Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα Εποχή
Συνέντευξη με τον Μιχάλη Σπουρδαλάκη, κοσμήτορα της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, ΕΚΠΑ
Τη συνέντευξη πήρε η Ιωάννα Δρόσου
Η κοινωνική ζωή, μετά την έξαρση της πανδημίας, έχει μπει σε μια παύση. Το ίδιο ισχύει και για την πολιτική;
Μπορεί να φαίνεται ότι η κοινωνική ζωή βρίσκεται σε παύση, όπως λες, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το «μέλλον της κοινωνίας μας άρχισε». Το ίδιο φυσικά ισχύει και για την πολιτική. Επομένως, πρέπει από τώρα να δούμε όχι μόνο πώς αντιμετωπίζουμε την κρίση, αλλά και την κληρονομία της επόμενης μέρας. «Κρίση» ως το ουσιαστικό του κρίνω και κρίνομαι, με μια έννοια μας επιβάλλει να δούμε κριτικά και αυτοκριτικά την σοβαρή αυτή κατάσταση. Αναγκαστικά θα πρέπει να ξεκινήσουμε από τη διαπίστωση ότι η κρίση αυτή σε παγκόσμια κλίμακα δεν είναι το αποτέλεσμα πολέμων, ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης ή μιας νέας οικονομικής ύφεσης. Και πολύ περισσότερο δεν είναι το αποτέλεσμα μαζικών κοινωνικών κινητοποιήσεων διαμαρτυρίας για τη γεωμετρικά αυξανόμενη ανισότητα. Κατά συνέπεια, η κρίση που φέρνει τα πάνω-κάτω εξαιτίας της πανδημίας επιβάλει, αλλά και δημιουργεί και τις προϋποθέσεις για μια εκ βάθρων αντιμετώπιση του συνόλου των κοινωνικοπολιτικών ζητημάτων της εποχής μας. Ιδιαίτερα για τη ριζοσπαστική αριστερά, για όσους επιμένουν σε μια πορεία ανθρωπισμού, καθολικής κοινωνικής δημοκρατίας και χειραφέτησης, το επίδικο της συγκυρίας επιβάλει να εκμεταλλευτεί το κενό και τις δυνατότητες που δημιουργεί πάντα κάθε κρίση και να προετοιμάσει ένα αύριο που να φέρει την κοινωνία πιο κοντά στις αξίες της.
Μπροστά σε μια σπάνια ευκαιρία
Είσαι από τους αισιόδοξους ότι αυτή η κρίση μπορεί να είναι μια ευκαιρία για τις ιδέες της Αριστεράς και των κινημάτων ή από τους απαισιόδοξους που διακρίνουν πως εκμεταλλεύεται τις στιγμές ο νεοφιλελευθερισμός για να αλώσει ό,τι είχε μείνει.
Εξαρτάται. Μπορεί να είναι μια ευκαιρία αλλά μπορεί και να αποδειχτεί μια στρατηγική ήττα για τη Δημοκρατία, τις υποτελείς τάξεις, το περιβάλλον και τα δικαιώματα. Εάν πράγματι ανήκουμε σε εκείνες τις δυνάμεις που επιδιώκουν έναν εναλλακτικό τρόπο κοινωνικής οργάνωσης, έναν άλλου είδους διεθνισμό, μια ειλικρινή στροφή προς την κοινωνία, μια άλλη εναλλακτική δημοκρατικότερη σχέση κοινωνίας-πολιτικής εξουσίας, νομίζω ότι έχουμε την ευκαιρία, τώρα που το σοκ της πανδημίας «καθαρίζει» τον καμβά, για ριζοσπαστικές προτάσεις και πρωτοβουλίες. Κάτι τέτοιο όμως σημαίνει ότι θα πρέπει να το «πάρουμε αλλιώς».
Είναι ήδη φανερό ότι η «άλλη πλευρά» προσπαθεί με συστηματικό τρόπο να εκμεταλλευτεί την αναστάτωση και τις ευκαιρίες που δημιουργεί η κρίση σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Όπως σωστά έχει επισημανθεί η ΝΔ επιχειρεί την ολική παλινόρθωση του «παλαιού καθεστώτος», το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να αμφισβητήσει. Είναι επομένως προφανές ότι προσπαθεί να παγιώσει τις εξ ανάγκης και κατ’ εξαίρεση ρυθμίσεις της περιόδου και για την μετά Coronovirus Crisis εποχή. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: η επιφανειακή στήριξη του δημόσιου συστήματος υγείας, η επικοινωνιακή αντιμετώπιση της πανδημίας, οι ακραίες απορυθμίσεις των εργασιακών σχέσεων και των μέτρων για τις μικρές επιχειρήσεις, η βιασύνη εφαρμογής της εξ αποστάσεως διδασκαλίας αδιαφορώντας για τα ακαδημαϊκά και παιδαγωγικά αποτελέσματα, ο περιορισμός ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών κ.ά. Στην κατεύθυνση αυτή, η κυβέρνηση εντείνει τον ιδεολογικό της λόγο όπως δείχνει η συνεχής και κουραστική πλέον επίκληση της «ατομικής ευθύνης» που πράγματι θυμίζει το αλήστου μνήμης θατσερικό ότι «δεν υπάρχει κοινωνία, μόνο άτομα και οι οικογένειές τους». Ναι, η κυβέρνηση, εν μέσω κρίσης, επιμένει νεοφιλελεύθερα και πιο επιθετικά. Επιχειρεί να εργαλειοποιήσει τον εθελοντισμό, παίρνει μέτρα στο πλαίσιο μιας ακραίας εφαρμογής της βιοπολιτικής, και προσπαθεί να εκμεταλλευτεί αυτή τη συγκυρία για την επόμενη μέρα. Διότι γνωρίζει ότι η κοινωνία, μετά την πανδημία, θα είναι εντελώς διαφορετική και επομένως επιδιώκει να σφυρηλατήσει από τώρα τις δικές της αρχές, αξίες, πολιτικές και συμφέροντα. Αυτή ακριβώς είναι και η πρόκληση για τον ΣΥΡΙΖΑ σήμερα. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια σπάνια ευκαιρία να αμφισβητήσουμε και να ανατρέψουμε μέσα από το δικό μας οραματικό πλαίσιο την ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού.
Να δούμε με ορισμένα παραδείγματα πως δεν θα μείνει αναξιοποίητη η ευκαιρία, που προκύπτει από την κρίση της πανδημίας;
Ο ακρογωνιαίος λίθος του νεοφιλελευθερισμού, του «ελάχιστου» και μη παρεμβατικού κράτους, ότι όλα ρυθμίζονται από τις δυνάμεις της αγοράς, καταρρέει. Αλλά δεν αρκεί η διαπίστωση, κάτι που έκανε πρόσφατα ο Γκάρντιαν σε κύριο άρθρο του, όταν έγραφε «έχουμε πια ένα μεγάλο και παρεμβατικό κράτος». Πρέπει οι δυνάμεις της Αριστεράς, της Δημοκρατίας, της Ανθρώπινης Αξιοπρέπειας να περιγράψουν πόσο μεγάλο πρέπει να είναι το κράτος, που και πώς θα είναι παρεμβατικό, τι κοινωνικό, διοικητικό και δημοκρατικό πρόσημο και έμπρακτο προσανατολισμό θα έχει κ.ο.κ. Γίνεται καθημερινά φανερό πως η άλλη πλευρά εξ ανάγκης αλλάζει τις πολιτικές της. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ, υποχωρώντας στις πιέσεις των Δημοκρατικών θα διαθέσει το απίστευτο ποσό των 2,2 τρισ. δολαρίων για τη στήριξη της οικονομίας, οι οποίοι απαίτησαν θεσμικό έλεγχο για την στήριξη ιδιαίτερα των εργαζομένων. Γεγονός που έκανε αρθρογράφο της Ουάσιγκτον Ποστ να αναφωνεί ότι «τώρα είμαστε πλέον σοσιαλιστές», επισημαίνοντας ότι παρά την υποχώρησή του το κίνημα Σάντερς έκανε τη διαφορά. Θέλω να πω ότι τα πράγματα θα έχουν θετική έκβαση για την κοινωνία αν οι δυνάμεις της Αριστεράς παρέμβουν στα μεγάλα ζητήματα, που ανοίγει η κρίση.
