Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα -θεωρητικά, αλλά και κινηματικά- διάλεξη πάνω στο φαινόμενο, τα όρια και τα εργαλεία του γλωσσικού ακτιβισμού, που έδωσε ο καθηγητής Θεωρητικής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, Φοίβος Παναγιωτίδης, φιλοξένησε την Πέμπτη 7 Απριλίου 2022 το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς.
Τη διάλεξη, με τίτλο “Βουλεύτριες, μεταναστά ή όταν «εγώ νιώθω χαρούμενο»: θεωρητική γλωσσολογία και γλωσσικός ακτιβισμός” παρακολούθησε ένα ευρύ κοινό, με έντονη παρουσία της νέας γενιάς, το οποίο μάλιστα είχε την ευκαιρία να σχολιάσει και να συζητήσει εκτενώς τις επισημάνσεις του ομιλητή.
Παρακολουθείστε το βίντεο της διάλεξης και τη συζήτηση που ακολούθησε εδώ:
Ο Φ. Παναγιωτίδης ξεκίνησε με τη βασική θέση ότι “μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τις λέξεις για να πετύχουμε τους στόχους μας ως κινήματα. Με τη γραμματική δεν μπορούμε να κάνουμε πάρα πολλά πράγματα -έως και τίποτα“. Εξήγησε δε τη θέση του αυτή απαντώντας μια σειρά από ερωτήματα.
Το πρώτο ερώτημα ήταν κατά πόσο υπάρχουν “σεξιστικές γλώσσες” και κατ’ επέκταση, αν η γλώσσα επηρεάζει αδιαμεσολάβητα στάσεις και κοινωνικές πρακτικές. Φέρνοντας παραδείγματα από το γένος σε διαφορετικές γλώσσες (γλώσσες χωρίς γένος, γλώσσες με φυσικό γένος και γλώσσες με γραμματικό γένος) και την αντίστοιχα κυρίαρχη κουλτούρα ως προς τα έμφυλα ζητήματα ανά χώρα, ο ομιλητής εξήγησε ότι η ύπαρξη γένους στη γλώσσα ούτε ενισχύει την οπτική του φύλου ούτε μας αναγκάζει να σκεφτόμαστε το φύλο με δυαδικούς όρους με έναν αδιαμεσολάβητο τρόπο. Από εδώ προκύπτει ένα ευρύτερο ερώτημα -το οποίο όπως τόνισε ο ομιλητής έχει λυθεί στη γλωσσολογία- σχετικά με το αν η γλώσσα επηρεάζει τη σκέψη. Όπως είπε, “ναι, επηρεάζει, ως προς το ότι μία έννοια για την οποία έχουμε έναν όρο είναι πιο εύκολα προσβάσιμη, μπορούμε να την ορίσουμε πιο εύκολα, άρα μπορούμε να τη δουλέψουμε καλύτερα“. Ωστόσο, όπως εξήγησε ο Φ. Παναγιωτίδης, οι όροι είναι εργαλεία, αλλά η ύπαρξη ή μη, η γνώση ή μη ενός όρου δεν αναιρεί την ύπαρξη της έννοιας/του αντικειμένου που περιγράφει.
Το δεύτερο σημείο στο οποίο στάθηκε ο ομιλητής αφορούσε την αναγκαιότητα όρων για να προσεγγίσουμε έμφυλες έννοιες, όπως για παράδειγμα “βουλεύτρια”, “δικαστίνα”, “κοσμητόρισσα”, αλλά και “νοσηλευτής”, “καθαριστής”, καθώς όπως επισήμανε η χρήση αποκλειστικά του ενός ή του άλλου γένους σε όρους όπως αυτοί αποτελεί φυσικοποίηση της πατριαρχίας, αφού θεωρείται “φυσικό” ότι μια κατηγορία θέσεων, επαγγελμάτων, αξιωμάτων κ.λπ. αφορούν άνδρες και μία άλλη -ειδικά σχετιζόμενων με τη φροντίδα- αφορούν γυναίκες. Όπως είπε, “η ύπαρξη όρων άμεσα διαθέσιμων και κατά προτίμηση μονολεκτικών είναι ένας τρόπος να διαβρώσουμε τις ψευδείς φυσικοποιήσεις που επιβάλει η πατριαρχία“. Παρ’ όλα αυτά, ανέδειξε και την εξαίρεση του ουσιαστικού “γραμματέας”, που αναφέρεται σε ένα επάγγελμα που στερεοτυπικά θεωρείται ότι ασκείται κατεξοχήν από γυναίκες, ενώ γραμματικά είναι αρσενικό. Μέσα από τις αντιφάσεις αυτές, ο Φ. Παναγιωτίδης πρότεινε το συμπέρασμα ότι “η πατριαρχία και ο σεξισμός είναι εννοιολογικά προβλήματα και όχι γλωσσικά, δηλαδή είναι ζητήματα νοοτροπίας και αντίληψης“.
