Το κείμενο είναι η ομιλία της Μαρίας Ρεπούση, Ιστορικού και καθηγήτριας του ΑΠΘ,  στην παρουσίαση του βιβλίου – συλλογικού τόμου «Αριστερή Κυβερνησιμότητα: Η Εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ 20215-2019» των Κώστα Δουζίνα και Μιχάλη Μπαρτσίδη και διατηρεί τον προφορικό χαρακτήρα. Δημοσιεύτηκε, στην ιστοσελίδα Tvxs.

«Αριστερή κυβερνησιμότητα είναι ο τίτλος του βιβλίου  που εκδόθηκε το 2021 με την επιμέλεια του Κώστα Δουζίνα και του Μιχάλη Μπαρτσίδη από τις εκδόσεις Νήσος και το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς.  Το παρουσιάζουμε σημειώνοντας ότι νέες έννοιες όπως αυτή του τίτλου του βιβλίου εμπλουτίζουν πια το λεξιλόγιο της Ελληνικής Αριστεράς.

Πέρασαν ήδη 2,5 περίπου χρόνια από τις εκλογές του 2019 και την εκλογική νίκη της Ν.Δ. Όπως αναδεικνύει η Αριστερή Κυβερνησιμότητα, ο χρόνος αυτός υπήρξε γεμάτος από απορίες,  ερωτήματα, υποθέσεις εργασίας και ερμηνευτικές απόπειρες αφενός για να αποτιμηθεί η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και αφετέρου για να εξηγηθεί το αποτέλεσμα των εκλογών του 2019. Ο θετικός απολογισμός της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ, αναφέρω ενδεικτικά: η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, η μείωση του χρέους, η επιτυχής έξοδος από τα μνημόνια, η μείωση της ανεργίας, το αποθεματικό των 37 δις, η ατζέντα των δικαιωμάτων,  κάνει ακόμα δυσκολότερη  την εξήγηση του εκλογικού αποτελέσματος του 2019 και την επιστροφή της δεξιάς, της παράταξης δηλαδή που έφερε στις πλάτες της τη βασική ευθύνη για την χρεωκοπία της χώρας.

Σκόπιμα δεν αναφέρω εδώ στα θετικά της διακυβέρνησης τη Συμφωνία των Πρεσπών αν και τη θεωρώ κορυφαία καθώς υπάρχουν εικασίες βέβαια μόνον που τη συνδέουν αρνητικά με το εκλογικό αποτέλεσμα του 2019. Ταυτόχρονα, το θέμα της εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ, το 2015, καθώς και της κυβερνητικής του θητείας συγκεντρώνει ευρύ ενδιαφέρον υπερβαίνοντας τα εθνικά αριστερά σύνορα  όπως φαίνεται και από τις συμβολές του τόμου της Αριστερής Κυβερνησιμότητας.

Πολλά δε τα σχετικά ερωτήματα: Τι έφερε το ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία; Ήταν το αποτέλεσμα βαθιών ανακατατάξεων που συντελέστηκαν τα χρόνια των μνημονίων στην ελληνική κοινωνία,  το συναισθηματικό ξέσπασμα ενός λαού που φτωχοποιήθηκε αλλά και ταπεινώθηκε τα προηγούμενα χρόνια ή η λαϊκή απάντηση για την απειλή που βίωσαν οι πολίτες για τη δημοκρατία στη χώρα; Αν επρόκειτο για βαθιές ανακατατάξεις πως αυτές ανατράπηκαν στη διάρκεια της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ, πως οδηγηθήκαμε σε 4,5 χρόνια στο εκλογικό αποτέλεσμα του 2019 και στη συντηρητική παλινόρθωση;

Πολλά τα ερωτήματα, πολλές και οι απαντήσεις των συντελεστών του τόμου, ένα σύνολο ψηφίδων που κάνουν τελικά πολύχρωμο το ψηφιδωτό και αναδεικνύουν την ερμηνευτική πολυπαραγοντικότητα για τις δυο πρώτες δεκαετίες του ελληνικού 21ου αιώνα.

Ξεχωρίζει ωστόσο στο βιβλίο μια κεντρική ψηφίδα που δίνει νόημα στη σχετική αναπαράσταση. Όπως και να την χρωματίζουν οι συγγραφείς του τόμου: συνθηκολόγηση του 2015, αναγκαίος συμβιβασμός, ρεαλιστική στροφή, διακυβέρνηση υπό επιτήρηση, μνημόνια, δυσμενές διεθνές περιβάλλον, εναρμόνιση μεταξύ καπιταλιστικής εξουσίας και πολιτικής διακυβέρνησης, με διαφοροποιήσεις συγκλίνουν τελικά και φαίνεται ότι αποδίδουν την εκλογική ήττα του 2019 στην αποδοχή του νεοφιλελεύθερου προτάγματος που επιβλήθηκε από τους δανειστές της χώρας, στις αντικειμενικές δηλαδή εκείνες συνθήκες που επικρατούσαν στην Ελλάδα  και στην Ευρώπη την περίοδο 2015-2019.

Η ήττα του 2019 συνδέεται σε μεγάλο βαθμό  με τη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙζΑ το 2015 «δεν υπάρχει αμφιβολία, γράφει ο Κώστας Δουζίνας, ότι η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 προετοίμασε την ήττα του Ιουλίου του 2019» ή όπως γράφει η Δανάη Κολτσίδα ‘η εφαρμογή των πολιτικών λιτότητας ερχόταν εξ ορισμού σε αντίθεση με κάθε προσπάθεια μετασχηματιστικών πολιτικών στο επίπεδο της πολιτικής της δημοκρατίας» ή « η διακυβέρνηση υπό επιτήρηση» όπως αναφέρουν οι Ηλίας Γεωργαντάς και ο Χριστόφορος Βερναδάκης αλλά και άλλοι συγγραφείς του τόμου. Κοντολογίς, ο επώδυνος συμβιβασμός ή η αναγκαία ρεαλιστική στροφή του 2015 και το δυσμενές διεθνές περιβάλλον ή, όπως αναφέρει η Εφη Αχτσιόγλου, η έλλειψη δυναμικής των συνδικάτων που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ενισχυτικά στις διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με τους θεσμούς χρεώνεται την αδυναμία της αριστερής κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τους δανειστές στη βάση του προγράμματος της.

Υπάρχουν στον τόμο και κάποιες νύξεις για τις υποκειμενικές αδυναμίες του ΣΥΡΙΖΑ: Ο Πέτρος Λινάρδος -Ρυλμόν αναφέρεται στην έλλειψη προγράμματος για τη διαχείριση της κρίσης ή «ότι το κόμμα δεν είχε τις γνωσιακές ικανότητες και την πολιτική κουλτούρα, όπως γράφει για να επεξεργαστεί εναλλακτικές πρακτικές σε τομείς που ήταν δυνατό και αναγκαίο». Ο  Ευκλείδης Τσακαλώτος κάνει λόγο για τα ελλείμματα του ΣΥΡΙΖΑ στην μακροοικονομική πολιτική και στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής.

Η Μαρία Καραμεσίνη αναφέρεται στην έλλειψη σχεδίου από τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ για το δημοκρατικό μετασχηματισμό του κράτους. Η Δανάη Κολτσίδα αντιλέγει κατά κάποιο τρόπο σημειώνοντας ότι και αυτός ο μετασχηματισμός ακυρώθηκε από τις πολιτικές λιτότητας. Πρόκειται συνολικά για νύξεις που δεν αλλάζουν ωστόσο το ερμηνευτικό μοτίβο της απόδοσης των ευθυνών στη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 και στις πολιτικές λιτότητας που αναγκάστηκε να υιοθετήσει.

Μια διαφορετική ανάγνωση επιχειρεί ο Άκης Μπράτσης.  Θεωρεί ότι «τα όρια του κοινωνικού μετασχηματισμού που αποκάλυψε η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν δομικά αλλά υποκειμενικά» και ότι «το καθεστώς ΣΥΡΙΖΑ  όχι μόνον δεν ήρθε σε ρήξη με την αντίληψη ότι δεν υπάρχει εναλλακτική αλλά αντίθετα για πολλούς επιβεβαίωσε την αντίληψη ότι είναι απαραίτητο να αποδεχόμαστε την κυριαρχία των αγορών». Ωστόσο και ο ίδιος όπως και οι περισσότεροι συγγραφείς του τόμου επιλέγουν την οικονομία ως μονόδρομο για να εξηγήσουν τη συντηρητική στροφή που εκφράστηκε στην ελληνική κοινωνία στις εκλογές του 2019, επιβεβαιώνοντας εν μέρει το στερεότυπο ότι ο Έλληνας ψηφίζει με την τσέπη του.

Το ερμηνευτικό αυτό σχήμα θεωρώ ότι είναι μερικό για τους εξής λόγους: πρώτον γιατί η λαϊκή εντολή υπήρξε σαφής στις δεύτερες εκλογές του 2015, μετά δηλαδή τη ψήφιση του 3ου μνημονίου και παρά το δημοψήφισμα του ΟΧΙ. Κυβερνήστε εσείς και κάνετε ότι μπορείτε είπαν στο ΣΥΡΙΖΑ οι Έλληνες πολίτες. Δεύτερον διότι η επιλογή του ερμηνευτικού σχήματος της οικονομίας ως αποκλειστικού δεν εξηγεί την υπερψήφιση της  ΝΔ έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, την νεοφιλελεύθερη πολιτική της οποίας θεωρώ ότι οι Έλληνες πολίτες γνώριζαν πολύ καλά στο πετσί τους.

Δεν τιμωρείς ένα κόμμα για συμβιβασμό με τις αγορές ψηφίζοντας ένα άλλο που είναι ο καλύτερος υποστηρικτής τους. Μήπως θα έπρεπε λοιπόν να διευρύνουμε την οπτική μας και στα θέματα που δεν είχαν να κάνουν με τα μνημόνια και το καθεστώς επιτήρησης αλλά με όλο το εποικοδόμημα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ; Μήπως θα έπρεπε να στραφούμε στους τρόπους με τους οποίους ο ΣΥΡΙΖΑ μίλησε στους πολίτες για το συμβιβασμό του, στις λογοθετικές πρακτικές του;

Δεν υπήρχαν άραγε και πολιτισμικοί λόγοι που απομάκρυναν τους και τις ψηφοφόρους; Και τι έγινε με τους προγραμματικούς στόχους του ΣΥΡΙΖΑ σε τομείς που ήταν εκτός της επιτήρησης των δανειστών; Τί έγινε με την αλλαγή του σχολείου, τα αναλυτικά προγράμματα, τα σχολικά βιβλία, την εκκοσμίκευση της εκπαίδευσης και την εκπαίδευση γενικά; Τί έγινε στον πολιτισμό; Πως διαχειρίστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ το τεράστιο κεφάλαιο που διέθετε, τη δημόσια τηλεόραση;

Η μετάβαση από το δίπολο: Μνημόνιο -Αντιμνημόνιο για το οποίο γράφει η Δανάη Κολτσίδα στο δίπολο: Πρόοδος και Συντήρηση που υιοθέτησε και σωστά η κυβέρνηση μήπως έκανε ακόμα πιο αποκρουστική την κυβερνητική συμμαχία του ΣΥΡΙΖΑ με τον Πάνο Καμένο; ή ακόμα πιο αδικαιολόγητη την ατολμία του ΣΥΡΙΖΑ να διεκδικήσει την ιδεολογική ηγεμονία στη βάση των αρχών και των αξιών της Αριστεράς;

Μετά είναι και η κληρονομιά μας, μια κληρονομιά διαμαρτυρίας και καταγγελίας των νεοφιλελεύθερων και συντηρητικών πολιτικών και όχι προγραμματικών ρεαλιστικών θέσεων. Μια κληρονομία ασάφειας και μαξιμαλισμού που είτε δεν έλεγε στους πολίτες τι ακριβώς θα κάνει η Αριστερά όταν έρθει στην εξουσία, είτε έλεγε τόσα πολλά που ήταν περίπου δεδομένο ότι δεν μπορούσε να υλοποιήσει. Ένα παρελθόν δηλαδή που διαμόρφωσε ένα αντιπολιτευτικό και αντισυστημικό DNA που λειτουργεί ως εμπόδιο για την κυβερνώσα αριστερά.

Θα περάσω τώρα, στο χρόνο που έχω στη διάθεσή μου,  στο πρώτο μέρος του βιβλίου: στις θεωρητικές προτάσεις και θα προσπαθήσω να τις διαβάζω οριζόντια αν και οι συμβολές είναι από διαφορετικές θέσεις και με διαφοροποιήσεις ιδεολογικού και πολιτικού χαρακτήρα. Θα ζητήσω προκαταβολικά συγνώμη από τους συγγραφείς γι’ αυτή την οριζόντια ανάγνωση που αφενός δεν διεκδικεί την αντικειμενικότητα -πως θα μπορούσε άλλωστε- και αφετέρου δεν είναι εξαντλητική.

Την Αριστερή κυβερνησιμότητα, το βιβλίο εννοώ, διατρέχουν πολλά θεωρητικά και εμπειρικά νήματα που συναντώνται με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον παρότι αναφέρονται στο παρελθόν. Το θέμα του βιβλίου δεν είναι τελικά το παρελθόν αλλά το παρόν και το μέλλον. Τους συγγραφείς του βιβλίου είναι φανερό ότι τους ενδιαφέρει πρωτίστως το μέλλον του κόσμου και της Αριστεράς και μέσα από αυτό το πρίσμα κάνουν χρήση του θεωρητικού και εμπειρικού κεφαλαίου που διαθέτουν είτε ως κυβερνητικά στελέχη είτε ως φιλόσοφοι, πολιτικοί ή οικονομικοί επιστήμονες και κοινωνιολόγοι.

Τέσσερα είναι κατά τη γνώμη μου τα θεμελιώδη ερωτήματα που θέτουν για την Αριστερά της εποχής μας: Το πρώτο έχει να κάνει με τη θεωρία, με ποια θεωρία κατανόησης και ερμηνείας του κόσμου οφείλει η Αριστερά να βαδίσει; Το δεύτερο αναφέρεται στο συλλογικό υποκείμενο της πορείας  της αριστεράς στο υπόλοιπο του 21ου αιώνα. Ποια είναι η κοινωνική τάξη για τα συμφέροντα της οποίας θα μεροληπτήσει η Αριστερά; Ποιας κοινωνικής τάξης τα συμφέροντα θα εκπροσωπήσει;

Ποια είναι τελικά η κινητήρια δύναμη της ιστορίας σήμερα; Είναι η τάξη και η πάλη ανάμεσα στις τάξεις που κινεί τα νήματα; Το τρίτο είναι το πολιτικό υποκείμενο και οι συμμαχίες που θα αναλάβουν  την πολιτική συμπύκνωση προς την κατεύθυνση ενός σοσιαλιστικού επαρκούς για τον 21ο  αιώνα. Το τέταρτο αφορά στις πολιτικές με αιχμή την αριστερή στρατηγική για την οικονομία, την κοινωνία  και τη δημοκρατία.

Την εποχή του ύστερου καπιταλισμού, της παγκοσμιοποίησης, της μετααποικιοκρατίας και της ψηφιακής επανάστασης είναι σαφές ότι χρειαζόμαστε αλλαγή παραδείγματος όπως υποστηρίζει ο Κώστας Δουζίνας αλλά και ο Λόης Λαμπριανίδης. Ποιο είναι σήμερα το όραμα μας; Παλαιότερα για να διαχωριστούμε από τον κρατικό σοσιαλισμό και τα ορθόδοξα κομμουνιστικά κόμματα μιλούσαμε στο όνομα του σοσιαλισμού με ελευθερία και δημοκρατία.

Υποστηρίζαμε  τον τρίτο δρόμο των δημοκρατικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων απέναντι αφενός στο ρεφορμιστικό δρόμο της σοσιαλδημοκρατίας, όπως τον χαρακτηρίζαμε και αφετέρου το δρόμο της επανάστασης. Στηριζόμαστε στο μαρξισμό έτσι όπως δημιουργικά τον διάβαζαν οι ευρωκομμουνιστές και οι πρόδρομοί τους. Οι εργαζόμενοι του χεριού και του πνεύματος  ήταν  η προνομιακή ταξική μας αναφορά.

Αυτή ήταν εν ολίγοις η δική μας αριστερά. Είναι όμως σήμερα αυτές οι θεωρητικές βάσεις ικανές για να ερμηνεύσουμε τον κόσμο προκειμένου να τον αλλάξουμε; Σε πολλά σημεία του πρώτου μέρους του βιβλίου υπάρχει ένα ξεκάθαρο ΟΧΙ, σε άλλα ένα χλιαρό «ναι μεν αλλά». Πάντως απουσιάζει ένα καθαρό ΝΑΙ. Δεν υπάρχει πια μια ερμηνευτική λογική που ανταποκρίνεται σε μια αλήθεια. Οι λογικές είναι πληθυντικές, οι συνέπειες είναι συχνά ασχεδίαστες και απρόθετες, το σώμα και τα συναισθήματα έρχονται να πάρουν κεντρική θέση στην ερμηνεία του κόσμου.

Ο Δουζίνας μας λέει ότι «ο ύστερος καπιταλισμός υπονόμευσε τον στέρεο χαρακτήρα της εργατικής τάξης πολλαπλασιάζοντας τις ταξικές θέσεις και φέροντας στην πολιτική μη ταξικές ταυτότητες».  Εξίσου και πιο σημαντικές για τα ίδια τα υποκείμενα, θα προσθέσω, είναι συχνά οι έμφυλες, οι εθνοτικές, οι θρησκευτικές, οι πολιτισμικές ταυτότητες και άλλες. Τα εγχειρίδια του μαρξισμού  έμαθαν τους αριστερούς πολίτες να σκέπτονται και να ερμηνεύουν τον κόσμο της εποχής τους. Σήμερα ο Μαρξισμός χωρίς την μετααποικιακή θεωρία, τις σπουδές φύλου, τη διαθεματικότητα/κομβικότητα, τη τοποθετικότητα, τη διαπολιτισμικότητα, την περιβαλλοντική θεωρία έχει, θα τολμήσω να πω, ιστορική αξία.

Ο Δουζίνας μιλάει για το νέο ταξικό υποκείμενο το οποίο πρέπει να κατασκευάσει πολιτικά η Αριστερά. Αναρωτιέμαι αν πραγματικά χρειάζεται ένα νέο ταξικό υποκείμενο. Σήμερα οι εργαζόμενοι δεν είναι πλέον ενιαία τάξη αλλά μια ετερογενής κοινωνική οντότητα που όπως υποστηρίζει ο Ντε Σόουζα Σάντος περιλαμβάνει εργαζόμενους από διαφορετικά πολιτισμικά και κοινωνικά περιβάλλοντα και που θα προσθέσω έχουν συχνά αντικρουόμενα συμφέροντα. Μήπως αυτό που χρειάζεται η Αριστερά είναι το υποκείμενο του οποίου η ίδια η ζωή κινδυνεύει από την καταστροφή του πλανήτη,  τη φτωχοποίηση και τις πολλαπλές διακρίσεις;

