Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν η συζήτηση που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 29 Ιουνίου από το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς με θέμα τον εκλογικό κύκλο του 2023, και συγκεκριμένα την εκλογική συμπεριφορά, τις κοινωνικές συμμαχίες και τις κομματικές στρατηγικές που αναπτύχθηκαν τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια της διπλής προεκλογικής περιόδου.
Παρακολουθείστε ξανά το βίντεο της συζήτησης:
Αναλυτικότερα:
Ανοίγοντας τον κύκλο των παρεμβάσεων, ο επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γιάννης Τσίρμπας, επισήμανε ότι οι κρίσιμες για τη διαμόρφωση του κομματικού συστήματος εκλογές ήταν εκείνες του Μαΐου, καθώς οι εκλογές του Ιουνίου λειτούργησαν ως οιονεί εκλογές δεύτερης τάξης, εντοπίζοντας χαρακτηριστικά οικονομικής ψήφου προς τη Νέα Δημοκρατία, αλλά και αδυναμίες του ΣΥΡΙΖΑ, όπως π.χ. στο θέμα της αναξιοπιστίας του, της κεντρομώλου στρατηγικής που ακολούθησε, στην ασάφεια της εκστρατείας του κ.ά.
Ο Γ. Τσίρμπας αναφέρθηκε ιδιαίτερα στην ψήφο προς την ακροδεξιά, ως αποτέλεσμα της κανονικοποίησης του μισαλλόδοξου λόγου και ως απάντηση μερίδας των ψηφοφόρων στο αίσθημα πολιτικής αναποτελεσματικότητας, ότι δηλαδή η φωνή τους δεν ακούγεται. Ως προς τα άλλα κόμματα και τις προοπτικές τους, τόνισε ότι η ΝΔ παραμένει το μόνο κόμμα που διαθέτει έναν ισχυρό πυρήνα ψηφοφόρων που είναι ταυτισμένοι μαζί της, ενώ σε ό,τι αφορά στο ΠΑΣΟΚ εξέφρασε την άποψη ότι δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερη δυναμική περαιτέρω ανόδου. Ως προς τον ΣΥΡΙΖΑ, τέλος, και τις πρόσφατες εξελίξεις, ο Γ. Τσίρμπας σημείωσε ότι η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα δυνητικά ξαναβάζει τον ΣΥΡΙΖΑ στη θέση του οδηγού, εφ’ όσον κατορθώσει το κόμμα να επιτελέσει εκ νέου την αντιπροσώπευση.
Στη συνέχεια το λόγο πήρε ο Παύλος Βασιλόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του York, ο οποίος εστίασε στη σχέση συναισθημάτων και πολιτικής συμπεριφοράς. Αφού υπενθύμισε ότι ο φόβος είναι ένα συναίσθημα που οδηγεί στην αποφυγή ρίσκων, ακόμα και θυσιάζοντας την ελευθερία του προσώπου, όπως π.χ. συνέβη κατά τη διάρκεια της πανδημίας διεθνώς, ενώ ο θυμός ενισχύει τιμωρητικές τάσεις και μια ανοχή στο ρίσκο, όπως π.χ. κατά την περίοδο του δημοψηφίσματος του 2015 στην Ελλάδα, ο Π. Βασιλόπουλος ανέφερε ότι κατά την περίοδο 2019-2023 η ελληνική κοινωνία βίωσε σειρά απειλών -ή φαινομένων που παρουσιάστηκαν ως τέτοια.
Ως χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα έφερε το προσφυγικό ζήτημα, το οποίο παρουσιάστηκε με πολεμική ρητορική (“εισβολή”, “υβριδικός πόλεμος”), καλλιεργώντας συναισθήματα φόβου. Αυτά με τη σειρά τους, κατά τον ίδιο, ευνόησαν τη συσπείρωση της ΝΔ (rally-round-the-flag effect), λειτούργησαν νομιμοποιητικά για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή και παράνομες πράξεις (π.χ. η υπόθεση των υποκλοπών), δημιούργησαν το υπόστρωμα για να καλλιεργηθεί οργή για την αντιπολίτευση και όποιον έκανε κριτική (“προδοσία”, “πράκτορες του Ερντογάν”) και ενίσχυσαν την ακροδεξιά.
Στην τρίτη κατά σειρά παρέμβαση, η διευθύντρια του ΙΝΠ, Δανάη Κολτσίδα, αφού επισήμανε ότι, με τη ματιά της εκ των υστέρων γνώσης στα πράγματα, μπορεί κανείς να ανιχνεύσει στα ευρήματα των δημοσκοπήσεων και γενικότερα των κοινωνικών ερευνών της προηγούμενης περιόδου τις ενδείξεις του εκλογικού αποτελέσματος (νίκη της ΝΔ/ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και ενίσχυση της ακροδεξιάς), σε καμία όμως περίπτωση το τελικό εύρος των φαινομένων αυτών που αποτέλεσε έκπληξη για όλους, παρουσίασε τρία επιμέρους στιγμιότυπα/πλευρές του εκλογικού αποτελέσματος και των πιθανών ερμηνειών του.
Πρώτον, στο ερώτημα αν η ελληνική κοινωνία συντηρητικοποιήθηκε, η Δ. Κολτσίδα απάντησε αρνητικά, με βάση συγκριτικά δεδομένα της τελευταίας δεκαετίας, επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι σε κάθε περίπτωση η αλλαγή στάσεων σε ζητήματα αξιών είναι συνήθως αργή και δεν μπορεί να εξηγήσει την εκλογική μεταβολή μεταξύ 2019 και 2023.
Δεύτερον, ως προς τις κοινωνικές συμμαχίες που διαμορφώνονται γύρω από κάθε κόμμα, η Δ. Κολτσίδα παρουσίασε τα δεδομένα των εκλογικών αναμετρήσεων από το 2012 μέχρι και σήμερα, τονίζοντας ιδιαίτερα την περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, που στηρίχθηκε στη συμμαχία δημοσίων υπαλλήλων, ανέργων και, σε μικρότερο βαθμό, ιδιωτικών υπαλλήλων. Πρόκειται για μια συμμαχία που, όπως είπε, δοκιμάστηκε, φέρνοντας ως παράδειγμα τη σημαντική υποχώρηση της υποστήριξης προς τον ΣΥΡΙΖΑ στις λαϊκές συνοικίες της Αττικής και τη μείωση της διαφοροποίησης μεταξύ λαϊκών και αστικών συνοικιών.
Τέλος, η ίδια αναφέρθηκε στη “μάχη του κέντρου” αλλά και στην υπεροχή της ΝΔ μεταξύ των δεξιών/κεντροδεξιών ψηφοφόρων, σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ που μοιράστηκε την ψήφο των αριστερών/κεντροαριστερών ψηφοφόρων με άλλα κόμματα, εξηγώντας τα όρια μιας κεντρομώλου στρατηγικής για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Το λόγο στη συνέχεια πήρε η αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης και Πολιτικής Επικοινωνίας, Φανή Κουντούρη, η οποία εστίασε κυρίως στις στρατηγικές των κομμάτων, στο σκέλος δηλαδή της πολιτικής προσφοράς. Ειδικότερα, η ίδια εντόπισε την ηγεμονία της ΝΔ σε τρία επίπεδα: πρώτον, στην ικανότητά της να θέτει την ατζέντα (agenda setting), δεύτερον στην πλαισίωση των γεγονότων και τρίτον στην ικανότητά της να αποκτά θεματική ιδιοκτησία επί των ζητημάτων που έθετε.
Μάλιστα, κατά τη Φ. Κουντούρη, η ατζέντα της ΝΔ υπήρξε τριπλή: ένα “μεταρρυθμιστικό” σκέλος, μέσω του οποίου κατάφερνε να απευθύνεται στους κεντρώους ψηφοφόρους, ένα σκέλος “τάξης και ασφάλειας”, με το οποίο μπορούσε να καλύπτει τα δεξιά της και, τέλος, ένα σκέλος μη προγραμματικό, που εστίαζε στον πολιτικό στιγματισμό και στην απαξίωση του αντιπάλου.
Όπως ανέφερε η ίδια, η ΝΔ κινήθηκε επικοινωνιακά πάνω στο δίπολο εισαγόμενα προβλήματα αφ’ ενός και εξατομικευμένη ευθύνη των πολιτών αφετέρου, ενώ σχολιάζοντας την αναλογία προγραμματικού λόγου και κριτικής προς τον αντίπαλο στον προεκλογικό λόγο των αρχηγών, υπενθύμισε τα ευρήματα της έρευνας του iMEdD, σύμφωνα με τα οποία ο λόγος του Κ. Μητσοτάκη ήταν κυρίως προγραμματικός, ενώ εκείνος του Αλ. Τσίπρα μοιράστηκε μεταξύ προγράμματος και κριτικής.
Σε ό,τι αφορά στη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, η Φ. Κουντούρη επισήμανε το γεγονός ότι αυτός κυρίως ακολουθούσε την ατζέντα (agenda taker), ενώ -μη βοηθούντος και του μιντιακού κλίματος- δημιουργούνταν ένας “πληροφοριακός θόρυβος”, που εμπόδιζε το μήνυμα του ΣΥΡΙΖΑ να ακουστεί. Επίσης, κατά την ίδια ο ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε μια πόλωση με χαρακτηριστικά της προηγούμενης δεκαετίας.
Σε σχέση με την επόμενη μέρα, η Φ. Κουντούρη προέβλεψε ότι η ΝΔ θα δεχτεί πλέον μια αυξημένη πίεση από τα δεξιά της, λόγω της ισχυρής κοινοβουλευτικής παρουσίας της ακροδεξιάς, κάτι που θα τη δυσκολέψει στο να κυριαρχεί στο κέντρο -που πλέον εκτίμησε ότι θα επανέλθει, όπως έγινε κατά τη δεκαετία του 1990 και του 2000. Επίσης, η ίδια τόνισε ότι θα είναι πιο δύσκολο για τη ΝΔ να αποδίδει ευθύνες στην προηγούμενη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αφού πλέον η προηγούμενη διακυβέρνηση θα είναι η δική της.
Τέλος, τον κύκλο των παρεμβάσεων έκλεισε ο καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, Ιστορίας και Κοινωνιολογίας των ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Toulouse III, Νίκος Σμυρναίος, ο οποίος -μιλώντας διαδικτυακά- παρουσίασε τα βασικότερα ευρήματα έρευνας που πραγματοποίησε μαζί με συναδέλφους του πάνω στον τρόπο που καλύφθηκαν ζητήματα όπως το μεταναστευτικό και η εγκληματικότητα και στο πώς προωθήθηκε μια ατζέντα της ακροδεξιάς στην προεκλογική περίοδο.
Όπως ανέφερε, το βασικό συμπέρασμα είναι ότι η ακροδεξιά τοποθέτηση και κουλτούρα έχει επεκταθεί και έχει νομιμοποιηθεί στον δημόσιο διάλογο και έχει κανονικοποιηθεί ιδεολογικά και πολιτικά στην Ελλάδα. Αναλυτικότερα, αυτό που διαφάνηκε είναι, σύμφωνα με τον ίδιο, ότι αναδύονται νέα κέντρα της άκρας δεξιάς, όπως το κόμμα “Νίκη”, που συνδέονται με τα υπόλοιπα, αλλά και πολιτικοί που προέρχονται από το mainstream και βρίσκονται σε τροχιά ριζοσπαστικοποίησης, όπως π.χ. ο Κ. Μπογδάνος.
Ο λόγος της ακροδεξιάς, σύμφωνα με τον Ν. Σμυρναίο, βασίζεται στην κατασκευή ενός φαντασιακού “άλλου” με διαφορετικούς τρόπους, όπως π.χ. με την εισαγωγή στην Ελλάδα της θεωρίας της “μεγάλης αντικατάστασης”, θεωρίες συνωμοσίας κ.λπ. Η διαφοροποίηση μεταξύ Ελλήνων και αλλοδαπών κατασκευάζεται στη βάση φυλετικών διακρίσεων και, ακόμα περισσότερο, μιας υποτιθέμενης ασυμβατότητας μεταξύ των ευρωπαϊκών αξιών και αυτών που έρχονται από έξω, ενώ μια άλλη τάση είναι η αντίθεση μεταξύ του λαού και του διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος. Και στις δύο περιπτώσεις, όπως είπε, έχουμε μια δήθεν απειλή για την κοινότητα.
Ειδικότερα, το μεταναστευτικό αποτέλεσε, σύμφωνα με τον ίδιο, κεντρικό ζήτημα, που συνδέθηκε πολύ με την εγκληματικότητα. Στην κατασκευή του εξωτερικού εχθρού χρησιμοποιήθηκαν χώρες όπως η Τουρκία, η Β. Μακεδονία και μια εστίαση τους τελευταίους μήνες στο Ισλάμ και τους μουσουλμάνους, ενώ ο εσωτερικός εχθρός περιλαμβάνει “προδότες”, την Αριστερά, αλλά -για τμήματα της ακροδεξιάς- και το πολιτικό κατεστημένο της Δεξιάς.
Σε ό,τι αφορά τα mainstream ΜΜΕ, o Ν. Σμυρναίος επισήμανε ότι η κάλυψη του μεταναστευτικού ήταν πολύ μαζική εκ μέρους τους. Ο λόγος στα κυρίαρχα ΜΜΕ δεν είναι προφανώς ίδιος με τα περιθωριακά, αλλά έχει, όπως είπε, πολλά κοινά σημεία, όπως π.χ. η παρουσίαση των μεταναστών ως μια βίαιη απειλή ή η αντικειμενοποίηση και απανθρωποποίηση των μεταναστών. Ο ίδιος τόνισε επίσης το ρόλο πρακτικών όπως η μαζική αναπαραγωγή ταυτόσημων ρεπορτάζ/κειμένων (copy-paste), η εντυπωσιοθηρία με στόχο την αύξηση της επισκεψιμότητας και της διαφήμισης, αλλά και ο έλεγχος της ενημέρωσης (π.χ. μέσω του ΑΠΕ) απευθείας από την κυβέρνηση. Όπως ανέφερε, με τον τρόπο αυτό, αποκλείεται κάθε εναλλακτική ερμηνεία.
Τέλος, ο Ν. Σμυρναίος ανέλυσε το ρόλο που παίζουν οι πλατφόρμες και ο αλγόριθμος που χρησιμοποιούν στην ενοποίηση του ακροδεξιού χώρου, πολιτικά και πολιτισμικά, ενώ επισήμανε ιδιαίτερα την ανάδυση ενός νέου κυρίαρχου χώρου που έχει χαρακτηριστικά αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού.
Ακολούθησαν παρεμβάσεις και ερωτήσεις από το κοινό.