Το κείμενο περιλαμβάνεται στη συλλογική διαδικτυακή έκδοση “Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία (“Έκθεση Πισσαρίδη”): Μια κριτική επισκόπηση”, που δημοσιεύτηκε από το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς στο πλαίσιο της θεματικής Οικονομία-Παραγωγή-Βιώσιμη Ανάπτυξη στις 10/9/2020. Ολόκληρη η έκδοση βρίσκεται διαθέσιμη εδώ : https://poulantzas.gr/yliko/syllogiko-schedio-anaptyxis-gia-tin-elliniki-oikonomia-ekthesi-pissaridi-mia-kritiki-episkopisi/

 

 

Θόδωρος Παρασκευόπουλος [1] | Κεφαλαιοποιητικό σύστημα: οι ασφαλιστικές εταιρίες κερδίζουν, οι συνταξιούχοι χάνουν[2]

 

Σημαντικό μέρος της «ενδιάμεσης» έκθεσης της Επιτροπής Πισσαρίδη αφιερώνεται στο συνταξιοδοτικό σύστημα και στο ασφαλιστικό σύστημα γενικότερα, αφού περιέχει και προτάσεις για την ασφάλιση Υγείας. Η κεντρική πρόταση της Επιτροπής είναι η μετατροπή του συστήματος της επικουρικής σύνταξης από «νοητά κεφαλαιοποιητικό» σε γνήσια κεφαλαιοποιητικό. Φορείς του νέου συστήματος θα είναι ιδιωτικές κερδοσκοπικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις και πιθανόν ένας δημόσιος φορέας. Ο δημόσιος φορέας είναι πράγματι αναγκαίος, αν ο κεφαλαιοποιητικός πυλώνας γίνει υποχρεωτικός, γιατί πώς θα υποχρεώσεις κάποιον να ασφαλιστεί σε μια ιδιωτική εταιρία για τη σύνταξη του; Διαφορετικά η επικουρική ασφάλιση θα πρέπει να είναι προαιρετική, όπως σε άλλα κράτη, και να επιδοτείται από το κράτος, προκειμένου να γίνει δελεαστική. Όποιος και όποια δεν θέλει θα μείνει χωρίς επικούρηση. Όπως και αν γίνει πάντως, θα πρέπει να το πληρώσουμε όλοι και όλες και θα είναι πολύ ακριβό.

Η εφαρμογή αυτού του σχεδίου, όπως είναι γνωστό, αποτελεί μέρος του
προγράμματος της Νέας Δημοκρατίας και σκοπό της κυβέρνησης, αλλά και απαίτηση των ασφαλιστικών εταιριών, οι οποίες εποφθαλμιούν τα δισεκατομμύρια των ασφαλιστικών εισφορών που εισπράττει σήμερα το δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα. Το έδαφος είχε ήδη προετοιμαστεί πολιτικά από την επιτροπή που είχε συγκροτήσει ο τότε Υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης, Ν. Μηταράκης και η οποία είχε παρουσιάσει το πόρισμά της τον Οκτώβριο 2019.[3]

Στην επιχειρηματολογία της η έκθεση της Επιτροπής ακολουθεί συνοπτικά την επιχειρηματολογία της σχετικής μελέτης του Ινστιτούτου Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ),[4] δηλαδή του κέντρου μελετών του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), ο διευθυντής του οποίου, Νίκος Βέττας, είναι αναπληρωτής πρόεδρος της Επιτροπής Πισσαρίδη. Για ποιον λόγο, τώρα, η κυβέρνηση επέλεξε τον κ. Βέττα και όχι, ας πούμε, κάποιον ή κάποιαν από το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, αλλά και γιατί η ΓΣΕΕ και ο πρόεδρός της, που συμμετείχαν σε σχετικές συσκέψεις τις οποίες διοργάνωσε η κυβέρνηση, δεν βρήκαν μια λέξη να πουν για τη σκανδαλωδώς μονομερή σύνθεση της Επιτροπής, αυτά ας τα σκεφτούν οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες.

Η μελέτη του ΙΟΒΕ, την οποία ακολουθεί η έκθεση Πισσαρίδη, αναφέρει ότι το «νοητά κεφαλαιοποιητικό» σύστημα, που, ως γνωστόν, επιβλήθηκε από τους δανειστές και ισχύει σήμερα για τις επικουρικές συντάξεις, «εξορθολογίζει» το σύστημα υπολογισμού των συντάξεων. Πρόκειται για τη γνωστή προκατάληψη ότι συστήματα που, κι ας μην είναι αγοραία, μιμούνται τον τρόπο των χρηματαγορών, είναι ορθολογικότερα από συστήματα πολιτικής εκτίμησης και υπολογισμού και δημοκρατικών αποφάσεων. Προκατάληψη, η οποία δεν επιβεβαιώνεται εμπειρικά ούτε μπορεί να στηριχθεί θεωρητικά, παρά μόνο με τις αμπελοφιλοσοφίες των νεοφιλελευθέρων.

Στο υποκεφάλαιο 4.8. «Ασφαλιστικό σύστημα» (σ. 99 κ.ε.) η έκθεση Πισσαρίδη παρότι διαπιστώνει ότι «οι παρεμβάσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα τα τελευταία χρόνια βελτίωσαν σημαντικά τους δείκτες μακροχρόνιας βιωσιμότητάς του», εντούτοις «παραμένουν προβλήματα στη δομή του, με υψηλό βαθμό επιβάρυνσης της εργασίας και περιορισμένο βαθμό ανταποδοτικότητας και δυνατότητας κεφαλαιοποίησης.» Η έκθεση ισχυρίζεται ότι «μέσα από κατάλληλες παραμετρικές και δομικές παρεμβάσεις το ασφαλιστικό σύστημα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης στο νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα.» Τα παραθέματα από την έκθεση είναι αναγκαία για να κατανοήσουμε τη λογική των προτάσεων της Επιτροπής Πισσαρίδη – και του ΣΕΒ, από το Ινστιτούτο του οποίου προέρχονται αυτές οι προτάσεις.

Τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι υποστηρικτές και οι υποστηρίκτριες του κεφαλαιοποιητικού συστήματος είναι κυρίως πέντε:

  1. Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα εξασφαλίζει την ανταποδοτικότητα
  2. Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα εξασφαλίζει αξιοπρεπείς συντάξεις
  3. Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα ευνοεί την ανάπτυξη
  4. Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα είναι ασφαλές
  5. Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα αντιμετωπίζει τις επιπτώσεις της γήρανσης του
    πληθυσμού

Στα επόμενα θα εξεταστούν ένα προς ένα αυτά τα επιχειρήματα.

 

Η ανταποδοτικότητα του ασφαλιστικού συστήματος

 

Ο πρώτος όρος-κλειδί είναι η «ανταποδοτικότητα». Σύμφωνα με την έκθεση Πισσαρίδη/Βέττα, η «ανταποδοτικότητα» του ασφαλιστικού συστήματος, δηλαδή η πλήρης αντιστοίχιση του ύψους της σύνταξης με τις εισφορές που έχει καταβάλει ο ασφαλισμένος/η, επιστρατεύεται για να εξουδετερώσει τον αναδιανεμητικό χαρακτήρα του συνταξιοδοτικού συστήματος – να το προσομοιάσει με την ιδιωτική ασφάλιση. Η αναδιανεμητική όψη των κοινωνικών ασφαλίσεων αποσκοπεί στην καταπολέμηση της φτώχειας των υπερηλίκων με αξιοπρεπείς συντάξεις, αφού οι υπερήλικες δεν είναι σε θέση να βελτιώσουν το εισόδημά τους με αναζήτηση καλύτερα αμειβόμενης εργασίας, με εκπαίδευση κ.λπ. Αυτόν τον σκοπό υπηρετεί η πρόβλεψη του «νόμου Κατρούγκαλου» για αναλογικά ευνοϊκότερα ποσοστά αναπλήρωσης σε συνταξιούχους που έχουν λίγα συντάξιμα χρόνια: η αναδιανομή δεν γίνεται με κλίμακα εισφορών ανάλογα με το εισόδημα, αλλά με αυξημένη αναπλήρωση για τους φτωχότερους.

Με άλλα λόγια το συνταξιοδοτικό σύστημα, για να είναι δίκαιο, πρέπει να είναι σχετικά και όχι απόλυτα ανταποδοτικό. Το επιχείρημα ότι τέτοιες ρυθμίσεις – η σχετική μείωση της ανταποδοτικότητας προς όφελος της αναδιανομής – ευνοούν την πρόωρη αποχώρηση από την εργασία είναι ανόητο, αφού για την συνταξιοδότηση τίθεται όριο ηλικίας. Επίσης ανόητο είναι το επιχείρημα ότι έτσι ευνοείται η αδήλωτη, δηλαδή ανασφάλιστη εργασία: η αδήλωτη ή υποδηλωμένη εργασία είναι πολύ σπάνια επιλογή των μισθωτών. Οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες αναγκάζονται να την αποδεχτούν, προκειμένου να βρουν δουλειά ή να μη χάσουν τη δουλειά τους. Εξίσου ανόητος είναι ο ισχυρισμός ότι το ύψος του μη μισθολογικού κόστους (δηλαδή κυρίως οι ασφαλιστικές εισφορές) εμποδίζει (ή στην αντίθετη περίπτωση ενθαρρύνει) τις επιχειρήσεις να προσλάβουν μισθωτούς. Καμία επιχείρηση δεν προσλαμβάνει μισθωτούς, επειδή ξαφνικά κοστίζουν 1% λιγότερο. Άλλωστε προσλήψεις δεν γίνονται επειδή η εργασία είναι φτηνή, αλλά επειδή οι επιχειρήσεις χρειάζονται προσωπικό – αυτό αποδείχτηκε άλλωστε με την πλήρη διάψευση του ισχυρισμού ότι η μείωση του κατώτατου μισθού και η εισαγωγή του υποκατώτατου θα μείωνε την ανεργία, όπως και με τη διάψευση του ισχυρισμού ότι η κατάργηση του υποκατώτατου και η αύξηση του κατώτατου μισθού από την κυβέρνηση της Αριστεράς το 2018 θα οδηγούσε σε απολύσεις: συνέβη το αντίθετο. Η «ανταποδοτικότητα» του κεφαλαιοποιητικού συστήματος υποτίθεται ότι αυξάνει τις συντάξεις. Σε άρθρο τους οι Ρομπόλης και Μπέτσης[5] δείχνουν με αριθμητικά
παραδείγματα ότι θα συμβεί ακριβώς το αντίθετο: είτε θα μειωθούν δραστικά οι επικουρικές συντάξεις είτε θα αυξηθούν δραστικά οι εισφορές των ασφαλισμένων.

Αλλά και η ίδια η «ανταποδοτικότητα» του κεφαλαιοποιητικού συστήματος είναι μύθος. Ανταποδοτικότητα σημαίνει «όσα δίνεις, τόσα παίρνεις» και μάλιστα τοκισμένα. Στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα δεν παίρνεις όσα δίνεις, αλλά όσα σου δίνει η απρόσωπη κεφαλαιαγορά. Το πόσο ανορθολογική είναι η κεφαλαιαγορά το διαπίστωσαν αποταμιευτές και αποταμιεύτριες που παρασύρθηκαν και την εμπιστεύτηκαν με τρομακτικές απώλειες σε κάθε οικονομική κρίση ή κρίση του χρηματιστηρίου, τελευταία στην Ελλάδα επί κυβέρνησης Σημίτη, μετά στα 2008 2014 και θα το διαπιστώσουν τώρα με την κρίση του κορωνοϊού. Οι ασφαλιστικές εξάλλου εταιρίες λειτουργούν στο πλαίσιο του επενδυτικού κινδύνου. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι της μετοχής της AIG, της μεγαλύτερης ασφαλιστικής των ΗΠΑ, η μετοχή της οποίας οποία τον Σεπτέμβριο 2008 μέσα σε λίγες μέρες έπεσε από τα $70 σε $5.5, με αποτέλεσμα το αμερικανικό κράτος να αναλάβει το κόστος ασφαλιστικών συμβολαίων ύψους 85 δισεκ. ευρώ. Στην Ελλάδα, η «ΑΣΠΙΣ Πρόνοια» που υπόσχονταν στα συνταξιοδοτικά και επενδυτικά της προγράμματα εγγυημένη απόδοση 7,5%, κατέρρευσε το 2009 αφήνοντας ακάλυπτους τους ασφαλισμένους.

Για ποιον λόγο, τώρα, οι νεοφιλελεύθεροι προπαγανδίζουν την πλήρη ανταποδοτικότητα; Μα επειδή η σχετική ανταποδοτικότητα, δηλαδή η αναδιανομή, περιέχει ένα στοιχείο κοινωνικής αλληλεγγύης, το οποίο καθιερώνεται με παρέμβαση του κράτους. Και γιατί επιδιώκουν τη συνεχή μείωση του ασφαλιστικού κόστους; Μα επειδή έτσι αυξάνονται τα κέρδη των επιχειρήσεων, χωρίς αυτό ωστόσο, όπως έχει αποδειχτεί θεωρητικά και έχει διαπιστωθεί εμπειρικά, να επηρεάζει την απασχόληση. Και γιατί επιδιώκουν την αντικατάσταση του διανεμητικού συστήματος με κεφαλαιοποιητικό; Μα γιατί έτσι αυξάνονται τα κέρδη των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

 

Το κεφαλαιοποιητικό φτωχοποιεί την «τρίτη ηλικία»

 

Ο δεύτερος όρος-κλειδί είναι η «δυνατότητα κεφαλαιοποίησης». Με την κεφαλαιοποίηση των ασφαλιστικών εισφορών, λένε ΙΟΒΕ και Επιτροπή Πισσαρίδη, θα απελευθερωθούν πόροι για επενδύσεις και οικονομική μεγέθυνση. Η «μελέτη» του ΙΟΒΕ, από την οποία η έκθεση Πισσαρίδη αντλεί τα επιχειρήματα και τα στοιχεία της, προβλέπει για την περίπτωση που θα εισαχθεί στην Ελλάδα πλήρως κεφαλαιοποιητικό σύστημα για τις επικουρικές συντάξεις ότι σε 40 χρόνια θα έχει συσσωρευθεί ένα κεφάλαιο 90 δισεκατομμυρίων ευρώ (η έκθεση Πισσαρίδη τα αυξάνει σε 99 δισεκατομμύρια, χωρίς ωστόσο ούτε η ίδια ούτε το ΙΟΒΕ να λένε πώς υπολόγισαν το ποσό), τα οποία θα επενδύονται, ώστε από τις αποδόσεις να καταβάλλονται οι συντάξεις. Υπολογίζει μάλιστα μια απόδοση αυτών των επενδύσεων ύψους 3% ετησίως και πληθωρισμό 2%, δηλαδή καθαρή απόδοση 1% (την ίδια περίπου απόδοση έχει η πολύ ασφαλέστερη τοποθέτηση του αποθεματικού των ασφαλιστικών ταμείων στην Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ η Ευρωπαϊκή Αρχή ιδιωτικών ασφαλίσεων υπολογίζει την καθαρή ετήσια απόδοση σε 0,5%). Η συσσώρευση 90 ή 99 δισεκατομμυρίων σε 40 χρόνια είναι μια ηρωική πρόβλεψη, με δεδομένο ότι π.χ. το σουηδικό κεφαλαιοποιητικό σύστημα με υποχρεωτική επικουρική ασφάλιση συσσώρευσε σε 20 χρόνια (1999-2018) 40 δισεκατομμύρια ευρώ, σε μια χώρα με πληθυσμό σαν της Ελλάδας, πολύ μικρότερη ανεργία, μεγαλύτερο ποσοστό οικονομικά ενεργού πληθυσμού, τετραπλάσιο ΑΕΠ και, φυσικά, πολύ υψηλότερους μισθούς – δηλαδή με πολύ υψηλότερες εισπράξεις των ταμείων από εισφορές.

Όσο για τις αποδόσεις, το μεγαλύτερο πρόβλημα των ιδιωτικών ασφαλιστικών ταμείων είναι οι χαμηλές αποδόσεις των ασφαλέστερων τοποθετήσεων, αποδόσεις που φτάνουν να είναι και αρνητικές. Αυτό διαπιστώνουν σήμερα οι Γερμανοί και οι Γερμανίδες συνταξιούχοι (εκεί η επικουρική ασφάλιση είναι ιδιωτική και προαιρετική), ιδίως όταν συγκρίνουν τις δικές τους εισφορές και τις δικές τους συντάξεις με εκείνες της γειτονικής Αυστρίας, όπου το ασφαλιστικό σύστημα είναι γενικό, δημόσιο, ενιαίο (χωρίς επικούρηση) και διανεμητικό, αφού το 2003 αποκρούστηκε επιτυχώς η εισαγωγή κεφαλαιοποιητικού συστήματος. Σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου των γερμανικών συνδικάτων (Hans Boeckler-Stiftung) και του αυστριακού Εργατικού Επιμελητηρίου, με ίσο ποσοστό εισφορών (22,7% και στις δύο χώρες, αν συνυπολογιστεί η εισφορά για την επικούρηση στη Γερμανία), το ποσοστό αναπλήρωσης στη Γερμανία (με την επικούρηση) αγγίζει το 50%, στη Σουηδία, το «κράτος-πρότυπο» του κεφαλαιοποιητικού συστήματος, το 55%, ενώ στην Αυστρία, όπου καταβάλλονται 14 συντάξεις σε αντίθεση με τις 12 της Γερμανίας και της Σουηδίας, η αναπλήρωση φτάνει το 80% και μάλιστα με τιμαριθμική αναπροσαρμογή.[6] Αποτέλεσμα είναι η εντυπωσιακή μείωση του κινδύνου φτώχειας μετά τα 65 χρόνια, σε αντίθεση με τη Γερμανία όπου η αύξηση αυτού του κινδύνου είναι εντυπωσιακή. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των ανδρών σε κίνδυνο φτώχειας στα γηρατειά μειώθηκε στην Αυστρία μεταξύ 2007 και 2015 από 14% σε 10%, ενώ στη Γερμανία αυξήθηκε στο ίδιο διάστημα από 12% σε 15%. Τα αντίστοιχα ποσοστά στις γυναίκες είναι στην Αυστρία 22% και 15,5% και στη Γερμανία 17% και 20,1%.[7] Η διαφορά ανδρών-γυναικών εξηγείται με τη διαφορά στο ύψος των συντάξεων που αντανακλά τη μισθολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων.

Οι Ρομπόλης και Μπάτσης στο άρθρο τους αποδεικνύουν με αριθμητικά παραδείγματα ότι το σύστημα επικουρικής ασφάλισης που προτείνουν ο ΣΕΒ και η Επιτροπή Πισσαρίδη οδηγεί σε, δραστική μάλιστα, μείωση των επικουρικών συντάξεων (όπως έγινε με τις συντάξεις στη Χιλή) εκτός εάν υπάρξει δραστική αύξηση των εισφορών.

Όλα αυτά με την προϋπόθεση ότι οι ασφαλισμένοι και οι ασφαλισμένες δεν θα έχουν ασταθείς εργασιακές σχέσεις και ότι επί 40 χρόνια δεν θα αναγκαστούν να διακόψουν την εργασία τους ή να βγουν κιόλας από την αγορά εργασίας, ότι δεν θα υπάρξουν οικονομικές κρίσεις και χρηματιστηριακές αναταραχές – πράγματα άλλωστε τα οποία είναι άγνωστα στη νεοφιλελεύθερη οικονομική θεωρία, αλλά πολύ γνωστά στην πραγματική ζωή.

 

Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα είναι αντιαναπτυξιακό

 

Κεντρικό σημείο στις προτάσεις ΣΕΒ-Πισσαρίδη είναι ότι με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα απελευθερώνονται πόροι που θα διατεθούν για την ανάπτυξη. Στην πραγματικότητα δεν απελευθερώνεται ούτε ένα ευρώ. Οι πόροι μεταφέρονται από το υπάρχον σύστημα στο νέο, από το Δημόσιο σε ιδιωτικές κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, οι οποίες θα διαχειρίζονται τις εισφορές των νέων ασφαλισμένων προς δικό τους όφελος. Αυτοί οι πόροι, 50-60 δισεκατομμύρια ευρώ, θα λείψουν, γιατί το δημόσιο σύστημα θα εξακολουθήσει να καταβάλλει συντάξεις χωρίς να εισπράττει εισφορές. Αυτό το έλλειμμα θα πρέπει να αναπληρωθεί με φόρους, μειώσεις άλλων δημόσιων δαπανών, μειώσεις των συντάξεων, δημοσιονομικό έλλειμμα και δημόσιο χρέος. Με άλλα λόγια, οι εισφορές των ασφαλισμένων θα εκχωρηθούν προς διαχείριση και εκμετάλλευση σε ιδιωτικές κερδοσκοπικές επιχειρήσεις και μάλιστα χωρίς αντίτιμο και το Δημόσιο θα χρηματοδοτήσει αυτήν την παραχώρηση – θα επιδοτήσει, δηλαδή, έμμεσα τις ιδιωτικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Όπως παρατηρούν οι Ρομπόλης/Μπέτσης στο άρθρο που προαναφέρθηκε, το Δημόσιο, αναλαμβάνοντας να καλύψει το κενό που θα δημιουργήσει η ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, θα μετατρέψει το «αφανές» χρέος του ασφαλιστικού συστήματος (δηλαδή την υποχρέωσή τους να πληρώσουν συντάξεις), το οποίο έχει σήμερα εξασφαλισμένη χρηματοδότηση από τις ασφαλιστικές εισφορές, σε πραγματικό χρέος με αρνητική επίπτωση στην πιστοληπτική ικανότητα του κράτους. Αυτοί οι πόροι θα λείψουν από τις δημόσιες επενδύσεις και από την κοινωνική πολιτική, δηλαδή θα μειωθούν οι αναπτυξιακές δαπάνες του Δημοσίου. Εντυπωσιακό είναι ότι αυτές οι προτάσεις που οδηγούν σε μείωση των οικονομικών δυνατοτήτων του κράτους, γίνονται και η κυβέρνηση τις επικροτεί, την ίδια στιγμή που θεωρεί αναγκαίο να αυξήσει τις μη αναπαραγωγικές (δηλαδή μη αναπτυξιακές) δαπάνες, όπως είναι οι εξοπλισμοί.

Το δέλεαρ που προβάλλει η έκθεση Πισσαρίδη είναι ότι τα 99 δισεκατομμύρια θα επενδυθούν. Μάλιστα, προτείνει να υπάρξουν κίνητρα (προφανώς φορολογικά) ώστε να επενδυθούν στη εγχώρια οικονομία. Το πρόβλημα είναι ότι σήμερα δεν λείπουν οι πόροι για ιδιωτικές επενδύσεις. Έκδοση άφθονου χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες και εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια έχουν δημιουργήσει πολύ ευνοϊκές συνθήκες για επενδύσεις – όσον αφορά τους πόρους. Εκείνο που δεν διακρίνουν οι επενδυτές είναι οι δυνατότητες για επενδύσεις με υψηλή κερδοφορία και έτσι δημιουργούνται οι λιμνάζοντες πόροι.

Εξάλλου, οργανισμοί όπως οι προτεινόμενοι ιδιωτικοί φορείς, αλλά και ο δημόσιος φορέας που θα διαχειρίζονται την επικουρική ασφάλιση δεν κάνουν επενδύσεις, αλλά τοποθετούν τα χρήματά τους. Δηλαδή δεν αναλαμβάνουν επιχειρηματικούς κινδύνους, δεν διευρύνουν τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας, δεν δημιουργούν θέσεις εργασίας – και δεν πρέπει να τα κάνουν αυτά. Εκείνο που μπορούν να κάνουν είναι να τοποθετούν τα χρήματά τους σε μετοχές επιχειρήσεων ή σε μερίδια φαντς που δεν είναι ακραία κερδοσκοπικά. Επηρεάζουν έτσι την αξία των μετοχών, ίσως και την πορεία των Χρηματιστηρίων (γι’ αυτό και ο ΣΕΒ ενδιαφέρεται τόσο), για την οικονομική μεγέθυνση και την ανάπτυξη δεν παίζουν όμως κανέναν ρόλο. Επομένως, το δέλεαρ Πισσαρίδη αφλογιστεί.

 

Κεφαλαιοποιητικό σύστημα και ανασφάλεια

 

Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα που προτείνουν ο ΣΕΒ και η Επιτροπή Πισσαρίδη κάνει το ασφαλιστικό σύστημα, όσον αφορά την επικούρηση, ανασφαλές. Σε κάθε μεγάλη οικονομική κρίση, ο μεγάλος χαμένος ήταν οι συνταξιούχοι που οι συντάξεις τους δεν βασίζονταν σε ένα δημόσιο διανεμητικό σύστημα, αλλά σε συσσωρευμένα κεφάλαια που η κρίση τα εξανέμιζε. Φυσικά, οικονομικές κρίσεις επηρεάζουν και τα δημόσια διανεμητικά ασφαλιστικά συστήματα. Τα επηρεάζουν όμως λιγότερο, επειδή οι πληρωμές αυτών των συστημάτων εξαρτώνται και από πολιτικές αποφάσεις για τη συνολική διανομή του εθνικού εισοδήματος, δηλαδή από την έγνοια του κράτους για τους υπερήλικες. Επιπλέον ανασφάλεια προκύπτει από την πρόταση για «ενισχυμένους βαθμούς ελευθερίας των νοικοκυριών στη διαχείριση». Αυτό στα ελληνικά σημαίνει ότι οι ασφαλισμένοι/ες θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν ανάμεσα σε λιγότερο ή περισσότερο επικερδείς και αντιστρόφως περισσότερο ή λιγότερο ασφαλείς τοποθετήσεις των εισφορών τους. Καθώς οι περισσότεροι και οι περισσότερες δεν έχουν εξοικείωση με τον περίπλοκο κόσμο των χρηματικών τοποθετήσεων, η επιλογή θα γίνεται έπειτα από συμβουλές και εξηγήσεις των ασφαλιστικών ταμείων. Ήδη ευρωπαϊκά συνδικάτα τραπεζοϋπαλλήλων έχουν συχνά καταγγείλει ότι μέλη τους πιέζονται από τις διοικήσεις των τραπεζών να παρακινήσουν τους πελάτες της τράπεζας να κάνουν πιο επικερδείς και πιο επικίνδυνες τοποθετήσεις και ότι η πίεση είναι τέτοια που οι «συμβουλές» φτάνουν στα όρια της απάτης – βλέπεις, η τράπεζα ή το ταμείο κερδίζουν ό,τι και αν συμβεί με τα λεφτά του πελάτη ή της πελάτισσάς τους..

Η εντύπωση ότι με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα δημιουργείται για κάθε ασφαλισμένο και ασφαλισμένη ένας «κουμπαράς», ο οποίος «ανοίγει» όταν ξεπεραστεί το όριο της συνταξιοδότησης είναι φενάκη. Και σε αυτήν την περίπτωση ισχύει το αμείλικτο «ούκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος» του Λουκιανού. «Κουμπαράς» δεν υπάρχει. Οι εισφορές που καταβάλλονται μετατρέπονται σε περιουσιακά στοιχεία της εκάστοτε ασφαλιστικής εταιρίας (αξιόγραφα διαφόρων ειδών). Από την απόδοση αυτών των περιουσιακών στοιχείων σε κάθε περίοδο οι εταιρίες πληρώνουν τα λειτουργικά τους έξοδα (μαζί και τις συνήθως υπέρογκες αμοιβές των διευθυντικών τους στελεχών), τα μερίσματα των μετόχων τους και τις συντάξεις. Οι αποδόσεις προηγούμενων περιόδων και τα έσοδα από εισφορές δεν υπάρχουν πια. Εάν τα περιουσιακά στοιχεία της ασφαλιστικής εταιρίας δεν έχουν αποδόσεις ώστε να πληρωθούν αυτά που πρέπει να πληρωθούν, η εταιρία δεν θα τα πληρώσει. Μπορεί να κλείσει, μπορεί κάποιοι να διωχθούν, να πάνε κιόλας φυλακή, αλλά οι συντάξεις θα έχουν χαθεί. Συνήθως καλείται τότε το κράτος να αναπληρώσει όσα χάθηκαν, με φόρους, με μειώσεις άλλων δαπανών του ή με δανεισμό.

 

Το επιχείρημα της γήρανσης του πληθυσμού και του ύψους της συνταξιοδοτικής δαπάνης

 

Το συνηθέστερο επιχείρημα υπέρ του κεφαλαιοποιητικού σύστηματος είναι ότι με προϊούσα γήρανση του πληθυσμού η συνταξιοδοτική δαπάνη απαιτεί όλο και υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ, όλο και υψηλότερες εισφορές (που επιβαρύνουν τις επιχειρήσεις) και ότι παρά ταύτα απαιτείται και υψηλή συνεισφορά από τον κρατικό προϋπολογισμό. Όσοι και όσες προβάλλουν αυτό το επιχείρημα για την Ελλάδα, παραβλέπουν ότι δεν αυξήθηκε η συνταξιοδοτική δαπάνη, αλλά μειώθηκε το ΑΕΠ και ο αριθμός των μισθωτών καθώς και των  αυτοαπασχολούμενων, όπως και τα εισοδήματά τους, ποσοστό των οποίων είναι τα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων. Η έκθεση Πισσαρίδη αναφέρει ότι η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα ανέρχεται σε 16,5% του ΑΕΠ (αντιπαραβάλλοντάς την με τον μέσο όρο της ΕΕ που βρίσκεται στο 13,2%). Ωστόσο, η τελευταία αναλογιστική μελέτη που συνόδεψε την πρόσφατη ασφαλιστική νομοθέτηση (ν.4670/20)[8] προσδιόρισε τη δαπάνη στο 15,6% για το
2018, 15,4% για το 2019 και 14,6% για το 2020 ενώ καταλήγει ότι αυτή θα μειωθεί στο 11,9% το 2070. Η παρουσίαση μεγαλύτερου ποσοστού προφανώς ήταν απαραίτητη για να ντύσει την πολιτική αφήγηση περί «γενναιόδωρου» συνταξιοδοτικού. Το επιχείρημα των αυξημένων δαπανών παραβλέπει επίσης ότι από τα μέσα του 2019 (δηλαδή μετά την εκλογική νίκη της Νέας Δημοκρατίας) αυξάνεται ο αριθμός όσων παρέχουν αδήλωτη και υποδηλωμένη εργασία (δηλαδή μειώνονται τα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων), όχι επειδή τάχα είναι πολύ υψηλό το μη μισθολογικό κόστος, αλλά επειδή ατόνησαν μέχρι εκμηδενίσεως οι έλεγχοι μετά την ουσιαστική διάλυση του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας (ΣΕΠΕ) και οι επιχειρήσεις έχουν πια πολύ μεγαλύτερη δυνατότητα να εκβιάζουν το προσωπικό τους. Αυτό που επιχειρείται στην πραγματικότητα είναι η μετάθεση της ευθύνης από την ηθελημένη αδράνεια των κρατικών ελεγκτικών μηχανισμών στο αναδιανεμητικό δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα. Σε κράτη με σχετικά χαμηλή ανεργία, σταθερό ή αυξανόμενο ΑΕΠ και αυστηρό έλεγχο για την τήρηση της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας τα δημόσια ασφαλιστικά συστήματα αντεπεξέρχονται μια χαρά.

Γενικά όμως, η σύγκριση ποσοστών του ΑΕΠ, μέσων όρων κ.λπ. σε σχέση με τη συνταξιοδοτική δαπάνη είναι ανούσια και υπηρετεί μόνο την προπαγάνδιση της ιδιωτικοποίησής του. Μια λογική σύγκριση θα απαιτούσε να διατυπωθούν προδιαγραφές για το τι πρέπει να προσφέρει ένα συνταξιοδοτικό σύστημα και μετά να συγκριθούν οι δαπάνες και να εξεταστούν μέθοδοι για την εξοικονόμηση πόρων. Η απλή σύγκριση ποσών και ποσοστών του ΑΕΠ δεν απαντάει στο κρίσιμο ερώτημα: «Τι πόροι χρειάζονται προκειμένου το κράτος να ανταποκριθεί στην υποχρέωσή του για τη διαβίωση των υπερηλίκων;»

