Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα Αυγή
Του Αλέξανδρου Κεσσόπουλου*
Η αχίλλειος πτέρνα της αναθεωρητικής πρότασης
Την περασμένη εβδομάδα ξεκίνησε στη Βουλή η διαδικασία για την αναθεώρηση του Συντάγματος κατόπιν σχετικής πρωτοβουλίας της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ. Οι βασικές προτάσεις του κυβερνώντος κόμματος κινούνται σε σαφώς προοδευτική κατεύθυνση, δεδομένου ότι αποσκοπούν στην ενίσχυση της λαϊκής συμμετοχής στη λήψη πολιτικών αποφάσεων, την αυξημένη προστασία κοινωνικών δικαιωμάτων και αγαθών, τον εξορθολογισμό των διαδικαστικών προνομίων βουλευτών και υπουργών, καθώς και την κατοχύρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας της πολιτείας. Πέρα, όμως, από τις παραπάνω θετικές προτάσεις, το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ για την αναθεώρηση του Συντάγματος εμπεριέχει και μια αμφιλεγόμενη διάταξη, η οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να χαρακτηρισθεί ως η αχίλλειος πτέρνα της ιστορικής πρωτοβουλίας της Αριστεράς να τροποποιήσει τον καταστατικό χάρτη της χώρας. Αυτή δεν είναι άλλη από την αναθεώρηση της διαδικασίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας (ΠτΔ). Σύμφωνα με τη σχετική πρόταση, εάν η λαϊκή αντιπροσωπεία αποτύχει να εκλέξει τον ΠτΔ με αυξημένη πλειοψηφία στις τρεις πρώτες ψηφοφορίες, η Βουλή δεν θα διαλύεται, όπως συνέβαινε μέχρι σήμερα. Αντί, λοιπόν, της διεξαγωγής πρόωρων εκλογών, η Βουλή θα διεξάγει, σε πρώτη φάση, άλλες τέσσερις (δηλαδή συνολικά επτά) ψηφοφορίες προκειμένου να συγκεντρωθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία των 3/5, ενώ, εάν όλες αυτές αποβούν άκαρπες, ο Αρχηγός του Κράτους θα εκλέγεται άμεσα από τον λαό. Από το περιεχόμενο της σχετικής πρότασης προκύπτουν δύο θεμελιώδη ερωτήματα που αφορούν τη συνολική λειτουργία του πολιτεύματος. Πρώτον, είναι συμβατή η δυνατότητα άμεσης εκλογής ΠτΔ με το θεσμικό ρόλο που επιφυλάσσει στο κρατικό αυτό όργανο το ελληνικό Σύνταγμα; Δεύτερον, η ανάδειξη του Αρχηγού του Κράτους με λαϊκή ψήφο συνιστά μια διαδικασία εμβάθυνσης της δημοκρατίας; Ας δούμε τα δύο αυτά θέματα λίγο πιο διεξοδικά.
Η επιλογή των υποψηφίων με το βλέμμα στραμμένο στην κάλπη
Μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986, οπότε περιορίσθηκαν σημαντικά οι αρμοδιότητες του θεσμού, το Σύνταγμα επιφυλάσσει, κατ’ αρχήν, στον ΠτΔ το ρόλο του ρυθμιστή του πολιτεύματος. Πιο συγκεκριμένα, ο Αρχηγός του Κράτους δεν παρεμβαίνει πλέον ενεργά στο πολιτικό παιχνίδι, καθώς δεν μπορεί ούτε να καθορίσει τη σύνθεση της κυβέρνησης ούτε να διαλύσει με δική του πρωτοβουλία τη Βουλή, αλλά, αντιθέτως, ασκεί τις ρυθμιστικές του αρμοδιότητες με αποκλειστικό γνώμονα το συσχετισμό των κοινοβουλευτικών δυνάμεων. Με άλλα λόγια, ο ΠτΔ δεν λειτουργεί ως παίκτης, αλλά ως διαιτητής του πολιτικού παιχνιδιού, ο οποίος είναι επιφορτισμένος με την τήρηση των διαδικασιών που προβλέπει το Σύνταγμα. Όπως, λοιπόν, κάθε είδους διαιτητής, έτσι και ο Αρχηγός του Κράτους οφείλει να είναι αντικειμενικός, αμερόληπτος και, εν προκειμένω, πολιτικά αχρωμάτιστος. Τέτοιο, άλλωστε, ήταν το προφίλ των περισσότερων Προέδρων της Δημοκρατίας της μεταπολίτευσης. Άνθρωποι μάλλον μετριοπαθείς, οι οποίοι άσκησαν τα καθήκοντά τους με ουδετερότητα, χωρίς να κατηγορηθούν από τις πολιτικές δυνάμεις για υπέρβαση του θεσμικού τους ρόλου.
Στην περίπτωση, όμως, που εφεξής τα πολιτικά κόμματα θα γνωρίζουν ότι η διαδικασία εκλογής ΠτΔ μπορεί να καταλήξει στο λαό, είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν θα επιλέγουν ως υποψηφίους πρόσωπα μετριοπαθή και ευρείας αποδοχής ή, αντιθέτως, πρόσωπα με υψηλή δημοτικότητα στον πολιτικό τους χώρο και υψηλές πιθανότητες να νικήσουν τον αντίπαλο. Περαιτέρω, εάν διεξαχθεί μια άμεση και καθολική ψηφοφορία υπό συνθήκες οξείας πολιτικής και ιδεολογικής πόλωσης, θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο για το νέο Αρχηγό του Κράτους να αποσπάσει, ως αμερόληπτος ρυθμιστής του πολιτεύματος, την εμπιστοσύνη και την αποδοχή ολόκληρου του πολιτικού συστήματος. Κατά συνέπεια, η αλλαγή του τρόπου ανάδειξης του ΠτΔ ενδέχεται να αλλοιώσει την ίδια τη φυσιογνωμία ενός θεσμού, ο οποίος κατά κοινή ομολογία έχει λειτουργήσει καλά τα τελευταία 43 χρόνια.
Η δύναμη της δημοκρατικής νομιμοποίησης
Με δεδομένο ότι η πρόταση για άμεση εκλογή ΠτΔ από το λαό δεν εγγράφεται στη θεωρητική παράδοση της Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ φρόντισε να υπογραμμίσει ότι η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση δεν θα συνοδεύεται παρά από μια λελογισμένη ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του. Στην πράξη, όμως, ο θεσμικός ρόλος ενός κρατικού οργάνου συνδέεται μόνο με το πλαίσιο των τυπικά προβλεπόμενων αρμοδιοτήτων του; Η ιστορία μας διδάσκει πως, ιδίως σε περιόδους κρίσης, οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί τείνουν να αναπτύσσουν μια δική τους δυναμική, ούτως ώστε να καθίσταται δυνατή η λήψη σημαντικών αποφάσεων με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα. Δεν έχουν περάσει, εξάλλου, παρά μόλις λίγα χρόνια από τότε που οι φορείς της εκτελεστικής εξουσίας, δηλαδή η κυβέρνηση και ο ΠτΔ, επέλεγαν να παρακάμψουν τη Βουλή, προκειμένου να λάβουν μέτρα σκληρής λιτότητας με τη μορφή πράξεων νομοθετικού περιεχομένου. Εάν, λοιπόν, ο Αρχηγός του Κράτους υπερέβη το πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του σε μια συγκυρία που αυτές ήταν ιδιαίτερα περιορισμένες, μπορεί κάποιος να προβλέψει ποια δυναμική θα μπορούσε να αναπτύξει στο μέλλον ο ίδιος θεσμός, ο οποίος θα είναι πλέον εφοδιασμένος με την ψήφο τεσσάρων ή πέντε εκατομμυρίων πολιτών; Με άλλα λόγια, σε περιόδους οικονομικής ή άλλης μορφής κρίσης, οπότε η κανονιστική ισχύς του Συντάγματος τείνει να περιορίζεται, δεν φαίνεται πολύ φρόνιμο να διευκολύνεται η ανάδειξη στην πολιτική σκηνή ενός νέου πρωταγωνιστή, δημοκρατικά νομιμοποιημένου, ο οποίος θα έχει την τάση να υποκαθιστά de facto το Κοινοβούλιο.
