Συνέντευξη του Γεράσιμου Κουζέλη, Ομότιμου καθηγητή Κοινωνιολογίας ΕΚΠΑ, μέλους Δ.Σ. του Ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς» και της οργανωτικής επιτροπής του συνεδρίου «Ασφάλεια: Αντιστρέφοντας τη συζήτηση. Από την “ατομική ευθύνη” στην πολύπλευρη συλλογική ασφάλεια» στον Αντώνη Ραυτόπουλο και την “Αυγή” της 23ης Απριλίου 2023.
Το συνέδριο «Ασφάλεια: Αντιστρέφοντας τη συζήτηση. Από την “ατομική ευθύνη” στην πολύπλευρη συλλογική ασφάλεια», που πραγματοποιεί το Ινστιτούτο «Νίκος Πουλαντζάς», θα πραγματοποιηθεί στις 26 και 27 Απριλίου 2023 στον χώρο Innovathens της Τεχνόπολης του Δήμου Αθηναίων. Αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να συζητηθεί ένα θέμα που μπορεί φαινομενικά να μοιάζει με προνομιακό πεδίο για τη Δεξιά, ωστόσο η Αριστερά έχει απαντήσεις που αγγίζουν την ανθρώπινη κατάσταση και τη δημοκρατία. «Η ασφάλεια της Δεξιάς είναι πρώτα η “ασφάλεια” του κατεστημένου, υπαγορευμένη από την απαίτηση να παραμείνουν όλα ως έχουν» τονίζει στην ΑΥΓΗ τη Κυριακής ο ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας ΕΚΠΑ, μέλος του Δ.Σ. του Ινστιτούτου και της οργανωτικής επιτροπής του συνεδρίου Γεράσιμος Κουζέλης και προσθέτει: «Για την Αριστερά, αντίθετα, κάθε ζωή μετράει». Τέλος, απαντά για θέματα όπως η προστασία των συνόρων και της εθνικής κυριαρχίας, το έγκλημα, αλλά και αν υπάρχει πολιτικό, ιδεολογικό ή ταξικό πρόσημο σ’ αυτά τα ζητήματα.
Η ασφάλεια της Δεξιάς είναι πρώτα η «ασφάλεια» του κατεστημένου, υπαγορευμένη από την απαίτηση να παραμείνουν όλα ως έχουν. «Νόμος και τάξη». Είναι έπειτα και η «ασφάλεια» της εκμετάλλευσης του φόβου, της μόνιμης απειλής, των εχθρών και των «άλλων». Μια τέτοια «ασφάλεια» πείθει μόνο όσους ζουν με το άγχος μην παρασυρθούν από την ίδια τη ζωή ή μην στερηθούν τα προνόμιά τους. Και βέβαια, πείθει όσους υιοθετούν τα σενάρια της διαρκούς έξωθεν απειλής, σενάρια που βέβαια παράγονται και αναπαράγονται όχι μόνο από τη δεξιά πολιτική αλλά και από τα μέσα «ενημέρωσης» ή ακόμα και από την πολιτιστική βιομηχανία. Η κινητοποίηση κάθε είδους πανικού είναι σχεδόν καθημερινή πρακτική.
Η Αριστερά επικαλείται μια ασφάλεια συνυφασμένη με την ανθρώπινη κατάσταση, την ιδιότητα του πολίτη και τη δημοκρατία. Ας το δούμε. Προτεραιότητα έχει βέβαια η προστασία της ανθρώπινης ζωής. Κι αυτό αφορά την πάλι επίκαιρη άρνηση στον πόλεμο, τις συνθήκες εργασίας και καθημερινής κυκλοφορίας στον δημόσιο αλλά και τον ιδιωτικό χώρο, την υγεία, την ποιότητα της σωματικής και ψυχικής κατάστασης και ανάπτυξης των πολιτών, την προστασία της παιδικής ηλικίας, την ελεύθερη διαμόρφωση της σωματικής και έμφυλης ταυτότητας. Όλα αυτά είναι αξιώσεις και μέλημα της Αριστεράς. Για να το πούμε με μια φράση: ως κοινωνική στάση η Αριστερά ορίζεται από την απέχθειά της για τη μετατροπή της ζωής σε εμπόρευμα όπως την επιβάλλει ο ασυγκράτητος νεοφιλελευθερισμός. Η υπολογισμένη -και μετρήσιμη σε χρήμα- διακινδύνευση ανθρώπινων ζωών είναι η απέναντι, η Δεξιά πολιτική. Για την Αριστερά, αντίθετα, κάθε ζωή μετράει. Και η καλή, η ποιοτική, η ασφαλής ζωή είναι δικαίωμα. Δικαίωμα που δίνει περιεχόμενο στην έννοια του πολίτη. Έτσι άλλωστε ορίζεται και ο στόχος της δημοκρατίας: η ευτυχία των πολιτών. Ελάχιστη πράγματι σχέση έχει η εξασφάλιση ενός τέτοιου δικαιώματος με την ασφάλεια των φραχτών και της καταστολής, με την καλλιέργεια του φόβου και την εμπορευματική του αξιοποίηση που επιβάλλει η Δεξιά.
Η Αριστερά όμως έχει απαντήσεις για θέματα όπως η προστασία των συνόρων και της εθνικής κυριαρχίας ή το έγκλημα;
Η Αριστερά είναι εκείνη που έχει. Γιατί ξέρει ότι τα προβλήματα αυτά απαιτούν ουσιαστική και συστηματική αντιμετώπιση και όχι επιφανειακές, επικοινωνιακές, σπασμωδικές ή και φοβικές αντιδράσεις. Απαιτούν μια στρατηγική δομικής κοινωνικής μεταρρύθμισης που αφορά την παθογένεια και όχι το σύμπτωμα, την κοινωνία πρωτίστως και δευτερευόντως το άτομο. Για τα σύνορα και την εθνική κυριαρχία δεν χρειάζεται να σκάψει κανείς βαθιά. Η Ιστορία έχει καταγράψει με σαφήνεια ποιες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις τα υπερασπίστηκαν και ποιες βρέθηκαν στις τάξεις των κατακτητών, της εθνικής προδοσίας, της υπηρέτησης ξένων συμφερόντων. Από τη σκοπιά της Αριστεράς, η ασφάλεια σ’ αυτό το πεδίο εξαρτάται από προσεκτική και πολύπλευρη διπλωματία, ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, δημοκρατικές συμμαχίες και -ιδιαίτερα σήμερα- υπεράσπιση της ειρήνης.
Οσο για το έγκλημα, είναι καιρός η κοινωνική πολιτική να στραφεί στις ρίζες, στα αίτια και σε ό,τι καλλιεργεί ανάλογες συμπεριφορές σε ανάλογο περιβάλλον. Να στραφεί με προσανατολισμό αλληλεγγύης και πρόνοιας, με έγνοια αναίρεσης των συνθηκών που τροφοδοτούν την εγκληματικότητα. Κι αυτό συμπεριλαμβάνει τη ριζική μείωση των ιστορικά πρωτόγνωρων κοινωνικών ανισοτήτων και την άρση των πολύμορφων κοινωνικών αποκλεισμών. Ας μην ξεχνάμε δε ότι το έγκλημα, και μάλιστα το μεγάλο έγκλημα, αφορά πρώτα απ’ όλα μια ασύδοτη και ανεξέλεγκτη ομάδα της κορυφής της κοινωνικής πυραμίδας. Αντεγκληματική πολιτική δεν σημαίνει περισσότερες φυλακές, αυστηρότερες ποινές και απάνθρωπη μεταχείριση. Σημαίνει εκπαίδευση και κοινωνική δικαιοσύνη, σημαίνει μη βίαιη καθημερινότητα και θετικές συλλογικές προοπτικές. Και, βεβαίως, προγραμματισμό και συστηματικά σχεδιασμένη πολιτική στη θέση των πυροτεχνημάτων και του ηθικού πανικού.
Υπάρχει πολιτικό, ιδεολογικό ή ταξικό πρόσημο σ’ αυτό το θέμα ή είμαστε όλοι ίσοι μπροστά στον κίνδυνο;
Οπως λέει η Κοινωνιολογία, ακόμα και ένας σεισμός πρέπει να γίνεται αντιληπτός και ως κοινωνικό φαινόμενο. Οι συνέπειές του έχουν να κάνουν με διαφοροποιημένες κοινωνικές συνθήκες, που πάντα έχουν πολιτικές προϋποθέσεις και εντέλει ταξικές διαστάσεις. Το ποια κτήρια καταρρέουν και σε ποιες γειτονιές έχει να κάνει με φθηνές ή γερές κατασκευές, απάτες κυκλωμάτων κατασκευαστών και διόλου τυχαίες αμέλειες των υπευθύνων, πληθυσμιακές ομάδες με ή χωρίς οικονομικές δυνατότητες, πρόσβαση στην πληροφόρηση και τη μόρφωση. Ο κίνδυνος ποτέ δεν είναι ο ίδιος για όλους και ποτέ οι συνθήκες που τον προσδιορίζουν δεν είναι άμοιρες πολιτικών επιλογών και ευθυνών, πολιτισμικών και ιδεολογικών στάσεων και κοινωνικών διακρίσεων. Ακόμα και το να θεωρεί κανείς τον κίνδυνο ως απολύτως «φυσικό», ως αναγκαία συνθήκη, όπως έμαθαν -δηλαδή τους έμαθαν να το βλέπουν οι επισφαλώς εργαζόμενοι και όσοι ζουν και δουλεύουν σε επικίνδυνες συνθήκες, είναι κάτι που καλλιεργείται συστηματικά με λόγους και πρακτικές κάθε άλλο παρά ουδέτερους.