Όποτε συσχετίζεται το ασφαλιστικό σύστημα με τη δημογραφική εξέλιξη, αναφέρεται ότι η σχέση μεταξύ συνταξιούχων και ενεργών εργαζομένων μεταβάλλεται δραματικά. Η σχετική εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2011, αλλά και αντίστοιχες εκτιμήσεις διαφόρων κρατών, αντιπαραβάλλουν ωστόσο ηλικιακές ομάδες (18-65 με 65+) και αυτή η αντιπαραβολή είναι παραπλανητική. Το ορθό θα ήταν η αντιπαραβολή του αριθμού των εργαζομένων με εκείνον των συνταξιούχων (με συνυπολογισμό, βέβαια, της παραγωγικότητας της εργασίας). Από αυτήν τη σκοπιά το συνταξιοδοτικό συνδέεται με την πολιτική απασχόλησης, αλλά και με την πολιτική πρόνοιας. Η βελτίωση της σχέσης εργαζόμενων/συνταξιούχων απαιτεί ιδιαίτερη πολιτική για την καταπολέμηση της ανεργίας και την ένταξη στην εργασία, και μάλιστα κατά ομάδες του πληθυσμού: νεανική ανεργία, ανεργία/ένταξη στην εργασία των γυναικών, ανεργία/ένταξη στην εργασία των μεσηλίκων, ένταξη στην εργασία των ατόμων με αναπηρία, ένταξη στην εργασία των ατόμων σε ακραία φτώχεια, ένταξη των μεταναστών και μεταναστριών – όπου περιλαμβάνεται και μεγάλος αριθμός προσφύγων που δεν θα φύγουν ποτέ από τη χώρα. Θα πρέπει ακόμα να περιλαμβάνει την εξάλειψη της μισθολογικής διαφοράς ανδρών-γυναικών, την καταπολέμηση της απλήρωτης και ανασφάλιστης εργασίας –όπως είναι οι απλήρωτες υπερωρίες ή οι υπερωρίες χωρίς προσαύξηση και η αδήλωτη ή υποδηλωμένη εργασία.

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η δημογραφική εξέλιξη είναι αμελητέα. Η αντιμετώπισή της απαιτεί πολιτική για την εναρμόνιση εργασιακού και οικογενειακού βίου (όπως βρεφονηπιακοί και παιδικοί σταθμοί, Κέντρα Δημιουργικής Απασχόλησης Παιδιών, σχολικά γεύματα – αυτά ακριβώς που έγιναν επί ΣΥΡΙΖΑ και αποδομούνται τώρα), πολιτική στέγασης, ιδίως των νέων ζευγαριών, στοχευμένη ενθάρρυνση νέων να αποκτήσουν παιδιά, όπως με την αύξηση του οικογενειακού επιδόματος για οικογένειες με ένα ή δύο παιδιά, που έγινε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ενίσχυση των μονογονεϊκών οικογενειών. Τέτοιου είδους μέτρα μπορούν να ανακόψουν σημαντικά δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις και ως εκ τούτου έχουν ευνοϊκές επιπτώσεις στην κατάσταση του συνταξιοδοτικού συστήματος, έστω και μακροπρόθεσμα.

 


[1] Οικονομολόγος, Μέλος του ΔΣ του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς

[2] Στην τελική μορφή της ανάλυσης συνέβαλε με καίριες παρατηρήσεις η Νεφέλη Σαμιακού, δικηγόρος

[3]https://www.asfalistiko.gr/%ce%b1%cf%83%cf%86%ce%b1%ce%bb%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%b9%ce%ba%cf%8c/%ce%b5%cf%80%ce%b9%ce%ba%ce%bf%cf%85%cf%81%ce%b9%ce%ba%ce%ae-%cf%83%cf%8d%ce%bd%cf%84%ce%b1%ce%be%ce%b7-%ce%b1%cf%85%cf%84%cf%8c-%ce%b5%ce%af%ce%bd%ce%b1%ce%b9-%cf%84%ce%bf-%cf%80%cf%8c%cf%81%ce%b9/

[4] Συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση και ανάπτυξη, http://iobe.gr/docs/research/RES_04_15042019_REP_GR.pdf

[5] Το πόρισμα της επιτροπής Πισσαρίδη – Στο ίδιο νεοφιλελεύθερο έργο θεατές
https://slpress.gr/author/robolis_mpetsis

[6] https://www.boeckler.de/pdf/v_2019_06_05_woess.pdf

[7] Blank F./Türk E.: Armutsgefährdung Älterer – Deutschland und Österreich im Vergleich. Παρατίθεται
από τη μελέτη του Ιδρύματος Hans-Boeckler που αναφέρεται πιο πάνω.

[8]http://www.eaa.gr/Portals/0/ctuarial%20report%20EAA%20%202020%2012_02_2020%20final%20print.pdf