Διαδικτυακή εκδήλωση “Φύλο, πολιτική, δημοκρατία” με αφορμή τη μελέτη του Κέντρου Διοτίμα για το ΙΝΠ «Έμφυλες και διαθεματικές διαστάσεις της πολιτικής συμμετοχής και εκπροσώπησης: θεωρητικές προσεγγίσεις και προτάσεις πολιτικής»

 

Την Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε διαδικτυακή εκδήλωση με θέμα “Φύλο, πολιτική, δημοκρατία, με αφορμή την μελέτη “Έμφυλες και διαθεματικές διαστάσεις της πολιτικής συμμετοχής και εκπροσώπησης: θεωρητικές προσεγγίσεις και προτάσεις πολιτικής” του Κέντρου Διοτίμα για λογαριασμό του ΙΝΠ με εισηγήτριες τις:

 

Άννα Βουγιούκα, κοινωνική επιστήμονας – ερευνήτρια – Κέντρο Διοτίμα

Ντιάνα Μάνεση Πολίτη, διδάκτωρ κοινωνικής ανθρωπολογίας – ερευνήτρια

Μάρω Παντελίδου Μαλούτα, ομότιμη καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης – Πανεπιστήμιο Αθηνών

Μαρία Στρατηγάκη, αναπληρώτρια καθηγήτρια – Πάντειο Πανεπιστήμιο

 

Στη συζήτηση, την οποία συντόνισε η Ελευθερία Κουμάντου, δημοσιογράφος στον Αθήνα 9,84, παρενέβησαν οι:

 

Δημήτρης Τζανακόπουλος, γραμματέας Κεντρικής Επιτροπής ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, βουλευτής Α’ Αθηνών

Νάντια Γιαννακοπούλου, βουλευτής Β’ Αθηνών, αναπληρώτρια κοινοβουλευτική εκπρόσωπος, υπεύθυνη σε θέματα δικαιοσύνης και ισότητας – ΚΙΝΑΛ

 

Δείτε το βίντεο της εκδήλωσης:

 

Ακολουθούν περιλήψεις των εισηγήσεων και παρεμβάσεων

Άννα Βουγιούκα, κοινωνική επιστήμονας – ερευνήτρια – Κέντρο Διοτίμα

Η Άννα Βουγιούκα έκανε μια σύντομη παρουσίαση της μελέτης εκ μέρους του Κέντρου Διοτίμα και της συγγραφικής ομάδας. Ξεκίνησε σημειώνοντας  τη σημασία που έχει να μιλήσουμε και να ασχοληθούμε με τις έμφυλες και διαθεματικές διαστάσεις της πολιτικής συμμετοχής, της εκπροσώπησης και της δημοκρατίας, καθώς το επιτάσσουν οι σύγχρονες συνθήκες του νεοφιλελεύθερου αυταρχικού καπιταλισμού, η βιοπολιτική διαχείριση των πολλαπλών κρίσεων, η ιεραρχική οργάνωση του δημόσιου και του ιδιωτικού χώρου, η αναβίωση του μισογυνισμού και των ακραίων συντηρητικών πατριαρχικών αντιλήψεων από θεσμικούς φορείς της πολιτείας, οι επιθέσεις στις κατακτήσεις των γυναικών και η έμφυλη βία η οποία συνδέεται με τις έμφυλες ανισότητες. Η συζήτηση είναι σημαντική και λόγω της διακηρυγμένης πολιτικής πρόθεσης του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ να καθιερώσει την πλήρη ισότητα, δηλαδή την ισάριθμη αντιπροσώπευση, σε όλα τα επίπεδα, σώματα και όργανα του κόμματος, αλλά και στη συγκρότηση ψηφοδελτίων για δημόσια αξιώματα.

Στη συνέχεια η ομιλήτρια παρουσίασε τις βασικές έννοιες που εξετάζονται στο Α’ μέρος της μελέτης. Κατέστη σαφές ότι η έννοια-κλειδί για την ανάλυση είναι το φύλο, με έμφαση στην πολλαπλότητα των διαθεματικών επιτελέσεων του, το οποίο «δεν εκφράζει ποιες είμαστε, αλλά τι πράττουμε στον δημόσιο και στον ιδιωτικό χώρο». Στη μελέτη αναδεικνύονται οι κίνδυνοι του αποδημοκρατισμού λόγω της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού και τονίζεται η επιτακτική ανάγκη για τη ριζοσπαστικοποίηση της δημοκρατίας, μέσω της διασφάλισης ότι όλα τα υποκείμενα θα συναντιούνται σε συνθήκες απόλυτης ισότητας και ελευθερίας. Η εξέταση της ιδιότητας του πολίτη/ πολιτότητας έχει βαρύνουσα σημασία διότι έως πολύ πρόσφατα αντιμετωπιζόταν ως δικαίωμα ουδέτερο ως προς το φύλο. Η θεωρητική και κινηματική επεξεργασία, κατανόηση και αποδόμηση της διάκρισης δημόσιου και ιδιωτικού αποτέλεσε ένα από τα πρωταρχικά μελήματα της φεμινιστικής σκέψης, κάνοντας σαφές ότι η φιλελεύθερη θεωρία παραβλέπει εντελώς την ιεραρχική μορφή της πατριαρχικής οικογένειας και τις έμφυλες και εξουσιαστικές σχέσεις που συγκροτούνται στο πλαίσιό της. Ο ανδροκεντρισμός της πολιτικής διαδικασίας είναι στενά συνδεδεμένος με την «γυάλινη οροφή» και  την ιεράρχηση των αρμοδιοτήτων που στερεοτυπικά αναλαμβάνουν οι γυναίκες, αναπαράγει στερεοτυπικές αντιλήψεις για την πολιτική συμμετοχή και υπονομεύει στην πράξη τη δημοκρατία. Στη μελέτη δίνεται επίσης έμφαση στη βία κατά των γυναικών/ βία με βάση το φύλο στην πολιτική, προκειμένου να αναλυθούν οι διαδικασίες μέσα από τις οποίες αποκτά έμφυλο πρόσημο η πολιτική βία. Η υποενότητα για την πολιτική συμμετοχή και εκπροσώπηση εξετάζει το αίτημα της ισάριθμης εκπροσώπησης, καθιστώντας σαφές ότι η υποεκπροσώπηση αποτελεί σοβαρό εμπόδιο για την επίτευξη της ισότητας με ουσιαστικούς όρους. Όπως έχει αποδειχθεί από σχετικές έρευνες, για να είναι αποτελεσματικές οι ποσοστώσεις απαιτούνται αναλογικά εκλογικά συστήματα, η καθιέρωση της υποχρεωτικότητάς τους καθώς και συμπληρωματικές δράσεις για την υποστήριξη και ενδυνάμωση των γυναικών, ενώ είναι αναγκαίο να παρακολουθείται και να αξιολογείται η εφαρμογή των ποσοστώσεων.

Ισότητα εναντίον ισότητας: μοντέλα διανεμητικής δικαιοσύνης 199 Walzer, Μ. (1983). Spheres of Justice: A Defense of Pluralism and Equality. Oxford: Blackwell.

«Είναι σαφές ότι αν η πρόκληση για την αριστερά και τον ριζοσπαστικό αριστερό φεμινισμό, είναι η υπεράσπιση και ριζοσπαστικοποίηση της δημοκρατίας, τότε εκτός από ένα εναλλακτικό σχέδιο πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης, απαιτείται και ένα εναλλακτικό σύστημα αξιών, αναπόσπαστο μέρος του οποίου θα είναι και η ριζοσπαστική φεμινιστική ατζέντα», τόνισε η ομιλήτρια.

Το Β΄ Μέρος της μελέτης περιλαμβάνει ενδεικτικές προτάσεις πολιτικής, οι οποίες παρότι, σύμφωνα με την Α. Βουγιούκα, δεν μπορούν να οδηγήσουν σε μια ριζική ανατροπή των παρόντων συνθηκών, μπορούν να συμβάλλουν στην ενίσχυση της ορατότητας, της πολιτικής συμμετοχής, της δράσης και εκπροσώπησης γυναικών και θηλυκοτήτων.  Με βάση τον πρώτο άξονα, καταγράφονται πολιτικές και μέτρα για τη δημιουργία ευνοϊκών έμφυλων συσχετισμών με στόχο την ενίσχυση της ορατότητας και πολιτικής συμμετοχής γυναικών και θηλυκοτήτων. Οι συγκεκριμένες προτάσεις στοχεύουν στην ενίσχυση της ισότιμης συμμετοχής σε όλα τα πεδία της δημόσιας και επαγγελματικής ζωής και ιδιαιτέρως σε διαδικασίες και θέσεις λήψης αποφάσεων. Καταγράφονται προτάσεις για θεσμικές αλλαγές και για την ένταξη της οπτικής του φύλου στις πολιτικές διαδικασίες, προτάσεις για την πρόληψη και αντιμετώπιση του σεξισμού στην πολιτική ζωή και στα ΜΜΕ, καθώς και άμεσα μέτρα που επηρεάζουν απευθείας την πολιτική συμμετοχή, δημιουργώντας εν δυνάμει ευνοϊκούς έμφυλους συσχετισμούς. Στον δεύτερο άξονα προτείνονται μέτρα για την εξάλειψη των έμφυλων διακρίσεων και ανισοτήτων στον ιδιωτικό και δημόσιο βίο. Στο πλαίσιο αυτό περιλαμβάνονται και έμμεσα μέτρα που επικεντρώνονται σε άλλους τομείς της κοινωνικής και ιδιωτικής ζωής, οι οποίοι έχουν καθοριστική σημασία για την συσσώρευση των απαιτούμενων πόρων και δεξιοτήτων που επιτρέπουν την ενεργητική πολιτική συμμετοχή και εκπροσώπηση.

 

Μάρω Παντελίδου Μαλούτα, ομότιμη καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης – Πανεπιστήμιο Αθηνών

Η Μάρω Παντελίδου Μαλούτα αναφέρθηκε αρχικά στη συγκυρία, επεσήμανε την τακτική του νεοφιλελευθερισμού να προβάλλει επιμέρους πρακτικές συμπερίληψης, παράλληλα με εμβάθυνση της ανισότητας, διατυπώνοντας ταυτόχρονα μια υπόθεση περί κοινού πολιτικού «διά ταύτα» φεμινισμού και Αριστεράς, για την εμβάθυνση της δημοκρατίας, επιταγή που είναι σήμερα πιο πιεστική και πιο ώριμη από ποτέ.

Με στόχο να καταδείξει ποιες πολιτικές για την έμφυλη ισότητα υπηρετούν και την εμβάθυνση της δημοκρατίας, η εισηγήτρια εστίασε στα προαπαιτούμενα των πολιτικών αυτών, αφού διατύπωσε μια σύγχρονη αντίληψη για τη δημοκρατία, η οποία είναι και τρόπος συμβίωσης. Υποστήριξε δε ότι το «φύλο», κατά την κυρίαρχη αντίληψη, συγκροτεί διχοτομία που κατατάσσει και ιεραρχεί τα υποκείμενα, και συνεπώς είναι ασύμβατο με τη δημοκρατία. Επιχειρηματολόγησε γιατί, μια φυσικοποιημένη αντίληψη περί φύλου είναι αδύνατον να στηρίξει ουσιαστικές πολιτικές έμφυλης ισότητας, αφού έτσι γίνεται προσπάθεια να εξισώσουν όσα εγγενώς ορίζονται ως άνισα (πολιτικές «ισότητας των δύο φύλων»), και υποστήριξε ότι, μόνο μια αντίληψη περί φύλου ως κοινωνικής κατασκευής –που διαμορφώνει κοινωνικές (άρα μεταλλάξιμες) επιταγές–, μπορεί να στηρίξει μέτρα έμφυλης ισότητας, που θα συμβάλλουν στην προώθηση της δημοκρατίας. Άσκησε κριτική στα υπάρχοντα μέτρα, επειδή προσλαμβάνουν επιλεκτικά εκφράσεις της έμφυλης ανισότητας σαν να είναι η αιτία της (πχ. λίγες γυναίκες στη Βουλή), και τελικά, νομιμοποιούν περαιτέρω την αντίληψη περί «γυναικείας διαφορετικότητας». Κάτι που οδηγεί συχνά στο να προωθούνται, στο όνομα της ισότητας, μέτρα για την εκσυγχρονιστική νομιμοποίηση των παραδοσιακών «γυναικείων» ρόλων ως πάντα δικών τους. Κατά την εισηγήτρια, όμως, με μέτρα πολιτικής που εμπνέονται από μια φυσικοποιημένη αντίληψη για το φύλο, καμιά απελευθερωτική ανατροπή στο σύστημα έμφυλων σχέσεων δεν μπορεί ποτέ να μεθοδευτεί. Ούτε να υπηρετηθεί η δημοκρατική αντίληψη περί ανθρώπινης ιδιότητας ως κοινής, ισάξιας και αναμενόμενα πολυποίκιλης. Κατέληξε δε ότι, πολιτικά, φαίνεται πώς ενώ οι ταυτοτικοί αγώνες για το φύλο και τη σεξουαλικότητα, και οι διαφορετικές οπτικές, αποτελούν διόδους ανάλυσης και συνειδητοποίησης, συγκλίνουν στο ότι η κοινωνική ανισότητα είναι μία, και συγκροτείται από διαπλοκή παραγόντων που μόνο συνολικά καταπολεμούνται ουσιαστικά. Με δεδομένο δε ότι ο φεμινισμός σήμερα βασίζεται σε μια χειραφετητική αντίληψη για τη συλλογική συμβίωση, και όχι μόνο στην κατάφαση της γυναικείας υποκειμενικότητας, ο αγώνας για έναν δημοκρατικότερο και δικαιότερο κόσμο, πρέπει να είναι πολυμέτωπος, αναπόφευκτα φεμινιστικός, αλλά ενιαίος.

*Η εισήγηση βασίστηκε στις παρακάτω δημοσιεύσεις της εισηγήτριας:

Παντελίδου Mαλούτα, M., 2002, Tο φύλο της δημοκρατίας: Iδιότητα του πολιτη και έμφυλα υποκείμενα, Aθήνα, Σαββάλας.

Παντελίδου Mαλούτα, M., 2010, “H «ανισότητα των φύλων» ως πρόβλημα πολιτικής: Άρρητες παραδοχές της σύγχρονης πολιτικής ανάλυσης”, στο Καντσά, Β. Μουτάφη, Β., Παπαταξιάρχης, Ε. (επιμ.), Φύλο, και κοινωνικές επιστήμες στη σύγχρονη Ελλάδα, Ένας πρώτος ελληνικός απολογισμός, Αθήνα, Αλεξάνδρεια

Παντελίδου Μαλούτα, Μ., 2012, “Έμφυλες διεκδικήσεις και δημοκρατία”, στο Κουζέλης, Γ., Χριστόπουλος, Δ. (επιμ), Ιδιότητα του πολίτη: πολιτικός λόγος, ιστορία και κανόνες σε συγκριτικές προοπτικές, Αθήνα, Πατάκης.

Παντελίδου Μαλούτα, Μ., 2018,“Τι μάθαμε για την έμφυλη ανισότητα: από τη θεωρία στην πολιτική”, στο Βαΐου, Ντ., Ψαρρά, Α. (επιμ.), Εννοιολογήσεις και πρακτικές του φεμινισμού. Μεταπολίτευση και “μετά”, Αθήνα, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων.

