Διαδικτυακή εκδήλωση με θέμα “Ψηφιακή μετάβαση στον δημόσιο τομέα“, με αφορμή τη δημοσίευση της μελέτης Ψηφιακός μετασχηματισμός της δημόσιας διοίκησης: ο ρόλος και η αξία των ανοιχτών τεχνολογιών, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της συνεργασίας του ΙΝΠ με τον Οργανισμό Ανοιχτών Τεχνολογιών ΕΕΛΛΑΚ, πραγματοποίησε την Τετάρτη 14 Ιουλίου 2021 το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς.

Το βίντεο της συζήτησης που συντόνισε η δημοσιογράφος του tvxs.gr Νικόλ Λειβαδάρη:

 

 

 

 

Αναλυτικά οι τοποθετήσεις:

 

  • Παρουσίαση των βασικών στοιχείων της μελέτης

 

Ο Οργανισμός Ανοιχτών Τεχνολογιών ΕΕΛΛΑΚ ιδρύθηκε το 2008 με στόχο την προώθηση και αξιοποίηση των ανοιχτών τεχνολογιών σε όλους τους τομείς· μέτοχοι είναι κατά βάση πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα και κοινωφελείς οργανισμοί. Η Δέσποινα Μητροπούλου, ειδικός σε θέματα ανοιχτών τεχνολογιών, μέλος της συγγραφικής ομάδας και γενική διευθύντρια του Οργανισμού, εξήγησε ότι στόχος ήταν η μελέτη να αποτελέσει μια συλλογή εφαρμοσμένων καλών πρακτικών για τον ψηφιακό μετασχηματισμό από χώρες ευρωπαϊκές και μη, έναν πρακτικό οδηγό για τη δημόσια διοίκηση ώστε να εξασφαλίζεται η συμμετοχική διακυβέρνηση και η διαφάνεια, η ακεραιότητα και η λογοδοσία τόσο σε κεντρικό όσο και σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης. Το πλαίσιο σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι αρκετά ώριμο, θεσμικά και τεχνολογικά, και ήδη αναπτύσσονται στρατηγικές που προκρίνουν τη χρήση ανοιχτών τεχνολογιών για την εξασφάλιση της ψηφιακής αυτονομίας. Με βάση αυτή την εμπειρία η μελέτη συγκεντρώνει βέλτιστες πρακτικές και καταλήγει σε συγκεκριμένες συστάσεις για έναν επιτυχημένο ανοιχτό ψηφιακό μετασχηματισμό. Η Δ. Μητροπούλου σημείωσε ότι υπάρχουν αρκετά ώριμες λύσεις τεχνολογικά τόσο σε ανοιχτό όσο και σε κλειστό λογισμικό, αλλά εξήγησε ότι «η δική μας προσέγγιση είναι λίγο διαφορετική ως προς τη διαδικασία, οι ανοιχτές τεχνολογίες είναι γενικά πιο ανθρωποκεντρικές, άρα η λέξη κλειδί εδώ είναι η συμπερίληψη, μιλάμε για κάτι το οποίο σχεδιάζεται με την άμεση, από την αρχή, συμμετοχή του πολίτη στη διαδικασία και στο σχεδιασμό της παροχής της υπηρεσίας και έτσι ο πολίτης δεν είναι απλά αυτός που καταναλώνει μια υπηρεσία αλλά έχει άμεση συμμετοχή από την αρχή». Επίσης, όταν ο κώδικας είναι ανοιχτός μπορεί να τον δει περισσότερος κόσμος και να καταλάβει πώς λειτουργεί, πώς έχει φτιαχτεί και τι κενά ασφαλείας έχει. Τα τελευταία χρόνια ζητήματα ιδιωτικότητας, εθνικής ασφάλειας και κυριαρχίας απασχολούν έντονα τα κράτη μέλη της ΕΕ καθώς σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιούνται από τη δημόσια διοίκηση υποδομές και υπηρεσίες εταιρειών που δεν υπόκεινται στο δίκαιο της ΕΕ.

