Είναι κοινά και καθολικά αποδεκτό ότι το νερό, το στοιχείο που είναι απαραίτητο για τη ζωή, ανήκει στην κατηγορία των κοινών (commons), αναφέρεται συχνά και ως κοινωνικό και δημόσιο αγαθό, αλλά και ότι απειλείται από ιδιωτικοποίηση. Η ιδιωτικοποίηση του νερού, όπου εφαρμόστηκε αφορούσε την παραχώρηση της διαχείρισης της ύδρευσης και σε πολλές περιπτώσεις και της αποχέτευσης σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Τα σχήματα ιδιωτικοποίησης που προωθήθηκαν δεν ήταν παντού ίδια. Αλλού, πολυεθνικές επιχειρήσεις του νερού συμμετείχαν στη διαχείριση του νερού μαζί με το δημόσιο ή τους δήμους και αλλού η διαχείριση του αστικού νερού ή ακόμη και τα πάγια μεταβιβάστηκαν πλήρως σε ιδιωτικούς ομίλους.

Τα στοιχεία από εκατοντάδες περιπτώσεις στην Ευρώπη και διεθνώς, αποδεικνύουν την παταγώδη αποτυχία της ιδιωτικοποίησης της ύδρευσης και της αποχέτευσης. Μια αποτυχία που όμως συνοδεύτηκε με την κακή συντήρηση των υποδομών ύδρευσης και αποχέτευσης, την εξάντληση των υδάτινων αποθεμάτων από την υπερεκμετάλλευση, την αύξηση των διαρροών στα δίκτυα, τις μειώσεις προσωπικού με υποβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών και την υποβάθμιση της ποιότητας του νερού και του περιβάλλοντος. Το μόνο που ανέβηκε τελικά ήταν η τιμή του νερού και τα κέρδη των επιχειρήσεων.

Στην Ελλάδα η πορεία ιδιωτικοποίησης ξεκίνησε με την υπαγωγή των εταιρειών ύδρευσης-αποχέτευσης της Αθήνας (ΕΥΔΑΠ ΑΕ) και της Θεσσαλονίκης (ΕΥΑΘ ΑΕ) στο Χρηματιστήριο και την πώληση μέρους των μετοχών των εταιρειών αυτών σε ιδιώτες. Συνεχίστηκε στα πρώτα μνημονιακά χρόνια με την μεταφορά των μετοχών των εταιρειών αυτών από το Δημόσιο στο ΤΑΙΠΕΔ (αρχές δεκαετίας 2010) και την έναρξη διαγωνισμού για την πώληση και του πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών σε ιδιώτες.

Η διαδικασία αυτή «αναχαιτίστηκε» με την απόφαση 1906/2014 του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), ενώ παράλληλα είχε αναπτυχθεί και ένα πολύμορφο κίνημα πολιτών ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού, που στη Θεσσαλονίκη ιδιαίτερα (SOS το νερό) οργάνωσε και το πρώτο άτυπο σχετικό δημοψήφισμα (Μάϊος 2014). Σταμάτησαν έτσι οι  διαγωνισμοί πώλησης του πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών των δύο εταιρειών ύδρευσης-αποχέτευσης. Αλλά παρόλα αυτά, το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών των εταιρειών δεν επέστρεψε στην κυριότητα του Δημοσίου, αλλά το 2016, μεταβιβάστηκε, υπό την πίεση των «θεσμών», στην τότε νεοσύστατη Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας (ΕΕΣΥΠ), το γνωστό Υπερταμείο. Βεβαίως όλο το διάστημα έως τις βουλευτικές εκλογές του 2019, δεν προχώρησε καμία διαδικασία πώλησης των μετοχών των δύο εταιρειών (ΕΥΔΑΠ ΑΕ και ΕΥΑΘ ΑΕ) που κατείχαν είτε το Υπεραταμείο, είτε το ΤΑΙΠΕΔ.

