Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Η Εποχή” (2/8/2020)

της Ελευθερίας Αγγέλη*

 

Τις τελευταίες μέρες μπήκαμε σε μια λογική που περιορίζει αρκετά τη συζήτηση στο ύψος των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης που δόθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πράγματι, είναι ανεπαρκή. Είναι, επίσης, νωπή ακόμα η απογοήτευση που θυμάμαι να έχω σε επιτροπές και συζητήσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπου εκπρόσωποι από έναν «σκληρό» πυρήνα διαπραγματεύονταν  με τις ώρες για το αν πρέπει να δοθούν χρήματα και πόσα και με τι όρους, σε μια χώρα που μόλις είχε πληγεί από φυσική καταστροφή. Ναι, χρειάζεται μια πιο τολμηρή πολιτική βούληση για να πούμε ότι η Ε.Ε μπήκε σε μια τροχιά αλληλεγγύης και κατανόησης. Δεν μπορούμε, όμως, να αρνηθούμε ότι μετά από 63 χρόνια, για πρώτη φορά υπήρξε μια αμοιβαιοποίηση του ευρωπαϊκού χρέους και μια μικρή χαραμάδα ελπίδας.
Από εκεί και πέρα, προκύπτει η ανάγκη μιας άλλης κουβέντας για το πώς το ποσό που θα καταλήξει σε κάθε κράτος- μέλος με τη μορφή επιχορηγήσεων και δανεισμού θα αξιοποιηθεί και θα διοχετευθεί προς όφελος της κοινωνίας για την υπέρβαση της νέας κρίσης του COVID- 19. Πώς, δηλαδή, οι κυβερνήσεις θα κληθούν να κάνουν τις πολιτικές τους επιλογές είτε προς την εκπλήρωση των σκοτεινών, για την κοινωνική πλειοψηφία, νεοφιλελεύθερων σχεδίων συμπίεσης και λιτότητας, είτε  προς την κατεύθυνση της πράσινης και βιώσιμης ανάπτυξης, χωρίς αποκλεισμούς.

Ο ρόλος των Αναπτυξιακών Τραπεζών

Χαρακτηριστικό παράδειγμα  στη συζήτηση αυτή αποτελεί η Πορτογαλία. Η κυβέρνηση του Αντόνιο Κόστα αποφάσισε πρόσφατα να δημιουργήσει μια νέα ενιαία Εθνική Αναπτυξιακή Τράπεζα, η οποία θα αποτελέσει εργαλείο υπέρβασης της κρίσης και θα αναλάβει να διαχειριστεί τους πόρους που προορίζονται για τη χώρα από το Ταμείο Ανάκαμψης. Συγκεκριμένα, με το ποσό των περίπου 27 δισ. ευρώ από το σύνολο των 750 δισ. που αναμένει να λάβει η Πορτογαλία – 16 επιχορηγήσεις και 11 δάνεια – η νέα Εθνική Αναπτυξιακή Τράπεζα θα παρέχει εγγυήσεις και μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση σε επιχειρήσεις τομέων υψηλού κινδύνου, θα στηρίζει τις εξαγωγές και θα συμμετέχει στα ίδια κεφάλαια και το μετοχικό κεφάλαιο εταιριών που έχουν ανάγκη από επενδύσεις.

Ας πάμε όμως λίγο πιο πίσω για να δούμε τι κάνουν οι Αναπτυξιακές Τράπεζες, πώς μπορούν να λειτουργήσουν ως σημαντικά εργαλεία οικονομικής πολιτικής. Επί της αρχής, ο χρηματοδοτικός αυτός φορέας έχει ως στόχο να γίνει μοχλός τόνωσης της οικονομίας, στήριξης των επιχειρήσεων και προώθησης επενδύσεων. Αυτός ο -παράλληλος του τραπεζικού συστήματος- φορέας, καλύπτει εν μέρει κάποια κενά της κατά κοινή ομολογία ανεπαρκούς χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας από τις ιδιωτικές τράπεζες. Ωστόσο, μια δημόσια Αναπτυξιακή Τράπεζα δεν παύει να λειτουργεί με όρους οι οποίοι σχετίζονται και με το πολιτικό σχέδιο της κυβέρνησης μιας χώρας. Είναι, λοιπόν, αναπόσπαστο κομμάτι της λειτουργίας και στοχοθεσίας τους η εκάστοτε πολιτική βούληση και κατεύθυνση.

Το ελληνικό παράδειγμα είχε άδοξο τέλος

Για την Ελλάδα,  ο όρος Εθνική Αναπτυξιακή Τράπεζα δεν είναι κάτι άγνωστο. Το 1964 ιδρύθηκε η Ε.Τ.Β.Α. (Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Ανάπτυξης), η οποία, προκύπτοντας από τη συγχώνευση τριών αναπτυξιακών οργανισμών, στόχευε στην υποβοήθηση της βιομηχανικής, τουριστικής και ναυτιλιακής ανάπτυξης. Στην προσπάθεια αυτή, του πιο κεντρικού συντονισμού της οικονομικής και βιομηχανικής πολιτικής, ιδρύθηκαν και άλλοι φορείς όπως η Τράπεζα Επενδύσεων  (1962) από τον όμιλο της Εμπορικής Τράπεζας και η Εθνική Τράπεζα Επενδύσεων Βιομηχανικής Αναπτύξεως (Ε.Τ.Ε.Β.Α., 1963) από τον όμιλο της Εθνικής Τράπεζας όπου και αυτός ήταν υπό το έλεγχο του Δημοσίου.
Με τη δραστηριότητα αυτών των τραπεζών, η ελληνική βιομηχανία έφτασε το 1981 να απασχολεί το 20% του εργατικού δυναμικού και να συνεισφέρει το 30% του ΑΕΠ. Ωστόσο, ήταν οι πολιτικές Σημίτη, αυτές που στο πλαίσιο του λεγόμενου εκσυγχρονισμού ήρθαν εν τέλει να διαλύσουν τους φορείς αυτούς. Επικαλούμενο την «εξυγίανση» της Ε.Τ.Β.Α., το κυβερνητικό επιτελείο προχώρησε σε ρευστοποίηση των δημοσίων ομολόγων της με τη γνωστή τακτική ιδιωτικοποίησης «εντάξει να σωθεί, αλλά δεν θα πληρώσουμε και τα μαλλιά της κεφαλής μας για τις ζημιές της». Η Ε.Τ.Ε.Β.Α., επίσης, ωθήθηκε σε συγχώνευση με την Εθνική Τράπεζα, όπου στο τέλος έπαψε να παίζει το ρόλο για τον οποίο ιδρύθηκε και διαλύθηκε. Μετοχοποίηση και ιδιωτικοποίηση ήταν το τότε «μότο».

Η νέα προσπάθεια το 2019

Και ερχόμαστε στο 2019, όπου το νομοσχέδιο που κατατέθηκε για δημιουργία μιας Εθνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας έβαλε το θέμα, εκ νέου, στο τραπέζι. Οι ιδιωτικές τράπεζες απέτυχαν να στηρίξουν και να χρηματοδοτήσουν, ουσιαστικά, την πραγματική οικονομία, και να διαχειριστούν με ανθρώπινο τρόπο το ιδιωτικό χρέος. Και πώς θα μπορούσαν, άλλωστε, εφόσον στη βάση του ο κερδοσκοπικός τους χαρακτήρας ορίζει ως στόχους την τιμή της μετοχής και τα μερίσματα των μετόχων; Επιπρόσθετα, την περίοδο της χρηματοπιστωτικής κρίσης δεκάδες χρηματοπιστωτικά ιδρύματα χρεοκόπησαν ή απορροφήθηκαν με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί ένα από τα πιο συγκεντροποιημένα τραπεζικά συστήματα στην Ευρώπη με τέσσερις μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες να κατέχουν σχεδόν το σύνολο της αγοράς.
Με μια νέα ανάγνωση της συγκυρίας, ο στόχος του ΣΥΡΙΖΑ καταθέτοντας την πρόταση για επανασύσταση μιας Εθνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας με δημόσιο χαρακτήρα ήταν η στήριξη της πραγματικής οικονομίας, της «πράσινης οικονομίας» με χαμηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα και της στήριξης μικρομεσαίων επιχειρήσεων, συνεταιρισμών και φορέων κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας. Θέτοντας κοινωνικά κριτήρια, όπως σταθερές θέσεις εργασίας με ασφαλείς συνθήκες, δηλαδή έναν τύπο δραστηριότητας που βελτιώνει την ποιότητα ζωής. Όχι ένα συμπληρωματικό στο τραπεζικό σύστημα φορέα, μα έναν παράλληλο, ο οποίος θα εισάγει το στοιχείο του οικονομικού σχεδιασμού, θα διορθώνει τις παθογένειες των ιδιωτικών τραπεζών και θα στηρίζει την οικονομία και την απασχόληση.
Πρέπει, λοιπόν, να σκεφτούμε πως η συζήτηση δεν τελειώνει με το ποσό που προορίζεται για την Ελλάδα. Είναι και πέρα από αυτό ένας ολόκληρος κόσμος που χωρίζει δύο πόλους. Είναι η πολιτική βούληση το αν τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης για την Ελλάδα θα τα διαχειριστεί ένας Δημόσια Αναπτυξιακή Τράπεζα, με διαφάνεια υπέρ της κοινωνικής πλειοψηφίας ή θα διατεθούν αδιαφανώς για την εκπλήρωση ενός νεοφιλελεύθερου σχεδίου συμπίεσης της εργασίας και της ζωής.

* Οικονομολόγος, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς.