Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα Αυγή
Της Δανάης Κολτσίδα*
Αν γενικά η σχέση του δικαίου με την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα αποτελεί μάλλον κοινό τόπο σήμερα, το Σύνταγμα αποτελεί σίγουρα την πιο χαρακτηριστική περίπτωση αυτής της αλληλεπίδρασης. Πρώτον, το ίδιο το περιεχόμενο του Συντάγματος – οι θεμελιώδεις δηλαδή διευθετήσεις, επί των εκάστοτε κυρίαρχων ιδεολογικών, πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών επιλογών – το καθιστούν ένα κείμενο βαθιά πολιτικό, χωρίς να του στερούν την ιδιότητα του corpus νομικών κανόνων. Δεύτερον, η ουσιαστική, αλλά και συμβολική, θέση του Συντάγματος στην κορυφή της κάθε έννομης τάξης έχει ως αποτέλεσμα αφ’ ενός το κανονιστικό του πεδίο να εκτείνεται, αντικειμενικά, σε χρόνο και έκταση πολύ ευρύτερο οποιουδήποτε άλλου νομοθετήματος, αφ’ ετέρου να γίνεται συχνά αντικείμενο επίκλησης εκατέρωθεν αντιμαχόμενων απόψεων. Τρίτον, ο ίδιος ο τρόπος με τον οποίο θεσπίζεται ή αλλάζει το Σύνταγμα – είτε συνολικά είτε μέσω της αναθεωρητικής διαδικασίας, που ειδικά στην Ελλάδα προϋποθέτει και τη μεσολάβηση εκλογών – είναι πολύ πιο βαθιά «πολιτικός» σε σύγκριση με τη συνήθη νομοπαραγωγική διαδικασία.
Το Σύνταγμα διαμορφώνεται αποφασιστικά από (και με τη σειρά του διαμορφώνει, ως ένα βαθμό) τις μείζονες πολιτικές διευθετήσεις κάθε εποχής. Ποια είναι όμως ακριβώς η κοινωνική και πολιτική «μηχανική» μέσω της οποίας παράγεται η συνταγματική μεταβολή; Κι αν αυτή είναι περισσότερο ορατή στις περιπτώσεις άσκησης πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας, όπως λόγου χάρη με το τέλος ενός πολέμου, μια πολιτειακή μεταβολή ή μια εθνικοαπελευθερωτική ή κοινωνική επανάσταση, τι συμβαίνει με την «κανονική», θεσμοποιημένη αλλαγή μέσω αναθεώρησης;
Η περίοδος από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα έχει συνταγματικά δύο αντιφατικά μεταξύ τους χαρακτηριστικά: το πρώτο είναι ότι αποτελεί την πρώτη περίοδο συνταγματικής ομαλότητας, όπου οι αλλαγές προέκυπταν μέσα από την προβλεπόμενη από το ίδιο το Σύνταγμα – θεωρητικά αποτρεπτική για συχνές αναθεωρήσεις – διαδικασία. Το δεύτερο είναι ότι, παρ’ όλα αυτά, σε λιγότερο από μισό αιώνα ζωής, το ελληνικό Σύνταγμα οδεύει ήδη προς την τέταρτη αναθεώρησή του. Εύλογα, λοιπόν, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς ποιες ήταν εκείνες οι τόσο ταχείες και βαθιές κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις που εξηγούν αυτό το αναθεωρητικό πλεόνασμα.
Το Σύνταγμα του 1975 αποτελούσε σε μεγάλο βαθμό τη θεσμική διευθέτηση της «στιγμής» της Μεταπολίτευσης και ενσωμάτωνε την εγγενή της αντίφαση: αφ’ ενός, το τέλος ενός μακρόχρονου κύκλου πολιτικής και θεσμικής ανωμαλίας και καταπίεσης για ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού, σε συνδυασμό με το νέο – και ήδη εμβαπτισμένο στη δόξα του αντιδικτατορικού αγώνα – ριζοσπαστισμό, κυρίως της νεολαίας, που εκδηλώθηκε από τη δεκαετία του ‘60, απελευθέρωσαν μία πρωτόγνωρη κοινωνική δυναμική, που διεκδικούσε και υποστήριζε τομές στο πεδίο του εκδημοκρατισμού, του θεσμικού εκσυγχρονισμού, αλλά και των κοινωνικών δικαιωμάτων και της άρσης των οικονομικών ανισοτήτων. Αφ’ ετέρου, ωστόσο, το γεγονός ότι η μετάβαση στη Δημοκρατία δεν έγινε – τουλάχιστον όχι ευθέως – μέσω λαϊκής εξέγερσης, αλλά υπό το βάρος της κυπριακής τραγωδίας και μέσω μιας διαδικασίας διαδοχής, αν όχι παράδοσης-παραλαβής, της εξουσίας από τους στρατιωτικούς στον «παλαιό πολιτικό κόσμο», ματαίωνε εξαρχής κάθε προοπτική μεγάλων ανατροπών στο status quo.
Ταυτόχρονα, το Σύνταγμα του 1975 αποτελούσε προϊόν μίας ιδεολογικά και πολιτικά έντονης συζήτησης στη Βουλή, ενδεικτικής του διπολισμού που επικράτησε στο κομματικό σύστημα κατά την πρώτη περίοδο της Μεταπολίτευσης, όπου τα δύο κυρίαρχα κόμματα βρίσκονταν «σε απόλυτη σχεδόν αντιπαλότητα, τόσο σε επίπεδο προγραμματικού λόγου…όσο και σε επίπεδο εκπροσώπησης κοινωνικών συμφερόντων»1. Ταυτόχρονα, το νέο Σύνταγμα εγκρίθηκε μόνο με τις ψήφους της Νέας Δημοκρατίας (με κοινοβουλευτική δύναμη ρεκόρ 208 εδρών), η οποία ανέλαβε, ως η «εθνικά υπεύθυνη» την περίοδο εκείνη παράταξη, να αποτυπώσει συνολικά τη μεταπολιτευτική συνθήκη σε ένα κείμενο στο σύνολό του πολύ προοδευτικότερο από την παράταξη που τελικά το εισηγήθηκε και το υπερψήφισε – γεγονός που σε σημαντικό βαθμό εξηγεί και την αξιοσημείωτη αποδοχή και αντοχή του.
Σε ένα παρόμοιο πλαίσιο έγινε και η πρώτη αναθεώρηση, μία δεκαετία αργότερα (1986). Μετά την πρώτη κυβερνητική του θητεία, κατά τη διάρκεια της οποίας το ΠΑΣΟΚ «έκλεισε» σημαντικές ιστορικές εκκρεμότητες, αποκαθιστώντας, έστω συμβολικά, τους ηττημένους του Εμφυλίου, προχώρησε με την αιφνιδιαστική αναθεώρηση του Συντάγματος στον περιορισμό των λεγόμενων «υπερεξουσιών» του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ανεξάρτητα δε από τους λόγους που υπαγόρευσαν τη συγκεκριμένη επιλογή στη δεδομένη χρονική συγκυρία2, αυτή στηρίχθηκε στην αρνητικά φορτισμένη πρακτική των Ανακτόρων κατά την προδικτατορική περίοδο.
Με την αναθεώρηση του 1986 ολοκληρώνεται η διαδικασία της θεσμικής ενσωμάτωσης των κοινωνικών διεκδικήσεων της προδικτατορικής περιόδου και του πρώτου κύκλου της Μεταπολίτευσης και τελειώνει επίσης η περίοδος της ιδεολογικής αντιπαράθεσης πάνω στο Σύνταγμα. Δεκαπέντε χρόνια μετά, η αναθεώρηση του 2001 υπήρξε τόσο από πλευράς διαδικασίας όσο και από πλευράς περιεχομένου ριζικά διαφορετική.
Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο, η αναθεώρηση αυτή αντανακλά στο συνταγματικό επίπεδο το τότε κυρίαρχο πρόταγμα του «εκσυγχρονισμού». Αν και έχει χαρακτηριστεί ως «ένας φλύαρος, πολιτικά ανούσιος, τεχνοκρατικός συνταγματικός εκσυγχρονισμός»3, το περιεχόμενό της είναι ενδεικτικό των κοινωνικών και πολιτικών προτεραιοτήτων της εποχής: Μεταϋλιστικά δικαιώματα «τρίτης γενιάς», ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ, γενίκευση του θεσμού των Ανεξάρτητων Αρχών, είναι κάποια μόνο ενδεικτικά θέματα που περιέλαβε η, κατά τα άλλα «διορθωτική», αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά εκτεταμένη, αναθεώρηση. Σε ό,τι δε αφορά τη διαδικασία αυτής, οι θηριώδεις πλειοψηφίες με τις οποίες εγκρίθηκε – ο συναινετικός αναθεωρητισμός, όπως περιγράφηκε από τον Αντ. Μανιτάκη – αντανακλά αυτό που στο πεδίο του κομματικού συστήματος ονομάστηκε «συγκλίνων δικομματισμός»4. Οι ιδεολογικές διαφορές των δύο κομμάτων εξουσίας είχαν αμβλυνθεί, η τεχνοκρατικοποίηση της πολιτικής και η προσχώρηση στο νεοφιλελεύθερο πρόταγμα, ταυτόχρονα με τη νομή της εξουσίας λειτουργούσαν ως ενοποιητικοί παράγοντες, σχεδόν εξαφανίζοντας τη συζήτηση και την αντιπαράθεση επί των «μεγάλων» διακυβευμάτων.
Η εικόνα αυτή του 2001 έγινε ακόμη σαφέστερη το 2008 – όταν η κρίση βρισκόταν ήδη, έστω υπογείως, προ των πυλών. Μια αναθεώρηση που ξεκίνησε ως συναινετική, έθεσε στο επίκεντρο θέματα όχι πια τεχνοκρατικά, αλλά αναγόμενα στον πυρήνα της αντιπαράθεσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής από τη μία και αγορών από την άλλη, όπως η προστασία του περιβάλλοντος και το δημόσιο πανεπιστήμιο. Το συναινετικό ωστόσο κλίμα δυναμιτίστηκε και, τελικά, οι στοχεύσεις των εισηγητών της αποτράπηκαν λόγω, κυρίως, της μαζικής και δυναμικής αντίδρασης του φοιτητικού κινήματος την περίοδο 2006-2007, με αποτέλεσμα μία περιορισμένη και αδιάφορη αναθεώρηση, που οι περισσότεροι τείνουν να ξεχνούν.
Ιστορικές εκκρεμότητες, κοινωνικά αιτήματα, κινηματικές παρεμβάσεις, αλλά και η μορφή του κομματικού συστήματος σε κάθε δεδομένη περίοδο είναι διαχρονικά, όπως διαφάνηκε από την αναγκαστικά συνοπτική παρουσίαση της συνταγματικής μεταβολής στην Ελλάδα, κάποιες βασικές παράμετροι αυτής.
Πώς αρθρώνονται αυτοί ή ενδεχομένως άλλοι διαφορετικοί παράγοντες ως μοχλός της νέας αναθεωρητικής προσπάθειας που βρίσκεται σε εξέλιξη; Τα μέχρι σήμερα δεδομένα δημιουργούν αρκετές προϊδεάσεις: η διαφθορά, όχι ως ποινικό αλλά ως βαθύτατα δομικό πολιτικό ζητούμενο, αποτελεί σίγουρα μια μεγάλη ιστορική εκκρεμότητα για την ολοκλήρωση του κύκλου της Μεταπολίτευσης. Την ίδια στιγμή, η εμπειρία της κρίσης και, κυρίως, των μνημονίων, ανέδειξαν νέα κοινωνικά αιτήματα, όπως λόγου χάρη την προστασία βασικών κοινών αγαθών, αλλά και νέες μορφές κοινωνικής κινητοποίησης. Όσον αφορά το κομματικό σύστημα, είναι σίγουρο ότι απέχουμε έτη φωτός από τον συγκλίνοντα δικομματισμό της προηγούμενης περιόδου. Σε ποιο βαθμό η υφιστάμενη έντονη διαμάχη – σχεδόν πολεμική – μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Δημοκρατίας θα παγιωθεί ως ένας νέος ιδεολογικός, κοινωνικός και κομματικός διπολισμός που θα αποτυπωθεί και στο συνταγματικό επίπεδο, αυτό μένει να αποδειχθεί.
* Δικηγόρος – Πολιτική Επιστήμονας, διευθύντρια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς
1 Χρ. Βερναρδάκης, Πολιτικά κόμματα, εκλογές & κομματικό σύστημα. Οι μετασχηματισμοί της πολιτικής αντιπροσώπευσης 1990-2010, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2011, σ. 429.
2 Έχει ευρύτατα υποστηριχθεί ότι η πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ αποτελούσε νομικο-πολιτικό και επικοινωνιακό χειρισμό που σχετιζόταν άμεσα με την αιφνιδιαστική απόφαση να μην προταθεί ο Κ. Καραμανλής για δεύτερη θητεία στην Προεδρία της Δημοκρατίας).
3 Αντ. Μανιτάκης, Ο ελληνικός συνταγματισμός αντιμέτωπος με το συναινετικό αναθεωρητισμό, Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, Αθήνα, 2006, σ. 16.
4 Χρ. Βερναρδάκης, ό.π.