Εκλογικές Τάσεις #8 – Ιούλιος 2021

Η 8η έκδοση της περιοδικής ανάλυσης Εκλογικές Τάσεις που δημοσιεύει το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, αφορά την περίοδο από τον Απρίλιο έως και τον Ιούλιο του 2021.Οι Εκλογικές Τάσεις που κυκλοφορούν από τον Οκτώβριο του 2019 αποτελούν μια καταγραφή και ανάλυση των ευρημάτων των πολιτικών ερευνών κάθε περιόδου, με αναφορά στα κυριότερα πολιτικά γεγονότα, την οποία επιμελούνται η Δανάη Κολτσίδα, πολιτική επιστήμονας και διευθύντρια του ΙΝΠ, και ο Κώστας Πουλάκης, μαθηματικός. Οι βασικοί δείκτες που παρακολουθούνται διαχρονικά περιλαμβάνουν την ικανοποίηση των πολιτών από την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση, τη δημοτικότητα των πολιτικών αρχηγών, την καταλληλότητα των αρχηγών των δύο μεγάλων κομμάτων για την πρωθυπουργία, την πρόθεση ψήφου προς κάθε κόμμα, τις συσπειρώσεις και μετακινήσεις ης εκλογικής βάσης των δύο μεγάλων κομμάτων, αλλά και τη σύνθεση της «γκρίζα ζώνης» της αδιευκρίνιστης ψήφου. Επίσης, στην ανάλυση περιέχονται και χρήσιμα κάθε φορά ποιοτικά στοιχεία σχετικά με την επικαιρότητα, αλλά και μια σύνοψη των βασικών πολιτικών τάσεων σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.

Βασικά ευρήματα και συμπεράσματα των Εκλογικών Τάσεων #8 :

