Πλούσιος προβληματισμός, αλλά και προτάσεις για τον χώρο της επιστήμης και της έρευνας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις νέες και τους νέους, αναπτύχθηκε στην πρώτη εκδήλωση του κύκλου «Νέες & νέοι επιστήμονες. Εμπόδια & προοπτικές» που διοργάνωσαν το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ και το Δίκτυο για την Υπεράσπιση της Δημόσιας Εκπαίδευσης την Τετάρτη 19 Μαΐου.
Για «ένα θέμα που αφορά το σήμερα και το αύριο της χώρας» έκανε λόγο στην παρέμβασή του ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος στάθηκε στην ανάγκη αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου, αφού, όπως ανέφερε, το πρόβλημα σήμερα είναι ότι «η χώρα διαθέτει ένα υψηλότατης κατάρτισης ανθρώπινο δυναμικό, το οποίο αδυνατεί να εντάξει στο παραγωγικό της μοντέλο». Ασκώντας κριτική στη σημερινή κυβέρνηση, υποστήριξε ότι έχει μια στρατηγική μείωσης του εργασιακού κόστους και ανταγωνισμού προς τα κάτω, στηλιτεύοντας ιδιαίτερα το εργασιακό νομοσχέδιο. Παρουσιάζοντας τις συνθήκες που διαμορφώνουν σήμερα ένα «επιστημονικό πρεκαριάτο», αλλά και τροφοδοτούν το brain drain ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στάθηκε ιδιαίτερα στην αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης εργασίας, χαρακτηρίζοντας «μύθο», ότι η Ελλάδα παράγει περισσότερους επιστήμονες από όσους θα έπρεπε και τονίζοντας ότι το πρόβλημα οφείλεται στο ότι η πλειονότητα της ελληνικής επιχειρηματικότητας δεν παράγει σύνθετα προϊόντα και υπηρεσίες.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Αλέξης Τσίπρας παρουσίασε ορισμένες βασικές πλευρές του προγράμματος «Ελλάδα+» που κατέθεσε πρόσφατα ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, το οποίο δίνει ιδιαίτερο βάρος στο ανθρώπινο κεφάλαιο και τις νέες και νέους επιστήμονες, εστιάζοντας, πρώτον, στην επένδυση στην έρευνα και στη γνώση, δεύτερον, στην αλλαγή παραγωγικού μοντέλου, ώστε αυτό να «κουμπώσει» πάνω στο ανθρώπινο δυναμικό, τρίτον, στην εργασία και την αποκατάσταση του αισθήματος ασφάλειας και, τέταρτον, στο κοινωνικό ζήτημα και στην αποκατάσταση του αναδιανεμητικού ρόλου της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Όπως ανέφερε, στο επίκεντρο του προγράμματος «Ελλάδα+» βρίσκεται η επένδυση στις πιο παραγωγικές ηλικίες με τρεις στόχους : οικονομική ανάπτυξη, κοινωνική συνοχή, περιβαλλοντική ισορροπία.
Από την πλευρά του ο πρώην υπουργός Παιδείας και ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Κώστας Γαβρόγλου, αναφέρθηκε στους μύθους που καλλιεργούνται σε βάρος του επιστημονικού δυναμικού της χώρας, ότι είναι υπερβολικά πολλοί, ότι δεν είναι άριστοι και ότι η εξειδίκευσή τους δεν είναι προσανατολισμένη στην αγορά εργασίας, κάνοντας λόγο για «ιδεολογήματα των αυτοαποκαλούμενων άριστων» που έχουν στόχο την απαξίωση της επιστημονικής κοινότητας. Ο Κ. Γαβρόγλου αναφέρθηκε στην ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και στην ανάγκη, στον αντίποδα, καθιέρωσης μιας ενιαίας εργασιακής σχέσης για το προσωπικό στα πανεπιστήμια και στα ερευνητικά κέντρα, που θα εξασφαλίζει εργασιακά δικαιώματα και θα απλοποιεί τις γραφειοκρατικές διαδικασίες, στην ανάγκη στενότερης σύνδεσης της έρευνας με τη διδασκαλία, αλλά και στην καθιέρωση ουσιαστικών και όχι ποσοτικών κριτηρίων στις ακαδημαϊκές κρίσεις, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ποιότητα και να περιοριστεί ο «θόρυβος» στην έρευνα. Ιδιαίτερα τόνισε ο Κ. Γαβρόγλου δύο ζητήματα: Αφ’ ενός στην ανάγκη να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην καλλιέργεια των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, όπου οι νέοι Έλληνες επιστήμονες σημειώνουν μεγάλες επιτυχίες διεθνώς, αφ’ ετέρου στο ζήτημα της «χρησιμότητας» της έρευνας, τονίζοντας ότι εδώ υπάρχει μια σύγκρουση αξιών και μια τάση εργαλειοποίησης της έρευνας και της έννοιας της προόδου. Τέλος, ο Κ. Γαβρόγλου αναφέρθηκε σε κοστολογημένες προτάσεις σε βάθος τετραετίας, με κυριότερες τον διπλασιασμό του αριθμού των καθηγητών ΑΕΙ που σημαίνει επιπλέον 2.000 θέσεις κάθε χρόνο, τον διπλασιασμό της χρηματοδότησης των ΑΕΙ, ήτοι συν 25 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο, την αύξηση του επιδόματος ενοικίου φοιτητών, την δημιουργία 150 θέσεων στα πανεπιστημιακά ερευνητικά ινστιτούτα κ.ά.
Παρουσιάζοντας τα βιώματα των ερευνητών και ερευνητριών, η Νέλλη Καμπούρη, διδάκτορας Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Σχέσεων του LSE και βασική ερευνήτρια του Εργαστηρίου Σπουδών Φύλου του Παντείου Πανεπιστημίου, τόνισε ότι η επισφάλεια είναι συνθήκη διαρκείας όχι μόνο για τους νέους ερευνητές και ερευνήτριες, αναδεικνύοντας πώς οι δημοσιονομικοί περιορισμοί της περιόδου των μνημονίων πολλαπλασίασαν τις προσωρινές και επισφαλείς θέσεις, αναγκάζοντας τους ερευνητές και τα ερευνήτριες να κυνηγούν διαρκώς την εξασφάλιση χρηματοδότησης, αυξάνοντας τη γραφειοκρατία, αλλά και λειτουργώντας ως αντικίνητρο στο να έρθουν στα ελληνικά πανεπιστήμια ερευνητικά προγράμματα και επιστήμονες υψηλού κύρους. Η Ν. Καμπούρη ανέδειξε ιδιαίτερα και την ανισότητα σε βάρος (ιδίως) των γυναικών, ενώ έκανε ξεχωριστή μνεία στα εγχειρήματα συλλογικής διεκδίκησης που έχουν διαμορφωθεί στο χώρο των νέων επιστημόνων.
Ο Δημήτρης Κοφινάς, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, εστίασε σε δύο ζητήματα: Πρώτον, στη διεπιστημονικότητα, την ανάγκη δηλαδή προσέγγισης των κοινωνικών προκλήσεων μέσα από συνέργειες διαφορετικών επιστημονικών αντικειμένων, δίνοντας παραδείγματα καλών διεθνών πρακτικών θεσμών που προωθούν την επαφή των νέων ερευνητών με πεδία διαφορετικά αυτών της εξειδίκευσής τους, όπως τα διεπιστημονικά εργαστήρια, τα θερινά σχολεία κ.ο.κ. Δεύτερον, στη σχέση της επιστήμης και κυρίως των νέων ερευνητών με την κοινωνία, αξιοποιώντας παραδείγματα από το πεδίο της προστασίας του περιβάλλοντος.
Από το χώρο της διοίκησης των ΑΕΙ, η Ιωάννα Λαλιώτου, αναπληρώτρια καθηγήτρια και αντιπρύτανης Έρευνας και Δια Βίου Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, αναφέρθηκε στην αύξηση των κονδυλίων για την έρευνα επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, υπογραμμίζοντας και την ετοιμότητα των ελληνικών ΑΕΙ να απορροφήσουν τους σχετικούς πόρους, αλλά και το ενδιαφέρον αθρόας συμμετοχής και ερευνητών από το εξωτερικό. Έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη στήριξη ερευνητικών πεδίων, όπως οι ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, που δεν είχαν χρηματοδοτηθεί στο παρελθόν, αλλά και στη δυνατότητα που δόθηκε στους μεταδιδακτορικούς ερευνητές να τίθενται επικεφαλής, ως επιστημονικά υπεύθυνοι, ερευνητικών προγραμμάτων. Επίσης, η Ι. Λαλιώτου υπογράμμισε ιδιαίτερα την ανάγκη να υπάρχει συνέχεια στην έρευνα, η οποία υπονομεύεται από διακοπές και καθυστερήσεις στις χρηματοδοτήσεις, ενώ αναφέρθηκε πολύ θετικά σε πρόσφατα παραδείγματα χρηματοδότησης της βασικής έρευνας, ακόμα και με αναδιανομή και χρήση ιδίων πόρων των ΕΛΚΕ.
Ο Σπύρος Γεωργάτος, καθηγητής και αντιπρύτανης Έρευνας και Δια Βίου Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, παρουσίασε σειρά εθνικών και διεθνών δεδομένων που αναδεικνύουν το υψηλό ποσοστό εγγραφής στο Πανεπιστήμιο στη χώρα μας, αλλά και τη σύνδεση της επένδυσης στην τριτοβάθμια εκπαίδευσης με την επαγγελματική αποκατάσταση, καθώς και ευρύτερα τις κοινωνικές επιπτώσεις της επένδυσης στην παιδεία. Μεταξύ άλλων ανέφερε χαρακτηριστικά ότι η Ελλάδα βρίσκεται μόλις στο 65% του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ ως προς την επένδυση στην παιδεία, ενώ τα ποσοστά εγγραφής σε μεταπτυχιακά προγράμματα είναι αρκετά χαμηλότερα (4%) έναντι των χωρών του ΟΟΣΑ (13%), γεγονός που σχετίζεται με το υψηλότερο κόστος. Ως προς το τι θα έπρεπε να γίνει, ο Σπ. Γεωργάτος ανέφερε εμφατικά ότι, αν και όλα τα μέτρα που ελήφθησαν επί ΣΥΡΙΖΑ είναι θετικά, πρέπει για τις δυνάμεις της Αριστεράς η επένδυση στην παιδεία να είναι εμβληματικό στοιχείο του προγράμματός της, διοχετεύοντας σημαντικούς πόρους σε αυτή.
Κλείνοντας τον κύκλο των παρεμβάσεων, ο Ηλίας Γεωργαντάς, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και πρώην γενικός γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας, υπενθύμισε ορισμένα χαρακτηριστικά δείγματα της πολιτικής της σημερινής κυβέρνησης ξεκινώντας από το «φιάσκο», όπως το χαρακτήρισε, της επιμόρφωσης των επιστημόνων, μέχρι την απαξίωση των διδακτόρων, την κατάργηση της ρήτρας «ένα προς ένα» που θα οδηγούσε στην ανανέωση του δυναμικού των πανεπιστημίων, τη μείωση του αριθμού των εισακτέων στα ΑΕΙ κ.ά., που, όπως είπε, κινούνται σε μία κοινωνικά αντιδραστική κατεύθυνση. Ο Ηλ. Γεωργαντάς ανέφερε ότι το μέγα διακύβευμα σήμερα είναι να συνδέσουμε τη συζήτηση για τους νέους επιστήμονες και την οικονομία της γνώσης με τη συζήτηση για το παραγωγικό μοντέλο. Επισήμανε ότι το μεγάλο πρόβλημα είναι η αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης και το έλλειμμα παραγωγικών δραστηριοτήτων υψηλής προστιθέμενης αξίας, γι’ αυτό και το ζήτημα είναι μια διασύνδεση του πανεπιστημίου με το παραγωγικό μοντέλο και όχι με την αγορά εν γένει. Τόνισε δε ότι η ενσωμάτωση της γνώσης και της επιστήμης στο παραγωγικό μοντέλο πρέπει να γίνει σε όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας.
Τη συζήτηση συντόνισε η Δανάη Κολτσίδα, διευθύντρια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς.