Αν δεν μπορέσουμε με αφετηρία την μεταναστευτική/προσφυγική κρίση να δημιουργήσουμε μια προοπτική ικανή να επινοήσει εκ νέου την Ευρώπη, θα ζήσουμε μαύρες μέρες.

Συνέντευξη του Σάντρο Μετσάντρα* στη Μαρία Χαϊδοπούλου Βρυχέα, για το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, στις 8 Μαρτίου 2016.

E_05-10-15

 

Σήμερα, σε όλη την Ευρώπη η έννοια της «κρίσης» χρησιμοποιείται ευρέως. Αρχικά, συνήθιζαν να μιλούν για την «προσφυγική κρίση», αλλά σήμερα μάλλον προτιμούν τον όρο «μεταναστευτική κρίση». Κατά συνέπεια, υπάρχει μια διακριτή αλλαγή και αν όπως έχετε ισχυριστεί η κρίση είναι μια κατηγορία διακυβέρνησης (governmental category), με τι ακριβώς πιστεύετε ότι ερχόμαστε αντιμέτωποι/ες;

Έχετε δίκιο. Σήμερα, στον δημόσιο ευρωπαϊκό λόγο όταν γίνεται αναφορά στην κρίση υπάρχει μια κάποιου είδους αμφισημία. Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο και σε πολύ γενικές γραμμές θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η κρίση αποτελεί συστατικό στοιχείο της νεοτερικότητας. Υπάρχει ένα είδος δομικής σύνδεσης μεταξύ της έννοιας της κρίσης και των πιο πολιτικών όρων της νεοτερικότητας που έχει διερευνηθεί από πολλούς ιστορικούς και θεωρητικούς της πολιτικής επιστήμης και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με τη χρήση της έννοιας «κρίση». Από αυτήν την άποψη, αυτή η έννοια χαρακτηρίζεται από μια συγκεκριμένη παραγωγικότητα, που σημαίνει ότι το να μιλάμε για την κρίση συνήθως υπονοεί σε αδρές γραμμές ότι αναφερόμαστε σε ενδεχόμενες λύσεις αυτής της κρίσης.

Ειδικά στην Ευρώπη, αυτό που χαρακτηρίζει τη σημερινή κατάσταση είναι ότι συνεχίζουμε να μιλάμε για την κρίση χωρίς να μπορούμε να δούμε πολλές λύσεις. Και αυτό γίνεται φανερό εάν λάβουμε υπόψη μας, για παράδειγμα, το ζήτημα της οικονομικής κρίσης. Από το 2007-08, η οικονομική κρίση είναι παρούσα τόσο στην Ευρώπη όσο και στον υπόλοιπο κόσμο και δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα μια κάποια σταθερή λύση. Αυτό είναι σημαντικό γιατί πίσω από τη μεταναστευτική/προσφυγική κρίση στην οποία αναφερθήκατε έχουμε την οικονομική κρίση, την αποκαλούμενη κρίση του δημόσιου χρέους, που συνεχίζει να είναι παρούσα στην Ευρώπη. Αρκεί να σκεφτούμε τη Φινλανδία και τη θέση της πριν ένα χρόνο σε σχέση με την Ελλάδα. Σήμερα, η Φινλανδία αντιμετωπίζει μια βαθιά κρίση και οι προτεινόμενες λύσεις είναι οι «συνήθεις ύποπτοι»: προγράμματα λιτότητας, περικοπές, κ.λπ. Κατά μια έννοια, αυτές οι λύσεις το μόνο που κάνουν είναι να διαμορφώνουν τις βάσεις για την αναπαραγωγή της κρίσης. Θεωρώ σημαντικό να έχουμε στο μυαλό μας την οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση ακόμη και όταν μιλάμε για την προσφυγική/μεταναστευτική κρίση, γιατί υπάρχει μια ξεκάθαρη σύνδεση μεταξύ αυτών των πολλαπλών κρίσεων. Μόνο αν τις αναγνωρίσουμε ως ένα σύνολο θα μπορέσουμε να αντιληφθούμε ότι αντιμετωπίζουμε μια βαθιά και συνολική κρίση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Από αυτή την άποψη, η κρίση στην Ελλάδα και οι συγκρούσεις μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και της λεγόμενης τρόικας των δανειστών κατά το προηγούμενο έτος είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Κατά μια έννοια, ένα μέρος των ευρωπαϊκών ελίτ ήταν βέβαια πολύ ικανοποιημένο με τη «λύση» που δόθηκε στην ελληνική κρίση τον περασμένο Ιούλιο και προφανώς θεωρούσαν ότι αυτή η «λύση» μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για την εμβάθυνση και τη συνέχιση της διαδικασίας ολοκλήρωσης υπό τη σημαία της λιτότητας, της νομισματικής σταθερότητας κ.ο.κ. Μέσα σε δύο εβδομάδες, αυτές οι ίδιες ελίτ βρέθηκαν αντιμέτωπες με μια άλλη κρίση, την έναρξη αυτού  που αποκαλούμε σήμερα προσφυγική/μεταναστευτική κρίση, και ήταν αμέσως ξεκάθαρο ότι η ΕΕ δεν ήταν ικανή να διαμορφώσει τις βάσεις για μια αποτελεσματική διαχείριση και ότι δεν υπήρχε νομιμοποίηση για να την αντιμετωπίσει. Γι’ αυτό τον λόγο, τονίζω την σύνδεση όσων συνέβησαν στην Ελλάδα στο πρώτο μισό του 2015 και όσων συνέβησαν στο δεύτερο μισό του έτους σχετικά με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Και το κάνω αυτό για να τονίσω το γεγονός ότι στις μέρες μας η πραγματική κρίση είναι μια κρίση της ευρωπαϊκής διαδικασίας ολοκλήρωσης.