Το εκρηκτικό κοκτέιλ με την απλή αναλογική
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για τη συνταγματική αναθεώρηση εμπεριέχει μία από τις πάγιες θεσμικές προτάσεις της Αριστεράς, που δεν είναι άλλη από την καθιέρωση ενός αναλογικού εκλογικού συστήματος. Ο σκοπός αυτής της μεταρρύθμισης είναι διττός, καθώς από τη μία πλευρά η σύνθεση της Βουλής θα αποτυπώνει τον πραγματικό συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων, ενώ από την άλλη θα καθίσταται σχεδόν αδύνατος ο σχηματισμός αυτοδύναμων μονοκομματικών κυβερνήσεων. Παρ’ ότι, όμως, η λογική του αναλογικού εκλογικού συστήματος ως θεσμικού αντίβαρου στην παντοδυναμία του πρωθυπουργού είναι σαφώς προοδευτική, ο συνδυασμός της με την άμεση εκλογή ΠτΔ από τον λαό μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνος για τη λειτουργία του κοινοβουλευτισμού. Ενώ, δηλαδή, ο ένας πόλος της εκτελεστικής εξουσίας, η κυβέρνηση, θα καταστεί εκ των πραγμάτων περισσότερο ευάλωτος, ο άλλος πόλος, ο Αρχηγός του Κράτους, θα ενισχυθεί σημαντικά. Συνέπεια αυτής της ανακατανομής ισχύος στο εσωτερικό της εκτελεστικής εξουσίας θα αποτελέσει μοιραία η ανάδειξη του ΠτΔ σε εγγυητή της ομαλότητας, στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες η αδυναμία συνεννόησης μεταξύ των κομμάτων θα παράγει κυβερνητική αστάθεια. Στο πλαίσιο τέτοιων συγκυριών, εξάλλου, δεν είναι απίθανο, αντί της κυβέρνησης, η οποία λογοδοτεί στη Βουλή, να κληθεί να λάβει κρίσιμες πρωτοβουλίες ο Αρχηγός του Κράτους, που δεν ελέγχεται πολιτικά για το περιεχόμενο των αποφάσεών του.
Γιατί όχι εκλογή ΠτΔ με πλειοψηφία 151 βουλευτών;
Η πρόθεση του ΣΥΡΙΖΑ να αποσυνδέσει τη διαδικασία εκλογής του Αρχηγού του Κράτους από τη διάλυση της Βουλής μπορεί κατ’ αρχήν να χαρακτηρισθεί λογική. Το ερώτημα είναι για ποιο λόγο χρειάζεται η νέα διαδικασία να προβλέπει, έστω και ως τελικό στάδιο, την άμεση εκλογή ΠτΔ από τον λαό και όχι την ανάδειξή του από τη Βουλή με 151 βουλευτές. Το επιχείρημα ότι κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο, ούτως ώστε να δημιουργείται μια ευρεία διακομματική συναίνεση, δεν μοιάζει ιδιαίτερα πειστικό για έναν απλό λόγο. Υπό το ισχύον εκλογικό σύστημα, το οποίο προβλέπει μπόνους 50 εδρών για το πρώτο κόμμα, η συγκέντρωση 180 ψήφων είναι συγκριτικά πιο εύκολη απ’ ό,τι θα ήταν η συγκέντρωση 151 ψήφων υπό το καθεστώς του προτεινόμενου από τον ΣΥΡΙΖΑ αναλογικού εκλογικού συστήματος.
Με δεδομένη την κρισιμότητα του θέματος, ίσως αξίζει, έστω και στο παρά πέντε, να ξανασκεφτούμε με συλλογικό τρόπο πώς μπορεί να διαμορφωθεί μια νέα, περισσότερο δημοκρατική, αρχιτεκτονική του πολιτεύματος.
*Διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης