Αναδημοσίευση από Ιndependent Νews

*Μαρία Καραμεσίνη,  Καθηγήτρια Οικονομικών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, μέλος του ΔΣ του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, πρώην διοικήτρια ΟΑΕΔ.

 

Με τη Λαγκάρντ να ανακοινώνει στις κυβερνήσεις των χωρών της ευρωζώνης τις εκτιμήσεις της ΕΚΤ για 5-10% ύφεση της ευρωπαϊκής οικονομίας φέτος, με τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας να προβλέπει απώλεια έως 25 εκατομμύρια θέσεων εργασίας στον κόσμο, με το 60% στις πλούσιες χώρες, και τις προβλέψεις των περισσότερων διεθνών οργανισμών και θεσμικών φορέων να δείχνουν παγκόσμια ύφεση πολύ μεγαλύτερη αυτής του 2008-9, όλοι καταλήξαμε να παρακολουθούμε καθημερινά με κομμένη την ανάσα τα «πολεμικά ανακοινωθέντα» όχι μόνο από το μέτωπο της πανδημίας αλλά και από αυτό της οικονομίας. Παρακολουθούμε τη συνεχόμενη πτώση των χρηματιστηρίων, τη βουτιά στην τιμή του πετρελαίου, τη διεθνή κατάρρευση του τουρισμού, της ναυτιλίας και των αερομεταφορών, την άνοδο του κόστους δανεισμού του αμερικανικού δημοσίου στις διεθνείς χρηματαγορές και κυρίως τα έκτακτα πακέτα μέτρων των κυβερνήσεων ανά τον κόσμο, με τελευταία αυτών των ΗΠΑ και της Βρετανίας, και των οργάνων της Ε.Ε.

Γιατί αυτή η κρίση δεν είναι μία «βολική» για το καπιταλιστικό σύστημα κρίση, που απλώς επιτρέπει στις κυρίαρχες τάξεις και πολιτικές ελίτ να εφαρμόσουν το «δόγμα του σοκ», ώστε να επιβάλουν στους λαούς μέτρα που οι συσχετισμοί δεν τους επέτρεπαν να εφαρμόσουν προηγουμένως. Αντίθετα, είναι μια κρίση εξαιρετικά επικίνδυνη για «το σύστημα», εννοώντας με αυτόν τον όρο το νεοφιλελεύθερο χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό της εποχής μας, δηλαδή το σύμπλεγμα των κυρίαρχων τάξεων και μερίδων του κεφαλαίου με τις πολιτικές δυνάμεις και ελίτ, που προάγουν τα συμφέροντά τους σε εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο.

Αυτό το παγκόσμιο σύστημα, που ταυτόχρονα διαπερνάται από έντονους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς, βρίσκεται σήμερα σε κατάσταση αμηχανίας και φόβου, ότι η παρούσα κρίση, που προς το παρόν εμφανίζεται ως μια δυσεπίλυτη εξίσωση με δύο αγνώστους: την υγειονομική κρίση και την κρίση της πραγματικής οικονομίας, μπορεί «να ξεφύγει» αν δεν υπάρξει έγκαιρη επέμβαση, δηλαδή να εξελιχθεί σε συστημική και να επιφέρει ανεξέλεγκτες οικονομικές και κοινωνικές καταστροφές, ανοίγοντας τους ασκούς του Αιόλου για τη διάλυση διεθνών θεσμών και οργανισμών – με πρώτους την ευρωζώνη και την Ε.Ε. – και στρώνοντας το έδαφος για γενικευμένες εθνικές και περιφερειακές συγκρούσεις και πολέμους.

Αυτή η κρίση έχει όλες τις προϋποθέσεις να εξελιχθεί – τουλάχιστον στις αναπτυγμένες οικονομίες του πλανήτη – σε συστημική κρίση βαθύτερη από αυτήν του 2007-8, γιατί ο ιδιωτικός τομέας διαθέτει πολύ λιγότερα αποθέματα από ότι τότε για να απορροφήσει το οικονομικό κόστος της πανδημίας, ιδίως εάν η τελευταία διαρκέσει. Οι επιχειρήσεις είναι ακόμα υπερχρεωμένες – το εταιρικό χρέος στον κόσμο είναι διπλάσιο από ότι το 2008 – και δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν ταυτόχρονα στις απώλειες εσόδων από τον περιορισμό ή το σταμάτημα της παραγωγής και στο κόστος εσωτερίκευσης της ανεργίας, ενώ οι τράπεζες της Ευρώπης – σε αντίθεση με αυτές των ΗΠΑ – δεν ανέκαμψαν ποτέ από το διπλό σοκ του 2008 και της κρίσης της ευρωζώνης. Παραμένοντας φορτωμένες με επισφαλείς απαιτήσεις και τοξικά προϊόντα, όχι μόνο είναι απρόθυμες να καλύψουν τις ανάγκες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων υπό τις παρούσες συνθήκες αβεβαιότητας, αλλά αντιμετωπίζουν κίνδυνο χρεωκοπίας σε περίπτωση που μεγάλος αριθμός των επιχειρήσεων στις οποίες έχουν δανείσει πτωχεύσει.

Από την άλλη πλευρά, τα νοικοκυριά παραμένουν κι αυτά υπερχρεωμένα. Έτσι μια έκρηξη της ανεργίας και μείωσης των εισοδημάτων λόγω περιορισμού του χρόνου εργασίας όχι μόνο θα οδηγήσει σε αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων τους και επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης των τραπεζών, αλλά και σε απότομη πτώση της ζήτησης για τις επιχειρήσεις μετά τη λήξη της υγειονομικής κρίσης.

Έτσι, αντιμέτωπο με την πανδημία, το κράτος καλείται να παίξει το ρόλο του διπλού διασώστη, της υγείας του πληθυσμού και της οικονομίας, αυξάνοντας τις δημόσιες δαπάνες για να ενισχύσει το δημόσιο σύστημα υγείας, να στηρίξει το εισόδημα των εργαζομένων και να κρατήσει εν ζωή τις επιχειρήσεις ώστε, μετά το τέλος της πανδημίας, η οικονομία να επανέλθει στο σημείο που βρισκόταν στο ξεκίνημά της.

Ως γνωστόν, οι ΗΠΑ και Βρετανία, τα προπύργια του νεοφιλελευθερισμού, με δημόσιο χρέος στο 136% και 113% του ΑΕΠ αντίστοιχα, ταλαντεύτηκαν για πολύ στο να λάβουν μέτρα διακοπής της οικονομικής δραστηριότητας για να περιορίσουν τη διάδοση του ιού, δίνοντας προτεραιότητα στη συνέχιση της λειτουργίας της οικονομίας και προσπαθώντας να αποφύγουν την αύξηση του δημόσιου χρέους. Τελικά προσχώρησαν κι αυτές στα πακέτα δημοσιονομικών μέτρων που είχαν ανακοινώσει προηγουμένως οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Η Βρετανική κυβέρνηση μάλιστα ανακοίνωσε, το πρωτόγνωρο για τη χώρα μέτρο, της κάλυψης από το κράτος του 80% των μισθών των εργαζομένων που δεν θα μπορέσουν στο εξής να εργαστούν λόγω κορονοϊού, αλλά και όσων απολυμένων επαναπροσληφθούν από τις επιχειρήσεις και τους δοθούν άδειες απουσίας. Ανορθόδοξη κρίση, ανορθόδοξα μέτρα για τη διάσωση του οικονομικού και πολιτικού συστήματος από την επικείμενη εκατόμβη θυμάτων και την οργή των πολιτών. Η πανδημία λύγισε τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές στις χώρες-κοιτίδες.

Εντέλει, σε όλες τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, το ίδιο το σύστημα του νεοφιλελεύθερου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, που δεν αναγνώριζε άλλο ρόλο στο κράτος από το να παραχωρεί στο ιδιωτικό κεφάλαιο όλο και μεγαλύτερα πεδία δικής τους δραστηριότητας, το καλεί τώρα να αναλάβει το ρόλο του διασώστη «ύστατης καταφυγής» της υγείας του πληθυσμού και της οικονομικής δραστηριότητας. Η διαφορά με την κρίση του 2008-9 είναι ότι τότε το κράτος κλήθηκε να διασώσει με τεράστια ποσά της τράπεζες και δευτερευόντως να τονώσει την οικονομική δραστηριότητα με δημόσιες επενδύσεις. Τώρα καλείται να αυξήσει τις κοινωνικές δαπάνες και να διασώσει το ίδιο παραγωγικό σύστημα. Η διαφορά είναι σημαντική και η κλίμακα των απαιτούμενων δημοσίων δαπανών τεράστια, ακόμα και σε περίπτωση που η νόσος είναι εποχική, με το πρώτο κύμα της να σταματά το καλοκαίρι και το δεύτερο να επανέρχεται το φθινόπωρο, οπότε θα είμαστε κοντύτερα στο εμβόλιο, που όμως ανακοινώθηκε ότι θα είναι έτοιμο σε 18 μήνες. Μπορεί όμως η νόσος να μην είναι εποχική και το κράτος να αναγκαστεί να στηρίξει την οικονομική δραστηριότητα για πάνω από έξι μήνες. Πώς θα αντιδράσουν οι διεθνείς χρηματαγορές στην ανάγκη στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας από το κράτος για διάστημα πάνω από έξι μήνες ίσως και πάνω από ένα χρόνο; Κανείς από τους κυβερνώντες δεν θέλει να το σκέφτεται.

Προς το παρόν, μπαίνει σε εφαρμογή το νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, με σκοπό να αποτρέψει μια κρίση δημόσιου χρέους για την Ιταλία που δοκιμάζεται από την πανδημία και για να διευκολύνει το δανεισμό των υπόλοιπων κρατών της ευρωζώνης με χαμηλά επιτόκια από τις διεθνείς χρηματαγορές.

Αλλά το σημαντικότερα είναι ότι τα κάστρα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής σε επίπεδο Ε.Ε. πέφτουν ένα-ένα. Πρώτο βήμα, η αναστολή των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας, με την ενεργοποίηση ρήτρας που επιτρέπει στα κράτη-μέλη να στηρίξουν με όσα χρήματα επιθυμούν όποιους κλάδους πλήττονται από τον κορονοϊό. Δεύτερο βήμα, η εξέταση την Τρίτη από το Eurogroup των καλύτερων επιλογών για την προσθήκη νέας γραμμής άμυνας κατά του κορονοϊού ως μέρος της συντονισμένης αντιμετώπισης της κρίσης από τα κράτη μέλη της ευρωζώνης. Αναγνωρίζοντας δημόσια ότι τα δύο τρίτα του πληθυσμού της Γερμανίας θα νοσήσουν από τον κορονοϊό, η Μέρκελ συγκατατίθεται πλέον στην έκδοση ευρωομολόγων, ο Τζεντιλόνι εθνικοποιεί την Alitalia και ζητά τη χρήση των πόρων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης χωρίς να υποχρεωθεί η Ιταλία να μπει σε μνημόνιο, o Μακρόν δηλώνει ότι θα προχωρήσει σε εθνικοποιήσεις αν χρειαστεί, ενώ άλλοι επαναφέρουν την ιδέα της σύστασης ευρωπαϊκού ταμείου ανεργίας, που είχε υποστηριχθεί πριν λίγα χρόνια από τον Επίτροπo Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων Λάζλο Άντορ, κατά την αποχώρησή του. Όλοι ομνύουν στην ανάγκη να ενισχυθούν τα δημόσια συστήματα υγείας και αυτό από μόνο του είναι αρκετό για να επαναφέρει στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης την θεμελιώδη αξία της κοινωνικής αλληλεγγύης και τον αναντικατάστατο ρόλο του κοινωνικού κράτους.

Σίγουρα ο νεοφιλελευθερισμός δεν έχει πεθάνει, αλλά με τη σημερινή κρίση παίζει τα ρέστα του. Στην κρίση του 2008, τα μέτρα δημοσιονομικής επέκτασης που εφαρμόστηκαν τα δύο πρώτα χρόνια έσωσαν το σύστημα από την κατάρρευση και έδωσαν την εντύπωση ότι θα επέρχονταν ουσιαστικές αλλαγές στις κατευθύνσεις πολιτικής, στους θεσμούς και τη διακυβέρνηση του παγκόσμιου συστήματος. Όμως ο νεοφιλελευθερισμός «πήρε το αίμα του πίσω» με τα προγράμματα λιτότητας που εφαρμόστηκαν ως επακόλουθο της αύξησης του δημόσιου χρέους. Μόνο η σταθερή παρέμβαση των προοδευτικών δυνάμεων, η εγρήγορση των λαών και η ανάπτυξη κοινωνικών κινημάτων θα μπορέσει να αποτρέψει να επαναληφθεί στη σημερινή κρίση ότι έγινε με την προηγούμενη. Ο ταξικός πόλεμος, όπως γνωρίζουμε από τη χώρα μας, έχει μόλις αρχίσει με την άνοδο της ανεργίας, την επιβολή μερικής απασχόλησης με μείωση μισθών, την καταστρατήγηση εργασιακών δικαιωμάτων. Ο δρόμος θα είναι μακρύς, αλλά ο αντίπαλος «φοβάται κι αυτός το θεριό».

Είναι σίγουρο ότι αυτή η πανδημία θα μας αλλάξει. Θα αλλάξει και τις κοινωνίες που ζούμε. Πέρα από τους θανάτους και τον πόνο που θα σκορπίσει, η πανδημία θα επιφέρει δραστικές αλλαγές στη μορφή του καπιταλισμού της εποχής μας. Θα αποτελέσει λοιπόν ο συνδυασμός υγειονομικής και οικονομικής κρίσης ευκαιρία για τις δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού να επανεδραιώσουν την κυριαρχία τους σε νέες πιο αυταρχικές βάσεις ή ευκαιρία για τις δυνάμεις που τον αντιμάχονται για να τον ανατρέψουν; Αυτό είναι το ερώτημα και η πολιτική πρόκληση.