Εκλογικές Τάσεις # 6 – Δεκέμβριος 2020
Η 6η έκδοση της περιοδικής ανάλυσης Εκλογικές Τάσεις που δημοσιεύει το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, η οποία καλύπτει την περίοδο Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2020. Οι Εκλογικές Τάσεις που κυκλοφορούν από τον Οκτώβριο του 2019 αποτελούν μια καταγραφή και ανάλυση των ευρημάτων των πολιτικών ερευνών κάθε περιόδου, με αναφορά στα κυριότερα πολιτικά γεγονότα, την οποία επιμελούνται η Δανάη Κολτσίδα, πολιτική επιστήμονας και διευθύντρια του ΙΝΠ, και ο Κώστας Πουλάκης, μαθηματικός. Οι βασικοί δείκτες που παρακολουθούνται διαχρονικά περιλαμβάνουν την ικανοποίηση των πολιτών από την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση, τη δημοτικότητα των πολιτικών αρχηγών, την καταλληλότητα των αρχηγών των δύο μεγάλων κομμάτων για την πρωθυπουργία, την πρόθεση ψήφου προς κάθε κόμμα, τις συσπειρώσεις και μετακινήσεις ης εκλογικής βάσης των δύο μεγάλων κομμάτων, αλλά και τη σύνθεση της «γκρίζα ζώνης» της αδιευκρίνιστης ψήφου. Επίσης, στην ανάλυση περιέχονται και χρήσιμα κάθε φορά ποιοτικά στοιχεία σχετικά με την επικαιρότητα, αλλά και μια σύνοψη των βασικών πολιτικών τάσεων σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
Βασικά ευρήματα των Εκλογικών Τάσεων #6 :
- Στην περίοδο που καλύπτει η μελέτη των Εκλογικών Τάσεων #6 καταγράφεται για δεύτερη συνεχόμενη φορά μία σημαντική πτώση της ικανοποίησης από την κυβέρνηση (-3,3%), αλλά και μια ταυτόχρονη αυξητική τάση της ικανοποίησης από την αξιωματική αντιπολίτευση (+2,3%), τόσο σε ό,τι αφορά συγκεκριμένους χειρισμούς ή προτάσεις, όσο και συνολικά.
- Αντίστοιχα, καταγράφεται σημαντική και για δεύτερη φορά μείωση της δημοτικότητας του πρωθυπουργού, Κ. Μητσοτάκη (-6,7%), ενώ όλοι οι υπόλοιποι πολιτικοί αρχηγοί παρουσιάζουν είτε οριακή πτώση είτε σταθερότητα είτε και μικρή αύξηση της δημοτικότητάς τους. Φαίνεται λοιπόν ότι ο πρωθυπουργός έχει αρχίσει να ξοδεύει σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο, αφού οι πολίτες του χρεώνουν πια και προσωπικά την ευθύνη για τα λάθη και τις καθυστερήσεις της κυβέρνησης.
- Μικρότερη, αλλά πάντως υπαρκτή πτώση παρουσιάζει ο Κ. Μητσοτάκης και στον δείκτη περί του καταλληλότερου πρωθυπουργού (-1,6%) – στοιχείο αναμενόμενο, καθώς όπως έχουμε επισημάνει και στο παρελθόν, ο δείκτης αυτός είναι παραδοσιακά ο τελευταίος που ανατρέπεται. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι – παρά τα πλήγματα που έχει δεχτεί η δημοτικότητά του – εξακολουθεί να καλύπτει και συγχρόνως να συγκρατεί την ΝΔ. Αντίστοιχα, ο Αλ. Τσίπρας παρουσιάζει μια σταθερότητα, καταγράφοντας ποσοστά λίγο πάνω από την αντίστοιχη εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
- Τα παραπάνω ευρήματα αποτυπώνονται και στην πρόθεση ψήφου. Το σύνολο των πολιτικών κομμάτων της αντιπολίτευσης παρουσιάζει σταθερότητα, ενώ η Νέα Δημοκρατία συνεχίζει να παρουσιάζει πτώση (-2,6%), τροφοδοτώντας κατ’ αρχήν όχι την εκλογική βάση κάποιου άλλου κόμματος, αλλά την «γκρίζα ζώνη» της αδιευκρίνιστης ψήφου.
