Σε ένα τριήμερο με πλούσιο προβληματισμό και ιδέες εξελίχθηκε το διεθνές διαδικτυακό συνέδριο με θέμα “Επιστήμη και πολιτική: Πεδία σύμπραξης και έντασης – φορείς και πρακτικές” που διοργάνωσε στις 16-18 Μαρτίου το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, στο πλαίσιο της επετείου των 25 χρόνων από την ίδρυσή του. 

Μέσα από δέκα συν δύο στρογγυλά τραπέζια, που συνέδεσαν θεωρητικούς, φιλοσοφικούς και πολιτικούς προβληματισμούς, με συγκεκριμένα θετικά και αρνητικά παραδείγματα από τη δράση μιας πλειάδας φορέων, τόσο επίσημων όσο και της κοινωνίας των πολιτών, το συνέδριο κατάφερε να φωτίσει από πολλές πλευρές το κεντρικό του ερώτημα, αλλά και να καταλήξει σε περαιτέρω πεδία διερεύνησης και εμβάθυνσης. Κεντρικό αίτημα αναδείχθηκε η ανάγκη για έναν “νέο Διαφωτισμό”, που θα επαναπροσδιορίσει τη σχέση επιστήμης και πολιτικής και το ρόλο και των δύο πεδίων, ενώ κοινή διαπίστωση υπήρξε η ανάγκη επιστημονικής τεκμηρίωσης εναλλακτικών πολιτικών από τη σκοπιά της Αριστεράς και των προοδευτικών δυνάμεων.

 

Μπορείτε να παρακολουθήσετε όλες τις εργασίες του συνεδρίου (βίντεο) πατώντας εδώ.

 

Ακολουθεί μια συνοπτική περιγραφή των επιμέρους συζητήσεων στο πλαίσιο του συνεδρίου:

 

 

Τις εργασίες του συνεδρίου -το οποίο αφιερώθηκε στη μνήμη του Μίμη Δαρειώτη, ενός εκ των στυλοβατών του Ινστιτούτου καθ’ όλη την πορεία της λειτουργίας του, ο οποίος έφυγε πρόσφατα και πρόωρα από τη ζωή- άνοιξε εκ μέρους του Ινστιτούτου η διευθύντριά του, Δανάη Κολτσίδα, σημειώνοντας ότι η επέτειος των 25 χρόνων από την ίδρυση του ΙΝΠ είναι μια αφορμή να μιλήσουμε για το Ινστιτούτο στο σήμερα και στο αύριο, ως ένα βασικό κύτταρο παραγωγής αριστερής και προοδευτικής σκέψης, ανάλυσης και επεξεργασιών για όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής, σε έναν κόσμο που αλλάζει γρήγορα και σε βάθος,. Ως προς το αντικείμενο του συνεδρίου, υπογράμμισε ότι το πεδίο της σχέσης επιστήμης και πολιτικής είναι σχεδόν τόσο ευρύ όσο το σύνολο της κοινωνικής ζωής και κατέθεσε μερικά ενδεικτικά ερωτήματα που αποτέλεσαν αφορμή για τη διοργάνωσή του.

Χαιρετισμό κατά το άνοιγμα των εργασιών του συνεδρίου απηύθυνε επίσης ο Κώστας Δουζίνας, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και πρόεδρος του Ινστιτούτου, κάνοντας μια συνοπτική αναδρομή στην ιστορία του ΙΝΠ αλλά και παρουσιάζοντας το πλούσιο έργο του την τελευταία περίοδο, μέσα από τις επιμέρους θεματικές και τομείς εφαρμοσμένης πολιτικής, τις εκδηλώσεις, αλλά και τις εκδόσεις του, ενώ ο Δημήτρης Τζανακόπουλος, βουλευτής και γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, τόνισε τον αναντικατάστατο ρόλο του Ινστιτούτου στη σύνδεση ακριβώς της επιστήμης με την πολιτική, αλλά και έκανε μια σημαντική αναδρομή στον τρόπο που μεγάλοι αριστεροί και προοδευτικοί διανοητές αντιλήφθηκαν και ανέλυσαν τη σχέση αυτή.

 

Παρακολουθείστε το βίντεο της έναρξης του συνεδρίου εδώ.

 

❗️ Μπορείτε να βρείτε τον αναλυτικό απολογισμό της δραστηριότητας του ΙΝΠ κατά την περίοδο 2020-2021 εδώ: Απολογισμός ΙΝΠ 2020-2021

 

Συνεδρία Α’ – Το πλαίσιο

 

Η πρώτη συνεδρία (Τετάρτη 16 Μαρτίου), η οποία αποσκοπούσε να θέσει το πλαίσιο της συζήτησης για τη σχέση της επιστήμης και της πολιτικής, διαρθρώθηκε σε τρία επιμέρους στρογγυλά τραπέζια.

 

Το πρώτο στρογγυλό τραπέζι, με τον τίτλο “Ποια επιστήμη (-ες), ποια πολιτική;”το οποίο συντόνισε ο Μιχάλης Μπαρτσίδης, επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΠ, αποτέλεσε μια εισαγωγή στην προβληματική του συνεδρίου, αντλώντας στοιχεία από την επιστημολογία, τη φιλοσοφία, την πολιτική θεωρία και ανάλυση. Τον κύκλο της συζήτησης άνοιξε ο ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ και μέλος του ΔΣ του ΙΝΠ, Αριστείδης Μπαλτάς, ο οποίος υπογράμμισε την πολλαπλότητα και διακριτότητα των επιστημών στον πληθυντικό, αλλά και των κινδύνων που συνεπάγεται η κυριαρχία νεοφιλελευθερισμού στις σχέσεις τους με την πολιτική και στην ίδια την ύπαρξή τους ως φορέων απροκατάληπτης γνώσης που αφορά το κοινό καλό. Από την πλευρά της η καθηγήτρια Επιστημολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Μαρία Πουρνάρη, εστίασε στο αίτημα της αντικειμενικότητας στην επιστήμη, αντλώντας από τη φιλοσοφική αμφισβήτηση της διχοτομίας γεγονότων και αξιών ή μεταξύ της περιγραφικής και της κανονιστικής κατανόησης της πραγματικότητας.

Συνεχίζοντας τον κύκλο των παρεμβάσεων στο πρώτο στρογγυλό τραπέζι, ο ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ και μέλος του ΔΣ του ΙΝΠ, Γεράσιμος Κουζέλης, επιχείρησε να αποστασιοποιθεί τόσο από την αναγωγή της επιστήμης σε πολιτική όσο και από την αυταπάτη, όπως τη χαρακτήρισε, της πλήρους διάκρισης, και εστίασε στην αξίωση μιας “δημοκρατικής κοινωνικοποίησης” της επιστήμης, ενώ ο Βασίλης Κάλφας, ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφίας στο ΑΠΘ, αντλώντας παραδείγματα από την πρόσφατη πανδημία εστίασε στη διάκριση επιστήμης, τεχνικής και ειδίκευσης και τη διαφοροποιημένη σχέση τους με την πολιτική, ειδικά σε περιόδους κρίσης.

Παρουσιάζοντας την οπτική της πολιτικής επιστήμης, ο επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ευθύμης Παπαβλασόπουλος, επικεντρώθηκε στους ριζικούς μετασχηματισμούς των πολιτικών θεσμών και διαδικασιών, οι οποίοι συρρικνώνουν δραματικά τα πεδία τις δημοκρατικής πολιτικής, διαμορφώνοντας μια μεταπολιτική και μεταδημοκρατική συνθήκη. Κλείνοντας δε τον κύκλο των παρεμβάσεων, ο ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ, Χρήστος Λυριντζής, ανέδειξε την αλληλεξάρτηση και την αλληλεπίδραση που υπάρχει μεταξύ των εννοιολογήσεων που έχουμε για την πολιτική -που στην πραγματικότητα είναι μια ουσιωδώς αμφισβητούμενη έννοια- και των τρόπων με τους οποίους η επιστήμη βλέπει την πολιτική.

 

Παρακολουθείστε το βίντεο του στρογγυλού τραπεζιού “I – Ποια επιστήμη (-ες), ποια πολιτική;” εδώ.

 

 

Το δεύτερο στρογγυλό τραπέζι, με τίτλο “Σύγχρονα τεχνολογικά εργαλεία μεταξύ επιστήμης και πολιτικής – Προκλήσεις και δυνατότητες” με συντονίστρια την ερευνήτρια του ΙΝΠ και υπεύθυνη της θεματικής Τεχνολογία & Γνώση, Μαρία Χαϊδοπούλου-Βρυχέα, εστίασε ειδικότερα στο ρόλο της τεχνολογικής προόδου και τη σχέση της με την πολιτική.

 

Ανοίγοντας τη συζήτηση, η Διάνα Βουτυράκου, ηλεκτρολόγος μηχανικός και μηχανικός υπολογιστών με εξειδίκευση στη ρομποτική, ιδρύτρια του οργανισμού Unique Minds, ανέδειξε τις έμφυλες διακρίσεις στον κλάδο της τεχνολογίας, ενώ αναφέρθηκε ιδιαίτερα στην ευθύνη των επιστημόνων απέναντι στην πολιτεία, στον ρόλο της διεπιστημονικότητας και στη σημασία των ανθρωποκεντρικών λύσεων/εφευρέσεων. Το πολιτικό πρόσημο της τεχνολογικής εξέλιξης ανέδειξε  εξάλλου από τη δική του οπτική και ο πρ. υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, βουλευτής και τομεάρχης Υποδομών και Μεταφορών του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Νίκος Παππάς, εστιάζοντας ιδιαίτερα στο ρόλο του δημόσιου τομέα, προκειμένου οι νέες τεχνολογίες να αποτελέσουν εργαλείο συνοχής και σύγκλισης και όχι μήτρα γέννησης νέων ανισοτήτων και παρουσιάζοντας συγκεκριμένα παραδείγματα από την περίοδο της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.

Για μια περίοδο αλλαγής τεχνολογικού παραδείγματος, η οποία διαμορφώνει παράθυρα ευκαιρίας για υπέρβαση σε ριζικά διαφορετικές κατευθύνσεις έκανε λόγο στην εισήγησή του ο επίκουρος καθηγητής Διοίκησης Καινοτομίας και Επιχειρηματικότητας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Γιώργος Σταμπουλής, ενώ η πρ. υπουργός Διοικητικής Ανασυγκρότησης και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Όλγα Γεροβασίλη, επικεντρώθηκε στο ζήτημα του ψηφιακού μετασχηματισμού του δημοσίου, με αιχμή την “Εθνική Στρατηγική Δημόσιο 2020” που υλοποιήθηκε επί υπουργίας της, με τις ΤΠΕ ενταγμένες στην αναπτυξιακή προοπτική του Δημοσίου και ως εργαλείο δημοκρατικού ελέγχου, λογοδοσίας και διαφάνειας.

Στις εναλλακτικές και ειδικότερα στο ζήτημα της βασισμένης στα κοινά ομότιμης (peer-to-peer) παραγωγής, εστίασε η εισήγηση του Βασίλη Κωστάκη, καθηγητή στο Πολυτεχνείο του Ταλίν (TalTech) και ερευνητή στο Πανεπιστήμιο του Harvard, ο οποίος έφερε ως παράδειγμα την περίπτωση του πάρκου υψηλής τεχνολογίας στην Ήπειρο και τις προτάσεις που έχουν κατατεθεί σχετικά, ενώ το πάνελ έκλεισε με την ιδιαίτερα επίκαιρη παρέμβαση της Μαρίας Ρεντετζή, καθηγήτριας στο Friedrich-Alexander Universität του Erlangen-Nuremberg (FAU), με θέμα την επιστημονική διπλωματία εν καιρώ πολέμου και τη μετατροπή της επιστημονικής διπλωματίας σε σκληρό πολιτικό εργαλείο, με αφορμή το παράδειγμα του προγράμματος ExoMars, μιας κοινής διαστημικής αποστολής της Ευρωπαϊκής Διαστημικής Υπηρεσίας (ESA) και της ρωσικής διαστημικής υπηρεσίας Roscosmos.

 

Παρακολουθείστε το βίντεο του στρογγυλού τραπεζιού “ΙΙ – Σύγχρονα τεχνολογικά εργαλεία μεταξύ επιστήμης και πολιτικής – Προκλήσεις και δυνατότητες” εδώ.

 

 

Το τρίτο κατά σειρά στρογγυλό τραπέζι, με το οποίο ολοκληρώθηκε η πρώτη συνεδρία, είχε τίτλο “Δημόσιος λόγος, κοινή γνώμη και ΜΜΕ ως πεδίο συνάντησης επιστήμης και πολιτικής” και το συντόνισε ο δημοσιογράφος Ματθαίος Τσιμιτάκης, ενώ είχε ως αντικείμενο το πώς παρουσιάζεται στη δημόσια σφαίρα η σχέση επιστήμης και πολιτικής, με επίκεντρο τη λειτουργία των ΜΜΕ, αλλά και τον ρόλο των social media.

 

Ξεκινώντας με την εισήγηση του επίκουρου καθηγητή Πολιτικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, Γιάννη Καραγιάννη, η οποία -αποστασιοποιούμενη από παραδοσιακές προσεγγίσεις των σχέσεων πολιτικής, ΜΜΕ και επιστήμης- ανέδειξε την ενότητα των τριών αυτών διαστάσεων ως άμεσα διασυνδεδεμένων κοινωνικών πρακτικών με τη μορφή “τρισυπόστατων δρώντων”, οι οποίοι μπορεί να σχηματίζουν ανταγωνιστικούς μεταξύ τους σχηματισμούς με διαφορετικούς τρόπους ερμηνείας του κόσμου, το στρογγυλό τραπέζι εισήλθε στη συνέχεια στο ειδικότερο ζήτημα της λειτουργίας των ΜΜΕ στην Ελλάδα. Πρώτος στο θέμα αυτό πήρε το λόγο ο καθηγητής του ΕΚΠΑ και μέλος του ΕΣΡ, Γιώργος Πλειός, τεκμηριώνοντας με στοιχεία από διεθνείς και ελληνικές έρευνες τα προβλήματα που προέκυψαν στην ελευθερία του Τύπου κατά τη διάρκεια της πανδημίας, εξηγώντας τις μορφές που παίρνουν οι περιορισμοί, αλλά και προτείνοντας τρόπους αντίδρασης, ενώ στη συνέχεια κατατέθηκε η οπτική δύο μαχόμενων δημοσιογράφων.

Συγκεκριμένα, ο διευθυντής του avgi.gr, Νίκος Σβέρκος, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο των ΜΜΕ ως διαύλου ανάμεσα στην κοινωνία και στην επιστήμη, ειδικά σε περιόδους κρίσης, σημειώνοντας ωστόσο ότι στη διαμεσολάβηση αυτή παρεμβαίνει η πολιτική εξουσία, χρησιμοποιώντας τόσο την επιστήμη όσο και τα ΜΜΕ για την αναπαραγωγή της, διαμορφώνοντας ένα τρίγωνο εξουσίας-επιστήμης-ΜΜΕ. Για τον “ελέφαντα στην αίθουσα σύνταξης”, την εργασιακή συνθήκη των δημοσιογράφων μέσα στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου μοντέλου και στη βιομηχανία των Μέσων, έκανε λόγο από τη δική της πλευρά η δημοσιογράφος της Εφημερίδας των Συντακτών, Ντίνα Δασκαλοπούλου, διερωτώμενη πόσο αντικειμενικά μπορεί να λειτουργήσει ένας ρεπόρτερ, ακόμα και όταν καλύπτει “ουδέτερα” επιστημονικά θέματα, με τα δεδομένα αυτά.

Τα δεδομένα μιας ιδιαίτερα ενδιαφέρουσας μελέτης γύρω από τους αντιεμβολιαστές στα ελληνόφωνα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Twitter, Facebook και YouTube) παρουσίασε -μεταφέροντας τη συζήτηση από τα παραδοσιακά στα νέα Μέσα- ο αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Toulouse 3, Νίκος Σμυρναίος, ο οποίος ανέδειξε και ενδιαφέρουσες συνδέσεις και πολιτικές/ιδεολογικές προεκτάσεις, ενώ κλείνοντας το εν λόγω στρογγυλό τραπέζι, η επίκουρη καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Φανή Κουντούρη, παρουσίασε μια διαφορετική πλευρά της σχέσης των ΜΜΕ, της επιστήμης και της πολιτικής, που έχει να κάνει με το πολιτικό προσωπικό και τις “περιστρεφόμενες πόρτες”, που φέρνουν όλο και συχνότερα τους δημοσιογράφους στα έδρανα της Βουλής.

 

Παρακολουθείστε το βίντεο του στρογγυλού τραπεζιού “ΙΙΙ – Δημόσιος λόγος, κοινή γνώμη και ΜΜΕ ως πεδίο συνάντησης επιστήμης και πολιτικής” εδώ.

 

Συνεδρία Β’ – Φορείς και ρόλος

 

 

Η δεύτερη συνεδρία (Πέμπτη 17 Μαρτίου), η οποία περιέλαβε επίσης τρία επιμέρους στρογγυλά τραπέζια, εστίασε περισσότερο στους επιστημονικούς και πολιτικούς φορείς που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας, αλλά και στην Ευρώπη και είχε ως σκοπό να μεταφέρει συγκεκριμένες θετικές και αρνητικές εμπειρίες από τη λειτουργίας τους, αλλά και να αναδείξει προβλήματα και προοπτικές στη δράση τους.

 

Στο πλαίσιο της συνεδρίας αυτής, το τέταρτο στρογγυλό τραπέζι του συνεδρίου, με τον εύγλωττο τίτλο “Δημόσια πολιτική για την επιστήμη και την έρευνα – Οι δημόσιες δομές και φορείς στο οικοσύστημα παραγωγής επιστημονικής γνώσης για τη χάραξη πολιτικής” συντόνισε ο δρ. Κοινωνιολογίας, μεταδιδακτορικός ερευνητής και διδάσκων στο ΕΚΠΑ και στο ΕΑΠ, Μιχάλης Νικολακάκης. 

Ξεκινώντας από την εμπειρία των ελληνικών πανεπιστημίων, τον κύκλο των εισηγήσεων άνοιξε η πρύτανις του Παντείου Πανεπιστημίου, Χριστίνα Κουλούρη, η οποία επισήμανε τις ασυνέχειες και την απουσία κεντρικής οργάνωσης στην ερευνητική δραστηριότητα στη χώρα μας, τονίζοντας την ανάγκη μιας εθνικής στρατηγικής για την έρευνα, που θα αξιοποιεί το υπάρχον επιστημονικό δυναμικό στα ΑΕΙ και τα ερευνητικά κέντρα της χώρας, με ιδιαίτερη έμφαση στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες. Αντίστοιχα, από την πλευρά της η αντιπρύτανης Έρευνας και Δια Βίου Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Ιωάννα Λαλιώτου, αναφέρθηκε στην ανάπτυξη της έρευνας στα ΑΕΙ και ιδίως στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι νέοι ερευνητές, καταθέτοντας μάλιστα και μια συγκεκριμένη δέσμη προτάσεων, μεταξύ των οποίων η προκήρυξη ικανού αριθμού νέων θέσεων μελών ΔΕΠ, η στελέχωση των ερευνητικών φορέων με μόνιμες θέσεις ερευνητικού προσωπικού, η αύξηση του ποσοστού τους ΑΕΠ για την έρευνα στα ευρωπαϊκά επίπεδα, αλλά και στοχευμένες προτάσεις σε σχέση με τη χρηματοδότηση της έρευνας.

Παρουσιάζοντας την οπτική των δημόσιων ερευνητικών κέντρων, τη σκυτάλη πήρε ο διευθυντής και πρόεδρος του ΔΣ του ΕΚΕΦΕ “Δημόκριτος”, Γιώργος Νούνεσης, ο οποίος εστίασε στην ανάγκη οι δημόσιοι ερευνητικοί φορείς να διαμορφώνουν και δικές τους στρατηγικές μετασχηματισμού, αναφερόμενος στην εμπειρία του “Δημόκριτου” στο πλαίσιο των ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων, με έμφαση τη διεθνή τους εμβέλεια σε ένα διεθνές ανταγωνιστικό πλαίσιο, κάτι που όπως είπε προσκρούει στην πολύ ελλιπή τους χρηματοδότηση από το κράτος. Στη συνέχεια δε, την εμπειρία και το ρόλο του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης και Ηλεκτρονικού Περιεχομένου, ως δημόσιας δομής με κρίσιμο χαρακτήρα στην άσκηση δημόσιων πολιτικών στους τομείς της έρευνας, της καινοτομίας και της ψηφιακής οικονομίας παρουσίασε στη δική της εισήγηση η διευθύντριά του ΕΚΤ, δρ. Εύη Σαχίνη, υπενθυμίζοντας το ρόλο που αυτό έπαιξε στον σχεδιασμό των χρηματοδοτικών παρεμβάσεων του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου για την ενίσχυση των νέων επιστημόνων και ερευνητών στην Ελλάδα.

Οι παρεμβάσεις συνεχίστηκαν με την Όλγα Μπαλαούρα, μέλος του ΔΣ του Πανελλαδικού Σωματείου Εργαζομένων στην Έρευνα και στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, η οποία επισήμανε τα ζητήματα α-ορατότητας των εργαζομένων και τις πολλαπλές κλίμακες εργασίας και παρουσίασε τις διεκδικήσεις των συλλογικών τους οργάνων, ενώ το στρογγυλό τραπέζι έκλεισε με τον πρ. αναπληρωτή Υπουργό Παιδείας, αρμόδιο για την Έρευνα, Κώστα Φωτάκη, ο οποίος εξέθεσε την παρακαταθήκη της ερευνητικής πολιτικής της περιόδου 2015-2019, που περιέλαβε βαθιές θεσμικές αλλαγές, άμεσες πρωτοβουλίες στήριξης των νέων ερευνητών, εμπλουτισμού των ερευνητικών υποδομών, ενίσχυσης της υγιούς καινοτόμου επιχειρηματικότητας, αλλά και εμβληματικές δράσεις με σαφές κοινωνικό αποτύπωμα.

 

Παρακολουθείστε το βίντεο του στρογγυλού τραπεζιού “IV – Δημόσια πολιτική για την επιστήμη και την έρευνα – Οι δημόσιες δομές και φορείς στο οικοσύστημα παραγωγής επιστημονικής γνώσης για τη χάραξη πολιτικής” εδώ.

 

 

Στο πεδίο της πολιτικής και της διοίκησης μετέφερε τη συζήτηση το πέμπτο στρογγυλό τραπέζι με τίτλο “Κοινοβούλιο, Δημόσια Διοίκηση, Τοπική Αυτοδιοίκηση, Πολιτικά Κόμματα και επιστημονική έρευνα”το οποίο συντόνισε ο ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ και μέλος του ΔΣ του ΙΝΠ, Μιχάλης Σπουρδαλάκης.

Τον κύκλο των εισηγήσεων άνοιξε η αναπληρώτρια καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου του ΑΠΘ και πρ. προέδρου του ΕΚΔΔΑ, Ιφιγένεια Καμτσίδου, η οποία εστίασε στη σχέση της δημόσιας διοίκησης με την επιστήμη, υπό το πρίσμα της δημοκρατικής αρχής και, ειδικότερα, στο ερώτημα της επιστημονικής αρτιότητας των στελεχών της δημόσιας διοίκησης ως εχέγγυο σεβασμού της λαϊκής εντολής, ενώ αναφερόμενος στον ειδικότερο χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης, ο καθηγητής Περιφερειακής Ανάπτυξης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και β’ αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Τοπικής Ανάπτυξης, Γιάννης Ψυχάρης, ανέδειξε το έλλειμμα εμπειρικής τεκμηρίωσης των πολιτικών για την τοπική αυτοδιοίκηση, παρά την ενδιαφέρουσα δουλειά του ΙΤΑ, καθώς όπως είπε λείπει η συνέχεια, η συστηματικότητα, το πνεύμα διαλόγου και συνεργασίας που απαιτείται.

Στο ειδικότερο και κομβικό ζήτημα των ανεξάρτητων αρχών επικεντρώθηκε η εισήγηση της Αικατερίνας Παπανικολάου, δρ. Δημοσίου Δικαίου και μέλους της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών, η οποία στάθηκε ιδιαίτερα στα ζητήματα της επιλογής των μελών των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών και της διάρκειας της θητείας τους, στο φαινόμενου του πληθωρισμού των ανεξάρτητων αρχών, αλλά και στη χαλαρή λογοδοσία τους, ενώ το περιεχόμενο μιας επιτελικής και εμπεριστατωμένης “προοδευτικής διακυβέρνησης” περιέγραψε με τη δική του εισήγηση ο Απόστολος Παπατόλιας, δρ. Δημοσίου Δικαίου και σύμβουλος του ΑΣΕΠ, ο οποίος τόνισε ότι η “εμπεριστατωμένη επιτελική διακυβέρνηση” δεν νοείται χωρίς ουσιαστικές διαδικασίες “ανατροφοδότησης των μέτρων πολιτικής”, έξω από τον στενό κύκλο τεχνοκρατικής επιρροής των κάθε λογής “ειδικών” και “αξιωματούχων”, με όχημα τη “συμμετοχική διοίκηση”.

Στο πεδίο τέλος των με τη στενή έννοια πολιτικών θεσμών και διαδικασιών, ο Κώστας Ελευθερίου, δρ. Πολιτικής Επιστήμης, διδάσκων στο ΔΠΘ και στέλεχος του Ινστιτούτου ΕΝΑ, μίλησε για τη σχέση των πολιτικών κομμάτων με την τεχνοκρατία και τη γνώση, διακρίνοντας τους επιμέρους κομματικούς τύπους (κόμμα μαζών, πολυσυλλεκτικό, καρτέλ) και προτείνοντας αριστερές προσεγγίσεις στην αξιοποίηση της γνώσης στο πλαίσιο μιας εσωκομματικής δημοκρατίας, ενώ ο δρ. Κοινωνιολογίας και ερευνητής του ΕΚΚΕ, Νίκος Σουλιώτης, επικεντρώθηκε στο φαινόμενο των τεχνοκρατών στην πολιτική, με ιδιαίτερη έμφαση στους οικονομολόγους, διακρίνοντας τις βασικές μορφές οικονομικής γνώσης (ακαδημαϊκή, επιχειρησιακή, κοινή) που τροφοδοτούν την οικονομική πολιτική και τα συστήματα σχέσεων στα οποία αντιστοιχούν (σχέση πολιτικών με τον πανεπιστημιακό κόσμο, συμβουλευτικά όργανα, δεξαμενές σκέψης κ.λπ.).

 

Παρακολουθείστε το βίντεο του στρογγυλού τραπεζιού “V – Κοινοβούλιο, Δημόσια Διοίκηση,Τοπική Αυτοδιοίκηση, Πολιτικά Κόμματα και επιστημονική έρευνα” εδώ.

 

 

Τη συνεδρία γύρω από τους φορείς και τις πρακτικές στη σχέση επιστήμης και πολιτικής έκλεισε το έκτο στρογγυλό τραπέζι με τίτλο “Διασύνδεση επιστήμης και πολιτικής στο ελληνικό και στο ευρωπαϊκό πλαίσιο – Τα πολιτικά ινστιτούτα ως «ενδιάμεσος» χώρος και ως εργαστήριο παραγωγής προοδευτικής σκέψης στον 21ο αιώνα”το οποίο συντόνισε ο δρ. Ιστορίας, Σταύρος Παναγιωτίδης, ενώ προηγήθηκε η προβολή σύντομου βίντεο για τα 25 χρόνια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς.

 

 

 

Το στρογγυλό αυτό τραπέζι -που εστίασε στο παραγνωρισμένο συνήθως ζήτημα του ρόλου των πολιτικών ινστιτούτων- άνοιξε ο αντιπρόεδρος του ευρωπαϊκού πολιτικού ιδρύματος της ομάδας των σοσιαλδημοκρατών (Foundation for European Progressive Studies), Uwe Optenhögel, ο οποίος έθιξε τα θέματα χρηματοδότησης και νομικού καθεστώτος των πολιτικών ιδρυμάτων, τη θέση τους μέσα σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον με πλειάδα think tanks, αλλά και τη σχέση τους με τα αντίστοιχα κόμματα, εστιάζοντας στη διάσταση της αυτονομίας τους, αλλά και στην παράμετρο της εμπιστοσύνης που καθιστά τα πολιτικά ινστιτούτα ιδιαίτερα.

Σε συγκεκριμένα παραδείγματα που δείχνουν πώς η επιστημονική τεκμηρίωση μπορεί να χρησιμοποιηθεί γόνιμα για να ανανεώσει τα πολιτικά προγράμματα, αξιοποιώντας και πανευρωπαϊκές συνεργασίες αναφέρθηκε, μέσα από την εμπειρία του ευρωπαϊκού πολιτικού ιδρύματος των Πρασίνων (Green European Foundation), η εκπρόσωπός του και μέλος του επιστημονικού γραφείου του ολλανδικού πράσινου κόμματος, Noortje Thijssen, ενώ στο ρόλο των προοδευτικών ευρωπαϊκών πολιτικών ιδρυμάτων μέσα στο επίκαιρο πλαίσιο του πολέμου στην Ουκρανία εστίασε η συμπρόεδρος του ιδρύματος της Αριστεράς (Transform! Europe), Cornelia Hlidebrandt, υπογραμμίζοντας ιδιαίτερα τη δυνατότητα των φορέων αυτών να λειτουργούν ως γέφυρες μεταξύ επιστημόνων, κοινωνικών κινημάτων και πολιτικών, να λειτουργούν διεπιστημονικά, αλλά και να αποτελούν πεδίο διαλόγου μπροστά στις νέες προκλήσεις.
Εγκαινιάζοντας τον κύκλο των εκπροσώπων των ελληνικών προοδευτικών πολιτικών ινστιτούτων, η διευθύντρια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, Δανάη Κολτσίδα, ενέταξε την εμπειρία των 25 χρόνων του Ινστιτούτου στο ευρύτερο πλαίσιο του θεσμού των πολιτικών ινστιτούτων στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, επισημαίνοντας την απουσία θεσμικού πλαισίου αλλά και πολιτικού ενδιαφέροντος στην χώρα μας και αναδεικνύοντας τις ιδιαιτερότητες των πολιτικών ινστιτούτων που αποτελούν συγκριτικά τους πλεονεκτήματα, ενώ παρουσίασε εν συντομία και τις βασικές δραστηριότητες του Ινστιτούτου.

Από την πλευρά του Ινστιτούτου για τη Σοσιαλδημοκρατία InSocial, ο επιστημονικός διευθυντής του, Γιώργος Παπούλιας, ανέδειξε το ρόλο των ινστιτούτων ως φορέων διαλόγου και τεκμηρίωσης των πολιτικών θέσεων, εκφράζοντας την εκτίμηση ότι μπορούν να συνεισφέρουν στην παραγωγή εφαρμόσιμης πολιτικής σκέψης καθώς και στον σχεδιασμό, την τεκμηρίωση και την κοστολόγηση αναγκαίων πολιτικών προγραμμάτων και μεταρρυθμίσεων, ενώ ο ακαδημαϊκός διευθυντής του mέta | Κέντρου Μετακαπιταλιστικού Πολιτισμού, Σωτήρης Μητραλέξης, περιέγραψε τις δραστηριότητες του δικού του ινστιτούτου ως ένα “κατώφλι” ανάλυσης και τέχνης, ελληνικού ιδρύματος και διεθνούς κέντρου, που προσδίδουν στο εγχείρημα του mέta υβριδικά, όπως είπε, χαρακτηριστικά, με σκοπό τη ρήξη με ένα δυστοπικό παρόν και τη φαντασία του κόσμου εκ νέου.

 

Παρακολουθείστε το βίντεο του στρογγυλού τραπεζιού “VΙ – Διασύνδεση επιστήμης και πολιτικής στο ελληνικό και στο ευρωπαϊκό πλαίσιο – Τα πολιτικά ινστιτούτα ως «ενδιάμεσος» χώρος και ως εργαστήριο παραγωγής προοδευτικής σκέψης στον 21ο αιώνα” εδώ.

 

Συνεδρία Γ’ – Επιμέρους πεδία

 

 

Σε ορισμένα επιμέρους πεδία της κοινωνικής ζωής, όπου συναντώνται, συνεργάζονται ή και συγκρούονται η επιστήμη με την πολιτική, επικεντρώθηκε η τρίτη και τελευταία συνεδρία (Πέμπτη 17 & Παρασκευή 18 Μαρτίου), η οποία ξεκίνησε με το έβδομο στρογγυλό τραπέζι, με τίτλο “Περιβαλλοντικά δεδομένα και πολιτική: από τους αρνητές της κλιματικής αλλαγής μέχρι την ‘πράσινη ταξινόμηση'”, που συντόνισε η Έλενα Ψυλλάκου, συνεργάτιδα επικοινωνίας του Green Tank και μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο ΕΚΚΕ.

 

Ανοίγοντας τη συζήτηση, ο γενικός διευθυντής του ελληνικού γραφείου της Greenpeace, Νίκος Χαραλαμπίδης, αναφέρθηκε στην πληθώρα παραδειγμάτων όπου η επιστημονική γνώση αγνοήθηκε ή μπήκε σε δεύτερη μοίρα, με την κλιματική αλλαγή να είναι ίσως το πιο τρανταχτό παγκόσμιο παράδειγμα, τονίζοντας ότι η απουσία συμπαγούς και συνεκτικού πολιτικού λόγου στηριγμένου σε επιστημονικά δεδομένα, αφήνει το πεδίο ελεύθερο στον λαϊκισμό, την άρνηση, την ωραιοποίηση της σημερινής κατάστασης, τη μετάθεση λύσης του προβλήματος. Σε ένα αντίστοιχο μήκος κύματος, ο Γιώργος Τσελιούδης, ερευνητής στο Ινστιτούτο Godard της NASA και διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Columbia των ΗΠΑ, στάθηκε στο γεγονός ότι η εξ ορισμού αβεβαιότητα των κλιματικών προβλέψεων δημιουργεί πρόβλημα στη λήψη πολιτικών αποφάσεων, προτείνοντας ως λύση την όσο το δυνατόν πληρέστερη ενημέρωση των τοπικών κοινωνιών για τους κινδύνους των χειρότερων σεναρίων και την εξεύρεση λύσεων που έχουν κοινωνικό όφελος ανεξάρτητα από την έκβαση της κλιματικής κρίσης.

Στη δική του παρέμβαση, ο Μανώλης Πλειώνης, καθηγητής Φυσικής στο ΑΠΘ, πρόεδρος και διευθυντής του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών παρουσίασε τα δεδομένα για την κλιματική Κρίση στη Ν.Α. Μεσόγειο, η οποία είναι όπως είπε από τις πιο ευάλωτες παγκοσμίως, με βάση τις μετρήσεις του Αστεροσκοπείου, ενώ παρουσίασε τις δράσεις και υπηρεσίες (δικτύωση, εργαλεία, ανοιχτά κλιματικά δεδομένα και εμπειρογνωμοσύνη) του Δικτύου για την Κλιματική Αλλαγή και τις Επιπτώσεις της – CLIMPACT.

Στο δικαίωμα στην κλιματική ανθεκτικότητα αναφέρθηκε η παρέμβαση της Ελένης Μουγιάκου, ιδρυτικού μέλους της Commonspace, παρουσιάζοντας την εμπειρία από το πεδίο του σχεδιασμού και της εφαρμογής μέτρων και δράσεων για την προσαρμογή των πόλεων στην κλιματική αλλαγή, ενώ στη σημασία του χώρου και στο ζήτημα του χωρικού σχεδιασμού αναφέρθηκε ο Λουκάς Τριάντης,  αρχιτέκτονας – πολεοδόμος και διδάσκων στο Πολυτεχνείο Κρήτης, συνοψίζοντας τους νέους σχεδιασμούς και χωρικές παρεμβάσεις που προωθούνται τελευταία στη χώρα μας και στο όνομα της “ανθεκτικότητας”, της αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης και της εναρμόνισης με ευρωπαϊκές κατευθύνσεις, οι οποίες όμως όπως τόνισε διατρέχονται από αντιφάσεις ως προς κρίσιμα κοινωνικά και περιβαλλοντικά διακυβεύματα της εποχής.

Η συζήτηση έκλεισε με παρέμβαση του πρ. αναπληρωτή υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, βουλευτή και τομεάρχης για το ίδιο ζήτημα του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Σωκράτη Φάμελλου, ο οποίος παρουσίασε την τρέχουσα συζήτηση για την κλιματική πολιτική υπό το φως των γεωπολιτικών εξελίξεων και της ενεργειακής κρίσης, τονίζοντας την ανάγκη η πράσινη μετάβαση να είναι καθολική, να περιλαμβάνει την απεξάρτηση από το φυσικό αέριο, αλλά και να διασφαλίζει την πρόσβαση όλων σε καθαρή και προσιτή ενέργεια, και κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου μιας ενδεχόμενης αποτυχίας, λόγω κοινωνικά άδικων πολιτικών επιλογών, λαθών και επικοινωνιακής εκμετάλλευσης.

 

Παρακολουθείστε το βίντεο του στρογγυλού τραπεζιού “VII – Περιβαλλοντικά δεδομένα και πολιτική: από τους αρνητές της κλιματικής αλλαγής μέχρι την ‘πράσινη ταξινόμηση'” εδώ.

 

 

 

Ένα πάνελ με έντονη ευρωπαϊκή και διεθνή διάσταση ήταν το όγδοο στρογγυλό τραπέζι που αφορούσε το πεδίο της οικονομίας, με τίτλο “Επιστήμη και πολιτική στην οικονομία: Ποιο μοντέλο ανάπτυξης; Φορείς, επιτροπές ‘ειδικών’ και κοινωνία”το οποίο συντόνισε η ερευνήτρια του ΙΝΠ και συντονίστρια της θεματικής Οικονομία-Παραγωγή-Βιώσιμη Ανάπτυξη, Ελένη Γκρίνγουδ.

 

Ο καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και πρ. υπουργός Περιβάλλοντος, αλλά και Οικονομίας, Γιώργος Σταθάκης, άνοιξε τον κύκλο των τοποθετήσεων, περιγράφοντας τον τρόπο με τον οποίο η πολιτική επηρεάζει την επιστήμη με καθοριστικό τρόπο, αλλά και το πώς η επιστήμη αναπτύσσεται αυτόνομα διαμορφώνοντας ηγεμονικά παραδείγματα σκέψης, φέρνοντας ως παράδειγμα τα οικονομικά, όπου το κυρίαρχο παράδειγμα διαμεσολαβείται από ομάδες σκέψης που διαμορφώνουν πολιτικές και κυρίως διαχέουν τις ιδέες σε ένα ευρύτερο πολιτικό σώμα. Αντίστοιχα, κριτική στην πρόσληψη της οικονομικής επιστήμης ως φυσικής επιστήμης, επισημαίνοντας και το ρόλο της εφαρμοσμένης πολιτικής και των προσδοκιών που στο πεδίο της οικονομίας διαπλέκονται με τους κανονιστικούς σκοπούς, έκανε ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι και αντιπρόεδρος του EuroMemo Group, Heikki Patomäki, ο οποίος αναφέρθηκε και σε δύο παραδείγματα παραγωγών εναλλακτικής γνώσης για την οικονομία, το Κέντρο Παγκόσμιας Πολιτικής Οικονομίας του Ελσίνκι και την ομάδα EuroMemo.

Οι γενεσιουργές αιτίες αλλά και οι αρνητικές συνέπειες της “θεωρίας του μονόδρομου” στην άσκηση πολιτικής, καθώς και οι λόγοι ενδυνάμωσης του τεχνοκρατισμού στην πολιτική και της νομιμοποίησης ενός ισχυρού δικτύου ειδημοσύνης που οδήγησε στην επικράτηση ενός κυρίαρχου μοντέλου οικονομικής και αναπτυξιακής ορθοδοξίας αποτέλεσαν το αντικείμενο της εισήγησης της Λούκας Κατσέλη, ομότιμης καθηγήτριας Διεθνών Οικονομικών και Ανάπτυξης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά και πρ. υπουργού Εργασίας και Οικονομίας, η οποία αναφέρθηκε επιπλέον και στην προσωπική πολιτική και ακαδημαϊκή εμπειρία της, εστιάζοντας και στις πολιτικές προϋποθέσεις προώθησης ενός εναλλακτικού προγράμματος βιώσιμης ανάπτυξης και ευημερίας στην Ελλάδα. Από τη δική του πλευρά, ο Νίκος Θεοχαράκης, καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και Ιστορίας της Οικονομικής Σκέψης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρ. πρόεδρος και επιστημονικός διευθυντής του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) και πρ. γενικός γραμματέας Δημοσιονομικής Πολιτικής αναφέρθηκε στον ρόλο των τεχνοκρατών στη χάραξη οικονομικής πολιτικής, υπογραμμίζοντας το χαρακτήρα των οικονομικών ως κατεξοχήν κοινωνικής επιστήμης, ενώ τόνισε τις επιπτώσεις της ορθόδοξης οικονομικής θεωρίας που επικρατεί σήμερα στα κέντρα αποφάσεων της ΕΕ στις δυνατότητες διαμόρφωσης αναπτυξιακών σχεδίων των κρατών μελών.

Στην περίπτωση της Ελλάδας επικεντρώθηκε περισσότερο η εισήγηση της Βάλιας Αρανίτου, αναπληρώτριας καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και επιστημονικής διευθύντριας του ΙΝΕΜΥ/ΕΣΕΕ, με αντικείμενο την περιθωριοποίηση της επιστημονικής τεκμηρίωσης που προέρχεται από τους θεσμούς κοινωνικής εκπροσώπησης και την αντικατάστασή της από τεχνοκρατικές ομάδες κατά την περίοδο της πανδημίας, με αποτέλεσμα, έναν πρωτόγνωρο συγκεντρωτισμό. Αντίθετα, την οπτική από την πλευρά του παγκόσμιου Νότου εισέφερε στη συζήτηση η εισήγηση του Daniel Chavez, ερευνητή στο Transnational Institute, τονίζοντας την ανάγκη υπέρβασης της λογικής της “μεγέθυνσης” και της “ανάπτυξης”, στη βάση χειραφετητικών οικονομικών παραδειγμάτων, με ερευνητικά και πολιτικά επίδικα όπως η αναδιανομή πλούτου, η οικονομική πολιτική της ακροδεξιάς, η κλιματική κρίση, η αποανάπτυξη, ο ρόλος του ακτιβισμού κ.λπ.

Το λόγο στη σειρά των εισηγήσεων πήρε στη συνέχεια ο Mario Pianta, καθηγητής Οικονομικής Πολιτικής στη Scuola Normale Superiore της Φλωρεντίας και μέλος του δικτύου Sbilanciamoci!, ο οποίος αναφέρθηκε στην αναζήτηση ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου, το οποίο θα πρέπει να οριστεί από την αλλαγή της ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας και από μια πολιτική διαδικασία που θα ανταποκρίνεται περισσότερο στα αιτήματα των κοινωνικών κινημάτων. Τελευταίος δε πήρε το λόγο ο Alex Cobham, επικεφαλής του Tax Justice Network, η εισήγηση του οποίου, με τον τίτλο “το τεχνικό είναι πολιτικό” παρουσίασε τις προσπάθειες να αποκλειστεί από τη συζήτηση για την φορολογική πολιτική το κίνημα για τη φορολογική δικαιοσύνη.

 

Παρακολουθείστε το βίντεο του στρογγυλού τραπεζιού “VIII – Επιστήμη και πολιτική στην οικονομία: Ποιο μοντέλο ανάπτυξης; Φορείς, επιτροπές «ειδικών» και κοινωνία” εδώ.

 

 

Το ένατο στρογγυλο τραπέζι, με τίτλο “Ο κόσμος της εργασίας και η παραγωγή εφαρμοσμένης επιστημονικής έρευνας για την τεκμηρίωση και αξιολόγηση των δημόσιων πολιτικών”το οποίο συντόνισε η ερευνήτρια στο ΙΝΠ και συντονίστρια της θεματικής Εργασία-Κοινωνικό Κράτος-ΑλληλεγγύηΚατερίνα Τσατσαρώνη, εστίασε στο πεδίο των πολιτικών για την αγορά εργασίας, αλλά και στο ρόλο των συνδικάτων στην παραγωγή επιστημονικών επεξεργασιών και τεκμηρίωσης.

 

Τον κύκλο των παρεμβάσεων άνοιξε η πρ. υπουργός Εργασίας, βουλευτής και τομεάρχης Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Έφη Αχτσιόγλου, η οποία επικεντρώθηκε στις προσπάθειες αύξησης του κατώτατου μισθού ως χαρακτηριστικό παράδειγμα της σχέσης επιστήμης και πολιτικής. Η ίδια υπενθύμισε τις νεοφιλελεύθερες επιστημονικές και πολιτικές παραδοχές που βρισκόταν πίσω από το προηγούμενο καθεστώς του κατώτατου μισθού και την εργαλειοποίηση της επιστήμης, ενώ αναφέρθηκε στη διπλή προσπάθεια της τότε κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ να στηρίξει την αύξηση του κατώτατου μισθού τόσο επιστημονικά όσο και πολιτικά.

Το λόγο στη συνέχεια έλαβε ο γενικός διευθυντής του Ευρωπαϊκού Συνδικαλιστικού Ινστιτούτου (European Trade Union Institute/ETUI), Philippe Pochet, ο οποίος παρουσίασε το έργο του ινστιτούτου στην αξιολόγηση της ευρωπαϊκής πολιτικής στο πεδίο της εργασίας, στην ανάλυση των υφιστάμενων δεδομένων και στη διατύπωση επίκαιρων ερωτημάτων, με έμφαση τις διαθεματικές και διεπιστημονικές προσεγγίσεις, με παράδειγμα την κλιματική αλλαγή και τη σχέση της με την απασχόληση.

Στο επίπεδο της εμπειρίας των ελληνικών συνδικάτων, ο Χρήστος Γούλας, διευθυντής του ΙΝΕ και του ΚΑΝΕΠ της ΓΣΕΕ, έκανε λόγο για μια “μαχητική” επιστημολογία στην έρευνα του κόσμου της εργασίας, παρουσιάζοντας τη δραστηριότητα των ερευνητικών φορέων των συνδικάτων και ειδικά του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, ενώ υπογράμμισε τη σημασία της συμπερίληψης του βιωματικού λόγου και της κοινωνικής εμπειρίας των ίδιων των εργαζομένων στα ερευνητικά αποτελέσματα. Αντίστοιχα, ο πρόεδρος του Κοινωνικού Πολύκεντρου της ΑΔΕΔΥ, Γιώργος Γιούλος, περιέγραψε το ρόλο των συνδικάτων στον σύγχρονο κοινωνικό διάλογο, τονίζοντας την ανάγκη αυτά να προσδιορίσουν εκ νέου τον ρόλο τους, με κεντρικό ζήτημα και τον μετασχηματισμό της επιστημονικής έρευνας σε πολιτικό και κοινωνικό επιχείρημα. Ενώ, κλείνοντας τον κύκλο των παρεμβάσεων από εκπροσώπους ερευνητικών φορέων των συνδικάτων, η γενική γραμματέας του ΚΕΜΕΤΕ της ΟΛΜΕ, Mαρία Γεωργαρίου, παρουσίασε το πώς η επιστημονική έρευνα των συνδικάτων φέρνει τους/τις εργαζόμενους/ες και τις διεκδικήσεις τους στο προσκήνιο, ενώ εστίασε ιδιαίτερα στο γεγονός ότι η επιστημονική έρευνα των συνδικάτων υποστηρίζει την κινηματική τους δράση, με παραδείγματα και από την πρόσφατη εμπειρία των εκπαιδευτικών, ειδικά στο πλαίσιο της πανδημίας.

Δύο αντίθετα παραδείγματα, ένα αρνητικό και ένα θετικό για τον κόσμο της εργασίας, από τη γερμανική εμπειρία, κατέθεσε στην παρέμβασή του ο Steffen Lehndorff, ερευνητής στο Ινστιτούτο Εργασίας και Επαγγελματικών Προσόντων, του Πανεπιστημίου του Duisburg-Essen, για να περιγράψει την αλληλεπίδραση μεταξύ της κοινωνικής έρευνας και των συνδικάτων, τονίζοντας, πρώτον, τη σημασία οι προοδευτικοί ερευνητές να ακολουθούν μια ενεργητική προσέγγιση προτείνοντας μεταρρυθμίσεις των θεσμών της αγοράς εργασίας στη θέση των νεοφιλελεύθερων απορρυθμίσεων και, δεύτερον, το γεγονός ότι αυτού του είδους η κοινωνική έρευνα θα πρέπει να θεωρηθεί από τα συνδικάτα ως ευκαιρία. Ενώ τέλος, κλείνοντας τη σειρά των παρεμβάσεων, η Μαρία Καραμεσίνη, καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας και της Κοινωνικής Ασφάλισης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρ. πρόεδρος και διοικήτρια του ΟΑΕΔ και μέλος του ΔΣ του ΙΝΠ, αναφέρθηκε στον κόσμο της εργασίας ως κατεξοχήν διεπιστημονικό πεδίο κοινωνικής έρευνας και σύγκρουσης συμφερόντων, κάνοντας κριτική στην κυρίαρχη οικονομική προσέγγιση της αγοράς εργασίας και τονίζοντας ότι αποτελεί απαραίτητο όρο διαμόρφωσης και άσκησης προοδευτικής πολιτικής η διαθεσιμότητα εφαρμοσμένης επιστημονικής έρευνας που υιοθετεί μη ορθόδοξες θεωρητικές προσεγγίσεις.

 

Παρακολουθείστε το βίντεο του στρογγυλού τραπεζιού “IX – Ο κόσμος της εργασίας και η παραγωγή εφαρμοσμένης επιστημονικής έρευνας για την τεκμηρίωση και αξιολόγηση των δημόσιων πολιτικών” εδώ.

 

 

Στο πεδίο της υγείας και στο εξαιρετικά επίκαιρο ερώτημα των μαθημάτων που εξάγονται από την εμπειρία της πανδημίας ήταν αφιερωμένο το δέκατο στρογγυλό τραπέζι, με τίτλο “Επιστήμη και πολιτική – Μαθήματα από την πανδημία”το οποίο συντόνισε ο παθολόγος και επίκουρος καθηγητής στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Γιώργος Παπανικολάου.

 

Η συζήτηση ξεκίνησε με την εισήγηση του Απόστολου Πανταζή, επίκουρου καθηγητή στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, ο οποίος συνόψισε την πρόσφατη εμπειρία της πανδημίας από την οπτική της κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας του κοινωνικού κράτους, υπογραμμίζοντας την πολιτικοποίηση και εθνικοποίηση του ζητήματος της πανδημίας σε αντιδιαστολή προς τον οικουμενικό του χαρακτήρα, αλλά και το ρόλο της δημοκρατίας ως όρου της παγκόσμιας δημόσιας υγείας, ενώ ακολούθησε η εισήγηση της Ελένης Ρεθυμιωτάκη, αναπληρώτριας καθηγήτριας της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ και πρ. προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής, η οποία ανέλυσε πώς η πανδημία επαναπροσδιορίζει δυναμικά τις σχέσεις επιστήμης και πολιτικής, εγείροντας ερωτήματα νομιμοποίησης, αποτελεσματικότητας, αλλά και των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών συνιστωσών της επιστήμης, ενώ παρουσίασε ως πρόκληση τον εκδημοκρατισμό της σχέσης της επιστήμης με την πολιτική και την (επανα)κοινωνικοποίησή τους μέσω των αρχών της διαβούλευσης και της συμμετοχής, καθώς και της διαφάνειας και της λογοδοσίας.

Από τη δική του πλευρά, ο Τάκης Παναγιωτόπουλος, ομότιμος καθηγητής Δημόσιας Υγείας – Υγείας του Παιδιού στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, αναφέρθηκε στην μυθοποίηση και ταυτόχρονα απαξίωση της επιστήμης στο δημόσιο λόγο, στην πρωτοφανή διεθνή επιστημονική συνεργασία, αλλά και στο πρόβλημα των παγκόσμιων ανισοτήτων, στην προσχηματική ή επιλεκτική επίκληση της επιστήμης, στις στρεβλώσεις στη λειτουργία γνωμοδοτικών  επιτροπών κ.λπ., τονίζοντας την ανάγκη για θεσμούς και διαδικασίες που προάγουν την αξιοκρατία, τη διαφάνεια, την υψηλή επιστημονική ποιότητα, την επιστημονική ακεραιότητα και ανεξαρτησία, αλλά και την ανάγκη για πλήρη δημοσιοποίηση επιδημιολογικών στοιχείων και πρωτογενών δεδομένων. Αντίστοιχα, η καθηγήτρια Φαρμακολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και πρόεδρος του ΕΟΦ, Κατερίνα Αντωνίου, τόνισε την ανάγκη αποτίμησης των συνεπειών της υγειονομικής κρίσης σε πολλαπλά επίπεδα πάνω σε τέσσερις άξονες : την καθεαυτή υγειονομική κρίση, την οικονομική κρίση, τα θέματα διαφάνειας και διαπλοκής που ανέδειξε, αλλά και το φαινόμενο του αυταρχισμού και της έλλειψης δημοκρατίας σε πολιτικό και επιστημονικό επίπεδο, υπογραμμίζοντας ότι πρέπει να αποφύγουμε τόσο την άγονη καταγγελία όσο και την αυταπάτη της αποστείρωσης της πολιτικής.

Στις συνέπειες της πανδημίας στην ψυχική υγεία αναφέρθηκε από τη δική του οπτική ο Δημήτρης Πλουμπίδης, ομότιμος καθηγητής Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο οποίος υπογράμμισε ότι υπάρχουν ενδείξεις πολύ αυξημένων αναγκών αντιμετώπισης ψυχολογικών προβλημάτων στην μετα-covid εποχή, σε συνδυασμό με το απειλητικό διεθνές περιβάλλον, ενώ ο Ανδρέας Ξανθός, πρ. υπουργός Υγείας, βουλευτής και τομεάρχης Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία επισήμανε τη σημασία μιας δημόσιας συζήτησης, επιστημονικής και πολιτικής, για την πανδημία, εστιάζοντας στην “εργαλειοποίηση” των ειδικών και στην κρίση δημόσιας εμπιστοσύνης, αλλά και στην αξία της δημόσιας υγείας και την ανάγκη ενδυνάμωσης των δημόσιων συστημάτων υγείας. Αναφέρθηκε επίσης στην ανάγκη αλλαγής παραδείγματος στην πολιτική υγείας, με ενσωμάτωση της σύγχρονης επιστημονικής γνώσης και με αλλαγή προτεραιοτήτων -στην ΠΦΥ, στην πρόληψη, στην ισότιμη πρόσβαση του παγκόσμιου πληθυσμού στα εμβόλια-φάρμακα-ιατροτεχνολογικά προϊόντα και στη διεθνή επιστημονική συνεργασία και αλληλεγγύη- ενώ στη χώρα μας , όπως είπε, κυριάρχησε η λογική της “εργαλειοποίησης” των ειδικών, η νεοφιλελεύθερη εμμονή στην “αγοραία μετάλλαξη” του ΕΣΥ και η θεσμική στρέβλωση του να έχει το Μέγαρο Μαξίμου στην ουσία την ευθύνη της επιδημιολογικής επιτήρησης.

 

Παρακολουθείστε το βίντεο του στρογγυλού τραπεζιού “X – Επιστήμη και πολιτική – Μαθήματα από την πανδημία” εδώ.

 

 

Οι εργασίες του συνεδρίου ολοκληρώθηκαν με το καταληκτικό πάνελ των συμπερασμάτωντο οποίο συντόνισε ο Ανδρέας Μαράτος, επιστημονικός συνεργάτης του ΙΝΠ και υπεύθυνος της θεματικής Ευρώπη & Κόσμος.

 

Τα σχόλια και παρεμβάσεις άνοιξε η δρ. Ραδιοφαρμακευτικής Χημείας, ερευνήτρια στο ΕΚΕΦΕ “Δημόκριτος”, αλλά και πρ. γενική γραμματέας Έρευνας και Τεχνολογίας, Πατρίτσια Κυπριανίδου, η οποία ανέλυσε το κυρίαρχο σχέδιο για τη δημόσια επιστημονική έρευνα και τα βασικά του προβλήματα, ενώ υπογράμμισε τα ζητήματα της παγκοσμιοποιημένης επιστήμης, και ειδικά των νέων τεχνολογιών, τις νέες ανισότητες και αντιφάσεις. Ως προς δε τις κρίσιμες προϋποθέσεις ενός “άλλου δρόμου”, αναφέρθηκε στο ρόλο του κράτους και της κοινωνίας, ενώ ειδικά στο πεδίο της επιστημονικής έρευνας σημείωσε την ανάγκη παρεμβάσεων στη διαδικασία χρηματοδότησης της επιστημονικής έρευνας, στη μέτρηση της παραγωγικότητας και του αντίκτυπου, στον ανταγωνισμό ως στάση ζωής, στην ενσωμάτωση των νεότερων επιστημόνων, αλλά και στη αλληλεπίδραση μεταξύ ιδιωτικού τομέα και δημοσίου ερευνητικού συστήματος

Σε ένα πιο θεσμικό και πολιτικό επίπεδο, ο επίκουρος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και πρ. γενικός γραμματέας της Κυβέρνησης, Ακρίτας Καϊδατζής, επισήμανε την ανάσχεση της τάσης διαρκούς εκδημοκρατισμού της συνταγματικής-φιλελευθερης-αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, με την εξαίρεση πεδίων της κοινωνικής σύγκρουσης από το πεδίο της πολιτικης από τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, εστιάζοντας κυρίως σε τρεις τάσεις: τον “εκδικαστισμό” (judicialization) των κοινωνικών συγκρουσεων, στη γενίκευση και ισχυροποίηση φορέων όπως οι ανεξάρτητες αρχές, οι κεντρικές τράπεζες κ.λπ., αλλά και η κυριαρχία των “ειδικών”, των επιστημόνων, η τεχνοκρατία και ο τεχνολαϊκισμός, προβάλλοντας το αίτημα της εμβάθυνσης της δημοκρατίας και του ριζοσπαστικού εκδημοκρατισμού του κράτους αλλά και της κοινωνίας.

Σε τρία σημεία που προέκυψαν από τις εργασίες του συνεδρίου εστίασε ο ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ και πρ. υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, Κώστας Γαβρόγλου. Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε στη σχέση επιστήμης και δημοκρατίας υπό το φώς του προβληματισμού για το ενδεχόμενο τέλος του Διαφωτισμού και την ανάγκη ενός νέου, στον μη ουδέτερο χαρακτήρα των νέων τεχνολογιών, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι οι αντιεπιστημονικές τάσεις που καταγράφονται στην κοινωνία θα πρέπει να ερμηνευτούν και ως αποτέλεσμα της διάψευσης των ουτοπιών που έχουν προβληθεί για να δικαιολογήσουν τη διαρκή τεχνολογική πρόοδο ως απάντηση σε όλα τα κοινωνικά επίδικα, ενώ στάθηκε ιδιαίτερα και στο ζήτημα της ενίσχυσης της έρευνας στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες.

Τα δύο ερωτήματα που έθεσε το συνέδριο από φιλοσοφική σκοπιά ανέδειξε στη δική του τοποθέτηση ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και πρόεδρος του ΙΝΠ, Κώστας Δουζίνας, και συγκεκριμένα το αν είμαστε στο τελος του Διαφωτισμού και της νεωτερικότητας και το πού βρίσκεται και πώς νομιμοποιείται σήμερα η αλήθεια. Όπως υπενθύμισε, ιστορικά, η επιστήμη αντικαταστησε την θρησκεία, έβαλε την “αλήθεια” στη θέση της πίστης και αποστασιοποιήθηκε από   τις πολιτικές εξουσίες, κάτι που σήμερα έχει αλλάξει. Αφού παρουσίασε τις διαφορετικές πορείες της σχέσης εξουσίας, “γνώσης” και επιστήμης, ο Κ. Δουζίνας ανέδειξε ορισμένα εγγενή, αλλά καλυμμένα χαρακτηριστικά που η πανδημία έφερε στην επιφάνεια: την αλληλεξάρτηση βιολογίας και εξουσίας.

Στη δική του παρέμβαση, ο Γεράσιμος Κουζέλης, ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ, μέλος του ΔΣ του ΙΝΠ και ο ένας εκ των επιστημονικών υπευθύνων του συνεδρίου, κατέγραψε έξι αιτήματα/προτάσεις που προέκυψαν από τις συζητήσεις του συνεδρίου και αφορούν ευρύτερα την Αριστερά, και συγκεκριμένα: την ανάγκη ενός νέου Διαφωτισμού, άρα θεσμών και πρωτοβουλιών μεσολάβησης μεταξύ επιστήμης και πολιτικής, την ανάγκη κοινωνικής διαβούλευσης για τον προσδιορισμό του κρατικού σχεδιασμού της έρευνας, την ανάγκη διασφάλισης δημοκρατικών συνθηκών στο παιχνίδι μεταξύ επιστήμης και πολιτικής, την ανάγκη εγρήγορσης ενόψει της σύνδεσης επιστήμης και ιδεολογίας, την ανάγκη ουσιαστικής στήριξης των κοινωνικών επιστημών και, τέλος, την ανάγκη επιστημονικής τεκμηρίωσης εναλλακτικών πολιτικών.

Τέλος, τον κύκλο των σχολίων/παρεμβάσεων έκλεισε η διευθύντρια του ΙΝΠ και έτερη επιστημονική υπεύθυνη του συνεδρίου, Δανάη Κολτσίδα, η οποία επιχείρησε να απαντήσει στο ερώτημα υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί η επιστήμη να απεκδυθεί τον “κατασταλτικό” των κοινωνικών διεκδικήσεων ρόλο που της έχει αναθέσει η εξουσία και να ανακτήσει τον χειραφετητικό ρόλο της, αναδεικνύοντας ως εξίσου σημαντικά και τα τρία επίπεδα παρέμβασης -επιστημονικό, ιδεολογικό και πολιτικό- για την Αριστερά και προτείνοντας ως απάντηση στο ερώτημα του “ποια επιστήμη (-ες), ποια πολιτική;” το δίπολο “πλουραλιστική επιστήμη, δημοκρατική πολιτική”.

 

Παρακολουθείστε το βίντεο του στρογγυλού τραπεζιού των συμπερασμάτων του συνεδρίου εδώ.