμηση ότι τουλάχιστον μισό εκατομμύριο παιδιά πέθαναν στο Ιράκ ως αποτέλεσμα των κυρώσεων που επιβλήθηκαν στη χώρα τη δεκαετία του 1990.
Οι ΗΠΑ και η Δύση έχουν επιβάλει στη Ρωσία το πιο αυστηρό και ολοκληρωμένο πλέγμα κυρώσεων που έχει αντιμετωπίσει ποτέ οποιαδήποτε χώρα στην ιστορία. Οι ΗΠΑ έχουν μετατρέψει σε όπλο τον έλεγχο που ασκούν στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα και τώρα η Ρωσία αντιμετωπίζει έναν πλήρη χρηματοπιστωτικό αποκλεισμό. Οι κυρώσεις είναι ένα κομβικής σημασίας όπλο για την κυριαρχία των ΗΠΑ. Αλλά η επιβολή των κυρώσεων στη Ρωσία έχει υψηλό τίμημα για τη Δύση. Η Ευρώπη αντιμετώπισε τεράστιες δυσκολίες στην προσπάθεια να απεξαρτηθεί από το ρωσικό πετρέλαιο και αέριο και αυτό υπονομεύει τη σταθερότητα της υποστήριξής της προς τις ουκρανικές επιδιώξεις.
Από την έναρξη του πολέμου, η ηγεσία του Εργατικού Κόμματος προσπάθησε να καταστείλει τις αντιπολεμικές φωνές, όχι μόνο στη βάση του κόμματος, όπου υπάρχει ισχυρή υποστήριξη τόσο προς την Καμπάνια για τον Πυρηνικό Αφοπλισμό [Campaign for Nuclear Disarmament – CND][2] όσο και για τη Συμμαχία «Σταματήστε τον Πόλεμο» [Stop the War Coalition – STW][3], αλλά και μεταξύ των βουλευτών/τριών του. Τις πρώτες μέρες του πολέμου η STW εξέδωσε μία δήλωση που καταδίκαζε τον πόλεμο και επίσης αναδείκνυε τον ρόλο του ΝΑΤΟ στη δημιουργία των συνθηκών που οδήγησαν στην εισβολή. Η δήλωση υπογράφηκε μεταξύ άλλων και από 11 βουλευτές/τριες της αριστερής πτέρυγας των Εργατικών. Ο ηγέτης των Εργατικών, Keir Starmer, απείλησε με διαγραφή όσους δεν απέσυραν τα ονόματά τους. Και οι 11 αποσύρθηκαν, με αποτέλεσμα ο Jeremy Corbyn, ο οποίος δεν ανήκει πλέον στην κοινοβουλευτική ομάδα του Εργατικού Κόμματος, να είναι τελικά ο μόνος βουλευτής που συνυπέγραψε τη δήλωση[4]. Αυτό αποτέλεσε μια δειλή συμπεριφορά από την πλευρά των σοσιαλιστών μαζί με τους οποίους δουλέψαμε πολιτικά επί πολλά χρόνια[5]. Είναι μια στιγμή θλίψης και απογοήτευσης, η οποία ωστόσο δεν μπορεί να αγνοηθεί -όσο δύσκολο κι αν είναι να κάνει κάποιος τέτοιου είδους κριτική σε συντρόφους.
Στη συνάντηση της κοινοβουλευτικής ομάδας των Εργατικών που ακολούθησε, ο Starmer ανέφερε ότι η δημιουργία του ΝΑΤΟ ήταν ένα από τα «μεγάλα επιτεύγματα» της μεταπολεμικής κυβέρνησης του κόμματός του και ξεκαθάρισε ότι κάθε μέλος που επιτίθεται στο ΝΑΤΟ θα διαγράφεται από το κόμμα.
Όταν το αντιπολεμικό κίνημα οργάνωσε διαδήλωση στην πλατεία Trafalgar, με αίτημα το τέλος του πολέμου και την απόσυρση της Ρωσίας από την Ουκρανία, κανένας βουλευτής/τρια των Εργατικών δεν ήταν διατεθειμένος/η να μιλήσει. Αυτή η σιωπή ωστόσο ίσως να μην σώσει τους αριστερούς βουλευτές από την εκκαθάριση που επιδιώκει ο Starmer. Αρκετοί από τους σκιώδεις υπουργούς των Εργατικών τον κάλεσαν να διαγράψει τους βουλευτές του κόμματος που υπέγραψαν την προαναφερθείσα δήλωση, είτε απέσυραν στη συνέχεια τα ονόματά τους είτε όχι. Και, ταυτόχρονα, αυτή η συμπεριφορά από την αριστερή πτέρυγα των Εργατικών υπονομεύει το αντιπολεμικό κίνημα. Η ίδια η καμπάνια «Stop the War» έχει δεχτεί σφοδρή επίθεση, καθώς ο πολεμικός πυρετός κυριεύει τη χώρα. Σε απάντηση προς τη νέα αυτή συνθήκη, τμήματα της αριστερής πτέρυγας των Εργατικών -με την υποστήριξη κάποιων άλλων από την Αριστερά- καταβάλλουν προσπάθειες να χτίσουν ένα νέο αντιπολεμικό κίνημα σε μια βάση που αποσιωπά ή και αρνείται την επεκτατική φύση του ΝΑΤΟ, αν και με μικρή επιτυχία μέχρι στιγμής. Ισχυρίζονται ότι αυτό είναι μια προσπάθεια να ενώσουν την Αριστερά, κάτι ανακριβές αφού η απομόνωση του υφιστάμενου φιλειρηνικού και αντιπολεμικού κινήματος θα διαιρούσε περαιτέρω την Αριστερά. Η Αριστερά δεν έχει κάτι να κερδίσει αγνοώντας τα σύνθετα ζητήματα που οδήγησαν σε αυτόν τον πόλεμο και τον ρόλο του ΝΑΤΟ.