Ο Αλεξανδρος Μελίδης, πολιτικός επιστήμονας, συνεργάτης της Διεθνούς Διαφάνειας Ελλάδας, μέλος της συγγραφικής ομάδας, και νέος γενικός διευθυντής του Οργανισμού Ανοιχτών Τεχνολογιών ΕΕΛΛΑΚ, τόνισε ότι η αξιοποίηση ανοιχτού λογισμικού, ανοιχτών διαδικασιών, προτύπων και περιεχομένου οδηγεί στην καλύτερη πρόσβαση στη δημόσια πληροφορία, στην ενδυνάμωση των πολιτών μέσω της συμμετοχής και στη λογοδοσία ως ουσιαστικό έλεγχο κάθε εξουσίας. Στη συνέχεια περιέγραψε τη δομή των κεφαλαίων της μελέτης: καταγραφή ανάγκης, προτεινόμενη λύση, αποτελέσματα και καλές πρακτικές από την εφαρμογή αυτής της λύσης σε χώρες κυρίως σε επίπεδο ΕΕ, συγκεκριμένες προτάσεις ως προς την υλοποίηση στο ελληνικό πλαίσιο. Έφερε ως παράδειγμα καταρχήν τις δημόσιες συμβάσεις και την ανάγκη να δημοσιεύονται με ανοιχτά, προσβάσιμα και έγκυρα δεδομένα (όπως το μη ιδιόκτητο πρότυπο της Open Contracting Partnership ή το ProZorro που δημιούργησε η Ουκρανία), ώστε το σύστημα να είναι διαφανές, δίκαιο και αποτελεσματικό για τα δημόσια οικονομικά. Επίσης χρησιμοποίησε το παράδειγμα ενός ασφαλούς συστήματος υποβολής από άτομα (whistleblowers) καταγγελιών, παρανομιών ή περιστατικών κατάχρησης εξουσίας που βάσει οδηγίας της ΕΕ πρέπει να διαθέτουν όλοι οι δημόσιοι φορείς και τη λύση του Globaleaks που προσφέρει σαφή πλεονεκτήματα σε σχέση με άλλες ιδιόκτητες πλατφόρμες.

Παράλληλα ο Αλ. Μελίδης σημείωσε ότι η ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών στο ευρύτερο δυνατό φάσμα διαμόρφωσης και λήψης αποφάσεων για δημόσιες πολιτικές και υπηρεσίες είναι μια κομβική έννοια που διατρέχει όλη τη μελέτη. «Η συστηματική συμμετοχή των πολιτών είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να μεταφερθούν αποφασιστικές εξουσίες στους πολίτες, να γίνονται οι δράσεις όχι μόνο στο όνομα των πολιτών, όχι μόνο για τους πολίτες, αλλά με τους πολίτες. Αν μια δράση συμμετοχής έχει σχεδιαστεί σωστά, επιτρέπει την ανακατανομή της εξουσίας σε όσους συνήθως είναι αποκλεισμένοι από τις πολιτικές και τις οικονομικές διαδικασίες. Άρα, η συμμετοχή με τα ψηφιακά μέσα είναι κρίσιμο να σχεδιαστεί όχι μόνο ως ένα έργο ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, όχι μόνο ως ένα πληροφοριακό σύστημα αλλά… ως μια άσκηση δημοκρατίας, είναι μια άσκηση ισότιμης πρόσβασης στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Γι’ αυτό είναι κρίσιμο τα εγχειρήματα δημόσιας συμμετοχής να υποβάλλονται σε διάλογο κι επανεξέταση στους πολίτες και να συνδημιουργούνται μέσω της συμμετοχής και των σχολίων τους.» Το Decedim είναι μια λύση προς αυτή την κατεύθυνση που προτείνεται στη μελέτη. Στην Ελλάδα δημιουργήθηκε πρόσφατα μεγάλο ζήτημα για τα πανομοιότυπα σχόλια στη διαβούλευση για τη συνεπιμέλεια καθώς χρησιμοποιείται ένα σύστημα που δημιουργήθηκε πριν από δώδεκα χρόνια και δεν έχει αλλάξει έκτοτε. Ως προς το θέμα των προσωπικών δεδομένων και της ασφάλειας σχολίασε: «Νομίζω ότι το κλειδί εδώ είναι η κοινότητα. Υπάρχει αρκετή συλλογική ευφυΐα εκεί έξω και όταν τα πληροφοριακά συστήματα και οι διαδικασίες που τα λειτουργούν υπόκεινται στη συμμετοχή και στον έλεγχο της κοινότητας, τότε είναι περισσότερα ζευγάρια μάτια από πάνω τους και είναι πολύ πιο εύκολο να γίνουν αντιληπτές οι πιθανές παραβιάσεις, ειδικά στο θέμα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων».

 

  • Ψηφιακή μετάβαση στη δημόσια διοίκηση

 

Ο Γρηγόρης Θεοδωράκης, στέλεχος δημόσιας διοίκησης και πρώην γενικός γραμματέας του υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότησης, σημείωσε ότι « η ανάγκη για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της Δημόσιας Διοίκησης, είναι αυταπόδεικτη. Οι ψηφιακές υπηρεσίες δεν καθιστούν απλώς ταχύτερη και ευκολότερη την εξυπηρέτηση των πολιτών. Ταυτόχρονα εξασφαλίζουν μεγαλύτερη διαφάνεια της διοικητικής δράσης αλλά και την ισότιμη πρόσβαση των πολιτών στις υπηρεσίες του δημοσίου. Το να μπορεί ένας πολίτης του κέντρου της Αθήνας να έχει την ίδια στιγμή την ίδια πληροφορία και την ίδια πρόσβαση μ’ έναν πολίτη ακριτικού νησιού της χώρας, είναι θέμα πρωτίστως δημοκρατίας».
Παρατήρησε ότι τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει αρκετά θετικά βήματα για τον ψηφιακό εκσυγχρονισμό της χώρας όμως «αν η ψηφιοποίηση δε συνοδεύεται από απλοποίηση των διαδικασιών, τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος, απλά να μεταβούμε σε μια νέου τύπου γραφειοκρατία, τη λεγόμενη ψηφιακή γραφειοκρατία… Οι υπηρεσίες θα πρέπει να διεκπεραιώνονται με την ελάχιστη ανταλλαγή πληροφορίας για λόγους απόδοσης, αλλά και για λόγους ασφάλειας. Όπως αναφέρεται στη μελέτη απαιτείται μια θεμελιώδης αλλαγή στην προσέγγιση της δημόσιας διοίκησης, η οποία πλέον δε θα βασίζεται σε έγραφα, αλλά σε δεδομένα. Άρα πρέπει να οδηγηθούμε στην πλήρη εφαρμογή της αυτεπάγγελτης αναζήτησης δικαιολογητικών και της αρχής οnly οnce, δηλαδή πληροφορίες και στοιχεία που έχουν προσκομισθεί σε δημόσιες υπηρεσίες και αρχές δε θα πρέπει να υποβάλλονται εκ νέου ». Ο Γρ. Θεοδωράκης τόνισε την ανάγκη διαλειτουργικότητας μεταξύ μητρώων και υπηρεσιών του δημοσίου τομέα με παράλληλη απεξάρτηση από τους κλειστούς κώδικες διαφόρων πληροφορικών συστημάτων και ιδιαίτερη πρόνοια για την προστασία των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικότητας των πολιτών.

Στη συνέχεια αναφέρθηκε στα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του ανοικτού λογισμικού καταλήγοντας ότι η χρήση ανοικτών προτύπων είναι αναγκαία για το δημόσιο για να εξασφαλιστεί η διαλειτουργικότητα και η απρόσκοπτη διεπαφή μεταξύ συστημάτων και ότι η χρήση ανοιχτού λογισμικού θα αποβεί θετική αν εξασφαλιστούν κάποιες προϋποθέσεις όπως η συντήρηση του λογισμικού και η συνέχιση της προσπάθειας σε βάθος χρόνου. Σημαντικά στοιχεία εδώ είναι η συμπερίληψη, η ευελιξία των λύσεων και κυρίως η αλλαγή κουλτούρας με πολιτικές ενίσχυσης του ανοιχτού λογισμικού και εξασφάλισης της βιωσιμότητάς του. Άρα, πρώτο βήμα είναι η υιοθέτηση ανοιχτών προτύπων, μεθοδολογιών και διαδικασιών και η σταδιακή μετάβαση στη λογική του ανοιχτού λογισμικού, σύμφωνα και με τη στρατηγική της ΕΕ για την ψηφιακή αυτονομία.
Ο Γρ. Θεοδωράκης πρόσθεσε ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός του κράτους είναι απαραίτητος όχι μόνο για την απλοποίηση των διαδικασιών, τη διαφάνεια της διοικητικής δράσης, τον περιορισμό της διαφθοράς και της κακοδιοίκησης αλλά αποτελεί και αναγκαία συνθήκη για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας και την κοινωνική ευημερία. Γι’ αυτό είναι σημαντική η ουσιαστική επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό με συνεχή επιμόρφωση υπαλλήλων, προσλήψεις νέων επιστημόνων, ενίσχυση της έρευνας και της τεχνολογίας στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση, στήριξη καινοτόμων εργαστηρίων στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα. Θα απαιτηθούν παράλληλα και συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα αλλά το δημόσιο δεν μπορεί να είναι όμηρος κλειστών συστημάτων συγκεκριμένων εταιρειών.