 

Μαρία Στρατηγάκη, αναπληρώτρια καθηγήτρια – Πάντειο Πανεπιστήμιο

Η Μαρία Στρατηγάκη σχολίασε τρείς ενότητες της μελέτης δίνοντας παραδείγματα από την πολύχρονη εμπειρία της στην πολιτική και συγκεκριμένα από την ενεργή συμμετοχή της για είκοσι χρόνια σε κόμματα της ανανεωτικής αριστεράς και την ανάληψη θέσεων πολιτικής ευθύνης (Γενική Γραμματέας Ισότητας των Φύλων και Αντιδήμαχος Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Πρόνοιας και Ισότητας στο Δήμο Αθηναίων ως ανεξάρτητη).

Αρχικά αναφέρθηκε στον ανδροκεντρισμό σημειώνοντας ενδεικτικά περιστατικά που αποδεικνύουν τη διαχρονικότητα του φαινομένου αλλά και την εφευρετικότητα στις μεθόδους με τις οποίες περιθωριοποιείται ανώδυνα η παρουσία των γυναικών στην πολιτική. Ως προς τις υποχρεωτικές ποσοστώσεις δήλωσε ότι πάντα τις θεωρούσε πολύτιμο εργαλείο, όπως άλλωστε έχει δείξει η διεθνής εμπειρία και επισημαίνει η μελέτη του Κέντρου Διοτίμα. «Πάντα εναντιωνόμασταν σθεναρά στα επιχειρήματα εναντίον τους που ερχόντουσαν προφανώς και από γυναίκες. Στους άνδρες ήταν συχνά πιο δύσκολο να τις αμφισβητήσουν, απλά ήθελαν να τις καθηλώσουν σε χαμηλά επίπεδα. Οι αντιρρήσεις των γυναικών ήταν δύο προελεύσεων. Η  πρώτη ήταν από γυναίκες που θεωρούσαν ότι υποβαθμίζεται η αξία τους αν εκλέγονταν με ποσόστωση. Δεν είχαν καταλάβει ότι η πολιτική δεν λειτουργούσε με αξιοκρατικά κριτήρια, τουλάχιστον ως προς το φύλο. Οι άλλες, από αντίθετη σκοπιά, ήξεραν πολύ καλά πώς λειτουργεί η πολιτική αλλά θεωρούσαν το φύλο ως ουσιοκρατικό χαρακτηριστικό και ως εκ τούτου δε θα έπρεπε να βασίζονται σε αυτό οι πολιτικές. Την πρώτη αντίδραση θα την ονόμαζα άγνοια κινδύνου και την δεύτερη επιστημονικό ελιτισμό. Ευτυχώς πλέον με την εισαγωγή του προσδιορισμού «προσωρινό μέτρο» καθησύχασαν όλες και δεν υπάρχουν πλέον αντιστάσεις.»

Το δεύτερο θέμα στο οποίο αναφέρθηκε η ομιλήτρια ήταν η βία στην πολιτική σημειώνοντας περιστατικά των τελευταίων δέκα χρόνων που έχουν συμβεί στον κατεξοχήν χώρο που επιτελείται το δημοκρατικό πολίτευμα, δηλαδή το κοινοβούλιο. «Ο σεξισμός στο δημόσιο λόγο και η έμφυλη βία στην πολιτική, όπως επίσης επισημαίνεται με επιτυχία στη μελέτη, είναι αλληλένδετες και ανατροφοδοτούμενες έννοιες και πρακτικές.»

Το τρίτο ζήτημα που σχολίασε αφορά το δεύτερο μέρος της μελέτης, τις προτάσεις και δράσεις για την ενίσχυση της ορατότητας γυναικών/θηλυκοτήτων και την αντιμετώπιση του αποκλεισμού τους από την πολιτική. «Προφανώς η γενικότερη ισότητα των φύλων επηρεάζει θετικά και την συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική ζωή. Όμως αυτό γίνεται αργά και βασανιστικά μέσω της γενικότερης επίδραση της ισότητας των φύλων στις στάσεις και τις πρακτικές νοοτροπίες των ανθρώπων. Πιστεύω ότι πολλές γυναίκες είναι έτοιμες από καιρό για την πολιτική και δεν χρειάζονται ούτε επιμορφωτικά σεμινάρια ούτε υποστηρικτικές δομές. Είναι πολύ περισσότερες από όσες μπορεί να αξιοποιηθούν σε ένα αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα στο οποίο η πολιτική βρίσκεται στην κορυφή της πυραμίδας της πολιτικής κοινωνικής και οικονομικής εξουσίας. Ισχυρίζομαι ότι στην πολιτική απαιτούνται πιο ριζικά και αποτελεσματικά μέτρα και ουσιαστικού και συμβολικού χαρακτήρα. Ο χώρος της πολιτικής απολαμβάνει προφανώς μιας μεγάλης δημοσιότητας και ως εκ τούτου διαμορφώνει στερεότυπα και συνειδήσεις πολύ ταχύτερα από ότι άλλοι τομείς όπως η αγορά εργασίας και η εκπαίδευση για παράδειγμα. Έτσι μέσω της πολιτικής μπορεί να επιταχυνθεί η ισότητα. Όχι όμως  το αντίθετο.»