Κεντρική θέση στις συζητήσεις μας έχει η ευθύνη του αντιπολεμικού κινήματος και της αντιιμπεριαλιστικής Αριστεράς να αναπτύξουν μια διεθνιστική απάντηση σε αυτόν τον πόλεμο. Αυτός ο πόλεμος μπορεί κάλλιστα να είναι ένα σκαλοπάτι για έναν πολύ μεγαλύτερο, που θα απειλήσει το μέλλον της ίδιας της ανθρωπότητας. Πρέπει να βοηθήσουμε να αποτραπεί αυτό χτίζοντας ένα κίνημα που μπορεί να εκφράσει τη δυνατότητα ενός άλλου κόσμου. Πρέπει να επιχειρηματολογήσουμε υπέρ μιας νέας διευθέτησης του ζητήματος της ασφάλειας στην Ευρώπη και υπέρ της διάλυσης του ΝΑΤΟ. Αλλά για να μην παραμείνουν αυτά απλά προπαγανδιστικά αιτήματα, πρέπει να βρούμε δίοδο προς τα εκατομμύρια ανθρώπων που υποφέρουν κάτω από αυτό το δυσλειτουργικό και βάναυσα άδικο σύστημα. Πρέπει να είμαστε σε θέση να εξηγήσουμε πώς, στο πλαίσιο του καπιταλισμού, ο πόλεμος είναι μια μορφή βάρβαρου κοινωνικού ελέγχου και ότι είναι απαραίτητο τώρα να οικοδομήσουμε ένα κίνημα που να ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων.
Τους τελευταίους μήνες το αντιπολεμικό κίνημα έχει απομονωθεί με τον ίδιο τρόπο που απομονώθηκε στην αρχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν δύσκολο να ξεφύγουμε από αυτή την απομόνωση, ιδιαίτερα τη στιγμή που το κρεσέντο της κάλυψης του πολέμου από τα μέσα ενημέρωσης οδήγησε σε πλήρη περιθωριοποίηση όποιου αντιτέθηκε στην πολεμική εκστρατεία και στην αυξημένη στρατιωτικοποίηση των κοινωνιών μας. Καθώς ο πόλεμος συνεχίζεται, φαίνεται ότι υπάρχει περιθώριο για πιο διαφοροποιημένες θέσεις και θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αλλάξουμε τις κυρίαρχες στάσεις. Σε αυτό εμπνεόμαστε από εκείνους τους σοσιαλιστές και τους ειρηνιστές που αντιτάχθηκαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1916 συναντήθηκαν στην ελβετική πόλη Zimmerwald για να συζητήσουν μια στρατηγική και ένα μανιφέστο γύρω από το οποίο θα κινητοποιούσαν τους αντιτιθέμενους στον πόλεμο. Ήταν η απαρχή ενός νέου διεθνούς κινήματος. Σήμερα που τμήματα της Αριστεράς συντάσσονται με τον ιμπεριαλισμό και στοιχίζονται πίσω από τις δικές τους [εθνικές] άρχουσες τάξεις, χρειαζόμαστε μια παρόμοια πρωτοβουλία που να ενισχύει και να βασίζεται στις μακροχρόνιες αρχές του κινήματός μας – υπέρ της ειρήνης και του σοσιαλιστικού διεθνισμού.
Μετάφραση: Δανάη Κολτσίδα
[1] [ΣτΜ] Βλ. περισσότερα εδώ: https://leftunity.org/
[2] [ΣτΜ] Βλ. περισσότερα εδώ: https://cnduk.org/. Μία από τις κεντρικές προσωπικότητες της CND είναι και ο πρώην ηγέτης των Εργατικών, Jeremy Corbyn.
[3] [ΣτΜ] Βλ. περισσότερα εδώ: https://www.stopwar.org.uk/
[4] [ΣτΜ] Υπενθυμίζεται ότι ο Jeremy Corbyn, μετά την αλλαγή ηγεσίας στο Εργατικό Κόμμα, αντιμετώπισε πειθαρχική δίωξη, με την καταγγελία του αντισημιτισμού, και τέθηκε εκτός κόμματος και κοινοβουλευτικής ομάδας. Η αποπομπή του Corbyn έλαβε χαρακτήρα και προσωπικής αντιπαράθεσης με τον νέο ηγέτη του κόμματος, Keir Starmer, ειδικά με δεδομένη την αποκατάστασή του ως μέλους του κόμματος όχι όμως και της κοινοβουλευτικής ομάδας. Βλ. ενδεικτικές πρόσφατες δηλώσεις: https://www.bbc.com/news/uk-politics-61210585. Αυτή τη στιγμή, ο Jeremy Corbyn παραμένει βουλευτής αλλά ως ανεξάρτητος.
[5] [ΣτΜ] Για μια περιγραφή της σχέσης των υποστηρικτών της πέραν του Εργατικού Κόμματος ριζοσπαστικής Αριστεράς του ΗΒ με την αριστερή πτέρυγα των Εργατικών, ιδίως την περίοδο της ηγεσίας Corbyn, βλ. ενδεικτικά Hudson, K., “The Radical Left in Britain: the Last Ten Years”, in Bouma, Am., Hildebrandt, C., Koltsida, D., Radical in Diversity. Europe’s Left 2010-2020, Merlin Press – Rosa Luxemburg Stiftung, 2021, pp.384-393