  • Το «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μέτωπο που είχε διαμορφωθεί την προηγούμενη περίοδο και είχε στοιχίσει στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ τις εκλογές του 2019, έχει αρχίσει να υποχωρεί. Αυτό έχει επισημανθεί ήδη από τις Εκλογικές Τάσεις #6 (Δεκέμβριος 2020) μετά τον εορτασμό της επετείου του Πολυτεχνείου και είναι ιδιαίτερα σαφές στις δύο ερωτήσεις που περιλαμβάνονται στην εξαμηνιαία έρευνα «Τάσεις» της MRB, “ποιο κόμμα θα θέλατε να κερδίσει έστω και με μια ψήφο διαφορά” και “ποιο κόμμα θα σας ενοχλούσε αν κερδίσει έστω και με μια ψήφο διαφορά”. Από τα ευρήματα αυτά προκύπτει ότι όχι μόνο υποχωρεί σταθερά το αντι-ΣΥΡΙΖΑ κλίμα, αλλά δημιουργείται σταδιακά ένα αντικυβερνητικό κλίμα. 
  • Σε ό,τι αφορά στην καταγραφή των συναισθημάτων των πολιτών, το 70% έχει αρνητικά συναισθήματα, με την οργή (45,3%) να ισοδυναμεί σχεδόν με τον φόβο (45,1%). Το πώς θα επιδράσει τελικά η δυναμική αυτών των δύο πολιτικά αντίρροπων ως προς τα αποτελέσματά τους συναισθημάτων (η οργή ευνοεί την ανατροπή και ο φόβος τη διατήρηση του status quo) είναι ένα μεγάλο ερώτημα.
  • Ως προς τους δείκτες που παρακολουθεί σταθερά η ανάλυση, επισημαίνονται τα εξής:
    • Η συνεχόμενη μείωση της ικανοποίησης από την κυβέρνηση, και μάλιστα πλέον σε όλους σχεδόν τους τομείς κυβερνητικής πολιτικής, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Ιδιαίτερη σημασία εδώ διαδραματίζει το ζήτημα της εγκληματικότητας και της ασφάλειας: η Νέα Δημοκρατία επένδυσε σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο σε συμβολικό επίπεδο (λ.χ. νόμος για τις διαδηλώσεις, Πανεπιστημιακή Αστυνομία, αλλά και καταστολή κατά τη διάρκεια του λοκντάουν, στάση στο μεταναστευτικό/προσφυγικό κ.λπ.), αλλά με πενιχρά αποτελέσματα στο πεδίο της πραγματικής εγκληματικότητας, που ανησυχεί την κοινωνία και έχει, όπως όλα δείχνουν, άλλες αιτίες και άλλες εστίες πολύ μακριά από τα Πανεπιστήμια, τα Εξάρχεια ή άλλες πηγές που στοχοποιήθηκαν το προηγούμενο διάστημα. Πρόκειται για ένα σημαντικό «προπύργιο» της Νέας Δημοκρατίας, όπου τα πλήγματα που υφίσταται η κυβερνητική εικόνα διαρρηγνύουν τις σχέσεις της με ένα σημαντικό γι’ αυτή ακροατήριο.
    • Η εμφανής μεταβολή στο δείκτη του καταλληλότερου πρωθυπουργού, που είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση της διαφοράς μεταξύ Κ. Μητσοτάκη και Αλ. Τσίπρα, γεγονός με ιδιαίτερη σημασία, καθώς ο δείκτης αυτός παραδοσιακά ευνοεί το κόμμα που βρίσκεται στην κυβέρνηση – πολύ περισσότερο σε συνθήκες πανδημίας και κρίσης. Με την πάροδο του χρόνου, ο μεν Κυριάκος Μητσοτάκης θα «πληρώνει» τα λάθη, τις παραλείψεις, τις αρρυθμίες, αλλά και τις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησής του και θα χάνει πολιτικό κεφάλαιο, ο δε Αλέξης Τσίπρας κεφαλαιοποιεί την πολύ καλή προσπάθεια του ίδιου και του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ να ανανεώσει τον προγραμματικό του λόγο και να παρέμβει σε κρίσιμα κοινωνικά ζητήματα της συγκυρίας.
    • Όλα τα παραπάνω δεν έχουν μεταφερθεί στον ίδιο βαθμό στην πρόθεση ψήφου – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν καταγράφονται οι τάσεις αυτές και στον συγκεκριμένο δείκτη, όπως έχει επισημανθεί εξάλλου και στις προηγούμενες εκδόσεις των Εκλογικών Τάσεων, και κυρίως ότι δεν θα αποτυπωθούν και σε αυτό το πεδίο σε δεύτερο χρόνο, όσο το δίλημμα της κάλπης γίνεται πιο άμεσο και πραγματικό.
  • Στην περίοδο που διανύουμε, προσπαθούμε ως κοινωνία να αφήσουμε πίσω μας την πανδημία και να επιστρέψουμε σε μια «κανονικότητα». Όμως αυτό δεν είναι εύκολο και δημιουργεί ασύμπτωτες μεταβολές που φαίνονται στους δείκτες που σταθερά παρατηρούμε και σε πάρα πολλούς άλλους που μελετούν την επικαιρότητα.