Παράλληλα η τότε Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε, στα πλαίσια της συνταγματικής αναθεώρησης που πρότεινε, την κατοχύρωση του νερού ως κοινωνικού αγαθού και την κατοχύρωση της δημόσιας διαχείρισης των υπηρεσιών ύδατος, της ύδρευσης και της αποχέτευσης. Γιατί αυτή η συνταγματική κατοχύρωση θα αποτελούσε, και τότε και στο μέλλον, την ουσιαστική αποτροπή σε κάθε προσπάθεια άμεσης ή έμμεσης ιδιωτικοποίησης του νερού. Η συνταγματική όμως αυτή κατοχύρωση δεν ευοδώθηκε αφού δεν εξασφάλισε την απαραίτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Η ΝΔ από τον Ιούλιο του 2019 που ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας, δέσμια της νέο-φιλελεύθερης εμμονικής της αντίληψης υπέρ της αγοράς και του περιορισμού της κρατικής παρέμβασης, προσπάθησε και προσπαθεί να παραδώσει κρίσιμες λειτουργίες και υποδομές των υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης σε ιδιώτες, αφού:

  • Καταργεί από τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης την Ειδική Γραμματεία Υδάτων του ΥΠΕΝ, με πολλαπλές συνέπειες και σε θέματα υδατικής πολιτικής.
  • Προωθεί την παραχώρηση του εξωτερικού υδραγωγείου της Αττικής, μέσω ΣΔΙΤ, αποκλείοντας μάλιστα τη συμμετοχή της ΕΥΔΑΠ στο σχετικό διαγωνισμό, αν και όλα τα χρόνια η ΕΥΔΑΠ είναι η εταιρεία που συντηρεί, επενδύει και διαχειρίζεται το δίκτυο αυτό.
  • Δηλώνει την πρόθεσή της για εκπόνηση σχεδίου για συγχωνεύσεις στις Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης και Αποχέτευσης (ΔΕΥΑ).
  • Εντάσσει ως υποχρέωση της χώρας για την απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης τη δημιουργία της Ρυθμιστικής Αρχής Υδάτων.
  • Νομοθετεί την υποχρεωτική παραχώρηση της λειτουργίας και συντήρησης των νέων μονάδων επεξεργασίας λυμάτων στους κατασκευαστές τους για τουλάχιστον 3 έτη.
  • Νομοθετεί τα άρθρα 114 και 115 του νόμου 4964/2022, σε μια προσπάθεια να ανατραπούν οι αποφάσεις του ΣτΕ 190/2022 & 191/2022 που θεωρούν ως αντισυνταγματική την μεταφορά του πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ στο Υπερταμείο.

Με λίγα λόγια κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η Κυβέρνηση της ΝΔ ήταν ο θεματοφύλακας της μη ιδιωτικοποίησης του νερού ή της συνολικής δημόσιας διαχείρισής του. Κάθε άλλο!

Στον αντίποδα όμως της νεο-φιλελεύθερης πολιτικής της ΝΔ, κινούνται οι αποφάσεις του ΣτΕ των 2 τελευταίων χρόνων.

Έτσι, εκτός των 190 & 191/2022, που αναφέρθηκαν προηγούμενα,  εκδίδεται η απόφαση 1886/2022 που ακυρώνει τον διαγωνισμό για ανάθεση μέσω ΣΔΙΤ του εξωτερικού συστήματος ύδρευσης της Αττικής. Αλλά και η απόφαση 2519/2022 η οποία ακυρώνει την Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ) για την κοστολόγηση και τιμολόγηση των υπηρεσιών ύδατος.

Σε όλες τις παραπάνω αποφάσεις του ΣτΕ, από αυτή του 2014 έως και τις πιο πρόσφατες θα μπορούσαμε να πούμε ότι κοινός παρανομαστής είναι οι  τρείς παρακάτω παραδοχές:

(1) το νερό δεν είναι εμπορικό προϊόν για να υποβληθεί στους κανόνες της ελεύθερης αγοράς.

(2) επιβάλλεται η πλήρης κυριότητα του Δημοσίου στο πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών και η άσκηση άμεσου ελέγχου στις εταιρείες ύδρευσης-αποχέτευσης, οι οποίες είναι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας.

(3) ο κύκλος του νερού είναι ενιαίος από την πηγή έως την βρύση, που σημαίνει ότι  απαγορεύεται η  «λειτουργική ή μερική ιδιωτικοποίηση», δηλαδή η παραχώρηση του συνόλου μίας δραστηριότητας σε ιδιώτη.

Με λίγα λόγια το ΣτΕ με τις αποφάσεις του έκανε σαφές ότι το Δημόσιο, είτε μέσω του κράτους είτε μέσω των Δήμων, πρέπει να ελέγχει τόσο μετοχικά, όσο και λειτουργικά το σύνολο του συστήματος ύδρευσης και αποχέτευσης. Και ότι σκοπός είναι η αειφορία/βιωσιμότητα του συστήματος και η επάρκεια ύδρευσης και όχι το κέρδος.

Και ενώ θα ανάμενε κανείς δράσεις εκ μέρους της Κυβέρνησης για την εναρμόνιση με τις αποφάσεις του ΣτΕ, τις απαιτήσεις της κοινωνίας για την εξασφάλιση του νερού ως κοινωνικού, κοινού αγαθού και την κατοχύρωση ότι οι υπηρεσίες ύδατος, η ύδρευση και η αποχέτευση, είναι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, εμφανίστηκε μετά από μια δήθεν διαβούλευση το νομοσχέδιο για τη δημιουργία της ρυθμιστικής αρχής υδάτων. Η νέα ρυθμιστική αρχή δημιουργείται με την επέκταση των αρμοδιοτήτων της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ), της οποίας τις «επιτυχίες» στη ρύθμιση της υφιστάμενης ανταγωνιστικής αγοράς ενέργειας τις βιώνουν η κοινωνία και οι επιχειρήσεις, με την ανεξέλεγκτη κερδοσκοπία των παρόχων ενέργειας και τις τεράστιες αυξήσεις στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας.

Τελικά, και παρά την σχεδόν ολική αντίθεση από πλήθος φορέων, όπως η Ένωση των ΔΕΥΑ και η ΚΕΔΕ, το σύνολο των μεγάλων περιβαλλοντικών οργανώσεων, το σύνολο της αντιπολίτευσης, η Ένωση των Διοικητικών Δικαστών (που ζητούσαν την πλήρη απόσυρση του νομοσχεδίου) και η Επιστημονική Υπηρεσίας της Βουλής,  το νομοσχέδιο έγινε νόμος του κράτους με μόνον τις ψήφους της ΝΔ.

Αξίζει να σημειωθούν (α) ότι η δημιουργία της Ρυθμιστικής Αρχής Υδάτων ήταν μνημονιακή απαίτηση των θεσμών της περιόδου 2016-2017, η οποία είχε αποκρουστεί με επιτυχία από την Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου εκείνης και δεν είχε υλοποιηθεί, και (β) ότι ο αρχηγός της ΝΔ ήδη από το 2018 δήλωνε υπέρμαχος της ύπαρξης αφενός στρατηγικού επενδυτή στην ΕΥΑΘ και στην ΕΥΔΑΠ και αφετέρου στην ύπαρξη ρυθμιστικής αρχής για τα νερά.

Και ενώ στη Βουλή οι ελάχιστοι κυβερνητικοί βουλευτές που ανέλαβαν να υπερασπιστούν το νομοθέτημα για τη δημιουργία της ρυθμιστικής αρχής υδάτων, επαναλάμβαναν ότι είναι οπαδοί της μη ιδιωτικοποίησης του νερού, αλλά χωρίς να πείθουν, εκδόθηκαν και οι αποφάσεις 7 και 8/2023 τού Τριμελούς  Συμβουλίου του ΣτΕ. Σύμφωνα με αυτές, εγκαλείται η εκτελεστική και η νομοθετική εξουσία γιατί δεν συμμορφώθηκαν με τις αποφάσεις 190/2022 και 191/2022 της Ολομέλειας του ΣτΕ , που έκριναν αντισυνταγματική την υπαγωγή των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ στο Υπερταμείο, και καλείται το Υπουργείο Οικονομικών να συμμορφωθεί στις αποφάσεις αυτές έως τις 12 Δεκεμβρίου 2023, οπότε και θα συνεδριάσει εκ νέου το Συμβούλιο.

Η συζήτηση λοιπόν που ξεκίνησε αναφορικά με το νέο αυτό «κατόρθωμα» της ΝΔ για τη δημιουργία της ρυθμιστικής αρχής υδάτων, οι κοινωνικές αντιδράσεις που ακολούθησαν όχι μόνον στη διάρκεια της συζήτησης του νομοσχεδίου στη Βουλή αλλά και στη συνέχεια και όχι μόνον στην Αθήνα, και με κορυφαία τη μεγάλη κοσμοσυρροή στη συναυλία της Κυριακής 2 Απριλίου, που οργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη από το Σωματείο των εργαζόμενων της ΕΥΑΘ, έχουν επαναφέρει, και μάλιστα ορμητικά, στο δημόσιο λόγο το θέμα της προάσπισης του νερού ως δημόσιου, κοινωνικού, κοινού αγαθού.

Γιατί ο  απώτερος στόχος της πολιτικής που υλοποιεί η ΝΔ, ενδιάμεσο στάδιο της οποίας είναι η δημιουργία της Ρυθμιστικής Αρχής Υδάτων είναι η δημιουργία μιας νέας «αγοράς» που θα αφορά τις υπηρεσίες ύδρευσης και αποχέτευσης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Και η εποπτεία και ρύθμιση αυτής της «αγοράς» δεν θα γίνεται από το Δημόσιο, αλλά από τη νέα αυτή ρυθμιστική αρχή για τα ύδατα, η οποία δεν υπάγεται στην εποπτεία του Δημοσίου και οι πράξεις της είναι άμεσα εκτελεστές και δεν ελέγχονται από τον αρμόδιο υπουργό.

Ο Υπουργός και η ΝΔ επικαλούνται το άρθρο 3 του νέου νόμου (Ν5037/2023) ότι δήθεν σε αυτό για πρώτη φορά καθορίζεται με αποκλειστικό τρόπο ποιοι είναι οι πάροχοι ύδατος. Αλλά, είναι σαφές ότι η υπάρχουσα διατύπωση δεν αποκλείει την ύπαρξη στο μέλλον και άλλου νομικού προσώπου που θα αναλάβει υπηρεσίες ύδρευσης και αποχέτευσης. Για αυτό καθιερώνονται στο νέο νόμο και διαδικασίες πιστοποίησης των παρόχων (άρθρο 11). Τα βασικά δε κριτήρια για την πιστοποίηση θα είναι (α) ο έλεγχος της οικονομικής τους βιωσιμότητας, παρά το γεγονός ότι οι φορείς αυτοί παρέχουν υπηρεσίες κοινής ωφέλειας,  και (β) το αν πετυχαίνουν την πλήρη ανάκτηση του κόστους των υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης, κριτήριο που θα τους αναγκάσει σε αυξήσεις στα αντίστοιχα τιμολόγια. Οι δε κανόνες κοστολόγησης και τιμολόγησης των υπηρεσιών ύδατος θα διατυπωθούν και θα ελέγχονται από τη ρυθμιστική αρχή υδάτων.

Η Κυβέρνηση με πρόσχημα την πλημμελή λειτουργία κάποιων Δημοτικών επιχειρήσεων ύδρευσης & αποχέτευσης, που δεν τις κατονομάζει, και την δική της ολιγωρία στην αντιμετώπιση υπαρκτών προβλημάτων, όπως είναι η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και η ανυπαρξία ενιαίας δημόσιας υδατικής πολιτικής, σε συνθήκες κλιματικής αλλαγής και λειψυδρίας (πολλές από τις οποίες οφείλονται και στην κατάργηση της Ειδικής Γραμματείας Υδάτων), αποφασίζει να διασπάσει τον ενιαίο κύκλο ελέγχου, εποπτείας και διαχείρισης του αστικού νερού, από την πηγή έως τη βρύση, όπως απαιτούν και οι πολλαπλές αποφάσεις του ΣτΕ, και να αναθέσει ένα μέρος αυτού του κύκλου, την εποπτεία και τον έλεγχο σε μια νέα ρυθμιστική αρχή, αλλά ταυτόχρονα μεριμνά και εξασφαλίζει και τους όρους ώστε να δημιουργήσει και αγορά στον τομέα των παρόχων υπηρεσιών ύδατος.

Μπορεί λοιπόν με το νέο νόμο η ΝΔ να μην υλοποίησε την άμεση ιδιωτικοποίηση του νερού, αφού πράγματι δεν ιδιωτικοποιεί κάποια πηγή, λίμνη ή ποταμό, αλλά δημιουργεί συνθήκες αγοράς υπηρεσιών ύδατος. Δεν εξασφαλίζει την ενιαία και δημόσια διαχείριση, εποπτεία και έλεγχο του αστικού νερού, αλλά διασπά με αυτόν τον τρόπο τον ενιαίο κύκλο του αστικού νερού, από την πηγή έως τη βρύση.

Η διασφάλιση ότι το νερό, το στοιχείο που είναι απαραίτητο για τη ζωή, είναι κοινό – δημόσιο φυσικό αγαθό, και δεν είναι εμπόρευμα για να μπορεί να ιδιωτικοποιηθεί και να υποβληθεί σε κανόνες ανταγωνισμού και ελεύθερης αγοράς, ότι οι πάροχοι των υπηρεσιών ύδατος, της ύδρευσης και της αποχέτευσης, είναι φορείς/υπηρεσίες/εταιρείες κοινής ωφέλειας, και είτε είναι δημοτικές είτε είναι ανώνυμες, με το Δημόσιο να κατέχει την πλειοψηφία του μετοχικού τους κεφαλαίου, υπόκεινται υποχρεωτικά στον άμεσο και αποτελεσματικό έλεγχο του Δημοσίου, μπορούν να εξασφαλιστούν με την υλοποίηση των παρακάτω προτάσεων:

(1η) κατάργηση του συνόλου του νομικού πλαισίου που αφορά τη Ρυθμιστική Αρχή για τα ύδατα και επανασύσταση της Ειδικής Γραμματείας Υδάτων με όλο το απαραίτητο επιστημονικό και διοικητικό προσωπικό, τον εξοπλισμό και τις αρμοδιότητες, ώστε να μπορεί να εποπτεύει και να ελέγχει όλα τα σχετικά θέματα με τα νερά και τους παρόχους των υπηρεσιών ύδρευσης & αποχέτευσης.

(2η) άμεση συμμόρφωση με τις αποφάσεις του ΣτΕ και επαναφορά της κυριότητας των μετοχών και του άμεσου ελέγχου της ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ στο Δημόσιο.

(3η) με δεδομένη την θέση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για κατάργηση του ΤΑΙΠΕΔ και την μεταφορά του χαρτοφυλακίου του στη μητρική εταιρεία/ενιαίο φορέα διαχείρισης, συνεπάγεται ότι και για τις μετοχές των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ που κατέχει το ΤΑΙΠΕΔ, ακολουθείται η ίδια διαδικασία όπως και στην προηγούμενη πρόταση, δηλαδή επαναφέρονται στην κυριότητα του Δημοσίου.

(4η) με δεδομένες τις προηγούμενες θέσεις και μετά την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών, που θεωρώ ως επιβεβλημένες και που εμπίπτουν και στην προγραμματική δέσμευση για «δικαιοσύνη παντού», θα πρέπει να ξεκινήσει μια ουσιαστική συζήτηση για την έξοδο της ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ από το Χρηματιστήριο, κάτι που γίνεται και για αμιγώς ιδιωτικές εταιρείες και δεν απαιτεί apriori και την αλλαγή της εταιρικής τους διάρθρωσης.

Αν οποιαδήποτε Κυβέρνηση δεν θελήσει να επαναφέρει τη θεσμική νομιμότητα όπως επιβάλουν οι αποφάσεις του ΣτΕ, είμαι σίγουρος ότι το κίνημα των πολιτών θα είναι  παρόν και θα περιφρουρήσει το ουσιαστικό χαρακτήρα του νερού ως κοινού αγαθού,  και θα την επιβάλει.

Γιάννης Ν. Κρεστενίτης

Ομότιμος Καθηγητής Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών ΑΠΘ

————————–

Το παραπάνω κείμενο βασίζεται στην εισήγησή μου στην εκδήλωση: «Για την υπεράσπιση των κοινών αγαθών και την ανάκτηση του ελέγχου των δημόσιων υποδομών», του  Ομίλου Φίλων Θεσσαλονίκης του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, Θεσσαλονίκη 5 Απριλίου 2023.