Άλλο πεδίο είναι προφανώς το δημόσιο σύστημα υγείας. Όλοι ξέρουμε ότι το σύστημα προστασίας από την πανδημία στηρίζεται στη δημόσια υγεία. Εδώ δεν φτάνει να προτείνουμε «βέλτιστες πρακτικές», να υπενθυμίζουμε ότι οι όποιες δυνατότητες του υγειονομικού συστήματος σήμερα σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και να θυμίζουμε την απίστευτη διγλωσσία της ΝΔ, αφού λίγο πριν τα δωρεάν χειροκροτήματα για τους υγειονομικούς των δημοσίων νοσοκομείων σχεδίαζε συγχωνεύσεις δημόσιων υγειονομικών μονάδων, ΣΔΙΤ κλπ. Πρέπει να πάμε ένα βήμα παραπέρα. Να δημιουργήσουμε ένα κίνημα για μια καθολική και αποκλειστικά δημόσια κάλυψη υγειονομικών αναγκών της κοινωνίας. Και να επιμείνουμε στο «δημόσια», διότι γνωρίζουμε ότι όπου συνυπάρχουν δημόσια συστήματα υγείας με ιδιωτικά, τρέφεται το ιδιωτικό εις βάρος του δημοσίου. Μάλιστα, το τελευταίο θα μπορούσε να αποτελέσει και πρότυπο οργάνωσης της δημόσιας διοίκησης και του νοσούντος ευρύτερου δημοσίου τομέα.
Είδαμε κουβανούς και κινέζους γιατρούς να ταξιδεύουν από το ένα ημισφαίριο στο άλλο, για να συνδράμουν στο δράμα που περνάει η Ιταλία. Αυτός ο διεθνισμός είναι ο δικός μας διεθνισμός.
Χρειαζόμαστε ένα όραμα
Τι συσχετισμός δυνάμεων υπάρχει; Ο κόσμος θα ενδιαφερθεί για το προς ποια κατεύθυνση θα ανοικοδομηθεί το κράτος;
Η κυβερνητική εμπειρία, κάτω από τους καταναγκασμούς του μνημονίου περιόρισε την ιδεολογική μάχη που έπρεπε να συνοδεύει τις κυβερνητικές πρακτικές και πολιτικές. Η σχετική απομάκρυνση από τις απαραίτητες ιδεολογικές μάχες, σε συνδυασμό με την, σε ένα βαθμό δικαιολογημένη και αναμενόμενη, παραγκώνιση του ρόλου του κόμματος δεν μας αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Ωστόσο, πιστεύω πως εάν εστιάσουμε στα συγκεκριμένα επίδικα που με τραγικό τρόπο αναδεικνύει η κρίση, μπορεί να υπάρξει ένα κίνημα που θα θέτει στο τραπέζι το αίτημα για καθολική και αποκλειστικά δημόσια κάλυψη της περίθαλψης. Τότε ανοίγει ένα παράθυρο ελπίδας. Χρειαζόμαστε ένα στόχο/όραμα για βγούμε συλλογικά και με αισιοδοξία από την κρίση. Και δεν λέω φυσικά, να το κάνουμε με τρόπο πατερναλιστικό, αλλά κινηματικά, με τη λογική που κινήθηκε ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο της συγκρότησης και ανάπτυξής του. Οι προτάσεις για περισσότερες προσλήψεις, για άνοιγμα ΜΕΘ, για επιτάξεις κ.λπ. θα πρέπει να συνδέονται και να έχουν αναφορά την επιδίωξη ενός συστήματος υγείας που θα είναι καθολικό και αποκλειστικά δημόσιο. Μόνο έτσι η επιμέρους πρόταση θα εντάσσεται σε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα που θα μπορούσε «αξιοποιήσει» πολιτικά την συγκυρία και να κινητοποιήσει πολίτες σε ένα εναλλακτικό σχέδιο στο σημαντικότερο πεδίο κοινωνικής πολιτικής. Γιατί αλήθεια να μη γίνει κάτι τέτοιο η σημαία της ριζοσπαστικής αριστεράς στη χώρα μας και σηματοδοτήσει και άλλες πρωτοβουλίες παρόμοια λογικής και σε άλλους τομείς;
Πώς αποτιμάς την αντιπολιτευτική πολιτική που ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ στην παρούσα φάση. Μένει σε επίπεδο απάντησης στις κυβερνητικές θέσεις ή διαμορφώνει τη δική του πρόταση;
Η αντιπολιτευτική πρακτική και λόγος δεν μπορεί να περιορίζεται στις πολιτικές και στον τρόπο που εφαρμόζονται από την κυβέρνηση. Θα πρέπει να έχει μέσα σε κάθε πολιτική που παρουσιάζει, το στοιχείο του κοινωνικού μετασχηματισμού, του πολιτικοϊδεολογικού οράματος. Αυτό είναι που σηκώνει τον κόσμο από τον καναπέ. Αυτό είναι που κάνει τους πολίτες να λένε ότι όλοι δεν είναι ίδιοι. Να δώσω ένα παράδειγμα: Πειθαρχώ και μένω στο σπίτι του, διότι αυτό απαιτεί η αναγκαστική κοινωνικότητα της επιλογής μου. Ατομική επιλογή και ευθύνη δεν υπάρχει εν κενώ και εκτός του πλαισίου που καθορίζουν οι φορείς, θεσμοί, συλλογικότητες και λειτουργίες της κοινωνίας. Ωστόσο, ενώ το κάνουμε αυτό δεν μπορούμε να μην έχουμε συνείδηση και να μην θυμίζουμε ότι αυτό έχει μεγάλες αρνητικές συνέπειες για την ποιότητα της δημοκρατίας, για την προστασία των ατομικών ελευθεριών, για τον τρόπο που λαμβάνονται οι αποφάσεις, για τη στρατιωτικοποίηση της καθημερινότητάς μας, για την αστυνόμευση κ.λπ. Ακόμα και η συνείδηση ότι αυτό είναι ένα αναγκαίο κακό, θα αποτρέψει αυτού του είδους οι πρακτικές της καθημερινότητας σήμερα, να γίνουν αποδεκτές ως κανονικότητα αύριο. Πρέπει να σηκώσει ο ΣΥΡΙΖΑ τους ιδεολογικούς τόνους, αναδεικνύοντας πως αυτά τα μέτρα αποτελούν ίσως αναγκαίο κακό, είναι προσωρινά, και δεν μπορεί ποτέ να παγιωθούν.
Ο ρόλος του πολιτικού υποκειμένου
Έχει ξεκινήσει μια διαδικτυακή συζήτηση –έτσι ζυμώνονται τις μέρες της καραντίνας οι ιδέες- με θέμα #Θα λογαριαστούμε μετά, στη λογική ότι σιωπαίνουμε τις μέρες της κρίσης, αλλά μόλις περάσει αυτή θα πάρουμε θέση για όσα συνέβησαν. Είναι ένα πεδίο στο οποίο πρέπει να συμμετάσχει η Αριστερά, ιδεολογικά, πρακτικά, κινηματικά;
Για να «λογαριαστώ μετά», ή καλύτερα για να «είμαστε παρόντες με τις δικές μας ιδέες, μετά», πρέπει από τώρα να διαμορφώνεται ένα οραματικό σχέδιο για το κράτος, την υγεία, κ.ά. Η Αριστερά δεν φάνηκε να έχει συγκεκριμένες προτάσεις για το τι κράτος θέλει, είχε μόνον κάποιες κατευθύνσεις. Τώρα είναι η ευκαιρία, που οι κυβερνήσεις φαίνεται να υιοθετούν πολιτικές παρεμβατικού κράτους, και εν τοις πράγμασι τουλάχιστον ρητορικά υποχρεώνονται να απομακρύνονται από την νεοφιλελεύθερη λογική, η Αριστερά να είναι δημιουργικά και έμπρακτα παρούσα. Και τούτο για να διασφαλίσει τον κοινωνικό περιεχόμενο και δημοκρατικό χαρακτήρα αυτής της στροφής και για να αντισταθεί στον υφέρποντα αυταρχισμό, που φαίνεται να την συνοδεύει. Μόνον έτσι η Αριστερά θα έχει την δυνατότητα να βάλει την παρακαταθήκη των δικών της αρχών και αξιών στη σχετική αντιπαράθεση την μετά την κρίση εποχή. Ελλοχεύει ο κίνδυνος η έξη και η αποδοχή της επιβεβλημένης μεν πειθαρχίας αλλά και της επιβαλλόμενης πειθαρχίας και καταναγκασμού να μην μας έχει αφήσει χώρο, δυνάμεις, δυνατότητες για να αρθρώσουμε έναν εναλλακτικό, μετασχηματιστικό λόγο απέναντι στον κυρίαρχο.