Η Μ. Στρατηγάκη τόνισε ότι, βάσει και της προσωπικής της εμπειρίας, δύο είναι οι παράγοντες που πρέπει να αποτελέσουν την αιχμή του δόρατος για τη συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική: η πολιτική βούληση της ηγεσίας και η οργάνωση και συσπείρωση των φεμινιστριών στο κόμμα, με απόλυτη προτεραιότητα το έμφυλο ζήτημα έναντι των άλλων μικροκομματικών συσχετισμών, ώστε να δημιουργηθεί πίεση και να διευκολυνθεί η πολιτική βούληση.

Κλείνοντας σημείωσε: «Στην μεταπολίτευση είχαμε το σύνθημα “το προσωπικό είναι πολιτικό”. Σήμερα ίσως είναι ώρα να πούμε το “πολιτικό είναι προσωπικό” για να δείξουμε ότι η πολιτική μπορεί να γίνει οικεία ασχολία για όλες και όχι μόνον για όλους, μια προσωπική μας υπόθεση, για να αντιδράσουμε στην βία στην πολιτική όπως αντιδράμε στη βία μέσα στο σπίτι και παράλληλα να συμβάλλουμε στην άρση της διχοτόμησης δημόσιου/ιδιωτικού.»

 

Ντιάνα Μάνεση Πολίτη, διδάκτωρ κοινωνικής ανθρωπολογίας – ερευνήτρια

Η Ντιάνα Μάνεση Πολίτη επικέντρωσε την ομιλία της στο τι έχουν να μας πουν τα φεμινιστικά και κουηρ κινήματα. Η ομιλήτρια αναφέρθηκε σε μια συνέντευξη της Αθηνάς Αθανασίου στην εφημερίδα «Εποχή» (2022), σύμφωνα με την οποία τα φεμινιστικά κινήματα των τελευταίων ετών είναι διατοπικά, διαθεματικά και έκκεντρα: Από το Ni Una Menos και τις εξεγερμένες γειτονιές του Σαντιάγκο ενάντια στις γυναικοκτονίες έως το κύμα κουηρ διαδηλώσεων, που πυροδοτήθηκε με «οργή και θλίψη», από το λιντσάρισμα του Ζακ και τις πρόσφατες μεγάλες φεμινιστικές πορείες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη ενάντια στο σεξισμό και τη κουλτούρα του βιασμού μετά το βιασμό της Γεωργίας. Από τις μαζικές φεμινιστικές διαμαρτυρίες στην Πολωνία το 2016 για την υπεράσπιση των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων και του δικαιώματος στην έκτρωση και τις συνδέσεις του με την υπεράσπιση εργασιακών και πολιτικών δικαιωμάτων από τη νεοφιλελεύθερη και νεοσυντηρητική επίθεση. Υποστήριξε ότι αυτό που συνδέει τους παραπάνω αγώνες δεν είναι μόνο φεμινιστικά και κουηρ αιτήματα για ορατότητα στο δημόσιο χώρο και πρόσβαση στο δημόσιο λόγο, αλλά ότι ταυτόχρονα επιθυμούν να καταστήσουν δημόσιο και το πόσο πολύ συνδέονται όλα αυτά τα (αποκλεισμένα) σώματα στη βάση της επισφάλειάς τους.

Σε αυτή τη κατεύθυνση σκέψης, τα σύγχρονα φεμινιστικά κινήματα θέτουν, σύμφωνα με την  Ν. Μάνεση Πολίτη, τρία πολύ χρήσιμα εργαλεία πολιτικής σκέψης και πρακτικής: τη διαθεματικότητα (που ξεφεύγει ενός προσθετικού μοντέλου συμπερίληψης), τον κριτικό αναστοχασμό (δηλαδή πώς συγκροτηθήκαμε και ανασυγκροτούμαστε διαρκώς ως ενσώματα πολιτικά υποκείμενα που φέρουν διάφορες ταυτότητες) και την ενσώματη και συναισθηματική θεσιακότητα (από ποια θέση μιλάμε/ γράφουμε/ δρούμε και τι προνόμια φέρουμε σε σχέση με τους Άλλους).

Η διαθεματικότητα ως έννοια και πολιτική πρακτική έρχεται να απαντήσει αλλά και να αποδομήσει το ερώτημα τι προηγείται στη συγκρότηση του πολιτικού υποκειμένου. Η ομιλήτρια αναφέρθηκε στο κείμενο της κουηρ φεμινιστικής συλλογικότητα QV (2000-2015) «Ποιοι είναι οι κομμουνιστές; Δεν είμαστε εμείς κομμουνίστριες;» (qvzine, τεύχος 5: 7),  το οποίο παρουσιάστηκε το 2011 στο πλαίσιο του φεστιβάλ-συνεδρίου Communismos στη συζήτηση με θέμα «Προσεγγίσεις για την επανανοηματοδότηση του κομμουνισμού», το οποίο είχε ασκήσει κριτική στους ηγεμονικούς κινηματικούς λόγους που έθεταν την ταξική διαφορά ως τη κύρια ή πρωτεύουσα διαφορά (έναντι του φύλου, της φυλής και της σεξουαλικότητας), εμμένοντας στην ανάδειξη ενός τμήματος των σχέσεων εξουσίας και ενισχύοντας και φυσικοποιώντας κατά προέκταση την αλληλοδιαπλοκή των εξουσιών.

Ο κριτικός αναστοχασμός ως πολιτικό εργαλείο και πρακτική στρέφει το βλέμμα τόσο στην/ον εαυτή/ό όσο και στον Άλλο και στη σχεσιακότητα ως πεδίο άσκησης και αναπαραγωγής των εξουσιών, παράγοντας πολιτικά υποκείμενα που είναι σε θέση να λογοδοτούν απέναντι στον/ην εαυτό/ή τους και στον/ην Άλλο, να τον/την συμπεριλαμβάνουν, να τον/ την ακούν, να παραδέχονται ελλείψεις/ αδυναμίες, να τον/ την προστατεύουν με αγάπη και στοργή απέναντι στη συστημική βία της πατριαρχικής νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Τέλος, η Ν. Μάνεση όρισε τη θεσιακότητα (positionality) ως ενσώματη και συναισθηματική διεργασία, η οποία δημιουργεί το πεδίο μιας πολιτικής λογοδοσίας απέναντι στον Άλλο που αναγνωρίζει διαφορές και σημεία τριβής ενώ ταυτόχρονα αναλαμβάνει ευθύνη απέναντι στον/ην εαυτό/ή, στην ταυτότητά του/της και στα προνόμια του/της με στόχο το χτίσιμο μίας πολιτικής και κοινωνικής σχέσης που σέβεται τις ευαλωτότητες και τις διαφορετικότητές μας.

Κλείνοντας, η ομιλήτρια τόνισε ότι η πολιτική της διαθεματικότητας και οι αρχές της θεσιακότητας και του κριτικού αναστοχασμού που θέτουν τα φεμινιστικά κινήματα συνομιλούν βαθιά με το πρόταγμα της Σαντάλ Μουφ για «μια πλουραλιστική αντίληψη για την ιδιότητα του πολίτη, η οποία θα εννοιολογείται ως το σημείο συνάρθρωσης μεταξύ των διαφορετικών θέσεων και ταυτοτήτων του υποκειμένου και η οποία πολιτικά θα επιτρέπει τη συγκρότηση πολλαπλών συμμαχιών και τη δόμηση πολλών και διαφορετικών «εμείς», με στόχο την προώθηση της δημοκρατίας» (Μουφ, 1992: 25). Η εισήγηση έκλεισε θέτοντας κάποια αναστοχαστικά ερωτήματα για το κατά πόσον η κρατούσα αρχή –θεσμοί, πολιτικά κόμματα– θα μπορούσε να εντάξει με ουσιαστικό τρόπο φεμινιστικούς λόγους, αιτήματα και διαφορετικές μορφές αντίληψης του κόσμου και του πολιτικού. Με λίγα λόγια, σε ποιο βαθμό είναι σε θέση να «χαλάσουν» τα πράγματα ως έχουν, να «σκοτώσουν» τη γαλήνη και τη χαρά στο δωμάτιο, όπως θα έλεγε και η φεμινίστρια Σάρα Αχμεντ, και να αποφασίσουν με το όποιο ηθικό/συναισθηματικό βάρος φέρει για αυτούς αυτή η απόφαση να εκχωρήσουν προνόμια και εξουσίες με σκοπό να μάθουν ξανά από την αρχή να μιλούν, να γράφουν, να σκέφτονται και να δρουν πολιτικά, αυτή τη φορά με φεμινιστική συνείδηση.

 

Δημήτρης Τζανακόπουλος γραμματέας Κεντρικής Επιτροπής ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, βουλευτής Α’ Αθηνών

Ο Δημήτρης Τζανακόπουλος στην παρέμβασή του υποστήριξε ότι πρέπει να αλλάξει η θεωρητική προσέγγιση για το φεμινιστικό και τα ΛΟΑΤΚΙ κινήματα στον υφιστάμενο λόγο της αριστεράς καθώς πρόκειται για έναν λόγο παγιδευμένο τόσο μέσα στη μελαγχολία της ήττας όσο και μέσα στο φιλελεύθερο πλαίσιο ανάλυσης των αντιθέσεων εντός της κοινωνίας. Η βασική αρχή  κάθε πολιτικής τοποθέτησης στην αριστερά είναι πως η κοινωνία συντηρητικοποιείται και με αυτόν τον τρόπο η μάχη για την ισοελευθερία  νοείται πάντα ως αμυντική και τα κινήματα ως αντίδραση σε μια συντηρητική επανάσταση. Αυτή η αντίληψη συσκοτίζει την πραγματικότητα και δημιουργεί μεγάλους περιορισμούς ως προς την πολιτική δράση και τακτική. Ο Δ. Τζανακόπουλος τόνισε ότι πρέπει να αντιστρέψουμε την οπτική αυτή για να δημιουργήσουμε καλύτερες προϋποθέσεις για τη μάχη των ιδεών.

Σημείωσε ότι είναι γόνιμο αντί να αντιλαμβανόμαστε τις φεμινιστικές κινητοποιήσεις, τις κινητοποιήσεις γυναικών/ θηλυκοτήτων και ΛΟΑΤΚΙ στο κοινό πλαίσιο που μοιράζεται ο φιλελευθερισμός με τον τρέχοντα λόγο της Αριστεράς, να τις σκεφτούμε ως μια γραμμή φυγής και εξόδου από την πατριαρχία και τις εκφάνσεις της,  πέρα από τη λογική της ένταξης, της ενσωμάτωσης, της συμπερίληψης.  «Αυτά που έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια αποτελούν μια τεράστια κατάκτηση και όχι μια απάντηση σε μια συντηρητική οπισθοχώρηση. Ήδη έχει απελευθερωθεί μια δυναμική που αλλάζει καθημερινότητες και δημιουργεί μια εντελώς διαφορετική συνθήκη. Τα όρια ανοχής της κοινωνίας απέναντι στο σεξιστικό λόγο ή στην έμφυλη βία έχουν αρχίσει να μετατοπίζονται προς μια καλύτερη, νέα ισορροπία δυνάμεων. Βεβαίως, την ίδια στιγμή, η συντηρητική αντεπανάσταση είναι απολύτως παρούσα.» Θέματα που θεωρούσαμε ληγμένα επανέρχονται, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Ωστόσο, παρατήρησε ο Δ. Τζανακόπουλος, παραμένει μια τεράστια κατάκτηση των κινημάτων το γεγονός ότι τίθενται στον δημόσιο διάλογο και στη δημόσια σφαίρα τα ζητήματα αυτά. Απαιτείται όχι μόνο ενίσχυση των κινημάτων αλλά και μία άμεση, καθαρή, ευθεία πολιτική απάντηση που σημαίνει και παραιτήσεις από το ανδρικό προνόμιο. «Σε αυτήν την συντηρητική αντεπανάσταση  η κυβέρνηση δε φτάνει, αλλά χωρίς την κυβέρνηση δε γίνεται», τόνισε ο ομιλητής. Η πολιτική αυτή απάντηση δε μπορεί να δοθεί σε ένα νεοφιλελεύθερο πλαίσιο, δεν μπορεί να έχει χαρακτήρα παραχωρήσεων του ηγέτη και δε μπορεί να δοθεί σε ένα πλαίσιο που δεν αναγνωρίζει τη διαπλοκή των ανισοτήτων.

Στη συνέχεια ο Δ. Τζανακόπουλος παρέθεσε ορισμένες πολιτικές πρωτοβουλίες άμεσης εφαρμογής. Σημειώνοντας ότι «κανένας χώρος δεν είναι ελεύθερος από σεξιστικές συμπεριφορές», αναφέρθηκε στην ποσόστωση φύλου στο 50%  όχι μόνο στα ψηφοδέλτια αλλά και στην εκλογή και  δήλωσε ότι δεν αρκούν οι ποσοστώσεις στο κόμμα αλλά πρέπει να ενσωματωθούν παντού. Επίσης τόνισε την ανάγκη για δομές φροντίδας και υποστήριξης, μεταξύ άλλων και στο εσωτερικό της εκπαίδευσης, και να δοθεί μεγαλύτερη ορατότητα σε ζητήματα έμφυλης βίας, κακοποίησης ή revenge porn. Επιπλέον σημείωσε ότι η αναδιαμόρφωση του διαχωρισμού δημόσιου-ιδιωτικού είναι ζήτημα ιδεολογικής μάχης και ότι παρότι αυτός ο διαχωρισμός είναι σύμφυτος με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής έχει μετακινήσιμα όρια. Στη συνέχεια έθεσε ως σημαντικά ζητήματα την άμεση κατάργηση του νόμου για τη συνεπιμέλεια και τη νομική καθιέρωση του εγκλήματος της γυναικοκτονίας (αποφεύγοντας τον σωφρονιστικό φεμινιστικό ή τον ποινικό λαϊκισμό). Κλείνοντας σημείωσε τη διαπλοκή των ταξικών και έμφυλων αντιθέσεων και ότι η επίλυση της μίας αντίθεσης δεν σημαίνει και επίλυση του συνόλου των αντιθέσεων και εστίασε στο θέμα της εργασίας και των ανισοτήτων όχι μόνο σε σχέση με γυναίκες/θηλυκότητες αλλά και σε σχέση με τα άτομα με αναπηρία κ.α. Εστίασε σε πολιτικές για την ενίσχυση της πρόσβασης στην εργασία, τη μισθολογική ισότητα, την ισότητα στην εργασιακή εξέλιξη και την υποστήριξη της γονεϊκότητας για όλες τις εργαζόμενες, από το τραπεζικό στέλεχος μέχρι τις εργαζόμενες θηλυκότητες στο σεξ.

 

Νάντια Γιαννακοπούλου βουλευτής Β’ Αθηνών, αναπληρώτρια κοινοβουλευτική εκπρόσωπος, υπεύθυνη σε θέματα  ισότητας και δικαιοσύνης – ΚΙΝΑΛ

Η Νάντια Γιαννακοπούλου στην εισήγησή της αναφέρθηκε στη θέση της γυναίκας στην πολιτική αλλά και στην αύξηση των περιστατικών έμφυλης βίας που καθορίζουν το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο.

«Η ελληνική κοινωνία δεν αποδέχθηκε τη γυναίκα ως κοινωνικά και πολιτικά ενήλικο και ώριμο άτομο παρά μόνο μετά τα μέσα του 20ου αιώνα. Σήμερα η γυναικεία υποψηφιότητα και η συμμετοχή στα ανώτατα αξιώματα της πολιτικής ή θέσεις ευθύνης σε εθνικούς και ευρωπαϊκούς θεσμούς δεν προκαλεί μειδιάματα όπως προκαλούσε πριν από αρκετά χρόνια. Αυτό αποτελεί συχνά και θεσμική απαίτηση με τη μορφή ποσοστώσεων και παρακολουθείται ρητά ή άρρητα ως δείκτης προόδου του πολιτικού μας πολιτισμού και της ποιότητας της δημοκρατίας μας. Αυτά οφείλουμε να τα εκλάβουμε ως θετικά βήματα, ωστόσο, ακόμα και σήμερα ο χώρος της πολιτικής εξακολουθεί να είναι σε μεγάλο βαθμό ανδροκρατούμενος, υπάρχουν στερεότυπα και σοβαρές ανισότητες.» Ορατή είναι η ιστορική υστέρηση της Ελλάδας σε σχέση με πλήθος άλλων χωρών  σε σχέση με το δικαίωμα της γυναίκας στο εκλέγειν και εκλέγεσθαι, σημείωσε η ομιλήτρια. Τα ποσοστά γυναικών στο ελληνικό κοινοβούλιο, στο υπουργικό συμβούλιο, στην τοπική και περιφερειακή αυτοδιοίκηση είναι πολύ χαμηλά και αν δεν υπήρχε η θεσμοθετημένη ποσόστωση, τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα. Είναι φανερό ότι υπάρχουν ακόμα ανισότητες στην εκπροσώπηση των  γυναικών και ο χώρος της πολιτικής συνεχίζει να είναι αφιλόξενος για τις γυναίκες. Η σύγχρονη γυναίκα όμως έχει αποδείξει πως έχει τις ικανότητες να συμβάλει θετικά τόσο στην πολιτική, όσο και στην οικονομία. Μελέτες έχουν δείξει πως οι γυναίκες είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές σε περιόδους οικονομικών κρίσεων και στη δημιουργία ισχυρών συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας, τα οποία είναι απαραίτητα για τη μείωση της ανεργίας και την προστασία των οικογενειών με χαμηλό εισόδημα.

Για να υπερπηδήσουμε τα εμπόδια πρέπει να διαμορφώσουμε θέσεις και προτάσεις ώστε να αυξηθεί η συμμετοχή και η πολιτική εκπροσώπηση, ένας δείκτης στον οποίο υστερούμε πολύ σε σχέση με το μέσο όρο της Ε.Ε., τόνισε η Ν. Γιαννακοπούλου. Πρέπει να δούμε πιο ουσιαστικά και ποιοτικά το θέμα αυτό και όχι μόνο σε επίπεδο αριθμών. Απαραίτητη είναι λοιπόν η αλλαγή νοοτροπίας και πολιτικών, όπως και η εξασφάλιση των απαραίτητων υποδομών που θα βοηθούν μια γυναίκα να ανταπεξέλθει στους πολλαπλούς ρόλους της. Η ομιλήτρια επισήμανε ότι  «σίγουρα ο ρόλος της γυναίκας στη σύγχρονη κοινωνία έχει αλλάξει και συνεχίζει να αλλάζει, αλλά υπάρχει ακόμα πολύς δρόμος». Πέρα από υποχρεωτικές ποσοστώσεις και πολιτικές περί ισότητας ή διαφορετικότητας που είναι πολύ σημαντικές, είναι απαραίτητη η αλλαγή κουλτούρας, με την ενίσχυση των δομών απασχόλησης για τα παιδιά και του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας και την ουσιαστική μέριμνα της τρίτης ηλικίας.

Πανδημία μέσα στην πανδημία χαρακτήρισε η ομιλήτρια το ζήτημα της αύξησης των περιστατικών έμφυλης βίας και των γυναικοκτονιών, τα οποία ανέδειξαν σε μεγάλο βαθμό το κίνημα Me Too και ο αγώνας των γυναικών. Η ομιλήτρια ανέφερε συγκεκριμένες προτάσεις του Κινήματος Αλλαγής οι οποίες περιλαμβάνουν: τη νομική αναγνώριση της γυναικοκτονίας ως αδίκημα με τροποποίηση του ποινικού κώδικα, την αντίθεση του κόμματος στην υποχρεωτική συνεπιμέλεια των τέκνων όπως κατατέθηκε από το υπουργείο Δικαιοσύνης, την επαναφορά του ΣΕΠΕ για τα θέματα της σεξουαλικής παρενόχλησης των γυναικών στον χώρο εργασίας, την κακουργηματική δίωξη των ανδρών που ασκούν διαδικτυακή βία και σεξουαλική κακοποίηση γυναικών, κοριτσιών και παιδιών μέσω εικόνας, και τέλος τη χρησιμοποίηση πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης –οι οποίοι πρέπει να συνεισφέρουν και στην άρση της ανισότητας των φύλων– για τη δημιουργία δομών προστασίας, υποστήριξης και φιλοξενίας κακοποιημένων γυναικών σε όλους τους δήμους της χώρας και εξειδικευμένες δομές με επιστημονικό προσωπικό στα αστυνομικά τμήματα σε όλες τις πρωτεύουσες των νομών.