Αναδημοσίευση: Η εφημερίδα των Συντακτών
Κυριότερος είναι το δυσμενές για τη γειτονική χώρα περιεχόμενο της συμφωνίας, ως προς την ονομασία και την εθνική ταυτότητα, το οποίο δημιούργησε αρνητικά αντανακλαστικά σε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της, κάνοντάς το περισσότερο ευάλωτο στην εθνικιστική προπαγάνδα. Αντίστοιχα αλλά και αντίστροφα, η μεγάλη αποχή της αλβανικής κοινότητας από το δημοψήφισμα είναι ενδεικτική της εθνοτικής πόλωσης μέσα στη γειτονική χώρα και της απροθυμίας του αλβανικού πληθυσμού να επικυρώσει με την ψήφο του την εθνική ταυτότητα της ΠΓΔΜ. Η αποχή δηλώνει ασάφεια και συντίθεται από ποικίλες στάσεις: αδιαφορία, υποκρυπτόμενη άρνηση, υπόγεια διαπραγμάτευση.
Από την άλλη μεριά ο ελληνικός λαός πήρε το μήνυμα του ετεροβαρούς χαρακτήρα της συμφωνίας υπέρ της Ελλάδας και αυτός ήταν ο λόγος που τα συλλαλητήρια των «μακεδονομάχων» απομαζικοποιήθηκαν εντελώς. Η συμφωνία είχε ήδη θετικές επιδράσεις στον αγώνα κατά της Ακροδεξιάς, ενώ τώρα επανήλθαν οι αμφιβολίες.
Στην Ελλάδα, πάντως, δεν έλαβε χώρα μια ευρύτερη συζήτηση και ζύμωση για τη συμφωνία. Παρατηρήθηκε επιφυλακτικότητα, ίσως για λόγους μη ανάμειξης στο εσωτερικό της άλλης χώρας, είτε με μια ιδιαίτερη αίσθηση μετριασμού, οικονομίας κινήσεων και αναμονής. Παρ’ όλα αυτά, είχαμε κάποιες σημαντικές αναταράξεις στο κυβερνητικό σχήμα μετά την παραίτηση του υπ. Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά. Βρισκόμαστε στο αναγνωριστικό στάδιο.
Η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελούσε σημαντική επιτυχία, διότι επίλυε ένα πρόβλημα κοινή συναινέσει, δημιουργούσε σχέσεις καλής γειτονίας και κοινής ανάπτυξης στην ευρωπαϊκή προοπτική, ειδικότερα στις μέρες μας του απομονωτισμού και των εθνικιστικών συνόρων και φραχτών. Παρότι αποτελεί το τελικό στάδιο μιας «διαρκούς διαπραγμάτευσης» που ξεκινά από την Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995, εντούτοις, όσον αφορά τη μέθοδο, ήταν μια ανοιχτή διαδικασία, με τη συμμετοχή των πολιτών, ειδικά όσον φορά την ΠΓΔΜ, και προέβλεπε διάφορα διαδοχικά στάδια έγκρισης και νομιμοποίησης.
Αρκεί να εννοήσουμε απολύτως το δικαίωμα των πολιτών και των λαών να εκφράσουν τις διαθέσεις τους και να αναλάβουν τις ευθύνες τους σε μια ορισμένη στιγμή της διαδικασίας. Πρόκειται για μια εντελή διαδικασία δημοκρατίας, που έχει, δηλαδή, έναν τελικό σκοπό, ένα όραμα το οποίο διαπερνά τον τρόπο σε κάθε στιγμή και εμπνέει ήδη πάντοτε όλες τις φάσεις της. Δεν τελειώνουν όλα με το πρώτο εμπόδιο, αλλά και κάθε τέτοιο είναι πλήρους σημασίας. Ούτε είναι αντιφατικό να προχωρά ο Ζάεφ στο επόμενο στάδιο θεωρώντας ότι πήρε την έγκριση των ενεργών πολιτών μέσα σε συνθήκες μεγάλης αποχής. Συνεπώς, η διαδικασία θα έπρεπε να αναγνωρίζει τα διακινούμενα μηνύματα και σημασίες και να τα ενσωματώνει στη συλλογική διαβούλευση.
Αλλωστε η ισορροπία της λύσης δεν οφείλεται σε μια ανέφικτη εξίσωση ισχύος μεταξύ των δύο κρατών, ούτε σε μια αφηρημένη εφαρμογή των αξιών του διεθνούς δικαίου. Η ισορροπία έγκειται στην αναγνώριση του δυσεπίλυτου ενός προβλήματος σύγκρουσης ταυτοτήτων, σε μια εποχή «αναστροφής των αισθημάτων» προς κατευθύνσεις απομονωτισμού, εθνικού εγωισμού, ανύψωσης συνόρων και φραχτών.
Μια συμφωνία ισορροπίας δεν διεγείρει τα πλήθη, τα δε κινήματα των ημερών μας είναι εθνικιστικά. Πόσες και ποιες εγγυήσεις θεσμικές μπορούν να υπάρξουν ώστε ένας λαός ή μία κοινότητα να εμπιστευθούν τον «αντίδικό» τους; Ποια μοντέλα διαπραγμάτευσης μπορούν να επιλύσουν σε τόσο σύντομο χρόνο τραύματα δεκαετιών; Αλλος ο χρόνος των πολιτισμών και άλλος της πολιτικής. Ο Ζάεφ τα κατάφερε να δώσει χώρο να κινηθούν οι δι-εθνικές δυνάμεις και η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει με πρακτικές κινήσεις περαιτέρω καλής θέλησης.