- Σε ό,τι αφορά στις συσπειρώσεις και μετακινήσεις των ψηφοφόρων των κομμάτων (με σημείο αναφοράς την ψήφο στις εκλογές του Ιουλίου του 2019), παρατηρούμε μια μικρή αποσυσπείρωση της ΝΔ, (-3,4%) που στην ουσία μετατοπίζεται προς την «αδιευκρίνιστη ψήφο» (+3,2%) και λιγότερο (+0,6%) προς την Ελληνική Λύση. Αντίστοιχα, σε ό,τι αφορά στην εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, παρατηρούμε τα εξής : Πρώτον, η συσπείρωσή του παρουσιάζει επίσης μία κάμψη – μικρότερη ωστόσο της αντίστοιχης κάμψης της ΝΔ – η οποία συνδυάζεται ωστόσο με μία ανάσχεση των διαρροών προς τη ΝΔ (μείωση των μετακινήσεων κατά 0,8%). Και δεύτερον, τη μεγαλύτερη αύξηση στις μετακινήσεις ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ την παρατηρούμε προς το Μέρα25
- Η «γκρίζα ζώνη» της αδιευκρίνιστης ψήφου – η οποία σε αυτό το «κύμα» εμφανίζεται σχετικά πιο αυξημένη (21,3% έναντι 19,3% στην περίοδο Μαΐου-Οκτωβρίου 2020) – περιλαμβάνει και σε αυτό το κύμα ψηφοφόρους προερχόμενους από όλα τα κόμματα. Το μεγαλύτερο μερίδιο (25,4%) όσων σήμερα ανήκουν στη «γκρίζα ζώνη» εξακολουθεί να προέρχεται από τον ΣΥΡΙΖΑ, αν και σε μικρότερο βαθμό σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο. Αντίστροφα, ανοδική τάση έχει η συμμετοχή πρώην ψηφοφόρων της ΝΔ στην αδιευκρίνιστη ψήφο (23,0%). Έτσι, το «στοίχημα» για τα δύο μεγάλα κόμματα τη στιγμή που θα βρεθούμε σε προεκλογική περίοδο είναι αν θα καταφέρουν και σε πιο βαθμό να «επαναπατρίσουν» τους ψηφοφόρους τους αυτούς, που προς το παρόν μένουν σε στάση αναμονής.
Κυριότερα συμπεράσματα :
1ον. Η επίδραση της πανδημίας θα έχει θεμελιώδη χαρακτήρα, που ενδεχομένως δεν αποτυπώνεται – τουλάχιστον όχι ακόμη – στα στοιχεία που μελετάμε και τα οποία πιθανότατα θολώνουν από το μέγεθος των αλλαγών που έχουν συσσωρευτεί μέσα μας και ίσως ακόμα δυσκολευόμαστε να συνειδητοποιήσουμε.
2ον. Η πανδημία παρέτεινε σημαντικά την «περίοδο χάριτος» που η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θα απολάμβανε ούτως ή άλλως μετά τις εκλογές. Ωστόσο, αυτή η μακρόχρονη περίοδος χάριτος της κυβέρνησης συναντιέται πλέον με τη σκληρή πραγματικότητα και την περίοδο του συλλογικού αναστοχασμού και της αποτίμησης των πεπραγμένων της. Η αμφισβήτηση του κυβερνητικού έργου, η διάψευση των υπέρμετρων προσδοκιών, η απουσία στρατηγικής και αφηγήματος για την ανάπτυξη και κυρίως την κοινωνική αλληλεγγύη προς όσους χτυπήθηκαν περισσότερο δημιουργούν σημαντικές ρωγμές στην εικόνα της κυβέρνησης. Ρωγμές οι οποίες μπορεί να μην είναι ορατές δια γυμνού οφθαλμού, όμως ενδέχεται να αποκαλυφθούν απότομα στην κρίσιμη πολιτική στιγμή.
3ον. Σε ό,τι αφορά στην αντιπολίτευση, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα πρέπει να επικοινωνήσει ξανά με το δικό του πρώτα ακροατήριο, που στέκεται επιφυλακτικά απέναντί του. Ενθαρρυντικό στοιχείο είναι η ευρύτατη κοινωνική αποδοχή των προτάσεών του. Όμως έχει δρόμο ακόμα για να συναντήσει οριστικά τους ψηφοφόρους του και κυρίως να διευρύνει την πιθανή του βάση – στοιχείο για το οποίο απαιτείται να καταφέρει να συνενώσει τις επιμέρους προτάσεις του σε μία συνεκτική αντιπρόταση, που θα ενσωματώνει και οραματικά στοιχεία, στη βάση των σταθερών αξιών της δικαιοσύνης, της δημοκρατίας και της αλληλεγγύης που ισχυροποιούνται περισσότερο στην περίοδο που ζούμε.
4ον. Ανεξάρτητα από το χρόνο των επόμενων εκλογών και τα σχετικά σενάρια που διακινούνται, καλό να θυμόμαστε ότι οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με το σύστημα της απλής αναλογικής και είναι μάλλον σίγουρο με τα δεδομένα που καταγράφονται ότι το αποτέλεσμα των εκλογών δεν θα δώσει αυτοδύναμη κυβέρνηση όποιο και από τα δύο κόμματα και να είναι πρώτο. Έτσι, σε αντίθεση με όσα έχουμε συνηθίσει να παρακολουθούμε και να καταγράφουμε στις αναλύσεις των δημοσκόπων, των δημοσιογράφων και των πολιτικών αναλυτών, αυτή τη φορά το ερώτημα δεν είναι τόσο ή μόνο το ποιος θα κερδίσει, αλλά εξίσου (ίσως και περισσότερο) το ποιος θα καταφέρει να σχηματίσει κυβέρνηση, καθώς είναι κατά τη γνώμη μας λάθος να προεξοφλείται άνευ ετέρου η διπλή κάλπη. Επίσης, τα κόμματα κατά τη χάραξη της στρατηγικής τους θα πάρουν μοιραία υπόψη τους και τις απόψεις γενικά των πολιτών και ειδικά της εκλογικής τους βάσης για τα διάφορα πιθανά σενάρια κυβερνήσεων συνεργασίας.