  • Η κοινωνία δείχνει κουρασμένη και με λίγες αντοχές. Η αρχική συσπείρωση που προκάλεσε η κρίση της πανδημίας έχει εξανεμιστεί και η κούραση, σε συνδυασμό με τις κυβερνητικές επιλογές στη διαχείριση της κατάστασης, έχει αλλάξει άρδην το κλίμα. Ταυτόχρονα, οι επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία, αλλά και οι επιφυλάξεις της κοινωνίας ως προς τα μέτρα στήριξης, σύντομα θα παίξουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση και του κοινωνικού και πολιτικού κλίματος. Πολύ δε περισσότερο που το διαφαινόμενο 4ο κύμα της πανδημίας, εξαιτίας της μετάλλαξης «Δέλτα», απειλεί τους σχεδιασμούς της πολιτείας, ανατρέπει την όποια αισιοδοξία, με αποτέλεσμα η αβεβαιότητα να κυριαρχήσει ενδεχομένως πάλι.
  • Τα πολιτικά διλήμματα που θα τεθούν, κυρίως από την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά και οι απαντήσεις που θα δοθούν, θα είναι οι καταλύτες για τις όποιες μικρές ή μεγάλες αλλαγές, ενώ καθοριστικό ρόλο θα παίξουν οι πιο παραγωγικές ηλικίες, που βρίσκονται εξάλλου για ακόμη μια φορά στο επίκεντρο της κρίσης. Στο πλαίσιο αυτό, η τύχη του Συμφώνου Σταθερότητας και η στάση που θα κρατήσει η ελληνική κυβέρνηση απέναντι στο ενδεχόμενο επιστροφής μιας ακόμη πιο σκληρής λιτότητας και, κυρίως, το ελληνικό σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, οι προβλέψεις του και η υλοποίησή του, όπως θα εξειδικευτεί και με την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική, θα παίξουν σημαντικό ρόλο. Μέχρι στιγμής, η Νέα Δημοκρατία φαίνεται εγκλωβισμένη σε ιδεοληψίες, σε έναν παρωχημένο ακραίο νεοφιλελευθερισμό προηγούμενων δεκαετιών, που κινδυνεύει να αφήσει τη χώρα μας ουραγό στην προσπάθεια υπέρβασης της κρίσης και – το σημαντικότερο – να εκτοξεύσει τις κοινωνικές ανισότητες και την κοινωνική δυσαρέσκεια.
  • Παράλληλα με τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που ανακτούν εύλογα τα πρωτεία, οι προκλήσεις που θέτει η πανδημία στη λειτουργία της δημοκρατίας, στα δικαιώματα και στις ελευθερίες των πολιτών, τα βιοηθικά διλήμματα που προκύπτουν, είναι σύνθετα. Μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση πορεύεται με αντιφάσεις και με έναν διχαστικό λόγο που τροφοδοτεί μια κυρίως ακροδεξιάς απόχρωσης κοινωνική δυσφορία – στοιχείο επικίνδυνο και για την σωστή αντιμετώπιση της πανδημίας και για την κοινωνική συνοχή και τη δημοκρατία.
  • Μέσα στο πλαίσιο αυτό, το σύνολο της δημοκρατικής και προοδευτικής αντιπολίτευσης, και ιδίως ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ως το μεγαλύτερο κόμμα και εκ του θεσμικού του ρόλου, έχει καταβάλει προσπάθειες πολιτικοποίησης των ζητημάτων μέσα σε δύσκολες συνθήκες, έχει επιδείξει ωριμότητα και υπευθυνότητα «βάζοντας πλάτη» όπου έπρεπε και ασκώντας εποικοδομητική κριτική, έχει καταθέσει προτάσεις για την «επόμενη μέρα» σε πολλά επίπεδα και προτείνει έναν τελείως διαφορετικό τρόπο διαχείρισης και υπέρβασης της κρίσης.
  • Η τελική πολιτική έκβαση αυτής της διαδικασίας, και μάλιστα σε τόσο πρωτόγνωρες συνθήκες, είναι ανοιχτή. Αυτό πάντως που γνωρίζουμε από την πολιτική ιστορία είναι ότι η διαδικασία διαμόρφωσης των εκλογικών τάσεων είναι σαφώς μια σύνθετη διαδικασία. Έτσι, πολιτικές αναλύσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας από έγκριτους επιστήμονες που προεξοφλούν από σήμερα μια νίκη της ΝΔ στις επόμενες εκλογές, δεν παίρνουν υπόψη τους πολλές παραμέτρους.