Το τρίτο ζήτημα το οποίο ανέδειξε ο Φ. Παναγιωτίδης είναι το τι λένε οι ίδιες οι κοινότητες, επισημαίνοντας ότι μία από τις βασικές “αμαρτίες” ανθρώπων που ασχολούνται με τη γλώσσα, είναι ότι επιχειρούν να επιβάλουν στις κοινότητες το πώς πρέπει να λέγεται κάτι. Έφερε ως παράδειγμα την αντίσταση των γυναικών δικαστικών λειτουργών στη χρήση όρων όπως “δικαστίνα”, για να επισημάνει ότι το ζήτημα της ορολογίας και του λεξιλογίου είναι κοινωνιογλωσσικού και τελικά πολιτικού χαρακτήρα και δεν έχει να κάνει με τις ίδιες τις λέξεις.
Στη συνέχεια, ο ομιλητής έθεσε το κομβικό ερώτημα “πώς θα τελεσφορήσει ο γλωσσικός ακτιβισμός;“. Εδώ έκανε τη διάκριση μεταξύ της γλωσσικής ρύθμισης ή γλωσσικής πολιτικής “από επάνω”, μέσω της οποίας ασκείται εξουσία, και της γλωσσικής ρύθμισης “από τα κάτω”, που είναι προϊόν ακτιβισμού, όπου κάποιες ομάδες, κάποια κινήματα -θέλουμε να ελπίζουμε που εκπροσωπούν ανθρώπους που είναι μη προνομιούχοι- εισάγουν ζητήματα στη γλώσσα. Όπως είπε, “το πιο στοιχειώδες παράδειγμα εδώ είναι το δικαίωμα οποιασδήποτε κοινότητας να μην την αποκαλούμε με το εξωνύμιό της και επομένως με τον ακτιβισμό αυτό είμαστε πιο επιεικείς καθώς προέρχεται από ομάδες που έχουν βρεθεί στο περιθώριο, που διεκδικούν κ.λπ.”.
Σύμφωνα με τον Φ. Παναγιωτίδη, για να έχει επιτυχία ο γλωσσικός ακτιβισμός πρέπει να καταφέρει να εδραιωθεί, κάτι στο οποίο -όπως υπενθύμισε- παίζει κομβικό ρόλο το στάδιο της γλωσσικής κατάκτησης στα πρώτα χρόνια της ζωής, καθώς αυτή αποτελεί “το κομβικό σημείο στο οποίο επιτελείται η γλωσσική αλλαγή“. Η διάδοση της γλωσσικής αλλαγής, ωστόσο, είναι στοιχείο κοινωνιογλωσσικό. Όπως τόνισε, “κάθε νεωτερισμός στη γλώσσα, δεν συνιστά γλωσσική αλλαγή“, αν αυτή δεν κατακτηθεί σύμφωνα με τα παραπάνω. Επίσης, εξήγησε ότι η κατάκτηση είναι πιο εύκολη στο επίπεδο του λεξιλογίου, ενώ στη γραμματική τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Στη βάση αυτών, απαντώντας στην ερώτηση πώς θα είναι επομένως αποτελεσματικός ο γλωσσικός ακτιβισμός, δηλαδή πώς τα στοιχεία που θέλουμε -ως κινήματα- να εισάγουμε στη γλώσσα θα γίνουν στοιχείο της γλωσσικής αλλαγής, ο Φ. Παναγιωτίδης επισήμανε ότι θα πρέπει να στηριχθούμε στην έρευνα που γίνεται στο πεδίο της γλωσσολογίας.
Εστιάζοντας περαιτέρω στο πεδίο πλέον της γραμματικής και στο ζήτημα του γένους σε αυτή, ο ομιλητής αναρωτήθηκε αν μπορούμε να διαβρώσουμε όψεις του έμφυλου καθορισμού “πειράζοντας” το γένος, υπενθυμίζοντας τη διάκριση φυσικού γένους (που αντανακλά το “βιολογικό” γένος του υποκειμένου – π.χ. μητέρα, γίδα, πατέρας, τράγος) και γραμματικού γένους (π.χ. τοίχος, αντηρίδα, τείχος). Όπως υπογράμμισε, “δυστυχώς για εμάς, στα ελληνικά το ουδέτερο γένος αφορά το άψυχο, δεν είναι το μη έμφυλο, αλλά το μη έμψυχο“.
Ουδέτερο γένος, όπως εξήγησε, δεν υπάρχει στα ελληνικά ως φυσικό, αλλά μόνο ως γραμματικό και αυτό δημιουργεί μια ασυμμετρία. Ειδικότερα, όταν μετατρέπουμε σε ουδέτερο ένα ουσιαστικό που ήδη φέρει φυσικό γένος, σύμφωνα με τον ομιλητή “ερμηνευτικά προκαλούμε ή αντικειμενοποίηση ή εκνηπίωση” ανάλογα με τα συμφραζόμενα. Πολύ συχνά μάλιστα, σύμφωνα με τα παραδείγματα που έφερε (“τα πακιστανά”, “τα αλβανά”, “τα κομμούνια”) ο στόχος της αφαίρεσης της έμψυχης/ανθρώπινης ιδιότητας είναι κακοποιητικός ή προσβλητικός, ενώ υπενθύμισε ότι η τάση της αντικειμενοποίησης απαντάται ήδη από την αρχαιότητα όπου οι εταίρες αποκαλούνταν με ουδέτερα ονόματα.
Μάλιστα, ο Φ. Παναγιωτίδης υπενθύμισε ότι και στα αγγλικά τα μη δυαδικά άτομα δεν χρησιμοποίησαν το ουδέτερο “it”, που όπως και στα ελληνικά αφορά το μη έμψυχο, αλλά το “they”, καθώς επιτρέπεται από μια ιδιομορφία της αγγλικής γλώσσας ως προς τον πληθυντικό αριθμό -κάτι που δυστυχώς δεν υπάρχει ως επιλογή στα ελληνικά.
Βάσει των παραπάνω, ο ομιλητής παραδέχτηκε ότι ενώ στο πεδίο του λεξιλογίου η αποδοχή του ενός ή του άλλου όρου είναι ζήτημα κοινωνιογλωσσολιγικό, στο πεδίο της γραμματικής και του γένους σε σχέση με το φύλο υπάρχει πρόβλημα. Όπως είπε, “οι απόπειρες να επέμβουμε στη γραμματική είναι συνήθως ατελέσφορες, αν δεν είναι καταστροφικές“, υπενθυμίζοντας τις επίκοινες αντωνυμίες (neopronouns), που επιχειρήθηκε να δημιουργηθούν στα αγγλικά ώστε να περιλαμβάνουν και αρσενικό και θηλυκό, χωρίς την ανάγκη έμφυλου καθορισμού, έναντι των οποίων ωστόσο επικράτησε το “they”.
Στο καταληκτικό τμήμα της ομιλίας του, ο Φ. Παναγιωτίδης επιχείρησε να απαντήσει στο ερώτημα “τι να κάνουμε”, καταθέτοντας προτάσεις, τονίζοντας ωστόσο ότι δεν ισχυρίζεται πως με την παρέμβασή του θα λυθεί “η ζωή, η ταυτότητα και η καθημερινή διαπάλη των ατόμων που αφορά η συζήτηση με έναν εχθρικό κόσμο σούπερ ετεροκαθοριστικό“.
Όπως θύμισε όλες οι απόπειρες παρέμβασης στο γένος στη γραμματική (π.χ. αντωνυμίες) δεν κατακτήθηκαν και δεν έγιναν στοιχείο της γλωσσικής αλλαγής, ακριβώς γιατί αυτό δεν μπόρεσε να περάσει το κατώφλι της γλωσσικής κατάκτησης, για λόγους που έχουν να κάνουν με το σύστημα του γένους στη συγκεκριμένη γλώσσα (εν προκειμένω την αγγλική). Αντίθετα, τη λύση την έδωσε η ίδια η γραμματική της γλώσσας, το “they”, που είναι εδώ για να μείνει, γιατί είναι εδώ από το 1500 ως επίκοινη αντωνυμία στα αγγλικά. Αυτό ήταν και το συμπέρασμα που θέλησε να τονίσει ο ομιλητής, ότι δηλαδή τη λύση σε κάθε περίπτωση θα δώσει η ίδια η γραμματική της γλώσσας.
Ως προς τις συγκεκριμένες λύσεις που αφορούν την ελληνική γλώσσα, ο Φ. Παναγιωτίδης επέμεινε ότι το ουδέτερο δεν προσφέρεται ως επίκοινο μη δυαδικό γένος και αντιπρότεινε λύσεις όπως η χρήση ονομάτων σε ουδέτερο -μια πρακτική που ήδη τα μη δυαδικά άτομα έχουν υιοθετήσει, γιατί η γραμματική το επιτρέπει (π.χ. το Κυκλάμινο, το Κλέος), αν και είναι μερική λύση.
Άλλες λύσεις σύμφωνα με τον ομιλητή θα ήταν και οι εξής:
- Πρώτον, η εισαγωγή νέων όρων, όπου σύμφωνα με τον ίδιο έχουμε πολύ μεγαλύτερη ευχέρεια παρέμβασης.
- Δεύτερον, η δημιουργική χρήση περιφράσεων όπως “το άτομο” ή “το άτομό μου”.
- Τρίτον, η γενίκευση του θηλυκού -τονίζοντας ωστόσο ότι εδώ υπάρχει μια τεράστια παγίδα, καθώς υπάρχουν τρανς άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως άντρες και έχουν αγωνιστεί να μην αποκαλούνται με το θηλυκό.
- Τέταρτον, ο υποκορισμός, ο οποίος στα ελληνικά αντίθετα με το ουδέτερο δεν εκνηπιώνει ή αντικειμενοποιεί, αλλά δίνει έναν χαρακτήρα σχεδόν συναισθητικό (π.χ. “τα συντρόφια”, “τα συγκατοίκια”, “τα κουηράκια”), καθώς όπως εξήγησε, ο υποκορισμός είναι φορέας σημασίας.
Τέλος, ο Φ. Παναγιωτίδης αναφέρθηκε στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί στην ελληνική γλώσσα η σύγκρουση μεταξύ φυσικού και γραμματικού γένους, όπου και επικρατεί το φυσικό (π.χ. “η γιατρός μου είναι η καλύτερη”, “η τολμηρότερη εισαγγελέας στο ελληνικό δικαστικό σώμα”). Αυτό κατά τον ίδιο μπορεί να επεκταθεί και παραπέρα, μέσα από το “transgendering” ή στα ελληνικά “καλιάρντεμα”, δηλαδή τη ζεύξη αρσενικού και θηλυκού (π.χ. “ήρθε η Γιώργος”, “ο Μαρίκα”), που σε συγκεκριμένες κοινωνιολέκτους λειτουργεί με συγκεκριμένο τρόπο. Όπως υποστήριξε, κάτι τέτοιο δυνητικά θα μπορούσε να είναι δημιουργικό, καθώς υπενθύμισε και την περίπτωση της τρανς γυναίκας Δημήτρης στη Μυτιλήνη, όπου, όπως σχολίασε, “το ‘η Δημήτρης’, παραδόξως, δεν ‘κλώτσαγε’, όπως το ‘χαιρετώ όλους, όλες και όλα’. Στην περίπτωση αυτή κάτι δούλευε και υπάρχουν λόγοι που κάτι δουλευει“.
Σε κάθε περίπτωση, όπως τόνισε ο Φ. Παναγιωτίδης, όσα ανέφερε είναι προτάσεις, ενώ “τη λύση τη δίνει η γλώσσα και τα ίδια τα κινήματα, οι μειονότητες, οι άνθρωποι που τους καίει αυτό το πράγμα“.