Ας σκεφτούμε τις γεωγραφίες της ολοκλήρωσης στην Ευρώπη. Στη διάρκεια της ελληνικής κρίσης, για άλλη μια φορά, ήρθαμε αντιμέτωποι με τη διαίρεση Βορρά-Νότου, που, βέβαια, έχει τη δικιά της ιστορία, αλλά κατά τα τελευταία πέντε-έξι χρόνια έχει λάβει δραματικές διαστάσεις. Στη διάρκεια της λεγόμενης «μεταναστευτικής κρίσης» προέκυψε μια ακόμη διαίρεση, που έχει, επίσης, τη δικιά της ιστορία, αλλά προσέλαβε πολιτικά χαρακτηριστικά με ένα διαφορετικό τρόπο: η διαίρεση μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στηριζόταν πάντα σε μια πολύμορφη γεωγραφία, με διαφορετικές, ετερογενείς γεωγραφικές κλίμακες. Ας σκεφτούμε την Ευρώπη του ευρώ, την Ευρώπη της συνθήκης του Σένγκεν, τις προωθούμενες από την ΕΕ διαδικασίες περιφερειακής ανάπτυξης, τον αναδυόμενο κατά τις τελευταίες δεκαετίες χώρο των logistics (της εφοδιαστικής αλυσίδας). Άρα, υπάρχουν διαφορετικά είδη γεωγραφιών. Για να μην μακρηγορούμε, όμως, η ιδέα ήταν ότι αυτή η πολύμορφη γεωγραφία ήταν παραγωγική καθαυτή, ότι δηλαδή υπήρχε μια συγκεκριμένη παραγωγικότητα με όρους εμβάθυνσης και ενίσχυσης της διαδικασίας ολοκλήρωσης που συνδεόταν με αυτήν την πολύμορφη γεωγραφία. Σήμερα, για άλλη  μια φορά, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την κατάρρευση αυτών των γεωγραφιών, με την ουσιαστική γεωγραφική διάρρηξη της διαδικασίας ολοκλήρωσης. Και θεωρώ ότι αυτή είναι μια εικόνα που σκιαγραφεί με αποτελεσματικό τρόπο το αποτύπωμα της κρίσης της διαδικασίας ολοκλήρωσης στην Ευρώπη.


Παρ’
όλα αυτά, αντιμετωπίζουμε μια κρίση που με έναν τρόπο εμπερικλείει και έναν άλλον «παίχτη», τους μετανάστες, τις μετανάστριες και τις/τους πρόσφυγες. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η κυρίαρχη απάντηση ήταν η ασφαλειοποίηση και μια σειρά από περιοριστικές πολιτικές και πρακτικές ελέγχου σε σχέση με τα εξωτερικά (ΝΑΤΟ, Frontex) και τα εσωτερικά (θέτοντας υπό αμφισβήτηση τον χώρο Σένγκεν) σύνορα της ΕΕ. Τι σημαίνει αυτός ο πολλαπλασιασμός των συνόρων; Πιστεύετε ότι σήμερα αντιμετωπίζουμε μια διαδικασία εδραίωσης ενός νέου καθεστώτος συνόρων και ελέγχου;

Αυτό είναι ένα κρίσιμο ερώτημα και δεν είναι πολύ εύκολο να απαντήσει κάποιος σε πέντε ή δέκα λεπτά, αλλά θα προσπαθήσω να αναφερθώ τουλάχιστον σε ορισμένα θέματα. Το πρώτο θέμα σχετίζεται με αυτό που μόλις αναφέρατε ως τον άλλον «παίχτη», αυτόν που έρχεται «από τα έξω», εννοώντας τους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Νομίζω ότι είναι πραγματικά πολύ σημαντικό να αναγνωρίσουμε τους μετανάστες και τους πρόσφυγες ως ενεργά υποκείμενα και όχι απλώς ως θύματα – θύματα πολέμου, θύματα του ευρωπαϊκού συνοριακού καθεστώτος, θύματα διακινητών, κ.ο.κ. Θεωρώ ότι αυτό το σημείο είναι πραγματικά κομβικό. Ασχολούμαι με το θέμα της μετανάστευσης πάνω από είκοσι χρόνια και πιστεύω ότι το στοιχείο αυτό είναι το πιο κρίσιμο καθώς συνεισφέρει στην αποκάλυψη των πρακτικών, των συμπεριφορών και των επιθυμιών των μετακινούμενων ανθρώπων, δίχως βεβαίως να αποκρύπτει τις αντικειμενικές συνθήκες που αναγκάζουν πολλούς από αυτούς τους ανθρώπους να βρίσκονται εν κινήσει.

Στην Ευρώπη, υπάρχει μια φράση που κυκλοφορεί μεταξύ των ακτιβιστών οι οποίοι ασχολούνται με την μετανάστευση και τα σύνορα ως ένα είδος πρόκλησης για τον κυβερνητικό ορισμό της αποκαλούμενης «μεταναστευτικής/προσφυγικής κρίσης» και αυτή η φράση είναι το «καλοκαίρι της μετανάστευσης», που αναφέρεται προφανώς σε ό,τι συνέβη τον Ιούλιο, τον Αύγουστο, τον Σεπτέμβρη και το φθινόπωρο στην Ευρώπη. Κατά τη γνώμη μου, η φράση το «καλοκαίρι της μετανάστευσης» είναι αρκετά εύστοχη στο βαθμό που δίνει έμφαση στην υποκειμενικότητα των μεταναστών, στο πείσμα των μεταναστών για μετακίνηση που έχει οδηγήσει στην αμφισβήτηση και στην απορρύθμιση, τουλάχιστον για ένα μικρό χρονικό διάστημα, του ευρωπαϊκού συνοριακού καθεστώτος. Επιπλέον, είναι σημαντικό να προσθέσουμε ότι αυτός ο πρωταγωνιστικός ρόλος των μεταναστών και προσφύγων έχει πολύ συχνά αποκτήσει σαφώς πολιτικές μορφές κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών. Αυτό ήταν εμφανές στη Βεντιμίλια, στα σύνορα Ιταλίας-Γαλλίας, στο Καλαί και σήμερα στην Ειδομένη. Είναι εμφανές στις περιπτώσεις όπου ερχόμαστε αντιμέτωποι με τεράστιες συγκεντρώσεις ανθρώπων, στα λεγόμενα «σημεία συμφόρησης», τα οποία δημιουργούνται από το ευρωπαϊκό συνοριακό καθεστώς. Σε όλα αυτά τα παραδείγματα, καθώς και σε άλλες περιπτώσεις οι μετανάστες/πρόσφυγες ήταν πολύ συχνά σε θέση να διατυπώσουν τις απαιτήσεις και τα αιτήματά τους με έναν εμφανώς πολιτικό τρόπο, αν και σε αδρές γραμμές. Αυτό που εννοώ είναι ότι έχουν απαιτήσει το δικαίωμά τους για πρόσβαση στην Ευρώπη, διεκδικώντας ένα είδος ιδιοποίησης της Ευρώπης ως ένα χώρο για να ζήσουν, ένα χώρο αναζήτησης ενός μέλλοντος. Επιπλέον, είναι σημαντικό να προσθέσουμε ότι αυτή η απαίτηση αφορούσε την Ευρώπη στο σύνολό της, όχι τα μεμονωμένα κράτη έθνη ή τα κράτη μέλη της ΕΕ.

Θεωρώ ότι αυτό το γεγονός είναι πολύ σημαντικό. Τους τελευταίους μήνες, έχω πολλές φορές σκεφτεί τα διάσημα λόγια του Φραντς Φανόν στο τέλος του βιβλίου Της γης οι κολασμένοι.  Ίσως θυμάστε αυτήν την επίκληση: «αφήστε αυτήν την Ευρώπη όπου μιλάνε συνεχώς για τον Άνθρωπο, εντούτοις δολοφονούν ανθρώπους όπου τους βρουν, σε κάθε γωνία των δικών τους δρόμων». Λοιπόν, αν έχετε κατά νου αυτές τις λέξεις, αυτό που συμβαίνει σήμερα μπορεί να είναι ένα είδος μετατόπισης (displacement) γιατί βλέπετε ανθρώπους να έρχονται από τον πρώην Τρίτο Κόσμο  –οι ίδιοι άνθρωποι στους οποίους αναφερόταν ο Φραντς Φανόν στις αρχές της δεκαετίας του 1960–  διεκδικώντας το δικαίωμα πρόσβασης στην Ευρώπη. Θα είχε ενδιαφέρον να σκεφτούμε αυτό το είδος της αντιστροφής γιατί αναφέρεται σε ένα είδος μετα-αποικιακής κατάστασης στην οποία ζούμε σήμερα και μας υπενθυμίζει ότι οι  μετανάστες και οι πρόσφυγες  –με τις κινήσεις, τους αγώνες και το πείσμα τους–  θέτουν στην Ευρώπη δυο θέματα προς αντιμετώπιση τα οποία είναι εξίσου σημαντικά. Από τη μια πλευρά, θέτουν σε αμφισβήτηση την αποκαλούμενη ποιότητα της κοινωνικής συνεργασίας και κοινωνικής συνύπαρξης εντός της Ευρώπης και από την άλλη θέτουν το πρόβλημα των σχέσεων της Ευρώπης με τους πολλαπλούς (της) «έξω». Ακριβώς αυτή είναι η σύνδεση μεταξύ των δυο ερωτημάτων, τα οποία τέθηκαν από τις κινητοποιήσεις και τους αγώνες των μεταναστών, και η οποία κάνει την ίδια τη μετανάστευση ένα τόσο σημαντικό ζήτημα για το μέλλον της Ευρώπης. Αυτό το σημείο αφορά το πρώτο σκέλος της ερώτησής σας.

Το δεύτερο  σκέλος της ερώτησής σας αφορά την εδραίωση ενός νέου συνοριακού καθεστώτος στην Ευρώπη σήμερα και τον πολλαπλασιασμό των τειχών και φραχτών τόσο στα «εξωτερικά σύνορα» της ΕΕ όσο και εντός του χώρου Σένγκεν. Είναι σημαντικό να δώσουμε έμφαση σε αυτήν την σύνδεση, γιατί τα τείχη και οι φράχτες δεν έχουν απλώς πολλαπλασιαστεί στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ. Η αυστριακή κυβέρνηση σχεδιάζει να κλείσει τα σύνορα μεταξύ της Αυστρίας και της Ιταλίας, ενώ το σύστημα Σένγκεν υπήρξε σίγουρα ένα από τα πιο σημαντικά και συμβολικά επιτεύγματα της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Επιπλέον, έχει σημαντικές οικονομικές πτυχές και νομίζω ότι ένα μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών ελίτ γνωρίζει το τεράστιο κόστος που εγκυμονεί η κρίση από το πιθανό τέλος της ελεύθερης κυκλοφορίας εντός του χώρου Σένγκεν. Συνεπώς, αυτό είναι άλλο ένα σημαντικό σύμπτωμα και, ταυτόχρονα, μια απολύτως συγκεκριμένη πτυχή της κρίσης της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Παράλληλα, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι αυτό που αποκαλούμε «ευρωπαϊκό συνοριακό καθεστώς» αναδύθηκε ως ένας σύνθετος μηχανισμός που συνάρθρωσε την κυκλοφορία εντός του χώρου Σένγκεν και τον ελέγχο στα αποκαλούμενα «εξωτερικά σύνορα της ΕΕ». Σήμερα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι  με μια κρίση τόσο των δύο αυτών πτυχών καθαυτών όσο και της συνάρθρωσής τους. Ανήκω σε ένα ρεύμα των κριτικών σπουδών των συνόρων, των κριτικών μεταναστευτικών σπουδών και του σχετικού με τη μετανάστευση ακτιβισμού που ήταν πάντα σκεπτικό αναφορικά με το ευρέως διαδεδομένο σύνθημα:   «Ευρώπη Φρούριο». Δεν αμφισβήτησα ποτέ την αποτελεσματικότητα αυτού του συνθήματος –και το έχω χρησιμοποιήσει σε δημόσιες συζητήσεις– αλλά από μια περιγραφική άποψη, ανήκω σε εκείνους οι οποίοι προειδοποιούσαν ότι αυτός ο ορισμός μπορεί να είναι παραπλανητικός. Από τη μια πλευρά, μπορεί να είναι παραπλανητικός γιατί όσον αφορά τις εξελίξεις στο καθεστώς των συνόρων εστιάζει στο κομμάτι του ελέγχου συγκαλύπτοντας το άλλο μέρος, δηλαδή την υποκειμενική πρόκληση για τα σύνορα που συνεχώς θέτουν οι κινήσεις της μετανάστευσης. Από την άλλη πλευρά, υπήρξε ένας ακόμη λόγος για τον οποίον υπήρξαμε επιφυλακτικοί σχετικά με τις επιπτώσεις της φράσης «Ευρώπη Φρούριο» και αυτό συνδέεται με το γεγονός ότι οι μετανάστες συνέχισαν να έχουν πρόσβαση στον ευρωπαϊκό χώρο. Ο καλύτερος δυνατός τρόπος για να περιγράψουμε τον τρόπο με τον οποίο το ευρωπαϊκό συνοριακό καθεστώς είχε λειτουργήσει για περίπου δυο δεκαετίες είναι μέσω της «διαφοροποιημένης ένταξης». Αυτή είναι μια έννοια που δίνει έμφαση στο γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές πολιτικές για τα σύνορα δεν είχαν ως στόχο να κρατήσουν τους μετανάστες εκτός Ευρώπης με έναν απόλυτο τρόπο. Περισσότερο είχαν ως στόχο το φιλτράρισμα των κινήσεων της μετανάστευσης με πολύ ετερογενείς τρόπους συμβάλλοντας σε μια βαθιά διάκριση των θέσεων των ίδιων των μεταναστών εντός της Ευρώπης, εντός της ευρωπαϊκής πολιτειότητας καθώς και εντός των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας.

Από αυτήν την άποψη, στην τρέχουσα περίοδο το ευρωπαϊκό συνοριακό καθεστώς δεν λειτουργεί καθόλου. Ο πολλαπλασιασμός των τειχών και των φραχτών, η στρατιωτικοποίηση των συνόρων και η αυστηροποίηση του ελέγχου δεν μου φαίνεται ότι αποτελούν λύση απέναντι στην κρίση του ευρωπαϊκού συνοριακού καθεστώτος. Για άλλη μια φορά, υπάρχουν μεγάλα τμήματα των ευρωπαϊκών ελίτ –και για να είμαι σαφής αυτούς τους ανθρώπους τους θεωρώ πολιτικούς αντιπάλους μου– που το γνωρίζουν αυτό. Επίσης, είμαι πεπεισμένος ότι, για παράδειγμα, οι πολιτικές αποφάσεις που έχουν ληφθεί από τα τέλη του Αυγούστου και τις αρχές του Σεπτεμβρίου από την Άνγκελα Μέρκελ επηρεάζονται από αυτήν την γνώση. Για να το θέσω απλά: η Ευρώπη χρειάζεται μετανάστες! Και αυτό είναι κάτι που οι άνθρωποι οι οποίοι δουλεύουν σε πολλά υπουργεία και πολιτικούς φορείς σε ολόκληρη την ήπειρο το γνωρίζουν πολύ καλά. Αυτό που συμβαίνει σήμερα δεν αντιμετωπίζει αυτήν την ευρωπαϊκή ανάγκη για μετανάστες και αυτός είναι ο λόγος που πιστεύω ότι δεν υπάρχει κανένα αποτελεσματικό συνοριακό καθεστώς το οποίο να αναδύεται από τις εξελίξεις αυτών των βδομάδων και μηνών. Το πρόβλημα παραμένει. Εννοώ ότι υπάρχουν πολλά ενδεχόμενα για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων με μερικά από αυτά να είναι εφιάλτες  –και αυτό πρέπει να το γνωρίζουμε–  αλλά την ίδια στιγμή είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι το πρόβλημα παραμένει ανοιχτό.


Πιστεύετε
ότι η Ευρώπη βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι αναφορικά με τις αποκαλούμενες ως θεμελιώδεις αξίες της, όπως για παράδειγμα  τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων; Θεωρείτε ότι η προσπάθεια των μεταναστών/ριών και των προσφύγων να φτάσουν σε ένα ασφαλές έδαφος έχει αναγκάσει την Ευρώπη να πάρει θέση; Και,
επιπλέον
, ποιο ρόλο διαδραματίζουν τα κινήματα αλληλεγγύης και η αριστερά;

Η Ευρώπη βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι από πολλές απόψεις τόσο για τις αποκαλούμενες θεμελιώδεις της αξίες όσο και για την ουσία των αξιών της διαδικασίας ολοκλήρωσης. Αναφορικά με τη μετανάστευση και τους συνοριακούς ελέγχους, αυτό ήταν πάντα ένα είδος «τυφλού σημείου» για τις ευρωπαϊκές αξίες. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ότι, κατά τα τελευταία 25 χρόνια, χιλιάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά έχασαν τη ζωή τους στην προσπάθειά τους να διασχίσουν τα αποκαλούμενα ευρωπαϊκά εξωτερικά σύνορα. Κατά συνέπεια, αυτό δεν είναι κάτι νέο. Σήμερα, αντιμετωπίζουμε μια δραματική κρίση και πολλοί άνθρωποι έχουν την τάση να σκέφτονται ότι πρόκειται για κάτι νέο, ενώ αντίθετα στην πραγματικότητα υπάρχει μια συνέχεια και κοιτάζοντας τις «ευρωπαϊκές αξίες» από τη σκοπιά των συνόρων της Ευρώπης πάντα ερχόμασταν αντιμέτωποι με ένα είδος εφιάλτη, με το θέαμα της σφαγής των ευρωπαϊκών θεμελιωδών αξιών.

Είναι αναμφίβολα αληθές ότι οι εξελίξεις αυτές έχουν προσλάβει δραματικές διαστάσεις κατά τους τελευταίους μήνες. Κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι οι θεμελιώδεις αρχές, υπό την έννοια της αναγνώρισης της κληρονομιάς των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ούτω καθεξής, στις μέρες μας διαταράσσονται και τίθενται υπό αμφισβήτηση όχι μόνο σε ό,τι αφορά τα σύνορα της ΕΕ, αλλά και εντός του χώρου και του ίδιου του πυρήνα, αν θέλετε, της ΕΕ. Αναφέρομαι φυσικά στην άνοδο όλων των νέων επιθετικών πολιτικών δυνάμεων της δεξιάς που ξεκάθαρα αμφισβητούν αυτήν την κληρονομιά. Αυτό είναι κατά τη γνώμη μου ένα πολύ κρίσιμο ερώτημα, διότι επισημαίνει τις βαθιές διαδικασίες επανεθνικοποίησης της πολιτικής τόσο υπό την έννοια των εφαρμοζόμενων πολιτικών όσο και υπό την έννοια της πολιτικής ρητορικής που αναπτύσσεται σε όλη την Ευρώπη. Επιπροσθέτως, η απάντηση των κυριότερων πολιτικών δυνάμεων σε αυτές τις διαδικασίες επανεθνικοποίησης της πολιτικής, όπως για παράδειγμα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος ή του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος, με έναν τρόπο, καλλιεργεί αυτά τα ίδια προβλήματα. Στη Γαλλία η σύγκλιση των θέσεων της κυβέρνησης του Ολάντ με σημαντικές πτυχές του πολιτικού προγράμματος του Εθνικού Μετώπου, υπό την πίεση της «κατάστασης έκτακτης ανάγκης», σηματοδοτεί από αυτήν την άποψη πάρα πολλά!

Ταυτόχρονα, σε αυτό το πλαίσιο αξίζει να σημειώσω ότι είμαι βαθιά πεπεισμένος ότι αυτές οι διαδικασίες επανεθνικοποίησης της πολιτικής δεν θέτουν σε αμφισβήτηση το νεοφιλελεύθερο πυρήνα της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Συνεπώς, όλα τα σενάρια τα οποία καλούμαστε να λάβουμε υπόψη για το άμεσο μέλλον επικεντρώνονται στην ανάδυση νέων συνδέσεων μεταξύ του νεοφιλελευθερισμού και του εθνικισμού σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό σημαίνει ότι αν συνδυάσουμε όλα αυτά με όσα ανέφερα σχετικά με την κρίση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, βρισκόμαστε κατά κάποιον τρόπο αντιμέτωποι με το τέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως την γνωρίζαμε και στην οποία ασκούσαμε κριτική κατά τις τελευταίες περίπου δυο δεκαετίες. Ωστόσο, χρειάζεται προσοχή. Μια νέα Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα απολύτως πιθανό ενδεχόμενο να στηρίζεται ακριβώς σε αυτή τη σύνδεση των νέων μορφών εθνικισμού και να αποτελεί μια συνέχεια των διαδικασιών του νεοφιλελευθερισμού.

Ως εκ τούτου, είμαι πεπεισμένος ότι αυτή είναι μια κρίσιμη στιγμή για την Ευρώπη και για την ευρωπαϊκή αριστερά και χρειαζόμαστε επειγόντως  διαδικασίες εξέγερσης ενάντια σε αυτά τα σενάρια. Υπάρχει σήμερα στην Ευρώπη μια βάση για τέτοιες διαδικασίες; Λοιπόν, θα υποστήριζα ότι υπάρχει μια τέτοια βάση και με αυτήν την έννοια είμαι αισιόδοξος. Η αλληλεγγύη στους μετανάστες και τους πρόσφυγες υπήρξε πραγματικά μια σπουδαία εμπειρία τους τελευταίους μήνες σε πολλά μέρη της Ευρώπης. Εδώ και μερικούς μήνες μένω στη Γερμανία και είναι πραγματικά εκπληκτικό να βλέπω τον μεγάλο αριθμό ανθρώπων οι οποίοι συμμετέχουν στα δίκτυα αλληλεγγύης  –δίκτυα αλληλεγγύης τα οποία υπερβαίνουν τα όρια των παραδοσιακών μορφών ακτιβισμού και στα οποία συμμετέχουν πολλοί πολίτες. Αυτές τις μέρες όταν οι άνθρωποι σκέφτονται τη Γερμανία, τη συνδέουν αμέσως με την άνοδο μια νέας δεξιάς. Για παράδειγμα, το κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), το νέο πολιτικό κόμμα της δεξιάς, κατέγραψε θεαματικά ποσοστά στις τελευταίες δημοτικές εκλογές στο κρατίδιο της Έσσης και ακόμα υψηλότερα στις εκλογές των ομόσπονδων κρατιδίων την περασμένη Κυριακή (με ένα εκπληκτικό ποσοστό που άγγιξε το 24% των ψήφων στο κρατίδιο της Σαξονίας – Άνχαλτ. Αυτή η εκλογική πραγματικότητα σε συνδυασμό με τις διαρκώς αυξανόμενες βιαιοπραγίες και επιθέσεις εναντίον των προσφύγων και των καταλυμάτων τους αποτελεί, ωστόσο, το ένα μέρος της εικόνας. Διότι αυτό που πραγματικά είναι εντυπωσιακό στη Γερμανία είναι μάλλον η πόλωση της γερμανικής κοινωνίας. Το άλλο κομμάτι της εικόνας είναι τα διαδεδομένα δίκτυα αλληλεγγύης τα οποία σε πολλές πόλεις κατέληξαν στο να θέτουν θεμελιώδη ερωτήματα αναφορικά με το δικαίωμα στην πόλη. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τη Γερμανία. Υπάρχουν παρόμοιες εμπειρίες αλληλεγγύης ακόμα και στην Ουγγαρία για να αναφερθούμε σε μια χώρα που δεν είναι ιδιαίτερα «προηγμένη» από την άποψη της δημοκρατίας και των «ευρωπαϊκών αξιών», για να το θέσω με έναν ειρωνικό τρόπο. Γνωρίζετε καλύτερα από μένα την κατάσταση στην Ελλάδα και θεωρώ ότι είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Είναι συγκινητικό αυτό που συμβαίνει, πραγματικά συγκινητικό μετά από την αναταραχή και τα όσα έχει υποφέρει η κοινωνία τα τελευταία χρόνια! Και αυτό μπορεί να ειπωθεί για πολλά μέρη της Ευρώπης και αποτελεί μια βάση για να ξανασκεφτούμε την Ευρώπη και να εφεύρουμε πρακτικά μια νέα Ευρώπη. Βεβαίως, αυτό που χρειαζόμαστε είναι μορφές συντονισμού, ένα είδος πολιτικής επινόησης ικανής να συνδέσει αυτές τις εμπειρίες και να τις θέσει εκ νέου σε ένα διαφορετικό επίπεδο.

Πώς κρίνετε το αποτέλεσμα της χθεσινής Συνόδου (7 Μαρτίου);

Είναι δύσκολο να ισχυριστεί κάποιος ότι η χθεσινή Σύνοδος ήταν ικανή να προτείνει αποτελεσματικές λύσεις. Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα από την ανάγνωση ορισμένων δηλώσεων των ευρωπαίων ηγετών κατά τη λήξη της Συνόδου, όπως για παράδειγμα της χθεσινής αναφοράς του Τουσκ ότι «οι μέρες της παράνομης μετανάστευσης προς την Ευρώπη είναι παρελθόν». Ωραία! Αυτό σημαίνει ότι τίποτα δεν επιτεύχθηκε. Ή επίσης όπως ανέφερε ο Κάμερον «όλοι οι πρόσφυγες που φτάνουν στην Ελλάδα θα επιστρέφονται πίσω στην Τουρκία». Μπορείτε να φανταστείτε κάτι τέτοιο; Σκεφτείτε ότι ο βασικός πυρήνας της χθεσινής πρότασης που έκανε η κυβέρνηση της Τουρκίας μέσω του Νταβούτογλου είναι «μία είσοδος – μία έξοδος». Αυτό βασίζεται σε μια εικόνα των κινήσεων της μετανάστευσης που δεν είναι σε καμιά περίπτωση ρεαλιστική και πιστεύω ότι ακόμα και οι υποστηριχτές αυτής της φόρμουλας το γνωρίζουν πολύ καλά. Κάτι τέτοιο μπορεί να δείχνει απλώς μια τάση σύμφωνα με την οποία η Τουρκία μετατρέπεται σε μια νέα «πλατφόρμα εφοδιασμού (logistical platform)» του ευρωπαϊκού συνοριακού καθεστώτος μετανάστευσης και ασύλου. Θα μπορούσαμε να μιλάμε για ώρες σχετικά με τους κινδύνους που σχετίζονται με αυτό το ενδεχόμενο. Σήμερα το πρωί, διάβαζα στην Guardian μια συνέντευξη του Φίλιππο Γκραντί, του Ύπατου Αρμοστή του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες στην οποία περιγράφει με έναν πολύ ακριβή και συγκεκριμένο τρόπο τους κινδύνους αυτής της τάσης, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι ακόμα και πολλοί σύριοι πρόσφυγες κινδυνεύουν να σταλούν πίσω σε εμπόλεμες ζώνες. Θα μπορούσαμε να κάνουμε εκτενή αναφορά στις συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων στην Τουρκία και προφανώς όλες αυτές είναι κρίσιμες πλευρές του ζητήματος.

Θα ήθελα να προσθέσω μόνο μερικά σημεία. Το σχέδιο μετατροπής της Τουρκίας σε κύρια «πλατφόρμα εφοδιασμού» του ευρωπαϊκού συνοριακού καθεστώτος μετανάστευσης και ασύλου είναι πλήρως ευθυγραμμισμένο με τη διατήρηση της διαδικασίας εξωτερίκευσης του ευρωπαϊκού συνοριακού καθεστώτος, διαδικασία δρομολογημένο τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, από την εποχή του πρώτου είδους πιλοτικών συμφωνιών μεταξύ των κυβερνήσεων Γερμανίας και Πολωνίας που οδήγησε στην επινόηση της έννοιας της «ασφαλούς τρίτης χώρας». Εκείνη την περίοδο, υπήρξε ένας πολλαπλασιασμός των εν λόγω συμφωνιών τόσο από τα μεμονωμένα κράτη  μέλη όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αν κοιτάξετε τη νότια ακτή της Μεσογείου, βλέπετε πολλές χώρες που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο εμπλέκονται στη διαχείριση του ευρωπαϊκού συνοριακού καθεστώτος. Μια αντίστοιχη περίπτωση είναι οι συμφωνίες της κυβέρνησης της Ιταλίας με τον Καντάφι πριν το 2011. Η αποκαλούμενη Αραβική Άνοιξη το 2011 αποτελεί επίσης μια σημαντική στιγμή της κρίσης του ευρωπαϊκού συνοριακού καθεστώτος, ακριβώς λόγω του κεντρικού ρόλου που διαδραμάτισαν χώρες, όπως η Λιβύη και η Τυνησία, στη διαδικασία εξωτερίκευσης του συνοριακού  καθεστώτος. Ακόμα κι αν επικεντρωθούμε περισσότερο στο νότο, θα δούμε ότι η Σενεγάλη, το Μάλι και άλλες χώρες είναι και αυτές μέρος αυτού του καθεστώτος συνόρων που κατά έναν τρόπο επεκτείνει τα σύνορα της Ευρώπης. Επίσης, η Τουρκία έχει εμπλακεί κατά το παρελθόν σε παρεμφερείς διαδικασίες εξωτερίκευσης.

Ωστόσο, σήμερα θα πρέπει να θέσουμε μια σειρά ερωτημάτων σχετικά με το νόημα και τις προοπτικές της εμπλοκής της Τουρκίας και την παραχώρηση μιας τέτοιας στρατηγικής θέσης εντός του ευρωπαϊκού συνοριακού καθεστώτος. Τι είναι σήμερα η Τουρκία; Προηγουμένως θέσατε το ερώτημα αναφορικά με τις ευρωπαϊκές αξίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Από αυτήν την άποψη, είναι αρκετά ξεκάθαρο ότι η Τουρκία δεν συμμορφώνεται με τις ευρωπαϊκές αξίες και το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ανεξάρτητα με το κατά πόσο κριτικά στεκόμαστε απέναντι σε αυτές τις αξίες και τα δικαιώματα. Σκεφτείτε μόνο την ελευθερία του Τύπου! Επιπλέον, η σημερινή κυβέρνηση στην Τουρκία –και ασφαλώς το γνωρίζετε καλύτερα από μένα– είναι μια εθνικιστική κυβέρνηση. Γνωρίζουμε τι συνεπάγεται αυτό, για παράδειγμα, για τη στρατιωτικοποίηση, τη σύγκρουση με τους Κούρδους, αλλά, επίσης, τι σημαίνει για την επέμβαση της Τουρκίας στη Συρία και τη φιλοδοξία της να διαδραματίσει το ρόλο μιας περιφερειακής δύναμης στη Μέση Ανατολή. Για να γίνω πιο σαφής, επιτρέψτε μου να πω ότι στο βαθμό που η Τουρκία μετατρέπεται σε μια σημαντική χώρα για το ευρωπαϊκό συνοριακό καθεστώς αυτό σημαίνει ότι η Ευρώπη νομιμοποιεί τόσο ό,τι συμβαίνει στην Τουρκία όσο και τη φιλοδοξία της Τουρκίας να διαδραματίσει το ρόλο μιας περιφερειακής δύναμης στη Μέση Ανατολή. Και σε αυτήν την περίπτωση, βλέπουμε τη σύνδεση της ποιότητας των πολιτικο-κοινωνικών εκφάνσεων, της δημοκρατίας και της κοινωνικής συνεργασίας εντός της Ευρώπης και, όπως ανέφερα προηγουμένως, τη σχέση ανάμεσα στην Ευρώπη και τους πολλαπλούς (της) «έξω». Βεβαίως, η κυβέρνηση της Τουρκίας παίζει το χαρτί των προσφύγων προκειμένου να αποκτήσει αυτή τη νομιμοποίηση και μια ισχυρότερη θέση στις διαπραγματεύσεις σχετικά με την ένταξή της στην ΕΕ. Αυτή τη στιγμή, η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, κάτω από αυτές τις πολιτικές συνθήκες θα σήμαινε περαιτέρω ενίσχυση των διαδικασιών επανεθνικοποίησης της πολιτικής, την οποία περιέγραψα παραπάνω.

Συνεπώς, για να το θέσω απλά, θεωρώ ότι η κρίση του ευρωπαϊκού συνοριακού καθεστώτος, το οποίο δεν είναι μια γενικευμένη κρίση αλλά μάλλον μια συγκεκριμένη κρίση, δεν επιλύεται από τη χθεσινή συνάντηση στις Βρυξέλλες και παραμένει ένα εντελώς ανοιχτό ερώτημα. Ενώ, ο ρόλος που εκχωρείται στην Τουρκία μέσα από τις προτάσεις που έχουν κυκλοφορήσει κατά τις τελευταίες εβδομάδες και χθες είδαν το φως της δημοσιότητας θα πρέπει να μας προβληματίσει. Για άλλη μια φορά, το μόνο πρόβλημα το οποίο συζητήθηκε χθες στις Βρυξέλλες είναι με ποιον τρόπο οι πρόσφυγες θα παραμείνουν στα σύνορα της Ευρώπης, προκειμένου να διευκολυνθεί η διαδικασία φιλτραρίσματος αυτών των προσφύγων! Αν δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε μια διαφορετική προοπτική στην Ευρώπη, μια προοπτική  πραγματικά καινούργια και ικανή να επινοήσει εκ νέου την Ευρώπη με αφετηρία τη μεταναστευτική/προσφυγική κρίση, θα ζήσουμε μαύρες μέρες τους επόμενους μήνες και χρόνια. Αυτός είναι μόνο ένας ακόμα λόγος για να πολλαπλασιάσουμε την προσπάθειά μας και την πολιτική μας δέσμευση!

Μετάφραση: Αιμιλία Κουκούμα

*Ο Σ. Μετσάντρα είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Μπολόνια.

**Το σκίτσο είναι του Γιάννη Καλαϊτζή (1954-2016),  από την Εφημερίδα των Συντακτών, 5-10-2015