    • Μια από τις σημαντικότερες είναι ότι οι επόμενες εκλογές θα γίνουν για πρώτη φορά με το σύστημα της απλής αναλογικής, γεγονός που σημαίνει ότι – εκτός των πολιτικών προγραμμάτων κ.λπ. – θα συγκρουστούν σε αυτές και δύο εκλογικές στρατηγικές : η Νέα Δημοκρατία, με βάση όσα έχουν μέχρι σήμερα κατατεθεί στο δημόσιο λόγο, θα προεξοφλεί διπλές κάλπες, μία για να «καεί» η απλή αναλογική και μία δεύτερη για να βγει μονοκομματική κυβέρνηση, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ – υπερασπιζόμενος και έμπρακτα την απλή αναλογική – θα ζητά να έρθει πρώτος έστω και με μια ψήφο, ώστε να γίνει εφικτή μια προοδευτική κυβέρνηση. Το πώς θα λειτουργήσει αυτό το πρωτοφανέρωτο πολιτικό δίλημμα είναι δύσκολο να απαντηθεί μονολεκτικά. Γνωρίζουμε ωστόσο από τις έρευνες ότι στο ερώτημα «συμμαχικές ή μονοκομματικές κυβερνήσεις» το εκλογικό σώμα είναι περίπου διχασμένο στις προτιμήσεις του. Γνωρίζουμε επίσης ότι η πολιτική αστάθεια και η παρατεταμένη εκλογική περίοδος – ειδικά μετά από μια μακρά περίοδο αναταράξεων λόγω της πανδημίας και της κρίσης – δεν είναι συνήθως στις προτιμήσεις των πολιτών. Είναι λοιπόν ανοιχτό το ερώτημα ποια θα είναι απέναντι στις στρατηγικές αυτές η απάντηση των κομμάτων, των πολιτών, και κυρίως των ψηφοφόρων των προοδευτικών δυνάμεων.
    • Μια δεύτερη παράμετρος είναι αυτή του χρόνου. Τις μέρες αυτές, ενόψει της συμπλήρωσης δύο χρόνων διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, κάποιοι αναλυτές μπήκαν στη διαδικασία να συγκρίνουν τις δημοσκοπικές επιδόσεις της σημερινής κυβέρνησης με εκείνες άλλων κυβερνήσεων στα δύο χρόνια της θητείας τους. Μια τέτοια αναγωγή υπερβαίνει κατά πολύ τις γενικές παρατηρήσεις που αφορούν τους εκλογικούς κύκλους και δεν είναι επιστημονικά δόκιμη, καθώς δεν λαμβάνει υπόψη τις σημαντικές διαφοροποιήσεις που υπάρχουν πάντα στο πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο – πολύ περισσότερο μέσα σε ένα καθεστώς επάλληλων κρίσεων. Αποτιμώντας τα δύο αυτά χρόνια, εμείς απλά θα περιοριστούμε στην επισήμανση ότι, τουλάχιστον δημοσκοπικά, η κυβέρνηση έχει χάσει το 14% της εκλογικής της δύναμης, δηλαδή τον ένα στους επτά ψηφοφόρους της, όπως αυτό μπορεί να ερμηνευτεί σε συνάρτηση με τα παραπάνω. Εξάλλου, σημασία δεν έχει μόνο πόσος χρόνος έχει διανυθεί, αλλά και πόσος απομένει, καθώς η πανδημία και οι εξελίξεις περιορίζουν τις δυνατότητες τακτικών ελιγμών και ο πολιτικός χρόνος είναι, λόγω συνθηκών, ιδιαίτερα πυκνός.
  • Τέλος, τα κοινωνικά υποκείμενα που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στην πρώτη γραμμή της κοινωνικής διαμαρτυρίας και διεκδίκησης είναι βασικά δύο : Το νεολαιίστικο και το φεμινιστικό κίνημα. Η νέα γενιά έχει βρεθεί στο στόχαστρο των κυβερνητικών πολιτικών στο χώρο της εκπαίδευσης, της εργασίας και των δημοκρατικών ελευθεριών και την προηγούμενη περίοδο βρέθηκε συχνά στους δρόμους. Η πολιτική απάντηση της «επιταγής» των 150 ευρώ έναντι του εμβολιασμού των νέων αποδείχθηκε ένας λίγος και αναποτελεσματικός αντιπερισπασμός, αντί μιας ουσιαστικής απάντησης στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι νέοι και οι νέες. Τους τελευταίους όμως μήνες παράλληλα – και με ιδιαίτερη ορμή τελευταία – έχει έρθει στο πολιτικό προσκήνιο το θέμα των έμφυλων διακρίσεων και της έμφυλης βίας με τα πολλά πρόσωπα και κορυφαίο αυτό των γυναικοκτονιών. Το φεμινιστικό κίνημα έχει παρέμβει αποφασιστικά και αποτελεσματικά πολλές φορές στην επικαιρότητα και όλα δείχνουν ότι η έμφυλη διάσταση θα αποτελέσει το επόμενο διάστημα μια κεντρική παράμετρο της πολιτικής και όχι απλώς ένα δευτερεύον, συμπληρωματικό πεδίο, όπως συχνά αντιμετωπιζόταν από τα περισσότερα πολιτικά κόμματα. Τα επιμέρους πολιτικά κόμματα έχουν διαφοροποιημένη και ανισομερή ικανότητα παρέμβασης στα συγκεκριμένα πεδία διεκδικήσεων και πολιτικής – κάτι που ενδέχεται να επηρεάσει και τους όρους του μεταξύ τους ανταγωνισμού, στο βαθμό που η τάση που έχει καταγραφεί στους προηγούμενους μήνες θα συνεχιστεί, θα ενταθεί και θα λάβει περισσότερο πολιτικά χαρακτηριστικά.

 

Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη την ανάλυση παρακάτω.

Επίσης, τα διαγράμματα που περιλαμβάνονται στην ανάλυση υπάρχουν αναρτημένα και εδώ : https://poulantzas.gr/wp-content/uploads/2021/07/Eklogikes-Taseis-8_Graphs.pdf

 

Download (PDF, Unknown)