Μια θεωρία εν κινήσει υποστηρίζει ο Μπαλτάς ότι χρειαζόμαστε, μια γειωμένη θεωρία θα έλεγα καθώς « τίποτα δεν απαγορεύει σε μια κυβέρνηση της αριστεράς, ιδιαίτερα στην Ελλάδα να αρχίσει να βαδίζει σε ένα τέτοιο δρόμο, να εμβαθύνει και να διευρύνει το εφικτό με κάθε βήμα που κάνει, διορθώνοντας την πολιτική της όταν είναι απαραίτητο και φτιάχνοντας τον δρόμο ακριβώς καθώς τον βαδίζει».  Ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης αναφέρεται στη μετασχηματιστική πολιτική ως μια πολιτική γραμματική που περιλαμβάνει «τη διαμόρφωση ενός οράματος το οποίο λειτουργεί ως έμπνευση και κινητήρια δύναμη μιας κοινωνικής και πολιτικής συμμαχίας, στην οποία βασίζεται η πολιτική δράση του κοινωνικού μετασχηματισμού».

Από τα «πρέπει» που απαριθμεί για το κόμμα της σύγχρονης αριστεράς ξεχωρίζω τις νέες γλώσσες που πρέπει να μιλάει η Αριστερά, τη γλώσσα των λεγόμενων απολίτικων νέων, των ανέργων,  των φτωχών και των απόρων, τη γλώσσα των προσφύγων, τη ψηφιακή γλώσσα. Θα πρόσθετα και άλλες και γενικά τις γλώσσες που καταλαβαίνουν οι άνθρωποι που βιώνουν διακρίσεις.

Ο Σάντος θα συναρτήσει τη μετασχηματιστική πολιτική με μια διαφορετική κατανόηση του κόσμου που περιλαμβάνει « τα εξωφρενικά επίπεδα κοινωνικής ανισότητάς μέχρι την περιβαλλοντική και οικολογική κρίση , το μη αναστρέψιμο φαινόμενο του θερμοκηπίου, την ερημοποίηση, την έλλειψη πόσιμου νερού, την εξαφάνιση παράκτιων περιοχών, τα ακραία φυσικά φαινόμενα κλπ.» Θεωρεί ότι στις καπιταλιστικές, αποικιοκρατικές και πατριαρχικές κοινωνίες που ζούμε υπάρχουν πολλά βαθιά ριζωμένα συμφέροντα που αντιστρατεύονται αυτή τη νέα κατανόηση του κόσμου και ως εκ τούτου το μετασχηματισμό του.

Η Αριστερά υποστηρίζει ο Σάντος έχει χάσει τη δυνατότητα να αλληλοεπιδρά με τους εργαζόμενους ανθρώπους καθώς και τη δυνατότητα να κατανοεί τις αγωνίες, τις φιλοδοξίες τους, τη γλώσσα τους και τις σιωπές τους. Παραμένει, συνεχίζει, εγκλωβισμένη στις βορειοκεντρικές επιστημολογίες και θεωρίες που καλλιεργήθηκαν προς το τέλος του 19 αι. και οι οποίες ανταποκρίνονταν στις ανάγκες και στις επιδιώξεις των εργατικών τάξεων της εποχής.   Οφείλει άραγε να λάβει υπόψη της η Αριστερά τις πολιτικές της διαφοράς για τις οποίες γράφει ο  Μιχάλης Μπαρτσίδης; Πρόκειται μας εξηγεί για μη ευρωκεντρικές αναπαραστάσεις  οι οποίες «διατηρούν και διασώζουν καθεμία σχέση διακριτά χωρίς να τις αναμειγνύουν με μια ευρωκεντρική συνολική εικόνα». Στη νέα θεωρία της Αριστεράς δεσπόζουσα θέση οφείλει να έχει κατά τον Μπαρτσίδη και η κοσμοπολιτική σε αντικατάσταση της ουτοπίας του κλασικού κοσμοπολιτισμού.

Το πρώτο μέρος του βιβλίο έθεσε λοιπόν το θέμα της νέας αριστερής θεωρίας με όρους που θα μας επιτρέψει να κατανοήσουμε τον κόσμο προκειμένου να τον αλλάξουμε. Λείπουν βέβαια πολλές ψηφίδες καθώς δεν υπάρχει μια ολοκληρωμένη και συνολική θεώρηση του κόσμου και ευτυχώς θα μπορούσαμε να πούμε. Τί γίνεται με το πολιτικό υποκείμενο, το κόμμα δηλαδή, και με ποιες πολιτικές θα κινηθεί στην προοπτική του κοινωνικού μετασχηματισμού; Τα οράματα χρειάζονται συγκεκριμένες πολιτικές διαφορετικά παραμένουν οράματα.

Ο δρόμος που θα μας οδηγήσει στο όραμα υποστηρίζει ο Λαμπριανίδης είναι ανάμεσα σε άλλα μια αριστερή στρατηγική για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Την εστιάζει στη βιομηχανική πολιτική και σε πολιτικές υπέρβασης των τεράστιων ανισοτήτων εισοδήματος και πλούτου. Όταν διαβάζει κανείς τις πολιτικές προτάσεις του Λαμπριανίδη όπως η μεταφορά πόρων από το κεφάλαιο στην εργασία και η μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων καταλαβαίνει πόσο η διχοτομία: ριζοσπαστικές ή ρεφορμιστικές μεταρρυθμίσεις που απασχόλησε την αριστερά αλλά υπόρρητα και το θεωρητικό μέρος αυτού του βιβλίου ανήκει σε άλλες εποχές.

Οι πολίτες σήμερα απαιτούν ουσιαστικές μεταρρυθμίζεις που στρέφονται κατά της φτωχοποίησής τους, μειώνουν τις ανισότητες και την ανασφάλεια, κατοχυρώνουν τα ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά τους δικαιώματα  και μέσα από αυτές δοκιμάζουν τα όρια του νεοφιλελευθερισμού. Γι’ αυτό και στρέφονται εκ νέου στα σοσιαλιστικά κόμματα που ανακάμπτουν στην Πορτογαλία, στη Γερμανία, στην Ισπανία, στην Ιταλία στα σοσιαλιστικά δηλαδή κόμματα που πήραν το μάθημά τους από τον εναγκαλισμό τους με την ευρωπαϊκή δεξιά και τις πολιτικές της. Το μάθημα αυτό σε ό,τι μας αναλογεί πρέπει και εμείς να το πάρουμε από διαφορετική οπτική γωνία και προοπτική.

Την πρώτη σελίδα αυτού του βιβλίου την ανοίξαμε με τη διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ σε ΣΥΡΙΖΑ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ. Ήταν όμως μόνον η πρώτη σελίδα και το βιβλίο έχει πολλές. Παραμένει ο μετασχηματισμός μας  σε ένα κόμμα της σύγχρονης Αριστεράς στην πληθυντική εκδοχή της. Σ΄ αυτήν την περίπτωση, το πολιτικό υποκείμενο θα είναι θέλω να ελπίζω περισσότερο προετοιμασμένο να αναλάβει τον κεντρικό ρόλο για το σοσιαλισμό του 21ου αιώνα.

Το 3ο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ είναι μια ευκαιρία για να συζητήσουμε με συντροφικότητα και ενότητα τις νέες θεωρητικές και πολιτικές επεξεργασίες για την Αριστερά του 21ου αιώνα. Και  το ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς στο οποίο οφείλουμε σε μεγάλο βαθμό την έκδοση του παρόντος βιβλίου θα μπορούσε να συμβάλει και αυτό σ’ αυτήν την κατεύθυνση ανοίγοντας τις πόρτες του στην αριστερή και σοσιαλιστική διανόηση που κινείται στο μεγάλο γήπεδο της πληθυντικής αριστεράς και της προοδευτικής παράταξης της χώρας και της Ευρώπης.

Εξάλλου όπως έδειξε και η εμπειρία ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούμε να αλλάξουμε τον τόπο μας χωρίς να αλλάζει η Ευρώπη. Και στο επίπεδο αυτό βασικός μοχλός των αλλαγών στο επίπεδο του πολιτικού υποκειμένου είναι και τα ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κόμματα που άλλαξαν την ατζέντα τους ακούγοντας τους πολίτες».