Αυτή η κρίση δείχνει, από τη μια μεριά, μια αμφισβήτηση του μοντέλου παγκοσμιοποίησης που είχαμε και, την ίδια στιγμή, ανοίγει δρόμους για διαφορετικά πράγματα, τα οποία δυνάμει είναι πιο κοντά στην Αριστερά. Για παράδειγμα, είναι μια ευκαιρία για τη δική μας παγκοσμιοποίηση. Είδαμε κουβανούς και κινέζους γιατρούς να ταξιδεύουν από το ένα ημισφαίριο στο άλλο, για να συνδράμουν στο δράμα που περνάει η Ιταλία. Αυτός ο διεθνισμός είναι ο δικός μας διεθνισμός. Ο διεθνισμός της αλληλεγγύης και της συνεργασίας. Και αυτά τα φαινόμενα πρέπει να τα ενδυναμώσουμε.
Ένα άλλο θέμα είναι το γεγονός ότι κλείνουμε τα σύνορα και η κρίση είναι τέτοια που η οικονομική δραστηριότητα, που στηρίζεται στην ανταγωνιστική λιτότητα που κυριαρχούσε στο νεοφιλελευθερισμό, δεν μπορεί να είναι στην ατζέντα πια. Οι συνθήκες αυτές μας επιβάλλουν να δούμε μια ανάπτυξη και μια κοινωνική οργάνωση με περισσότερη εσωστρεφή εστίαση, που θα στηρίζεται στις εσωτερικές δυνάμεις και την εσωτερική ζήτηση και πάλι. Αυτό θα μπορούσε να μας απομακρύνει από την νεοφιλελεύθερη αρχή της παγκοσμιοποίησης που στηρίζεται στην «ανταγωνιστική λιτότητα». Αρχή που σχεδόν πάντα περιορίζει αν δεν ακυρώνει κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα.
Με αυτή τη φωνή μπορεί να αναδείξουμε τον δικό μας διεθνισμό και όχι μια νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση που η μόνη σχέση των ανθρώπων, των κοινωνιών και των κοινοτήτων ήταν ο ανταγωνισμός μεταξύ τους. Άρα έχουμε ευκαιρίες, υπό την προϋπόθεση ότι το πολιτικό υποκείμενο αυτού του αγώνα δεν θα περιορίζει την προσπάθειά του στην εκλογική επιτυχία, αλλά και στην αποτελεσματικότητα του κοινωνικού μετασχηματισμού. Σε αυτή την προσπάθεια έχουν πολλά να προσφέρουν εκείνες οι δυνάμεις της διανόησης, της επιστήμης, της τέχνης, που θα αναδείξουν όλα αυτά τα θέματα, τα οποία η άλλη πλευρά, πολύ μελετημένα φοβάμαι, προσπαθεί να αποκρύψει ή να στρεβλώσει πριν καν διατυπωθούν (βλ. την ειρωνεία γνωστών κύκλων στήριξης της κυβέρνησης για τα δημόσια νοσοκομεία και τους υγειονομικούς, τους καθηγητές κά).