Παράλληλα τόνισε ότι αν και ο ψηφιακός μετασχηματισμός είναι μονόδρομος δεν πρέπει να πέσουμε «στην παγίδα της υποκατάστασης της πολιτικής και κοινωνικής ζωής από μια άκριτη ‘ψηφιακολαγνεία’». Με την κατάργηση του υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότησης παρατηρείται μια στείρα εργαλειοποίηση της δημόσιας διοίκησης καθώς δεν υπάρχει πια φορέας αρμόδιος για τη συνολική πολιτική για τη δημόσια διοίκηση. Ενώ η δημόσια διοίκηση είναι παντού, στην υγεία, στην παιδεία, στην πρόνοια, στα δικαιώματα, στο περιβάλλον, στον πολιτισμό και καθορίζει την καθημερινότητα όλων των πολιτών δεν είναι σήμερα ξεκάθαρο ποιος έχει την ευθύνη για την κατάρτιση ενός συνολικού σχεδίου. «Ο ψηφιακός μετασχηματισμός προϋποθέτει παράλληλη, ουσιαστική, διοικητική εργασία, δουλειά σε βάθος, δουλειά μυρμηγκιού όσον αφορά την αποστολή, τους σκοπούς, τις αρμοδιότητες, τις διαδικασίες, τις υποδομές, το ανθρώπινο δυναμικό της δημόσιας διοίκησης.» Κλείνοντας παρατήρησε: «Καμία χρήση της τεχνολογίας δεν είναι ουδέτερη. Η τεχνολογία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εμπέδωση περαιτέρω κανόνων διαφάνειας, συμμετοχικότητας και άμεσης δημοκρατίας, αλλά την ίδια στιγμή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την περαιτέρω διεύρυνση των ανισοτήτων, ή την καλλιέργεια αυταρχικών προτύπων διοίκησης. Ας μην ξεχνάμε το βασικό: Ο ψηφιακός μετασχηματισμός είναι αναγκαίος για την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική πρόοδο της χώρας. Οφείλουμε λοιπόν να τρέξουμε να προλάβουμε το τρένο, να μη μείνουμε ουραγοί των εξελίξεων. Από την άλλη όμως, δεν παύει να είναι ένα εργαλείο. Η ποιότητα της δημοκρατίας, η ποιότητας της ίδιας μας της ζωής, είναι σε άμεση συνάρτηση με το πώς θα χρησιμοποιήσουμε το συγκεκριμένο εργαλείο. Καμία τεχνολογική εξέλιξη δεν αυτονομείται, καμία τεχνολογική εξέλιξη δε δρα ελεύθερα. Οι τεχνολογικές εξελίξεις είναι σε άμεση συνάρτηση με τους πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς. Παραδείγματα με τη διαρροή προσωπικών δεδομένων, ή απόπειρας σκληραγώγησης των πολιτών από ψηφιακούς κολοσσούς, είναι άλλωστε συνηθισμένα στις μέρες μας. Η διαρκής ενημέρωση, η συμμετοχή όλων μας, η διαρκής επαγρύπνηση, είναι αναγκαίες συνθήκες για την αξιοποίηση της τεχνολογίας και των δυνατοτήτων που αυτή παρέχει, προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας και όχι περιορισμένων ελίτ. Η διαρκής ενημέρωση και συμμετοχή, είναι απαραίτητη για τη χρησιμοποίηση της τεχνολογίας, για την εμπέδωση και εμβάθυνση της δημοκρατίας. Στο πλαίσιο αυτό, οι πολιτικές ενίσχυσης των ανοιχτών τεχνολογιών, θεωρώ ότι βρίσκονται στη σωστή πλευρά της ιστορίας.»

 

Ο Τάσος Τάγαρης, μηχανικός πληροφορικής με εξειδίκευση στην ηλεκτρονική διακυβέρνηση και την ηλεκτρονική υγεία, πρώην πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΗΔΙΚΑ υποστήριξε την αναγκαιότητα των ανοικτών προτύπων για τη διαλειτουγικότητα.
Επίσης σχολίασε ότι τα πρότυπα δεν μπορεί να είναι κλειστά και από αυτή την άποψη ίσως είναι πλεονασμός να μιλάμε για ανοιχτά πρότυπα. «Διαλειτουργικότητα ίσον δημοκρατία» σημείωσε εμφατικά. Ως προς τα προβλήματα που έχει παρατηρήσει βάσει της εμπειρίας του τόνισε τον φόβο των φορέων να αποκαλύψουν τα δεδομένα τους όπως και την αίσθηση ιδιοκτησίας των δεδομένων εκ μέρους των φορέων. Παράλληλα η έλλειψη προτύπων ανοικτού κώδικα έχει οδηγήσει σε δυσλειτουργίες. Βέβαια, όπως σημείωσε, τα πρότυπα, οι ανοιχτές διαδικασίες, τα ανοιχτά συστήματα και τα ανοιχτά δεδομένα πρέπει ταυτόχρονα να συνοδεύονται από την προστασία της ιδιωτικότητας και των προσωπικών δεδομένων που πιθανότατα περιέχουν οι διάφορες βάσεις δεδομένων. Επίσης τόνισε ότι η χρήση ανοιχτού λογισμικού και προτύπων ταυτόχρονα ανοίγει και την αγορά και δίνει και τη δυνατότητα, ειδικά όταν εφαρμόζονται διεθνή πρότυπα, να γίνουν τα προϊόντα της χώρας ανταγωνιστικά στη διεθνή αγορά. Η συμμετοχικότητα ήταν ένα άλλο από τα θέματα που έθιξε ο Τ. Τάγαρης: το crowdsourcing, η εμπιστοσύνη στον πολίτη για τη συγκέντρωση των απαραίτητων πληροφοριών, θα μπορούσε να βοηθήσει, για παράδειγμα, στο δύσκολο ζήτημα της έκδοσης των συντάξεων. Αυτό το σύστημα, εξάλλου, υιοθετήθηκε στην περίπτωση του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης (ΚΕΑ) που βασίστηκε στην εμπιστοσύνη και δεν χρειαζόταν η προσκόμιση δικαιολογητικών· η διασταύρωση γινόταν αργότερα. Η εμπειρία έδειξε ότι ήταν ελάχιστες η περιπτώσεις ψευδών πληροφοριών. Επίσης τόνισε την αναγκαιότητα της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα, ώστε να ακολουθούν τις εξελίξεις της τεχνολογίας και να μπορούν να υποστηρίζουν τα αντίστοιχα συστήματα, και της ενίσχυσης του δυναμικού του δημόσιου τομέα με προσλήψεις νέου προσωπικού. Τέλος εξήγησε τη διαφορά μεταξύ προτύπων επικοινωνίας για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ συστημάτων και προτύπων κωδικοποιήσεων για την κωδικοποίηση της πληροφορίας που ανταλλάσσουν μεταξύ τους ώστε να μπορούν να συνεννοηθούν τα συστήματα.

 

  • Τεχνο-πολιτικες προκλήσεις της ψηφιοποποίησης

 

Η Μαρία Χαϊδοπούλου Βρυχέα, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς και συντονίστρια της θεματικής Γνώση και Τεχνολογία, αναφέρθηκε στην ανάγκη να συζητήσουμε τις τεχνο-πολιτικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Αν στόχος είναι η μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων και μια πιο δίκαιη κοινωνία οφείλουμε να πάρουμε θέση στον πόλεμο για την κατεύθυνση και την πορεία των νέων τεχνολογιών και της ψηφιοποίησης. Στην παρούσα φάση κυριαρχούν οι μεγάλοι τεχνολογικοί κολοσσοί που στην ουσία αποφασίζουν για την ψηφιακή μετάβαση, ενώ το επιχειρηματικό μοντέλο που ακολουθούν καθορίζει και την αρχιτεκτονική των νέων μέσων και εφαρμογών, θέτει όρια και περιορισμούς, δημιουργεί συγκεκριμένες πρακτικές. Βέβαια, επισήμανε ότι «η τεχνολογία δε μπορεί από μόνη της να λύσει κοινωνικά προβλήματα, δεν είναι σε καμιά περίπτωση ένας από μηχανής θεός… Η πολιτική όμως, μπορεί να κατευθύνει την πορεία της τεχνολογίας σε λύσεις υπέρ του δημοσίου συμφέροντος και όχι υπέρ της κερδοσκοπίας.» Όπως εξήγησε «η μελέτη δείχνει ότι οι τεχνολογικές επιλογές δεν είναι μονόδρομος, δεν είναι μονόδρομος η Google, το Zoom, η Cisco ή η Palantir, υπάρχουν κι άλλοι τρόποι ανάπτυξης εφαρμογών, κι άλλες δυνατές αρχιτεκτονικές, ώστε να διασφαλίζεται το δημόσιο συμφέρον και άρα φαίνεται ότι δεν υπάρχει there is no alternative στις τεχνολογίες, υπάρχουν εναλλακτικές που μπορούμε ν’ αναπτύξουμε.» Με άλλα λόγια υπάρχουν επιλογές και κάποιες τεχνολογίες είναι πιο προοδευτικές από κάποιες άλλες. Παράλληλα τόνισε ότι η καινοτομία για την αριστερά και τις προοδευτικές δυνάμεις πρέπει να επαναπροσδιοριστεί με διαφορετικούς όρους από αυτούς του νεοφιλελεύθερου μοντέλου. Για παράδειγμα οι έξυπνες πόλεις (smart cities) θα έπρεπε να είναι οι πόλεις που ενισχύουν τη συμμετοχή των πολιτών και πολιτισσών στις αποφάσεις για την πόλη και να μην ταυτίζονται με το ξεπούλημα δημόσιων δεδομένων σε εταιρείες με αντάλλαγμα αμφιβόλου χρησιμότητας υπηρεσίες. Η καινοτομία πρέπει να αφορά το δημόσιο συμφέρον και το διάλογο για το είδος των τεχνολογιών και εφαρμογών που μπορούν να το υπηρετήσουν καλύτερα.
Ως προς τον εξορθολογισμό της δημόσιας διοίκησης και την ανάγκη ενός δημοσίου χωρίς γραφειοκρατία η Μ. Χαϊδοπούλου Βρυχέα επισήμανε ότι πρέπει να επιμείνουμε στα επίδικα που αναφέρθηκαν όπως η προστασία της ιδιωτικότητας και των ευαίσθητων και προσωπικών δεδομένων και η ασφάλεια των δημόσιων δεδομένων. Επίσης η ψηφιακότητα δεν πρέπει να οδηγεί σε αποκλεισμούς για τους μεγαλύτερους ανθρώπους ή για ομάδες που δεν έχουν πρόσβαση σε ψηφιακά μέσα και υποδομές. Το κράτος δεν μπορεί να βασίζεται στην άμισθη εργασία συγγενικών ή φιλικών προσώπων αλλά να παρέχει δια ζώσης υποστήριξη στους πολίτες, να προσφέρει μαθήματα ανάλογα με τις ανάγκες των πολιτών και να ενισχύει την ψηφιακή παιδεία. Κλείνοντας σημείωσε ότι οφείλουμε να συζητήσουμε τα επίδικα και να ξεκινήσει ένας ουσιαστικός διάλογος με φορείς και οργανώσεις ώστε να δημιουργηθεί ένας κοινός τόπος ως προς το είδος της τεχνολογικής εξέλιξης που επιθυμούμε με στόχο μια πιο δίκαιη κοινωνία.