Μια ιδιαίτερα διαφωτιστική διαδικτυακή συζήτηση για τις πρόσφατες γερμανικές εκλογές, την ερμηνεία των αποτελεσμάτων τους, αλλά και τις προοπτικές που ανοίγονται στη Γερμανία και στην Ευρώπη, με τίτλο “Μετά τις ομοσπονδιακές εκλογές του 2021. Ποια Γερμανία, σε ποια Ευρώπη;”, με τη συμμετοχή ακαδημαϊκών, εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών, αλλά και των επικεφαλής όλων των γερμανικών πολιτικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα, φιλοξένησε το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς την Τετάρτη 6/10, με ομιλητές/ομιλήτριες τους/τις:
- Henri Bohnet, επικεφαλής του ιδρύματος Konrad-Adenauer για την Ελλάδα και την Κύπρο,
- Μιχάλη Γουδή, διευθυντή του γραφείου του ιδρύματος Heinrich-Böll στη Θεσσαλονίκη,
- δρ. Αθανάσιο Γραμμένο, συντονιστή των δραστηριοτήτων του ιδρύματος Friedrich-Naumann στην Ελλάδα,
- Γιάννη Κωνσταντινίδη, αναπληρωτή καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας,
- Anne Mehrer, πολιτική επιστήμονα, συνεργάτιδα του παρατηρητηρίου κατά του ακροδεξιού εξτρεμισμού “Miteinander” στη Σαξονία-Άνχαλτ,
- Maria Oshana, διευθύντρια του γραφείου του ιδρύματος Rosa-Luxemburg στην Αθήνα,
- Arne Schildberg, διευθυντή του γραφείο του ιδρύματος Friedrich-Ebert στην Αθήνα και
- Χρήστο Χατζηιωσήφ, ομότιμο καθηγητή Ιστορίας των Νεότερων Χρόνων στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.
Στη συζήτηση, που συντόνισε ο δημοσιογράφος Κώστας Αργυρός, αναδείχθηκαν οι κοινωνικές διεργασίες που αποτυπώνονται στα εκλογικά αποτελέσματα, οι διαφορετικές στρατηγικές, οι επιτυχίες και οι αδυναμίες των επιμέρους κομμάτων, οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι γερμανικές πολιτικές δυνάμεις, στην προσπάθεια σχηματισμού της νέας κυβέρνησης, αλλά και ευρύτερα, καθώς και η νέα δυναμική στη σχέση και στο ρόλο της Γερμανίας στην Ευρώπη.
Μερικά από τα θέματα που απασχόλησαν τους ομιλητές και τις ομιλήτριες ήταν μεταξύ άλλων και τα εξής :
- Η νέα δομή του κομματικού συστήματος της Γερμανίας, με τον κατακερματισμό του και την ανάδειξη νέων κομμάτων με δυναμική, όπως οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι.
- Η διαφοροποίηση της εκλογικής συμπεριφοράς των νέων, που απομακρύνθηκαν από τα καθιερωμένα κόμματα, αλλά και συνολικά η μεγάλη συμμετοχή.
- Η υποβάθμιση της ευρωπαϊκής διάστασης από την προεκλογική συζήτηση, παρά τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζει η Γερμανία στην ΕΕ.
- Η σημαντική αναβάθμιση της ατζέντας για το κλίμα και οι προκλήσεις της πράσινης μετάβασης της γερμανικής και της ευρωπαϊκής οικονομίας.
- Το ζήτημα των ανισοτήτων και οι προκλήσεις της κοινωνικής πολιτικής.
- Η εδραίωση, παρά την εκλογική του κάμψη, του AfD.
Αναλυτικότερα (δείτε ολόκληρη την εκδήλωση στο βίντεο, στο τέλος του άρθρου):
- Γιάννης Κωνσταντινίδης, αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Παρουσιάζοντας κάποια βασικά στοιχεία για τα αποτελέσματα των εκλογών της 26ης Σεπτεμβρίου, ο Γ. Κωνσταντινίδης υπενθύμισε ότι συνήθως θεωρούμε ότι η Γερμανία είναι “η χώρα της επιβαλλόμενης συναίνεσης” και ότι “έχει ένα κομματικό σύστημα το οποίο είναι το υπόδειγμα ενός σχήματος που οδηγεί σε κυβέρνηση συνεργασίας“. Με αυτό το δεδομένο δε χαρακτήρισε σημαντικές τις τέσσερις διαιρέσεις που κατέγραψε στο εκλογικό σώμα, υπογραμμίζοντας ότι “η εγγενώς επιδιωκόμενη συναίνεση είναι δυσχερής από τις συνθήκες“.
Ειδικότερα, οι διαιρέσεις αυτές εντοπίστηκαν από τον Γ. Κωνσταντινίδη σε τέσσερα επίπεδα :
Πρώτη διαίρεση, η γεωγραφία, αφού επικρατεί η Σοσιαλδημοκρατία στην βόρεια και ανατολική Γερμανία, ενώ η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση στο νότο, ενώ σημαντική είναι και η πρωτιά της “Εναλλακτικής για τη Γερμανία” (AfD) στο νότιο τμήμα της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Όπως επισήμανε, “η παλαιά διαίρεση μεταξύ Ανατολής και Δύσης είναι ακόμη εμφανής“, ενώ έκανε λόγο για “μια ένωση που ποτέ δεν έγινε“, υπενθυμίζοντας τις διαφορές που συνεχίζουν να υπάρχουν στη γεωγραφία της ενωμένης Γερμανίας.
Δεύτερη διαίρεση, η αστικότητα, αφού – όπως ανέφερε ο Γ. Κωνσταντινίδης – “εντοπίζουμε για παράδειγμα σημαντική διαφοροποίηση για τους Πράσινους που προφανώς είναι ισχυρότεροι στα αστικά στρώματα, λιγότερο ισχυροί στην στην ύπαιθρο“. Όπως σημείωσε, “η αστικότητα μοιάζει να αποτυπώνει μια πολιτισμική διαίρεση, με το κοινό των μεγάλων αστικών κέντρων να είναι περισσότερο δεκτικό έναντι των Πρασίνων κατά βάση και το κοινό της υπαίθρου να είναι σημαντικά πιθανότερο να στηρίξει το AfD από το κοινό των πόλεων“.
Τρίτη διαίρεση, η ηλικία. Σύμφωνα με τον Γ. Κωνσταντινίδη, εδώ βλέπουμε τις σημαντικότερες διαφοροποιήσεις, καθώς Πράσινοι και Φιλελεύθεροι έχουν σημαντικότατες διαφορές μεταξύ των δύο ακραίων ηλικιακών κατηγοριών, με πολύ υψηλά ποσοστά στους κάτω των 25 ετών και πολύ χαμηλότερα στους άνω των 70, όπου επίσης βλέπουμε και ισχυρά ποσοστά για τα δύο παραδοσιακά μεγάλα κόμματα, το SPD και το CDU. Σχετικά με την ηλικιακή διάσταση, ο Γ. Κωνσταντινίδης επισήμανε ότι είναι ένα σημαντικό ερώτημα, το οποίο όμως δεν μπορεί να απαντηθεί σήμερα, αν πρόκειται για μια “ψήφο γενιάς”, δηλαδή για μια διαφορετική συμπεριφορά της συγκεκριμένης γενιάς των σημερινών νέων, οι οποίοι ψηφίζουν διαφορετικά ή αν πρόκειται για μια διαφορετική θέση στον κύκλο ζωής των ανθρώπων αυτών, οι οποίοι όταν μεγαλώσουν, σύμφωνα με τη σχετική βιβλιογραφία, θα “απο-ριζοσπαστικοποιηθούν”.
Τέταρτη διαίρεση, η μορφωτική. Όπως έδειξε ο Γ. Κωνσταντινίδης, βλέπουμε επίσης εξαιρετικά σημαντικές διαφορές για τους Πράσινους και το FDP από τη μια μεριά και το AfD από την άλλη. Γι’ αυτό ο ίδιος έκανε λόγο για “δύο νέους εχθρούς – Πράσινους και AfD – σε έναν αξιακό άξονα“, με την έννοια ότι τα δύο αυτά κόμματα μοιάζει να συγκεντρώνουν πολύ διαφορετικά κοινά ως προς το μορφωτικό τους επίπεδο, αλλά και αξιακά, εκτιμώντας μάλιστα ότι αυτή η διαίρεση “δύναται να μετεξελιχθεί σε μια σημαντική πολιτική διαίρεση“, καθώς όπως είπε “η αξιακή διαίρεση είναι πάντοτε ένα δυνητικό πεδίο έντονων πολιτικών αντιπαραθέσεων“.
Στο δεύτερο μέρος της παρουσίασής του, ο Γ. Κωνσταντινίδης παρουσίασε αντίστοιχα τέσσερις μύθους, όπως τους χαρακτήρισε, που αφορούν τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η συζήτηση στην Ελλάδα.
Πρώτος μύθος, σύμφωνα με τον ίδιο, “οι Σοσιαλδημοκράτες θριάμβευσαν”. Όπως σημείωσε, “η ματιά στα αποτελέσματα των εκλογών του 2013 δείχνουν ότι το SPD βρίσκεται στα ίδια επίπεδα που βρισκόταν η ψήφος το 2013, αρκετά χαμηλά λοιπόν” και “υπό την έννοια αυτή δεν μπορούμε να μιλούμε για θρίαμβο“. Αναγνώρισε βέβαια ότι το SPD ήρθε πρώτο και πολύ πιο ψηλά από τις δημοσκοπήσεις στις αρχές του χρόνου, αλλά υποστήριξε ότι “βρέθηκε πρώτο επειδή οι Χριστιανοδημοκράτες βρέθηκαν χαμηλότερα“, ενώ επισήμανε ότι οι πολιτικές που εφάρμοσαν από κοινού τα δύο κόμματα στον μεγάλο συνασπισμό δεν μπορεί να είναι πολύ διαφορετικές. Υπό την έννοια αυτή, ο Γ. Κωνσταντινίδης ισχυρίστηκε ότι πρέπει να ξαναγίνουν αντικείμενο σκέψης τα περί επιστροφής της σοσιαλδημοκρατίας στη Γερμανία και άρα στην Ευρώπη, με την έννοια μιας διαφορετικής πολιτικής κατεύθυνσης.
Δεύτερος μύθος, σύμφωνα πάντοτε με τον ομιλητή, ότι “ο Laschet δεν ‘τράβηξε'”, ότι ουσιαστικά την ευθύνη της ήττας φέρνει ο υποψήφιος καγκελάριος των Χριστιανοδημοκρατών. Ο Γ. Κωνσταντινίδης έθεσε εδώ το ερώτημα πόσες ήταν οι μονάδες που είχε ήδη χάσει η Angela Merkel το 2017 σε σχέση με το 2013, υπενθυμίζοντας ότι ήταν τόσες όσες έχασε και ο Laschet. Επίσης, σημείωσε ότι η ροή ψηφοφόρων από το CDU προς άλλα κόμματα δεν ήταν συγκεκριμένη : πιο πολλές ψήφοι προς το SPD, περίπου 900.000 προς τους Πράσινους, λίγο λιγότερες από 500.000 για το FDP. “Ουσιαστικά“, όπως είπε ο ομιλητής, “οι ψηφοφόροι των Χριστιανοδημοκρατών έφυγαν προς παντού“, γεγονός που κατά τον ίδιο σημαίνει ότι “δεν τους έφταιγε μία σύγκριση αρνητική για τον Laschet σε σχέση με τον υποψήφιο άλλου κόμματος“, αλλά στη ρίζα της απόφασής τους να αποχωρήσουν “ήταν μια βαριά απογοήτευση, πιθανόν λόγω της κόπωσης, η οποία όμως δεν σχετιζόταν με το πρόσωπο, αλλά ήταν πιο ριζική“.
Τρίτος μύθος, που αναπαράγεται σύμφωνα με τον Γ. Κωνσταντινίδη στην Ελλάδα, είναι ότι οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι “παζαρεύουν” υπουργεία, δηλαδή δεν έχουν καμία πολιτική σταθερά. Αντίθετα προς αυτή την ιδέα, ο ίδιος υποστήριξε ότι τα δύο κόμματα έχουν κατά πρώτον κοινά σημεία στο πολιτικό τους προφίλ, όχι προφανώς στην οικονομική πολιτική, αλλά σε πληθώρα κοινωνικών ζητημάτων (ατομικά δικαιώματα, ατομικές ελευθερίες) και επομένως η σκέψη να προσεγγίσουν ο ένας τον άλλον δεν είναι αβάσιμη. Επίσης, ειδικότερα για το FDP υποστήριξε ότι δεν είναι απλώς ένα νεοφιλελεύθερο κόμμα, καθώς στην Ελλάδα “συνηθίζουμε“, όπως είπε, “να χρησιμοποιούμε τον όρο ως υποκατάστατο του φιλελεύθερου, με αποτέλεσμα να μας μοιάζει πως πρόκειται για έναν μια ανίερη προσέγγιση αυτή μεταξύ Πράσινων και FDP” – κάτι που κατά τον ίδιο δεν ισχύει.
Τέταρτος και τελευταίος μύθος, σύμφωνα με τον Γ. Κωνσταντινίδη, είναι πως η ακροδεξιά ξεφούσκωσε. Ο ομιλητής παραδέχτηκε ότι όντως το AfD δεν ενίσχυσε τα ποσοστά του σε σχέση με το 2017 και έχασε κάτι, ωστόσο σημείωσε πως “οι ψηφοφόροι του AfD είναι σταθεροί, δεν έχουν στο νου τους, όπως λέμε άλλες επιλογές ψήφου. Αυτό σημαίνει ότι ‘είναι όσοι είναι’, δηλαδή μπορεί να μην έρχονται και άλλοι, όμως είναι ήδη αρκετοί και επαναλαμβάνουν τη συμπεριφορά τους“, είναι δηλαδή σύμφωνα με τον ίδιο συμπαγείς.
- Arne Schildberg (Άρνε Σίλντμπεργκ), διευθυντής του ιδρύματος Friedrich-Ebert στην Αθήνα.
Εστιάζοντας περισσότερο, όπως ήταν αναμενόμενο, στην οπτική των Σοσιαλδημοκρατών, ο Arne Schildberg υπενθύμισε – διαφωνώντας με την επισήμανση του Γ. Κωνσταντινίδη – ότι το SPD έχει πράγματι θριαμβεύσει σε αυτές τις εκλογές, καθώς είναι για 4η φορά το πρώτο κόμμα στη Γερμανία, ενώ ήταν επίσης 10 μονάδες πάνω από τους Πράσινους, οπότε κατά τον ίδιο “μπορούμε να μιλήσουμε για έναν σαφή νικητή στις γερμανικές εκλογές και μπορούμε να πούμε επίσης σαφώς ότι οι άνθρωποι θέλουν τον Olaf Scholz καγκελάριο“.
Εξηγώντας το εκλογικό αποτέλεσμα, ο A. Schildberg ανέφερε ότι σύμφωνα με τις αναλύσεις του ιδρύματος Friedrich-Ebert και των Σοσιαλδημοκρατών “ο κόσμος επιθυμούσε μια μικρή αλλαγή – όχι μεγάλη, αλλά κάποια αλλαγή – στην καγκελαρία και ταυτόχρονα επιθυμούσε και σταθερότητα“. Σύμφωνα με τον ίδιο, “ο Olaf Scholz εγγυάται αυτήν την σταθερότητα, κατά κάποιο τρόπο όπως η Angela Merkel, αλλά από τη δική μας σκοπιά o Olaf Scholz ‘είναι μία Merkel, αλλά και με σαφές σχέδιο’, όπως το είπε και κάποιος δημοσιογράφος“.
Τα βασικά θέματα της ατζέντας του, σύμφωνα με τον A. Schildberg, είναι η κλιματική αλλαγή, η μεταρρύθμιση του εργασιακού χώρου, όπως επίσης και η αύξηση του κατώτατου μισθού και η εξασφάλιση μιας ευρωπαϊκής ενότητας. Ωστόσο, όπως θύμισε ο ίδιος ένα σύνθημα της καμπάνιας του SPD ήταν το “Σεβασμός”, που, όπως είπε, “αποτυπώνει ακριβώς τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες των απλών ανθρώπων και ότι αφουγκραζόμαστε τους προβληματισμούς και μιλάμε τη γλώσσα τους“, αντιπαραβάλλοντάς του προς παλιότερη άστοχη δήλωση της Hilary Clinton το 2016, που είχε χαρακτηρίσει τους ψηφοφόρους του Trump “αξιοθρήνητους”. Σύμφωνα δηλαδή με τον ίδιο, η αντίστροφη καμπάνια του SPD κατάφερε μέσα από την επικοινωνία να φτάσει στους ανθρώπους, να εμπνεύσει σεβασμό στην κοινωνία. Όπως είπε, “είναι σημαντικό και τα δύο λαϊκά κόμματα να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχει ανάγκη να υπάρξει ένας συνασπισμός μεταξύ των μεσαίων στρωμάτων και των λιγότερο προνομιούχων“. Από τη σκοπιά της σοσιαλδημοκρατίας, αυτό σύμφωνα με τον ίδιο σημαίνει “ένα καλό κοινωνικό κράτος, μια καλή κοινωνική εξασφάλιση, η οποία και οδηγεί σε σεβασμό για την ζωή του καθενός. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να δημιουργηθεί και μια γέφυρα μεταξύ των αστών, των μορφωμένων αστών, και των λιγότερο μορφωμένων”.
Όπως σημείωσε, “από τη σκοπιά της σοσιαλδημοκρατίας, μπορούμε να πούμε ότι ήταν ένα ξεκάθαρο αποτέλεσμα και θα είναι καλό να υπάρξει ένας συνασπισμός του ‘φωτεινού σηματοδότη’ (SPD-Πράσινοι-FDP)“, ενώ η επιθυμία των σοσιαλδημοκρατών είναι ο Olaf Scholz να είναι καγκελάριος και αυτό θα ορίσει και το τι είδους πολιτική θα ασκηθεί. Ανέφερε βέβαια ότι, εκτός από έναν συνασπισμό ‘Τζαμάικα’ (CDU-Πράσινοι-FDP), θα μπορούσε να γίνει μια προσπάθεια για έναν μεγάλο συνασπισμό και πάλι, αλλά εξέφρασε την άποψη ότι “στο όνομα της δημοκρατίας νομίζω ότι αυτό δεν θα είναι δυνατό, διότι ούτε οι Χριστιανοδημοκράτες θα μπορούσαν να το δεχτούν αυτό, ούτε οι Σοσιαλδημοκράτες“.
Από τη σκοπιά των εκλογέων, κατά τον A. Schildberg, τα βασικά θέματα ήταν το περιβάλλον, οι συντάξεις και το κοινωνικό σύστημα, όπως επίσης και η οικονομία και η εργασία, εκφράζοντας την εκτίμηση ότι αυτά θα είναι και προτεραιότητες της πολιτικής τα επόμενα χρόνια. Στο ζήτημα της επίτευξης των στόχων της κλιματικής ουδετερότητας, ο ομιλητής εκτίμησε ότι το SPD δεν είχε ίσως τόσο μεγάλες φιλοδοξίες όσο οι Πράσινοι, επισήμανε ωστόσο ότι μέχρι το 2045 θα επιτευχθεί η κλιματική ουδετερότητα στην οικονομία και ως το 2040 στην παραγωγή ρεύματος. Στα μέτρα που θα χρειαστεί να ληφθούν, ο A. Schildberg περιέλαβε τη φορολογική μεταρρύθμιση, την αύξηση του ελάχιστου μισθού, αλλά και το ζήτημα της οικονομικά προσιτής κατοικίας, με επέκταση της κοινωνικής κατοικίας και επιβολή ανώτατου ορίου στα ενοίκια, και της υγείας, με κατάργηση της ιδιωτικής ασφάλισης. Όπως σημείωσε, “θέλαμε να πάμε ένα βήμα παραπέρα, αλλά υπάρχουν μεγάλα εμπόδια, όπως επίσης όμως είμαι πολύ αισιόδοξος ότι θα μπορέσουμε να πάρουμε μέτρα για το νοσηλευτικό προσωπικό και το προσωπικό φροντίδας“.
Τέλος, σε σχέση με την Ευρώπη, ο ομιλητής σημείωσε ότι είναι ένα σημαντικό θέμα, ωστόσο όπως υπογράμμισε “δεν αποτυπώθηκε η σημασία της Ευρώπης στις δημοσκοπήσεις. Φάνηκε λοιπόν να έχει δευτερεύοντα ρόλο προεκλογικά“. Όπως είπε όμως, “στις συζητήσεις για τον συνασπισμό θα παίξει πολύ μεγαλύτερο ρόλο“. Ανέφερε ότι “δεν ξέρουμε κατά πόσο θα είχε υπάρξει το Ταμείο Ανάκαμψης αν δεν ήταν υπουργός Οικονομικών ο Olaf Scholtz“. Χαρακτήρισε σημαντική τη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία, όπως επίσης και τη μεταρρύθμιση και ψηφιοποίηση της οικονομίας, ενώ εξέφρασε την άποψη ότι “πρέπει αναγκαστικά να συνεχίσουμε σε αυτή την οδό στην Ευρώπη, οπότε θα πρέπει να γίνουν κάποιοι συμβιβασμοί στις συνομιλίες” σε σχέση με την πορεία της Ευρώπης και την επαναφορά ή μη του Συμφώνου Σταθερότητας.
Κλείνοντας, ο A. Schildberg επισήμανε ότι κατά τη γνώμη του, για να επωφεληθούν οι ψηφοφόροι, “χρειάζεται μια κυβέρνηση υπό το SPD, η οποία θα ασκήσει μια πολιτική του σεβασμού, με μάχιμη πολιτική για το κλίμα, αύξηση του του κατώτατου μισθού, εξασφάλιση των συντάξεων“, καταθέτοντας την πεποίθηση ότι “όλα αυτά θα γίνουν υπό τον καγκελάριο Olaf Scholtz“.
- Henri Bohnet (Ανρί Μπονέ), διευθυντής του ιδρύματος Konrad-Adenauer για την Ελλάδα και την Κύπρο
Εισφέροντας στη συζήτηση στοιχεία και σχετικά με τη στρατηγική, τις επιδιώξεις και την ανάλυση των Χριστιανοδημοκρατών και του ιδρύματος Konrad-Adenauer για τις πρόσφατες εκλογές, ο Henri Bohnet ξεκίνησε υπενθυμίζοντας ότι οι εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου είχαν ένα πολύ μεγάλο ποσοστό συμμετοχής, αφού 75% των πολιτών συμμετείχε σε αυτές, το οποίο είναι πολύ σημαντικό σε συνδυασμό με την αποχώρηση της Angela Merkel. Ταυτόχρονα, ο H. Bohnet εξέφρασε την ικανοποίησή του για τα αποτελέσματα που αφορούσαν τα άκρα, όπως τα χαρακτήρισε, του πολιτικού φάσματος, υπενθυμίζοντας ότι “το ποσοστό των ψηφοφόρων που επιλέξανε το AfD μειώθηκε. Το ίδιο ισχύει και για την άκρα αριστερά“.
Σε ό,τι αφορά την μετά-Merkel εποχή στο CDU, ο H. Bohnet εκτίμησε ότι αυτό “σίγουρα έχει επιφέρει πάρα πολλές αλλαγές εντός του κόμματός μου και είναι βέβαιο ότι υπήρχανε πάρα πολλά προβλήματα, τα οποία αποτυπώθηκαν και στο εκλογικό αποτέλεσμα“.
Επίσης, ο ομιλητής στάθηκε σε ορισμένα σημεία που αφορούν τη δημογραφική αλλαγή. Δήλωσε ότι τον χαροποιεί ιδιαιτέρως το γεγονός ότι πολλοί νέοι άνθρωποι αποφάσισαν να ψηφίσουν, μετά από πάρα πολλά χρόνια. Σύμφωνα με την εκτίμησή του, “οι νέοι πλέον διαπίστωσαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας και με τα lockdowns, ότι επιθυμούν μια σημαντική αλλαγή και διαπίστωσαν ότι τους λείπει η προσωπική ελευθερία, οι ευκαιρίες στο χώρο της εργασίας και κάποια σωστή πολιτική για την προστασία του κλίματος“. Στο πλαίσιο αυτό ο H. Bohnet υπενθύμισε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των νέων επέλεξε το FDP – ένα κόμμα που, όπως είπε, “ενθαρρύνει τους νέους όσον αφορά την προσωπική ελευθερία, μαζί με την προστασία του περιβάλλοντος“, εκτιμώντας ότι αυτό θα αποτυπωθεί και στον κυβερνητικό συνασπισμό που θα δημιουργηθεί. Στην άλλη πλευρά του ηλικιακού φάσματος, ο H. Bohnet υπενθύμισε ότι 40% των ψηφοφόρων είναι άνω των 60 ετών, άρα το μεγαλύτερο ποσοστό των ψηφοφόρων επιθυμεί τη σταθερότητα και όχι ριζικές αλλαγές, υπογραμμίζοντας ότι και το CDU – όπως και το SPD – δεν κατάφερε να προσεγγίσει η να προσελκύσει τους νέους. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, “ως CDU δεν καταφέραμε να δημιουργήσουμε νέες ιδέες, ούτε να παρουσιάσουμε πώς οι αλλαγές θα επιφέρουν καινούργιες εξελίξεις στην εποχή μετά την καγκελάριο Merkel“.
Στο ζήτημα των προοπτικών για την Ευρώπη, ο H. Bohnet σημείωσε ότι “η προοπτική των ευρωομολόγων που για το CDU και το FDP ήταν μη επιθυμητή, τώρα με τον καγκελάριο Scholtz αυτή η πιθανότητα μάλλον είναι πιο εφικτή“, ενώ αναρωτήθηκε αν και με την γαλλική πλευρά θα υπάρξει μια εντατικοποίηση προς αυτή την κατεύθυνση. Σε σχέση με την ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική εξέφρασε αμφιβολίες για το αν θα υπάρξουν πάρα πολύ μεγάλες αλλαγές. Όπως είπε, “παραδείγματος χάρη για την Τουρκία και τις απόψεις των Πρασίνων για την περίπτωση της Τουρκίας, σίγουρα θα υπάρχουν πρόσφυγες, θα υπάρχουν μετανάστες, παράνομοι μετανάστες και θα επικρατήσει ο πραγματισμός και η διαχείριση αυτού του ζητήματος“. Στο σκέλος αντίστοιχα της ενέργειας, ο H. Bohnet υπενθύμισε την εξάρτηση από τους αγωγούς Northstream και από την Ρωσία, ενώ και σε σχέση με τις ΗΠΑ εκτίμησε ότι δεν θα υπάρξουν μεγάλες αλλαγές. Αντίθετα, ενδιαφέρον εκτίμησε ότι παρουσιάζει η περίπτωση της Κίνας, διερωτώμενος αν “σε σχέση με την Κίνα και το ανταγωνιστικό πλαίσιο που υπάρχει, θα μπορέσουμε να δείξουμε πιο ξεκάθαρες γραμμές“. Αλλά και όσον αφορά στη Γαλλία, ο ομιλητής υπενθύμισε ότι “o Macron έχει αποδείξει όλα τα χρόνια ότι έχει οράματα” και άφησε ανοιχτό το ερώτημα της έκβασης των γαλλικών εκλογών του 2022 και κατά πόσο θα μπορέσουν να συνδιαμορφώσουν όλο αυτό το πλαίσιο, επισημαίνοντας πάντως ότι “αυτό που είναι σημαντικό για την Ευρώπη είναι να πετύχουμε την επανεκκίνηση της οικονομίας και μια ανοικοδόμηση της Ευρώπης” και θεωρώντας ότι το CDU θα ήταν πιο ικανό να το πετύχει αυτό.
Ως προς τις προοπτικές σχηματισμού κυβέρνησης, ο H. Bohnet υπενθύμισε ότι το CDU έλαβε “ελάχιστες ψήφους λιγότερες από τον Olaf Scholz” και εκτίμησε ότι “δεν είναι τελείως απίθανο να δημιουργηθεί μια κυβέρνηση συνασπισμού τύπου ‘Τζαμάικα’ (CDU-Πράσινοι-FDP)“. Εξέφρασε την πεποίθηση ότι η κλιματική αλλαγή παίζει ένα πάρα πολύ σημαντικό ρόλο, σημειώνοντας ότι το FDP και οι Πράσινοι “προσπαθούν να βρουν μια κοινή συνισταμένη” και “πρέπει να μιλήσουν με τα μεγάλα κόμματα“.
- Μιχάλης Γουδής, διευθυντής του γραφείου του ιδρύματος Heinrich-Böll στη Θεσσαλονίκη
Ο επικεφαλής του ιδρύματος που πρόσκειται στους Πράσινους, Μιχάλης Γουδής, ξεκίνησε την παρέμβασή του αναφερόμενος στην πρωτοβουλία που ανέλαβαν οι Πράσινοι για το σχηματισμό κυβέρνησης “φανάρι” (SPD-Πράσινοι-FDP), εκφράζοντας την ελπίδα “να ανάψει αυτός ο σηματοδότης” και σημειώνοντας ότι “δεν υπήρχε και βάση στα μέλη των Πρασίνων όλες τις τελευταίες μέρες, που ήταν ανοιχτό το ενδεχόμενο της ‘Τζαμάικα’ (CDU-Πράσινοι-FDP). Ακόμα και αν παρακολουθούσε κανείς απλά τα social media των Πρασίνων, θα έβλεπε ότι υπήρχε ένα πάρα πολύ έντονα αρνητικό ρεύμα για οποιαδήποτε συζήτηση κατά προτεραιότητα μιας επιλογής ‘Τζαμάικα’“. Ωστόσο. όπως υπενθύμισε, η επίσημη θέση των Πρασίνων είναι ότι μια τέτοια επιλογή δεν αποκλείεται σε καμία περίπτωση, αλλά ξεκινούν πρώτα να συζητούν για τον ‘σηματοδότη’.
Σε σχέση με το πώς διαβάζουν το αποτέλεσμα οι Πράσινοι και το ίδρυμα Heinrich-Böll, εξέφρασε την άποψη ότι αυτό “αποτελεί ξεκάθαρη έκφραση αιτήματος για αλλαγή στη Γερμανία“, διαφοροποιούμενος από όσα ακούστηκαν νωρίτερα στη συζήτηση για τη σταθερότητα, και επισήμανε ότι “πλέον στο γερμανικό πολιτικό σκηνικό μπορεί να δει κανείς ότι δεν κυριαρχεί ένα-δύο κόμματα, αλλά πάρα πολλά κόμματα που είναι ξεκάθαρα κάτω από το 30%“, κάτι που εδραιώνει μια πολυκομματική βουλή – γεγονός που δεν ήταν εντελώς αναμενόμενο, έως πολύ πρόσφατα, όπως είπε. Πρόκειται κατά τον ίδιο για “μια νέα δυναμική που διαμορφώθηκε για λόγους που ήδη έχουν αναφερθεί: αφ’ ενός η πολύ υψηλή συμμετοχή, αλλά και η μεταφορά των ψηφοφόρων και προς το SPD, αλλά και προς τους Πράσινους“. Βασικό, κατά τον Μ. Γουδή, στοιχείο είναι ότι “πλέον φεύγει από τη γερμανική πολιτική συζήτηση η λογική του ΤΙΝΑ – there is no alternative”, αλλά υπάρχουν πολλές εναλλακτικές αυτή τη στιγμή στη Γερμανία και τη βραδιά των εκλογών υπήρχαν πάρα πολλά σενάρια στο τραπέζι, έτσι, όπως εκφράστηκαν οι ψηφοφόροι”.
Από τη σκοπιά των Πρασίνων, ο Μ. Γουδής εκτίμησε ότι οι εκλογές του 2021 αποτέλεσαν ένα σημείο καμπής για το κόμμα των Πρασίνων, αφού στη συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση για πρώτη φορά είχαν τη δική τους πρόταση για την καγκελαρία. Όπως είπε, “το γεγονός ότι δεν τα κατάφερε η συγκεκριμένη πρόταση, μολονότι πέτυχε το υψηλότερο ιστορικά αποτέλεσμα των Πρασίνων, είναι κάτι το οποίο και εσωτερικά αξιολογείται και θα αξιολογηθεί από τους Πράσινους – πώς έφτασαν δηλαδή από τις πολύ υψηλές δημοσκοπικές επιδόσεις στο αποτέλεσμα της 26ης Σεπτεμβρίου“. Ωστόσο ο ίδιος εξέφρασε την άποψη ότι “πίσω από τα ποσοστά η μεγαλύτερη επιτυχία των Πράσινων είναι ότι συνέβαλαν καθοριστικά στο να τεθεί η ατζέντα των εκλογών. Παραδείγματος χάριν, όλα τα κόμματα της Γερμανίας συζητούν για την κλιματική κρίση περισσότερο από ποτέ και το θέτουν ως προτεραιότητά τους“.
Ως ακόμη ένα στοιχείο ενδεικτικό της απήχησης των Πρασίνων, πιο εσωτερικό του γερμανικού πολιτικού συστήματος, ο Μ. Γουδής ανέφερε το γεγονός ότι κατάφεραν να κερδίσουν 16 απευθείας εκλογές, τις λεγόμενες Direktmandate (άμεσες εντολές), ενώ στις προηγούμενες αναμετρήσεις οι Πράσινοι κέρδιζαν από μία έως ελάχιστες τέτοιες εντολές. Το στοιχείο αυτό δείχνει, κατά τον ίδιο, “πόσο ενισχύεται η απήχησή τους στη γερμανική κοινωνία και ειδικότερα στην ηλικιακή ομάδα κάτω των 30 ετών, όπου το ποσοστό δείχνει ότι μακροπρόθεσμα μάλλον οι Πράσινοι έχουν έρθει για να μείνουν“.
Στο ζήτημα των προοπτικών που ανοίγονται για τη γερμανική κοινωνία, ο Μ. Γουδής επισήμανε ότι “το σημείο αφετηρίας για τη Γερμανία είναι αρκετά πιο προβληματικό από ό,τι μας δίνεται η εντύπωση, ειδικά σε όσους είμαστε εκτός Γερμανίας“, υπενθυμίζοντας ότι, για παράδειγμα, η χώρα αυτή τη στιγμή έχει ένα ποσοστό περίπου 15,9% του πληθυσμού που είναι στο όριο της φτώχειας – κάτι που δεν αναμένει κανείς για μια χώρα όπως η Γερμανία. Επίσης, όπως ανέφερε, η χώρα αντιμετωπίζει μια σειρά από κοινωνικές προκλήσεις : η έλλειψη οικονομικά προσιτής κατοικίας, ειδικά στις μεγάλες και δημοφιλείς πόλεις, η πρόσβαση σε παιδικούς σταθμούς για όλες και όλους, πολύ έντονες κοινωνικές ανισότητες ανάμεσα στα αστικά κέντρα και την περιφέρεια και η αύξηση του κατώτατου μισθού – που ήταν ένα σημείο στα προγράμματα όλων των κομμάτων.
Ζητούμενο για τη Γερμανία από εδώ και πέρα, σύμφωνα με τον Μ. Γουδή, είναι “η δράση και η εφαρμογή διαφορετικών πολιτικών“, με λέξεις-κλειδιά την απολιγνιτοποίηση και το ποιο σχέδιο θα προταθεί για τον τομέα των μεταφορών, την αυτοκινητοβιομηχανία και γενικότερα το ενεργειακό μείγμα, αλλά και καθημερινές προκλήσεις, όπως η ψηφιακή μετάβαση, που αναδείχθηκε πολύ ξεκάθαρα μέσα στην πανδημία – αναφέροντας εδώ ως παράδειγμα τη σύγκριση Ελλάδας-Γερμανίας ως προς την οργάνωση των εμβολιασμών. Τέλος, σημαντικό ζήτημα σύμφωνα με τον ίδιο είναι για τις προοπτικές της γερμανικής κοινωνίας οι επενδύσεις και το πώς μπορούν αυτές να υλοποιηθούν. Για παράδειγμα, ο Μ. Γουδής εξέφρασε την εκτίμηση ότι ένα κομβικό ερώτημα που θα προκύψει στις συζητήσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης είναι το θέμα του φρένου του χρέους, πώς δηλαδή η Γερμανία θα το διαχειριστεί στην επόμενη περίοδο.
Ως προς την ευρωπαϊκή διάσταση αυτών των επιλογών, ο Μ. Γουδής σημείωσε ότι “μολονότι όλη η Ευρώπη κοιτούσε τη Γερμανία την προηγούμενη Κυριακή, στη Γερμανία ελάχιστα μιλούσαν για την Ευρώπη στις εκλογές και σε όλες τις δημόσιες συζητήσεις, παρά μόνο στο τέλος νομίζω ότι ήταν παρούσα. Κατά τα άλλα ήταν εκκωφαντικά απούσα και η συζήτηση για το ρόλο της Γερμανίας. Πολλά νομίζω ότι θα κριθούν εδώ από τη δυναμική της κυβέρνησης, ακόμη και εντός του ‘σηματοδότη’, ποια υπουργεία θα πάρουν ποια κόμματα και τι προτεραιότητες θέτουν αυτά και πώς μπορούμε να τις βάλουμε στο συμβόλαιο του συμβιβασμού που θα κάνουν“. Ως κομβικό θέμα ανέφερε εξάλλου τη θεσμική συνέχεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τον τρόπο λήψης των αποφάσεων – θυμίζοντας ότι πάγια θέση των Πρασίνων είναι η απομάκρυνση από αυτή τη στενή πρόσδεση στη διακυβερνητική λήψη αποφάσεων, μόνο στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο από τους αρχηγούς των κρατών και των κυβερνήσεων – ενώ ως άλλα ανοιχτά ερωτήματα έθεσε επίσης το τι θα γίνει σε σχέση με την εφαρμογή της πράσινης συμφωνίας, το μέλλον της δημοκρατίας και την ενίσχυση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου εντός της ΕΕ, αλλά και το ρόλο της στο παγκόσμιο σκηνικό, είτε έχει να κάνει αυτό με τις σχέσεις με την Κίνα, είτε έχει να κάνει με τις σχέσεις με τη Ρωσία. Στο πλαίσιο αυτό, σημείωσε ότι εκτός από τις γερμανικές εκλογές είναι επίσης κρίσιμο να έχουμε τη ματιά μας στις επερχόμενες γαλλικές εκλογές, καθώς όπως είπε “αυτές θα συνδιαμορφώσουν το ευρωπαϊκό σκηνικό και τη δυναμική εντός της ΕΕ”.
Κλείνοντας, αναφερόμενος στα θέματα που αφορούν ειδικότερα την Ελλάδα, ο Μ. Γουδής εστίασε σε τέσσερα ζητήματα : Το πρώτο είναι η εξωτερική πολιτική και στάση που θα κρατήσει η επόμενη γερμανική κυβέρνηση στα ελληνοτουρκικά ή στα ευρωτουρκικά, το δεύτερο είναι τα δημοσιονομικά, το Σύμφωνο Σταθερότητας και το τι θα γίνει μετά την πανδημία, το τρίτο είναι το μεταναστευτικό και το προσφυγικό και ο τρόπος διαχείρισής τους σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η κατανομή των πληθυσμών εντός ευρωπαϊκού εδάφους και οι σχέσεις της Ευρώπης με τα εδάφη προέλευσης των προσφυγικών ροών και, το τελευταίο, που δεν έχει συζητηθεί επαρκώς στην Ελλάδα, είναι η ευρωπαϊκή πολιτική ως προς το κλίμα διεθνώς. Στην κατακλείδα του, μάλιστα, ο Μ. Γουδής ανέφερε ότι “όποια κι αν είναι η επόμενη γερμανική κυβέρνηση, οι προσδοκίες της Ελλάδας θα πρέπει να είναι συγκρατημένες και μετρημένες, διότι όποια δυναμική και αν προκύψει τελικά ως προς τις λεπτομέρειες, δεν μπορεί κανείς βάσιμα να ελπίζει πως θα έχουμε μια ριζικά διαφορετική γερμανική πολιτική“.
- δρ. Αθανάσιος Γραμμένος, συντονιστής των δραστηριοτήτων του ιδρύματος Friedrich-Naumann στην Ελλάδα
Από την πλευρά των Φιλελεύθερων, ο δρ. Αθ. Γραμμένος, ξεκίνησε επισημαίνοντας το έλλειμμα γνώσης και κατανόησης των γερμανικών πραγμάτων στην Ελλάδα, αφού όπως σημείωσε ακόμα και τα ελληνικά πανεπιστήμια υστερούν σε αυτόν τον τομέα, αφού δεν υπάρχουν μαθήματα για την την ιστορία και την πολιτική της Γερμανίας, παρ’ ότι είναι η πιο μεγάλη δύναμη αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη. Με την έννοια δε αυτή σημείωσε ότι η εκδήλωση του ΙΝΠ θα βοηθήσει το ελληνικό κοινό να κατανοήσει καλύτερα τον γερμανικό παράγοντα στην Ευρώπη, αλλά και την εσωτερική γερμανική πολιτική. Τόνισε δε μάλιστα ιδιαίτερα, κάνοντας μια αναλογία με την κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα το 2015, ότι αυτή τη στιγμή στη γερμανική πολιτική οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι παρουσιάζουν μια σημαντική άνοδο ανατρέποντας κατά κάποιον τρόπο το πολιτικό σκηνικό, υπογραμμίζοντας την αξία του πλουραλισμού στον διάλογο.
Αφού ανέφερε ότι συμφωνεί με πολλά από τα ζητήματα που ήδη τέθηκαν στη συζήτηση, ο Αθ. Γραμμένος κατέθεσε ως πρώτη παρατήρηση το γεγονός ότι στη Γερμανία οι δημοσκοπήσεις έπεσαν μέσα – “κάτι που στην Ελλάδα πλέον το έχουμε ξεχάσει”, όπως είπε χαρακτηριστικά – και έτσι γνωρίζαμε λίγο-πολύ από πριν πώς θα έρθουν τα αποτελέσματα.
Η δεύτερη παρατήρηση του Αθ. Γραμμένου αφορούσε την ψήφο της νέας γενιάς, σημειώνοντας ότι “στην ουσία είναι η ψήφος η οποία καθόρισε ή σχημάτισε κατά το μεγαλύτερο μέρος το αποτέλεσμα. Είναι μια ψήφος η οποία ανατρέπει τα πρότερα σχήματα – παρωχημένα, ενδεχομένως, κατά κάποιους – και διαμορφώνει μια νέα πολιτική που ίσως έχει και το φαινόμενο του ντόμινο και στις εκλογές που θα ακολουθήσουν στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη“.
Η τρίτη του παρατήρηση ήταν ότι πρόκειται γενικά για ένα αποτέλεσμα που “γενικά βλέπει στο μέλλον“, αφού κατά τον Αθ. Γραμμένο, τα κόμματα τα οποία βγαίνουν πιο ενδυναμωμένα, πιο επωφελημένα από το αποτέλεσμα είναι οι Πράσινοι και το FDP, που “έχουν ατζέντα η οποία κοιτάζει κατευθείαν στο μέλλον“, σε αντίθεση με τα δύο μεγάλα κόμματα που, κατά την εκτίμησή του, “διαχειρίζονται το παρόν : είναι τα παλιά κόμματα, τα μεγάλα κόμματα, έχουνε τη δύναμη στα χέρια τους, κοιτάζουνε δηλαδή τη διαχείριση του παρόντος“.
Συναφώς, η τέταρτη παρατήρηση του Αθ. Γραμμένου αφορούσε την αβεβαιότητα, όπως σημείωσε, του μέλλοντος. Ειδικότερα, υπενθύμισε ότι από τις μετρήσεις της ψήφου προκύπτει ότι οι κάτω των 25 ετών έχουν ψηφίσει το 23% Πράσινους και το 21% FDP, ενώ όσοι ψήφισαν για πρώτη φόρα έδωσαν 23% στο FDP και 22% στους Πράσινους. Και με την έννοια αυτή, προέβλεψε ότι “αν η συμμαχία η οποία φαίνεται ότι θα προκύψει, δηλαδή με τα δύο κόμματα, Πράσινους και “κίτρινους”, στην κυβέρνηση, συν ένα ακόμα, πάει καλά, μπορούμε να υποθέσουμε ότι στις επόμενες εκλογές αυτά τα δύο κόμματα ενδεχομένως μεγαλώσουν κι άλλο“, με άλλα λόγια άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να ζούμε μια ριζική μεταβολή στο γερμανικό πολιτικό σύστημα.
Μάλιστα, ο Αθ. Γραμμένος σημείωσε ότι και το περιβάλλον, για το οποίο μιλάει εξ αντικειμένου το κόμμα των Πρασίνων, όσο και η ψηφιοποίηση και η απελευθέρωση της αγοράς με τις επενδύσεις, για τα οποία μιλάει η ατζέντα του FDP, αποτελούν κατά τη γνώμη του δύο ζητήματα που έχει ανάγκη να λύσει η Γερμανία και η υπόλοιπη Ευρώπη και που “αφορούν το μέλλον, αλλά πρέπει να λυθούν σήμερα, είναι απαιτήσεις των καιρών σήμερα“.
Στο ερώτημα τι σημαίνουν όλα αυτά για την Ευρώπη και με δεδομένα όσα ξέρουμε κυρίως σε σχέση με την εξέλιξη των διερευνητικών, που ξεκινούν με τους σοσιαλδημοκράτες, ο Αθ. Γραμμένος εξέφρασε την πεποίθηση ότι “οι πολιτικές προτεραιότητες αλλάζουν, η ατζέντα αλλάζει και κατ’ επέκταση η ίδια η Ευρώπη βρίσκεται ενώπιον μιας βαθμονόμησης των πολιτικών προτύπων με έμφαση στη σχέση οικονομίας και περιβάλλοντος“. Ενδεικτικά, αναφέρθηκε δε στο ενεργειακό ζήτημα, στα ζητήματα παγκόσμιου εμπορίου, που αφορούν και τις σχέσεις της Ευρώπης με την Κίνα και τις σχέσεις της Ευρώπης με τις Ηνωμένες Πολιτείες, σε ζητήματα περιφερειακής πολιτικής, στο προσφυγικό, τη Ρωσία, την Τουρκία, τη Συρία, τη Λιβύη, την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και τα Δυτικά Βαλκάνια – υπενθυμίζοντας μάλιστα ότι “για το ζήτημα της Βόρειας Μακεδονίας η ίδια η Ευρώπη έχει υποσχεθεί ότι αν το λύσει το ονοματολογικό θα ανοίξουν οι πόρτες και τελικά αυτό δεν έχει συμβεί μέχρι τώρα, επιτείνοντας και την αστάθεια στα Βαλκάνια“.
Ως τελική δε παρατήρηση, ο Αθ. Γραμμένος συμφώνησε με την εκτίμηση ότι η Ευρώπη δεν συζητήθηκε ιδιαίτερα στον προεκλογικό αγώνα, καθώς ήταν αρκετά έντονο το διακύβευμα αλλαγής των πόλων ισχύος και η συζήτηση έμεινε περισσότερο στα εσωτερικά. Ωστόσο, σημείωσε ότι – τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στο FDP – “υπάρχουν πάρα πολλά στελέχη τα οποία είναι επιφορτισμένα με τα σχετικά χαρτοφυλάκια και έχουν την εμπειρία και τη θέληση να γίνουν περισσότερα πράγματα, με γνώμονα πάντα το διεθνές δίκαιο και την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων“, κάτι που όπως υπογράμμισε “έχει πυκνό νόημα, αν το σκεφτούμε και για τα ελληνικά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή“, αφού “η εξωτερική πολιτική της Ελλάδος ευθυγραμμίζεται πάντα με το διεθνές δίκαιο” σύμφωνα με τον ίδιο.
Συνολικά δε, ο Αθ. Γραμμένος εκτίμησε ότι η πρόσφατη διαδικασία ήταν μια πολύ καλή εκλογή, αλλά και ένας πολύ καλός προεκλογικός αγώνας και για τους Πράσινους και για τους Φιλελεύθερους, ενώ “το σήμα της αλλαγής που προσπάθησε να φέρει επίσης είχε μια ιδιαίτερη ποιότητα“.
- Maria Oshana (Μαρία Οσάνα), διευθύντρια του γραφείου του ιδρύματος Rosa-Luxemburg στην Αθήνα
Τη σκοπιά της Αριστεράς παρουσίασε, κλείνοντας τον κύκλο των παρεμβάσεων των γερμανικών πολιτικών ιδρυμάτων, η M. Oshana, η οποία ξεκίνησε την παρέμβασή της σημειώνοντας ότι το ερώτημα του πώς εξηγείται το κακό αποτέλεσμα του Die Linke, που έθεσε ο συντονιστής της συζήτησης Κ. Αργυρός, είναι σύνθετο και μπορεί να επιδέχεται διαφορετικές απαντήσεις. Υπενθύμισε δε ότι η Αριστερά θα έχει μόνο τρεις εκπροσώπους στο γερμανικό κοινοβούλιο, οι οποίοι κατάφεραν να έχουν απευθείας έδρα, σύμφωνα με την ιδιαιτερότητα του γερμανικού εκλογικού συστήματος, τονίζοντας πάντως ότι για το κόμμα της και το ίδρυμα Rosa-Luxemburg “είναι σημαντικό για εμάς να υπάρχει μια αριστερή φωνή στην Βουλή“, παρ’ όλο που θα υπάρχουν λοιπόν αντί για 69, 39 μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας.
Ως προς τα αίτια αυτού του τόσο αρνητικού, όπως το χαρακτήρισε, αποτελέσματος για την Αριστερά, η M. Oshana εξέφρασε την άποψη ότι ήταν πολλοί οι παράγοντες. Σύμφωνα με την ίδια, ένας παράγοντας έχει να κάνει με τις δημογραφικές αλλαγές στις ανατολικές περιοχές, όπου οι βασικοί ψηφοφόροι της Die Linke έχουν φθάσει σε μεγάλη ηλικία πλέον, ενώ επίσης η Die Linke, όπως και οι Χριστιανοδημοκράτες, δεν έδειξαν συσπειρωμένοι στην προεκλογική εκστρατεία. Σημείωσε δε ότι, όπως ο Armin Laschet ήταν αμφιλεγόμενος και στο ίδιο του το κόμμα, “έτσι και στην Αριστερά υπήρχαν διαφορετικές προοπτικές και διαφορετικές φωνές σχετικά με τις πολιτικές θέσεις που θα προβληθούν“.
Σημαντικό ζήτημα αμφισημίας ήταν κατά την ίδια και το ερώτημα κατά πόσον η Die Linke θα ερχόταν σε μια κυβέρνηση συνασπισμού μαζί με τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους, για το οποίο, όπως υποστήριξε η M. Oshana, “δεν υπήρχε μία σαφής θέση“, γεγονός που δημιούργησε αβεβαιότητα στο εκλογικό σώμα και αποτυπώνεται στις μετακινήσεις των ψηφοφόρων, αφού 600.000 ψήφοι χάθηκαν από την Αριστερά προς το SPD.
Επίσης, ως προς τη σχέση της Αριστεράς με το SPD, η M. Oshana σημείωσε ότι το SPD είχε σαν κεντρικά κάποια κοινωνικά θέματα τα οποία ήταν παραδοσιακά κεντρικά θέματα της Αριστεράς, οπότε, όπως είπε χαρακτηριστικά, “πρόσφερε λίγη αλλαγή, αλλά όχι αρκετή” : κοινωνική ασφάλιση, συντάξεις και ταυτόχρονα σταθερότητα. Όπως σημείωσε, “ο υποψήφιος Olaf Scholz εκπροσωπούσε όλα αυτά τα ζητήματα, αλλά και με ένα μανδύα μερκελισμού. Προέβαλε μία κοινωνική πολιτική την οποία θα ασκούσε και νομίζω ότι αυτό είχε αποτέλεσμα στους ψηφοφόρους. Οι ψηφοφόροι είχαν αυτή τη σφοδρή επιθυμία για αλλαγή και αυτό είχε να κάνει και με την αβεβαιότητα τη μεγάλη λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού. Πολύς κόσμος απειλείται από την φτώχεια και είναι αυξανόμενα τα ποσοστά και βεβαίως ένα πρόγραμμα το οποίο στοχεύει τους ανθρώπους αυτούς είναι ελκυστικό“.
Σε σχέση με τους Πράσινους και τα ζητήματα της οικολογίας, η M. Oshana εκτίμησε ότι “μπορούμε να πούμε ότι κέρδισαν οι Πράσινοι, αλλά όμως ήταν χαμηλότερο το αποτέλεσμα από τις προσδοκίες και αυτό είχε να κάνει και με το γεγονός ότι θεωρείται ειδικότητά τους το θέμα του περιβάλλοντος, το οποίο όμως τελικά το υιοθέτησαν και τα άλλα κόμματα“.
Και για την Αριστερά, ωστόσο, η M. Oshana σημείωσε ότι “ήταν κάπου εγκλωβισμένη μεταξύ αυτών των κομμάτων, δεν είχε μια τόσο καλή παρουσία και δεν μπόρεσε να πείσει γιατί να ψηφίσει κανείς την Die Linke και όχι το SPD. Εάν έχω περισσότερες πιθανότητες ψηφίζοντας τους σοσιαλδημοκράτες να φτάσουμε στην αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου στα 12 €, τότε γιατί να μην ψηφίσω τους σοσιαλδημοκράτες;“. Με αυτά τα δεδομένα, η M. Oshana εξέφρασε την άποψη ότι “το πρόγραμμα των αριστερών δεν έπεισε“, ενώ είπε ότι η αριστερά έχει σταθερούς ψηφοφόρους, αν και όχι τόσο πολλούς, αλλά υπήρξε μετακίνηση πολλών προς το SPD και τους Πράσινους, επειδή αυτά τα κόμματα είχαν υιοθετήσει και μια ατζέντα πιο προοδευτική. Σημείωσε δε ότι πάνω από 40% των ψηφοφόρων εξέλεξαν τα κόμματα τα οποία τα τελευταία χρόνια συνιστούσαν την κυβέρνηση. Όπως είπε, “ο υποψήφιος Scholtz τους τελευταίους μήνες πέτυχε μια αύξηση των ποσοστών του, παρ’ όλο που εκπροσωπεί μια πολιτική την οποία δεν θέλουν να συνεχιστεί οι άνθρωποι – το ‘Agenda 2010’, για παράδειγμα, ο ισοσκελισμένος προϋπολογισμός“, εκφράζοντας την άποψη ότι αυτά που εκπροσωπεί ο Olaf Scholtz “δεν είναι μία αριστερή σοσιαλδημοκρατική ατζέντα“. Ωστόσο, “υπήρχε η ανάγκη και η επιθυμία να αποτινάξουν όλα όσα είχαν βιώσει οι άνθρωποι τα τελευταία χρόνια, αλλά ταυτόχρονα να υπάρχει και μια σταθερότητα“.
Ως προς τις προοπτικές, η M. Oshana εκτίμησε ότι θα υπάρξει ένας συνασπισμός μεταξύ SPD, Πρασίνων και FDP πριν τα Χριστούγεννα, χωρίς να χρειαστούν μακροχρόνιες συνομιλίες. Ταυτόχρονα, ως προς το τι θα πρέπει κανείς να περιμένει από την νέα κυβέρνηση, σημείωσε ότι όλα τα κόμματα θεωρούν σημαντικό το θέμα του κλίματος, όμως διαφοροποιούνται στους τρόπους με τους οποίους θα επιτευχθούν οι κλιματικοί στόχοι, στα χρονικά όρια κ.λπ., ενώ υπενθύμισε ότι οι Φιλελεύθεροι έχουν καταστήσει σαφές ότι η κλιματική πολιτική θα πρέπει να συνοδεύεται και από καινοτομία για τις επιχειρήσεις, γεγονός που σημαίνει, σύμφωνα με την ίδια, ότι “η επίτευξη των κλιματικών στόχων θα ρυθμιστεί και πάλι από την ιδιωτική οικονομία“. Γι’ αυτό και εξέφρασε την πεποίθηση ότι “με αυτό τον τρόπο δεν θα λυθούν τα προβλήματα” και αναρωτήθηκε “πόσο θα μπορέσει η ατζέντα των Πρασίνων να υιοθετηθεί μέσα από τις συνομιλίες, γιατί σίγουρα θα υπάρξει ένας συμβιβασμός και στην πολιτική“.
Για το θέμα της Ευρώπης, η M. Oshana συμμερίστηκε την άποψη του Μ. Γουδή ότι δεν μπορεί να έχουμε πολύ μεγάλες προσδοκίες για μεγάλες αλλαγές στην ευρωπαϊκή πολιτική, σημειώνοντας εξάλλου ότι η Γερμανία δεν αποφασίζει μόνη της και εκτιμώντας ότι “έχουμε μια διολίσθηση προς τα δεξιά και στην Ευρώπη, οπότε και μια σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση δεν μπορεί να αλλάξει τόσο πολλά πράγματα“. Παρ’ όλα αυτά ανέφερε ότι ίσως αυτός ο κυβερνητικός συνασπισμός θα μπορέσει να περάσει κάποια ζητήματα, για παράδειγμα στο προσφυγικό, αλλά εξέφρασε αμφιβολίες κατά πόσο αυτό θα οδηγήσει σε θεμελιώδεις αλλαγές, ενώ σημείωσε ότι και πάλι αυτό θα εξαρτηθεί από το πόση στήριξη θα έχουν από την κοινωνία των πολιτών το SPD και οι Πράσινοι και πόσο η πολιτική που θα προβάλλουν θα είναι σύμφωνη με τις θεμελιώδεις τους αξίες.
Κλείνοντας, η M. Oshana υπογράμμισε ότι “με το τέλος της εποχής Merkel, έχουμε μια ανατροπή στο κομματικό σύστημα“, αφού κανένα κόμμα δεν μπορεί να πετύχει εύκολα το 30%, εκτιμώντας ότι στο εξής “αναμένουμε κάθε κυβέρνηση να αποτελείται από τρία κόμματα“, υπενθυμίζοντας ωστόσο επίσης ότι “σημαντική δεν είναι μόνο η εκπροσώπηση στο κοινοβούλιο των κομμάτων, αλλά και των κοινωνικών κινημάτων“, αφού σύμφωνα με την ίδια “τα κοινωνικά κινήματα σήμερα στη Γερμανία είναι κινητήριος μοχλός για την προβολή σημαντικών θεμάτων, όπως τα ενοίκια και οι πρόσφυγες“, επομένως “χωρίς ισχυρές δυνάμεις της κοινωνίας των πολιτών ούτε το SPD δεν θα είχε ασχοληθεί με τόση ζέση με αυτά τα θέματα, ούτε και οι Πράσινοι θα είχαν καταπιαστεί με το προσφυγικό τόσο εντατικά“. Με αυτή την έννοια χαρακτήρισε πολύ σημαντικό για την Αριστερά το να βρει τη θέση της και να ανακαθορίσει τον ρόλο της στο κομματικό σύστημα, αλλά και να παραμείνει σε συνεργασία με τα κοινωνικά κινήματα.
- Anne Mehrer (Άννε Μέρερ), πολιτική επιστήμονας, παρατηρητήριο κατά του δεξιού εξτρεμισμού “Miteinander” (Σαξονία-Άνχαλτ)
Μεταφέροντας στη συζήτηση την οπτική και την εμπειρία των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, ιδίως από την επιστημονική και κοινωνική εργασία της πάνω στο ζήτημα της ακροδεξιάς και του δεξιού εξτρεμισμού, η Anne Mehrer επικεντρώθηκε στην “Εναλλακτική για τη Γερμανία” (AfD) και ιδίως στην πλευρά της Ανατολικής Γερμανίας, καταθέτοντας στοιχεία αλλά και την εμπειρία της από την Σαξονία-Άνχαλτ, που βρίσκεται σε μια περιοχή που απέχει αρκετά από το Βερολίνο και από άλλες μητροπόλεις, αναφερόμενη επίσης και στην πολιτική κουλτούρα της Ανατολικής Γερμανίας εν γένει.
Όσον αφορά το AfD, η A. Mehrer σημείωσε ότι από την ίδρυσή του το 2013, παρατηρούμε ότι στο πρόγραμμά του, αλλά και όσον αφορά τα πρόσωπα που το αποτελούν, είχαμε μια διολίσθηση προς τα δεξιά και τη μετατροπή του από ένα ευρωσκεπτικιστικό κόμμα σε ένα εθνοφυλετικό κόμμα. Υπενθύμισε επίσης ότι εισήλθε σε πάρα πολλά τοπικά κοινοβούλιο και από το 2017 έχει καταφέρει να μπει και στην ομοσπονδιακή βουλή.
Στις φετινές εκλογές κατάφερε να κερδίσει 83 έδρες, σε σχέση με τις 94 έδρες που κατείχε το 2017, ενώ τόνισε ότι “η δύναμη του AfD δεν έχει να κάνει μόνο με τη δύναμη που έχει μέσα στη Βουλή, αλλά και τη δικτύωση που έχει με διάφορους δρώντες με διάφορα ιδρύματα φασιστικά, τη σύνδεσή του με νεο-δεξιά ΜΜΕ, τη δράση του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και την ενασχόλησή της με ιδεολόγους της θεωρίας της συνωμοσίας“. Όπως επίσης υπογράμμισε η A. Mehrer, στην εκλογική του καμπάνια το AfD δεν είδαμε π.χ. το προσφυγικό ζήτημα, που ήταν στο επίκεντρο στις προηγούμενες εκλογές, ενώ υπενθύμισε ότι “υπάρχει μια ματαίωση και κούραση, λόγω της πανδημίας της covid-19, αλλά και αυτό δεν ωφέλησε ιδιαιτέρως το AfD, που συνήθως προσπαθούσε απλώς να περιγράψει το πρόβλημα“.
Ως προς τις προοπτικές του AfD, η A. Mehrer σημείωσε ότι “μετά από τη μεγάλη τρομάρα που βιώσαμε το 2017, είδαμε ότι πολλοί σχολιαστές των αποτελεσμάτων αυτών των εκλογών είναι κάπως καθησυχασμένοι, διότι υπήρχε κάποια μείωση“, ωστόσο τόνισε ότι στην Ανατολική Γερμανία το AfD έχει κρατήσει αρκετά σταθερά τα ποσοστά του και επομένως κατά την ίδια δεν μπορούμε να επαναπαυτούμε, αφού στο σύνολο σίγουρα έχει αποδυναμωθεί το AfD, αλλά στην Ανατολική Γερμανία έχει πάρα πολλές άμεσες εντολές, άμεσες έδρες, γεγονός που καταδεικνύει μια “θεμελίωση σχεδόν αυτού του κόμματος“, που “είναι πλέον για πολλούς ανθρώπους το λαϊκό κόμμα και αποτελεί μέρος του πολιτικού φάσματος“.
Αναφερόμενη στο παράδειγμα της Σαξονίας, όπου από το 1990 υπήρχε ένα πάρα πολύ δυνατό CDU, η A. Mehrer ανέφερε ότι αυτό έχει χάσει πάρα πολλές ψήφους προς το AfD, ενώ όπως είπε “υπάρχει κόσμος στη Σαξονία, οι οποίοι πιστεύουν ότι οι ψηφοφόροι επιλέξανε το πρωτότυπο κόμμα, διότι θεωρούν ότι το CDU της Merkel και του Laschet δεν είναι αρκετά συντηρητικό και αρκετά δεξιό“. Άρα, σύμφωνα με την ίδια, “η περιγραφή της Ανατολικής Γερμανίας, ως τα κρατίδια του AfD δεν ισχύει ακριβώς, αφού υπάρχει μια μεγάλη διαφοροποίηση μεταξύ του Βορρά και του Νότου“, αν και σίγουρα είναι πιο ενισχυμένο το AfD στην Ανατολική Γερμανία. Διατύπωσε μάλιστα την υπόθεση ότι το AfD πλέον λειτουργεί ως νέο κόμμα ταυτοποίησης στα ανατολικά κρατίδια και αντικαθιστά την Αριστερά. Αντίθετα, η A. Mehrer σημείωσε ότι το AfD δεν κατάφερε να κερδίσει ψήφους από τον χώρο των αμφισβητιών, όπου χάσανε ψήφους προς το κόμμα dieBasis κατά περίπου 1%.
Συνολικά, η ομιλήτρια διατύπωσε την εκτίμηση ότι στην περίπτωση του AfD υπήρξε μια πολύ σοβαρή διολίσθηση προς τα δεξιά, μια πιο εθνοφυλετική διάσταση σε όλες τις κομματικές οργανώσεις, εξελίξεις που αφορούν και τη Δυτική Γερμανία. Τόνισε μάλιστα ότι υπάρχει διαφορά Ανατολής και Δύσης και εκτίμησε ότι θα υπάρξει περαιτέρω εμβάθυνση αυτής της διαφοράς, ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να θεωρήσουμε την ψήφο προς το AfD μια ψήφο διαμαρτυρίας, ότι οι πολίτες απλώς θέλουν να δώσουν ένα μάθημα στα υπόλοιπα κόμματα. Όπως είπε, “ο κόσμος στις περιοχές της Ανατολικής Γερμανίας, έχουν κουραστεί από όλες τις αλλαγές στις οποίες έπρεπε να βιώσουμε τα τελευταία 30 χρόνια και βλέπουμε ότι οι προτάσεις της πολιτικής των εδραιωμένων κομμάτων, όπως παραδείγματος χάρη η διαχείριση της κλιματικής αλλαγής κ.λπ., συναντούν μεγάλες αντιστάσεις στον κόσμο στις περιοχές της Ανατολικής Γερμανίας“.
Επίσης, επικαλούμενη μελέτη του ιδρύματος Friedrich-Ebert, αλλά και μελέτη για τον αυταρχισμό στη Λειψία, η A. Mehrer ανέφερε ότι υπάρχει μια υποστήριξη εκ μέρους των ψηφοφόρων για εθνοφυλετικά ζητήματα, ρατσιστικά ζητήματα και αυτό διαφαίνεται και από τα εκλογικά αποτελέσματα του AfD. Οι ψηφοφόροι του, όπως είπε, είναι συνήθως άνδρες, απλοί εργάτες και υπάλληλοι, όχι ακαδημαϊκοί και υπάρχει μια τεράστια διαφορά μεταξύ των αστικών κέντρων και των αγροτικών περιοχών και των περιοχών εκτός αστικών κέντρων εν γένει.
Σύμφωνα λοιπόν με την A. Mehrer, “παρ’ όλο που οι προοδευτικές δυνάμεις έχουνε κερδίσει περισσότερες έδρες, υπάρχει αρκετή πίεση για περαιτέρω διολίσθηση προς τα δεξιά σε θέματα που έχουν να κάνουν με το φύλο, με το προσφυγικό κ.λπ“. Yπάρχει επίσης, όπως είπε, αντισημιτισμός, υπάρχει κοινωνικός δαρβινισμός και “ο κόσμος βιώνει αυτή την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί“, αφού “υπάρχει ένα κλίμα εκφοβισμού, υπάρχει εκφοβισμός ατόμων και ακτιβιστών που ασχολούνται με ζητήματα που έχουν να κάνουν με το κλίμα και το περιβάλλον, υπάρχει ένας δομικός ρατσισμός στους κόλπους της αστυνομίας, της δικαιοσύνης και των ενόπλων δυνάμεων“.
Στο πλαίσιο αυτό, κατά την A. Mehrer, η αδυναμία των αριστερών αποτελεί σίγουρα πρόβλημα, γιατί “το θέμα της διανομής, της δικαιοσύνης εξαρτάται πλέον από το SPD και από τους Πράσινους“. Πρόβλημα επίσης αποτελεί κατά την ίδια η κανονικοποίηση του AfD, το οποίο πλέον βρίσκεται σε όλα τα τοπικά κοινοβούλια για δεύτερη θητεία, ενώ το κόμμα σύντομα θα έχει το δικό του πολιτικό ίδρυμα, γίνεται συνεπώς σύμφωνα με την ίδια “όλο και πιο δύσκολο να τους βάλει κανείς την ετικέτα της ακροδεξιάς και να τους περιθωριοποιήσει“, ιδίως όσον αφορά το επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Όπως επισήμανε, το AfD και τα νεοδεξιά δίκτυα θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τους πόρους που έχουν στα κοινοβούλια και σε περιφερειακό και σε ομοσπονδιακό επίπεδο και στην τοπική αυτοδιοίκηση, για να συνεχίσουν ακριβώς αυτή τη φασιστική πολιτική, της δυσφήμισης, του εκφοβισμού κ.ο.κ.
Σύμφωνα με την A. Mehrer τα στοιχεία δυσαρέσκειας του κόσμου είναι πολύ έντονα, κάτι το οποίο υπογραμμίζει το AfD, έχοντας μια πολύ σταθερή παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενώ το κόμμα έχει αναπτύξει ειδικές στρατηγικές για να μπορέσει να δώσει λύσεις των προβλημάτων και “σίγουρα το πρότυπο είναι οι σκληροπυρηνικοί πολιτικοί όπως τους γνωρίζουμε στην Πολωνία και στην Ουγγαρία“.
- Χρήστος Χατζηιωσήφ, ομότιμος καθηγητής Ιστορίας Νεότερων Χρόνων στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
Τέλος, κλείνοντας τον κύκλο των ομιλιών και εισφέροντας τις παρατηρήσεις του υπό μία ευρύτερη οπτική τόσο για τη Γερμανία όσο και για την Ευρώπη, ο Χ. Χατζηιωσήφ ξεκίνησε με τη διαπίστωση ότι από τη συζήτηση που είχε προηγηθεί αναδείχθηκε μια αντίφαση, η “διάσταση ανάμεσα στο ενδιαφέρον που έχουν οι πολίτες στην Ευρώπη και σε άλλα μέρη του κόσμου για το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών και την απουσία, την πρακτική απουσία της εξωτερικής πολιτικής και της ευρωπαϊκής πολιτικής από τον προεκλογικό αγώνα και μέχρι σήμερα στις συζητήσεις που γίνονται για το σχηματισμό μιας συμμαχίας και μιας νέας κυβέρνησης“. Κατά τον ίδιο, πρόκειται για ένα φαινόμενο ανάλογο με αυτό που συμβαίνει στις εκλογές των ΗΠΑ, τις οποίες παρακολουθεί όλος ο κόσμος, ενώ η εξωτερική πολιτική είναι από τα πιο χαμηλής προτεραιότητας θέματα στην εσωτερική συζήτηση των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ εξέφρασε την εκτίμηση ότι αυτό αποτελεί “ένα δείγμα της ισχύος της Γερμανίας, δηλαδή ότι μπορεί να είναι ένα αντικείμενο συζήτησης, φόβου, φθόνου, επιθυμίας και ταυτόχρονα να αδιαφορεί για αυτά τα συναισθήματα, τα οποία προκαλεί“.
Από τη σκοπιά του εξωτερικού παρατηρητή, ο Χ. Χατζηιωσήφ σημείωσε ότι “το πρώτο ερώτημα είναι αν θα υπάρξει δημοκρατική σταθερότητα στη Γερμανία, κάτι που είναι σημαντικό όχι μόνο για την ίδια τη χώρα, αλλά και για όλη την Ευρώπη, το δεύτερο είναι εάν θα αμβλυνθούν ή δεν θα επιδεινωθούν οι εσωτερικές διαφορές στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το τελευταίο είναι αν η σημερινή Γερμανία θα μπορέσει να συμβάλει θετικά στην παγκόσμια ειρήνη“.
Όπως ανέφερε, ωστόσο, “η δημοκρατική σταθερότητα δεν είναι δεδομένη, γιατί η Γερμανία ήθελε να βρίσκεται μπροστά σε μια προσαρμογή του παραγωγικού της μοντέλου στις νέες συνθήκες, δηλαδή σε αυτό που λέγεται κλιματική αλλαγή, στις αλλαγές του διεθνή καταμερισμού της εργασίας, με την εμφάνιση νέων δυναμικών παικτών, και το ζήτημα είναι εάν αυτή η προσαρμογή θα γίνει χωρίς να διευρυνθούν οι ανισότητες που ήδη αναφέρθηκαν“. Κατά την εκτίμησή του, αυτό δεν είναι πολύ εύκολο, γιατί υπάρχουν τεράστια τεχνικά προβλήματα για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου που ζητάει, υπάρχει ένα μεγάλο κόστος και το θέμα είναι, όπως είπε, “ποιος θα επωμισθεί και πώς αυτό το κόστος“.
Σε σχέση με το εκλογικό αποτέλεσμα, ο Χ. Χατζηιωσήφ σημείωσε ότι υπάρχουν θετικά στοιχεία, όπως είναι η κουλτούρα πολιτικών συμμαχιών και συναίνεσης, η υψηλή συμμετοχή στις εκλογές του 76,6%,, που νομιμοποιεί τις πολιτικές δυνάμεις που προέκυψαν, αλλά υπάρχουν και αρνητικά. Ο ίδιος δήλωσε εντυπωσιασμένος από την πίεση για την αλλαγή, η οποία, όπως είπε, “καταλήγει, στοχεύει σε μέτρα τα οποία θα οδηγήσουν σε μείωση της προστασίας προς τα πιο αδύναμα μέλη της κοινωνίας“, που κατά τον ίδιο θυμίζει ανάλογες εκστρατείες πριν από τις εκλογές του 1998, οι οποίες κατέληξαν στην “Agenda 2010″ και στο Hartz IV. Σήμερα, όπως σημείωσε, “έχουμε πρόσθετες δυσκολίες. Η καμπάνια αυτή ξεκινάει από think-tank, από οικονομικά συμφέροντα, αλλά βρίσκει μια απήχηση. Ενισχύεται ο ήχος της, η φωνή της από τα περισσότερα ΜΜΕ“. Οι κατηγορίες, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι ότι ο γερμανικός πληθυσμός είναι διστακτικός, δεν θέλει την αλλαγή, δεν θέλει την τεχνική πρόοδο κ.ο.κ.
Επίσης, ο Χ. Χατζηιωσήφ εντόπισε ως πρόσθετη δυσκολία στη δημοκρατική σταθερότητα σήμερα την ενίσχυση του ατομοκεντρισμού (Individualismus), που πολιτικά εκφράζεται με τον κατακερματισμό του πολιτικού σκηνικού, κάτι που όπως είπε δεν είναι ίδιο μόνο της Γερμανίας, αλλά το βρίσκουμε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, υπενθυμίζοντας ότι για τη Γαλλία έχει χρησιμοποιηθεί ο επιτυχής όρος “αρχιπελαγοποίηση”, με την έννοια ότι η γαλλική κοινωνία έχει διασπαστεί σε πολλές νησίδες. Σε σχέση με την εκλογική συμπεριφορά των νέων, ο Χ. Χατζηιωσήφ τόνισε ότι “θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας και αυτές τις βαθιές κοινωνικές αλλαγές στη γερμανική κοινωνία“.
Ως τελευταίο παράγοντα, που δυσκολεύει όπως είπε όλες τις εξισώσεις, ο Χ. Χατζηιωσήφ ανέφερε την “Εναλλακτική για τη Γερμανία” (AfD), τη σταθερή της παρουσία και την κυριαρχική της παρουσία σε ορισμένες περιοχές της Ανατολικής Γερμανίας.
Εστιάζοντας στα εκλογικά προγράμματα των κομμάτων, ο Χ. Χατζηιωσήφ αναγνώρισε ότι αυτά είναι μόνο μία συνιστώσα που διαμορφώνει την εικόνα των κομμάτων με βάση την οποία ψηφίζουν οι πολίτες, ωστόσο τόνισε ότι δεν είναι άσκοπο να τα εξετάσει κανείς. Ειδικότερα, ως προς το πρόγραμμα του CDU και του FDP, ανέφερε ότι “αν εφαρμοζόταν, θα αύξαναν την ένταση τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Αναφέρω ορισμένα στοιχεία. Στο πρόγραμμα της Χριστιανοδημοκρατίας δίνεται μεγάλη έμφαση στην εξωτερική πολιτική. Είναι απίθανο το πώς δεν αισθάνθηκαν το κλίμα, δηλαδή τα πρώτα κεφάλαια και τα πιο εκτεταμένα κεφάλαια στο πρόγραμμα, αν το συμβουλεύτηκαν οι πολίτες, αφορούν την εξωτερική πολιτική. Στην εσωτερική πολιτική αναφέρονται στο status quo, στη διατήρηση του status quo“. Επίσης, σε ένα θέμα που ενδιαφέρει την Ελλάδα και όλη την Ευρώπη, ο Χ. Χατζηιωσήφ υπενθύμισε ότι κατά την CDU το Σύμφωνο Σταθερότητας πρέπει να επανέλθει, σημειώνοντας μάλιστα ότι το ίδιο υπάρχει και στο πρόγραμμα της FDP, το οποίο ζητάει επίσης και κυρώσεις για αυτούς που αποκλίνουν από τους στόχους του Μάαστριχτ. Επίσης, ο ίδιος υπογράμμισε την κατάφαση στο στόχο του 2% για τις εξοπλιστικές και τις στρατιωτικές δαπάνες και την ελπίδα και των δύο κομμάτων για ένα νέο ευρωατλαντικό ξεκίνημα και την πίστη τους στο ΝΑΤΟ.
Σε ό,τι αφορά στο πρόγραμμα των Πράσινων, ο Χ. Χατζηιωσήφ σημείωσε ότι φυσικά το κλίμα είναι η πρώτη προτεραιότητα, υπάρχει όμως, όπως είπε, “και μια διάσταση κοινωνικής πολιτικής, ενδιαφέρον για την εξομάλυνση των αντιθέσεων, χωρίς να εξειδικεύεται“, ενώ επίσης υπάρχει “πρακτική απουσία της εξωτερικής πολιτικής, απλώς αναφορές ότι είναι εναντίον της αύξησης τους των στρατιωτικών δαπανών στο 2% του ΑΕΠ και επίσης ότι δεν θέλουν να μεταφερθούν πόροι στο εσωτερικό του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού από πολιτικές δαπάνες σε στρατιωτικές δαπάνες“.
Κατά τον Χ. Χατζηιωσήφ, “το πρόγραμμα του SPD είναι αυτό που κάνει τον πειστικότερο συσχετισμό ανάμεσα στην εσωτερική και στην ευρωπαϊκή πολιτική, Όχι γενικότερα στην εξωτερική πολιτική, στην ευρωπαϊκή πολιτική. Δηλαδή οι συλλογικές συμβάσεις, η σημασία που αποδίδεται συλλογικές συμβάσεις, στη Mitbestimmung (συμμετοχή των εργαζομένων σε αποφάσεις για τη διοίκηση της επιχείρησης), στη διατήρηση ενός ικανοποιητικού επιπέδου συντάξεων, στον κατώτατο μισθό, στην αύξηση της φορολογίας – αν και είναι μάλλον συμβολική για τα οικογενειακά εισοδήματα από 500.000 € και πάνω – δίνουν ένα σήμα“. Και, ταυτόχρονα, όπως είπε, “είναι ενδιαφέρουσα η σταθερότητα με την οποία αναφέρονται οι Σοσιαλδημοκράτες στην χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας σε ευρωπαϊκό επίπεδο και κατ’ επανάληψη, όχι μόνο στο πρόγραμμα, αλλά και στη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα“, ενώ υπενθύμισε ότι “και πολύ νωρίτερα ο Olaf Scholtz είχε αναφέρει το Σύμφωνο Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης ως μοντέλο για την οικονομική, για την ευρωπαϊκή δημοσιονομική πολιτική στο μέλλον“, κάτι που μπορεί να βρει φίλους στον ευρωπαϊκό Νότο και ενδεχομένως να προκαλέσει αντιδράσεις σε χώρες οι οποίες μέχρι τώρα συνασπίζονταν με τη Γερμανία.
Κλείνοντας, ως προς τις περαιτέρω προοπτικές, ο Χ. Χατζηιωσήφ κατέθεσε την εκτίμηση ότι – παρά την έναρξη των διερευνητικών επαφών ανάμεσα στα τρία κόμματα – “το μέλλον και η οριστική μορφή της κυβέρνησης και των κυβερνητικών πολιτικών είναι ανοικτά“.
Μετά τις τοποθετήσεις ακολούθησε συζήτηση. Μπορείτε να παρακολουθήσετε ολόκληρη την εκδήλωση (στα ελληνικά) εδώ :