Ο εθελοντισμός είναι αξία της Αριστεράς
Οι δυνάμεις που ανάφερες, κυρίως οι καλλιτέχνες, έχουν βγει στο προσκήνιο, παρότι δεν το έκαναν τον προηγούμενο καιρό, αφήνοντας προσβάσιμο το πνευματικό τους έργο, συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις, ταινίες, βιβλία κ.λπ., ώστε να ψυχαγωγηθεί ο κόσμος τις μέρες της καραντίνας. Ξεκινά μια νέα εποχή κοινωνικής αλληλεγγύης;
Πρέπει η Αριστερά να το αναγνωρίσει αυτό και να μάθει από αυτό. Κάθε τέτοια πρωτοβουλία πρέπει να την αναδεικνύουμε. Δεν μπορούμε, για παράδειγμα, να αντιμετωπίζουμε τις πρωτοβουλίες εθελοντισμού εχθρικά ή εξ ορισμού επιφυλακτικά. Ο εθελοντισμός είναι αξία της Αριστεράς. Δεν είναι το ίδιο «ο εθελοντισμός των Ολυμπιακών Αγώνων» που τελικά εργαλειοποιήθηκε για τη μεγαλύτερη συσσώρευση του κεφαλαίου και των πολυεθνικών εταιρειών. Ο εθελοντισμός των δικτύων αλληλεγγύης, που δημιουργήθηκαν την περίοδο της αντίστασης κατά της λιτότητας των μνημονίων ή η στράτευση πολιτών και υγειονομικών (συνταξιούχων ή μαθητευόμενων) για να βοηθήσει στις ανάγκες της αντιμετώπισης της πανδημίας είναι άλλο πράγμα. Το αναγνωρίζουμε, το αναδεικνύουμε και το επικροτούμε. Διαφορετικά η Αριστερά θα συμβάλει στην αλλοίωση και εν τέλει στην οριστική υποχώρηση των αξιών της. Αυτές τις αξίες που πρέπει να βάλει τώρα μπροστά για να αρχίσουμε σήμερα να σχεδιάζουμε ένα εναλλακτικό σχέδιο για το αύριο που ήδη άρχισε. Δεν νομίζω ότι έχει τελειώσει το παιχνίδι. Το γεγονός ότι σε άλλες χώρες, με πολύ πιο συντηρητική πολιτική κουλτούρα, θεσμοί εξουσίας όχι μόνο προγραμματίζουν τεράστια ποσά για στήριξη της οικονομίας αλλά ορίζουν επιτροπές δημοκρατικής λογοδοσίας για την διασφάλιση των εργαζομένων (ΗΠΑ), για μένα είναι απόδειξη ότι προφανώς ο κόσμος δεν αλλάζει γρήγορα όσο ίσως θέλουμε, αλλά αλλάζει.
Η ελληνική κυβέρνηση, πάντως, κινείται σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, από αυτή της προστασίας των εργαζομένων…
Η ελληνική κυβέρνηση, ήδη είπαμε, ότι στο πλαίσιο της παλινόρθωσης του προ 2015 κυβερνητικού καθεστώτος, δέσμια στην υπόσχεσή της να ακυρώσει της «ελαττωματικές ιδέες της αριστεράς» επιχειρεί να προσημειώσει υπέρ της δικών της συμφερόντων το μέλλον. Γι’ αυτό αντιμετωπίζει την κρίση πρόχειρα και επικοινωνιακά, με ελεημοσύνες, αλλά ταυτόχρονα υποθηκεύει τις εργασιακές σχέσεις και τα δικαιώματα. Βεβαίως ο κ. Μητσοτάκης αισθάνεται πάρα πολύ ισχυρός. Έχοντας σχεδόν δεδομένη την στήριξη του συνόλου των ΜΜΕ, με αδύναμους τους θεσμούς πολιτικής εκπροσώπησης, με ένα συνδικαλιστικό κίνημα κερματισμένο και πολύ κατώτερο των περιστάσεων και έχοντας ενοποιήσει κάτω από την ηγεσία του στο κυβερνών κόμμα του το σύνολο σχεδόν του «αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου» φαίνεται άτρωτος. Ο κ. Πρωθυπουργός και η ΝΔ θα αρχίσουν να ανησυχούν όταν η Αριστερά, πέρα από τις εκλογική της προετοιμασία, καταφέρει να προβάλει ένα οραματικό και εναλλακτικό σχέδιο σε πεδία που αναδεικνύει η κρίση. Όραμα με σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό που θα πιστοποιεί έμπρακτα τις αξίες της. Όραμα που αμφισβητεί και ανατρέπει την ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού.