Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα Εποχή
* Νεκτάριος Μπουγδάνης, υποψήφιος διδάκτορας Μεσανατολικών Σπουδών, συντονιστής τμήματος Διεθνών Σχέσεων και Εξωτερικής Πολιτικής ΣΥΡΙΖΑ, μέλος του Δ.Σ του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς
Ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία, ο οποίος ξεκίνησε το 2011, γρήγορα εξελίχθηκε σε μία ευρύτερη περιφερειακή σύγκρουση. Στο έδαφος της Συρίας αναπτύσσονται όλες οι επιδιώξεις των μεγάλων αλλά και περιφερειακών δυνάμεων. Επιπλέον, δοκιμάζονται στην πράξη νέες συμμαχίες, καινούρια γεωπολιτικά σχέδια αλλά και νέα οπλικά συστήματα.
Στο μακρινό 1982, το Ισραήλ εισέβαλε στον σπαρασσόμενο από τον τότε εμφύλιο πόλεμο Λίβανο, σε μια επιχείρηση η οποία θυμίζει σε πολλούς τη σημερινή επιχείρηση «Άνοιξη της Ειρήνης», όπως ονόμασε η τουρκική κυβέρνηση την εισβολή στη βόρεια Συρία. «Ειρήνη για τη Γαλιλαία» ονομαζόταν τότε και φαίνεται ότι οι επιτιθέμενοι αρέσκονται σε τίτλους ειρήνης, ενώ υποδαυλίζουν τον πόλεμο.
Η Τουρκία, θα έπρεπε ενδεχομένως να μελετήσει με μεγαλύτερη προσοχή τις πιθανές συνέπειες του τρέχοντος πολέμου στη βόρεια Συρία.
Μετά την εισβολή στον Λίβανο το 1982
Ο πόλεμος στον Λίβανο οδήγησε τελικά σε χιλιάδες θύματα, πυροδότησε την εμφάνιση της Χεζμπολάχ με την υλική και πνευματική βοήθεια της Τεχεράνης και οδήγησε σε 18ετή κατοχή που έληξε τελικά το 2000, μόνο μετά από ένα παρατεταμένο αντάρτικο πόλεμο.
Η εισβολή του Ισραήλ στον Λίβανο ξεκίνησε το 1978, αφού δημιούργησε μια ζώνη ασφαλείας στο νότιο τμήμα της χώρας. Ήταν μια προσπάθεια να ωθηθούν στην έξοδο οι Παλαιστίνιοι αντάρτες Φενταγίν, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν την περιοχή ως βάση για επιχειρήσεις εναντίον του Ισραήλ. Τον Ιούνιο του 1982, το Τελ-Αβίβ ξεκίνησε μια πλήρη εισβολή με στόχο α) να ξεριζώσει τους Παλαιστίνιους αντάρτες και να αποσταθεροποιήσει το Παλαιστινιακό εθνικό κίνημα και β) να διώξει τις συριακές δυνάμεις από τη χώρα -οι οποίες είχαν αναπτυχθεί από το 1976- και να εγκαθιδρύσει μια φίλοϊσραηλινή κυβέρνηση στη Βηρυτό.
Η εισβολή κατάφερε να απομακρύνει τους Παλαιστίνιους αντάρτες από τον Λίβανο, αλλά οι άλλοι στόχοι της επιχείρησης απέτυχαν παταγωδώς. Το πραγματικό αποτέλεσμα ήταν ότι το Ισραήλ επέκτεινε και ενίσχυσε τη ζώνη ασφαλείας του νοτίου Λιβάνου, υποστηρίζοντας την τοπική πολιτοφυλακή (Στρατός του Νοτίου Λιβάνου- SLA) και τελικά πέρασε τα επόμενα 18 χρόνια υπερασπιζόμενο αυτή ακριβώς την προστατευτική ζώνη από μια εξέγερση της Χεζμπολάχ. Ούτε κατάφερε να εξοντώσει τις δυνάμεις της Συρίας ούτε να δημιουργήσει μια φίλο- Ισραηλινή κυβέρνησης στη Βηρυτό.
Η ζώνη ασφαλείας του νοτίου Λιβάνου
Η ζώνη ασφαλείας του νότιου Λιβάνου ήταν από πολιτική άποψη διαφορετική από την υπόλοιπη χώρα και το Ισραήλ, καθώς όφειλε να παρέχει υπηρεσίες στον τοπικό πληθυσμό, βρέθηκε να διοικεί σαν να επρόκειτο για μέρος της επικράτειάς του. Επίσης, έπρεπε να διευκολύνει την οικονομική βιωσιμότητα της ζώνης ασφαλείας με την παροχή θέσεων εργασίας και τη διατήρηση των εγκαταστάσεων υποδομής. Η ισραηλινή πολιτική ηγεσία ούτε καν είχε φανταστεί τις συνέπειες των υποχρεώσεών της. Εν ολίγοις, η διατήρηση της ζώνης ασφαλείας ήταν μια αποστράγγιση της οικονομίας του Ισραήλ, καθώς και του στρατού του.
Η εισβολή είχε επίσης αρνητικό αντίκτυπο στην παγκόσμια κοινή γνώμη. Η ακραία βία που χρησιμοποίησε το Ισραήλ κατά τη διάρκεια της εισβολής, οι χιλιάδες εκτοπισμένοι και τέλος η σφαγή των Παλαιστινίων προσφύγων στη Βηρυτό το 1982 (στα στρατόπεδα προσφύγων Σάμπρα και Σατίλα) από τους Χριστιανούς –Φαλαγγίτες- συμμάχους του Ισραήλ, διάβρωσαν την ηθική του εικόνα και ενίσχυσαν τελικά τη διεθνή υποστήριξη για τον Παλαιστινιακό αγώνα για αυτοδιάθεση. Επίσης, προκάλεσε μία από τις πρώτες ανοιχτές αντιπαραθέσεις μεταξύ της κυβέρνησης των ΗΠΑ και της Ισραηλινής κυβέρνησης. Τελικά, το 2000 το Ισραήλ αποχώρησε, ο SLA διαλύθηκε και η Χεζμπολλάχ αναδείχτηκε ως ένας από τους κύριους εθνικούς παράγοντες στη χώρα.
Το Ισραήλ χρησιμοποίησε ως πρόσχημα της εισβολής την ανθρωπιστική βοήθεια σε Χριστιανούς, οι οποίοι απεικονίστηκαν ως μια διωκόμενη μειονότητα, σε ένα Κράτος στο οποίο πλειοψηφούν Μουσουλμάνοι.
Όμως στην πραγματικότητα, το 1982 οι Ισραηλινοί ανέπτυσσαν τις ηγεμονικές φιλοδοξίες τους στη Μέση Ανατολή, ειδικά μετά την υπογραφή της Συμφωνίας Ειρήνης του Καμπ Ντέιβιντ με την Αίγυπτο υπό τον Πρόεδρο Κάρτερ (1978). Με μια φίλοϊσραηλινή κυβέρνηση στη Βηρυτό, ένα αδύναμο καθεστώς στη Δαμασκό και ένα αδύναμο Παλαιστινιακό Κράτος στα ερείπια του Χασεμιτικού Βασιλείου της Ιορδανίας, οι αρχιτέκτονες της εισβολής πίστευαν ότι το Ισραήλ θα γινόταν ο αδιαφιλονίκητος ηγεμόνας στην περιοχή.
Τα μηνύματα της τουρκικής εισβολής
Η Τουρκία διατύπωσε επίσης την πρόθεση να δημιουργήσει μια ζώνη ασφαλείας στη βόρεια Συρία για ανθρωπιστικούς λόγους. Παρόλο που το σχέδιό της είναι να τερματίσει το επιτυχημένο παράδειγμα της κουρδικής αυτονομίας στη Ροζάβα, η Άγκυρα ισχυρίζεται ότι σκοπός της επιχείρησης είναι η επανεγκατάσταση των προσφύγων που ζουν σήμερα στην Τουρκία. Το ανθρωπιστικό επιχείρημα είναι μια σημαντική διπλωματική τακτική που χρησιμοποιείται για να προστατεύει την Άγκυρα από τους επικριτές της.
Στην πραγματικότητα, οι φιλοδοξίες της Τουρκίας ξεπερνούν σημαντικά την εξάλειψη της κουρδικής αυτονομίας στη Συρία και περιλαμβάνουν την εκκαθάριση των Σύριων Κούρδων από τις παραμεθόριες περιοχές. Επιπλέον, η εισβολή στέλνει ένα μήνυμα αποτροπής για τους Κούρδους στην Τουρκία και συνδέεται με έναν τουρκικό εθνικισμό τον οποίο ο Πρόεδρος Ερντογάν έχει προωθήσει τα τελευταία χρόνια, εμφανίζοντας την Τουρκία ως προστάτη του σουνίτικου Ισλάμ και αναπροσανατολίζοντας τις περιφερειακές του φιλοδοξίες προς τα εδάφη που κυριαρχούσε κάποτε η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Έτσι, όπως και η ισραηλινή εισβολή του Λιβάνου, η Τουρκία σχεδιάζει να δημιουργήσει μια ζώνη ασφαλείας στη βόρεια Συρία ως μέσο για την επίτευξη άλλων φιλόδοξων στόχων.
Χωρίς περιθώρια
Αλλά το ανθρωπιστικό πρόσχημα είναι πιθανό να αποτύχει. Ακόμα κι αν οι πρόσφυγες εγκατασταθούν με επιτυχία – κάτι που είναι εξαιρετικά δύσκολο- θα ήταν εσωτερικοί πρόσφυγες στη χώρα τους, αφού οι περισσότεροι από αυτούς δεν προέρχονται από αυτό το τμήμα της Συρίας. Δεν είναι καθόλου σαφές εάν η Άγκυρα προβλέπει την εγκατάστασή τους σε χωριά που εγκατέλειψαν οι Κούρδοι ή θα οικοδομήσει νέα στρατόπεδα προσφύγων γι ‘αυτούς. Δεν γνωρίζουμε επίσης πώς θα αντιδράσει ο σύρος πρόεδρος Μπασάρ αλ-Άσαντ σε όλες αυτές τις προοπτικές. Σίγουρα με την προσεκτική καθοδήγηση της Μόσχας, αλλά είναι ένα ζήτημα για πόσο χρόνο θα ανεχτεί –όπως και το Ιράν- τουρκικά στρατεύματα, τα οποία να ελέγχουν ένα τόσο μεγάλο τμήμα της χώρας. Τα μακροπρόθεσμα στρατηγικά σχέδια της Άγκυρας έρχονται σε σύγκρουση με αυτά του Ιράν και αυτό θα πρέπει να το κρατήσουμε.
Γιατί εάν η Τουρκία πετύχει τους στόχους της θα έχει εδαφική πρόσβαση στη Συρία, η οποία θα της επιτρέψει να διαδραματίσει ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση της νέας Μέσης Ανατολής που αναδύεται τώρα από τις στάχτες του εμφυλίου πολέμου στη Συρία. Με τις Ηνωμένες Πολιτείες σχεδόν έξω από τη Συρία, αυτή η νέα Μέση Ανατολή διαμορφώνεται τώρα –κυρίως- από τη Ρωσία και το Ιράν. Η Τουρκία πολύ θα ήθελε να συμμετέχει, αλλά τα όρια στα οποία μπορεί να φτάσει αυτή η επιρροή και η συνδιαμόρφωση της περιοχής, ενδέχεται να μην είναι πολύ μεγαλύτερα από τα όρια που τελικά οδήγησαν στην αποτυχία της ισραηλινής πολιτικής στον Λίβανο, το 1982.