Τη Δευτέρα 4 Ιουλίου 2022, πραγματοποιήθηκε στον πολυχώρο Σπούτνικ η εκδήλωση του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς με θέμα «Εξέλιξη και όψεις του φαινομένου της ενεργειακής φτώχειας στην Ελλάδα». Η συζήτηση διοργανώθηκε με αφορμή την ολοκλήρωση του ερευνητικού προγράμματος του ΙΝΠ «Προβλήματα, πρακτικές και αντιλήψεις σε σχέση με την κατανάλωση ενέργειας στην κατοικία» και τη δημοσιοποίηση των ευρημάτων τόσο της πανελλαδικής ποσοτικής έρευνας που διεξήχθη σε συνεργασία με την ΚΑΠΑ Research όσο και της ποιοτικής έρευνας που στηρίχθηκε σε ημιδομημένες συνεντεύξεις με νοικοκυριά που διαμένουν σε πολυκατοικίες της Αθήνας.

 

Παρακολουθείστε ξανά ολόκληρο το βίντεο της εκδήλωσης, όπως αναμεταδόθηκε ζωντανά:

 

 

Αναλυτικότερα τα βασικά σημεία των παρεμβάσεων:

 

Την εκδήλωση άνοιξε η συντονίστρια Αθηνά Καλαϊτζόγλου, δημοσιογράφος από το euro2day, τονίζοντας πως τα στοιχεία που προκύπτουν από τις έρευνες του ΙΝΠ αντικατοπτρίζουν τη δύσκολη πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν οι καταναλωτές εξαιτίας του δυσθεώρητου ενεργειακού κόστους και τη συνακόλουθη υποβάθμιση των ενεργειακών αναγκών τους, αποτελούν βαρόμετρο για τα μέτρα που έχει λάβει η κυβέρνηση μέχρι σήμερα και επίσης μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πολύτιμος οδηγός για την άσκηση ενεργειακής πολιτικής. Στη συνέχεια, η συντονίστρια έδωσε τον λόγο στην ερευνητική ομάδα για να παρουσιάσει εν συντομία τα σχετικά ευρήματα.

 

Η συντονίστρια της εκδήλωσης, Αθηνά Καλαϊτζόγλου.

 

 

Η Ευαγγελία Χατζηκωνσταντίνου, δρ. αρχιτέκτονας πολεοδόμος, αναφέρθηκε στη διαχρονική εξέλιξη του φαινομένου της ενεργειακής φτώχειας στην Ελλάδα και την πρώτη έξαρση που γνώρισε κατά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης που όχι μόνον τα φτωχότερα στρώματα αλλά και άνθρωποι μεσαίων εισοδημάτων βρέθηκαν παγιδευμένοι μέσα σε υποδομές, κτίρια και χρέη που δυσκόλευαν την κάλυψη των ενεργειακών τους αναγκών. Σύμφωνα με την Χατζηκωνσταντίνου σήμερα είμαστε εντός ενός νέου κύκλου κρίσης του φαινομένου που επιδεινώνει τόσο η χρηματιστικοποίηση της ενέργειας όσο και οι γεωπολιτικές εξελίξεις. Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι κερδοσκοπικές πρακτικές στον τομέα της ενέργειας και της κατοικίας αυξάνουν συνδυαστικά το συνολικό κόστος κατοίκησης οδηγώντας σε μια πρωτόγνωρη διαδικασία εμπορευματοποίησης της σφαίρας του οικιακού που δεν αντιστοιχεί στα πραγματικά εισοδήματα.

Στη συνέχεια, η Ευαγγ/ Χατζηκωνσταντίνου αναφέρθηκε στις μεθοδολογικές επιλογές του ερευνητικού προγράμματος υπενθυμίζοντας πως συνήθως τα θέματα της ενέργειας τοποθετούνται στην εθνική και υπερεθνική διάσταση και μελετώνται ως τέτοια, αντίθετα στις έρευνες του ΙΝΠ η έμφαση δόθηκε στις κρίσιμες μεταλλαγές που συμβαίνουν στην κλίμακα του νοικοκυριού και της κατοικίας. Τα ερωτήματα που επιχειρούν να απαντήσουν οι έρευνες είναι πώς τα νοικοκυριά βιώνουν την τρέχουσα ενεργειακή κρίση και την αύξηση στις τιμές της ενέργειας; Πώς διαχειρίζονται τα προβλήματα που προκύπτουν και πώς αναδιαμορφώνουν την καθημερινότητά τους στο σπίτι; Σύμφωνα με τους ερευνητές πρόκειται για ερωτήματα που συνήθως μένουν εκτός διερεύνησης εξαιτίας του επιπέδου των αναλύσεων που υιοθετούνται.

Έτσι, οι έρευνες αυτές επιχειρούν μια σπάνια προσπάθεια το φαινόμενο να μελετηθεί από τη σκοπιά των ίδιων των νοικοκυριών και όχι μόνο με «top – down» προσεγγίσεις, δηλαδή συλλέγοντας και αναλύοντας δευτερογενή δεδομένα όπως οι τιμές των καυσίμων, η ενεργειακή αποδοτικότητα των κατοικιών η εισοδηματική κατάσταση νοικοκυριών κ.ο.κ.

Με άλλα λόγια, όπως ισχυρίστηκε η Ευαγγ. Χατζηκωνσταντίνου, επιχειρήθηκε να αποτυπωθεί το εύρος των εμπειριών και το φάσμα των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης, αλλά και όψεις των πρακτικών των νοικοκυριών στην προσπάθεια ανάσχεσης των δυσκολιών με στόχο η ενεργειακή φτώχεια να μην παρουσιαστεί αποκλειστικά ως πρόβλημα δεικτών και γραφημάτων.

Όπως επισήμανε στη συνέχεια η ερευνήτρια, η προσέγγισή βασίστηκε σε δύο αλληλοδιαπλεκόμενους άξονες: τον χώρο και την τεχνολογία. Η οπτική του χώρου, σε όλες του τις κλίμακες –από το διαμέρισμα και τη γειτονιά ως την πόλη– αποτελεί κρίσιμο φακό για αποτίμησης των πρόσφατων αλλαγών. Για παράδειγμα, συζητώντας τα θέματα της ενέργειας σε συνάρτηση με τις πρόσφατες εξελίξεις στον τομέα της κατοικίας και της κτηματαγοράς αναδεικνύεται η δυναμική και μεταλλασσόμενη την τελευταία δεκαετία σχέση ανάμεσα στο κόστος της ενέργειας και το συνολικό κόστος κατοίκησης. Η τεχνολογία ανοίγει επίσης κρίσιμους δρόμους για τη μελέτη του φαινομένου. Καθώς π.χ. παλιότερες τεχνολογίες, όπως ο λέβητας – καυστήρας πετρελαίου, και συσκευές αντικαθίστανται με νέα συστήματα έχει σημασία να δούμε πως επηρεάζεται η καθημερινότητα των ανθρώπων και η κοινή ζωή.

Για την ερευνητική ομάδα του ΙΝΠ, οι δύο αυτοί άξονες, ο χώρος και η τεχνολογία, συνδυάζονται στις ενεργειακές αναβαθμίσεις των κατοικιών, που αποκτούν σήμερα νέα σημασία ως πεδία πρακτικής και ως τομείς άσκησης πολιτικής. Η εξίσωση, όπως τονίζουν, είναι ιδιαίτερα σύνθετη για τις ενεργειακές αναβαθμίσεις και γενικά για την άσκηση «πράσινων» πολιτικών με κοινωνικό πρόσημο στους τομείς της κατοικίας και της ενέργειας.

Υπό το πρίσμα του χώρου και της τεχνολογίας, ισχυρίζονται οι ερευνητές, μπορούμε να πούμε πως η ενεργειακή φτώχεια δεν είναι απλώς άλλη μια μορφή φτώχειας. Δεν περιορίζεται στα χαμηλά εισοδήματα, αν και οι φτωχοί είναι περισσότερο ευάλωτοι. Αποτελεί μια μορφή υλικής αποστέρησης που συνδέεται με τον υλικό χώρο, τα δίκτυα και τις υποδομές εντείνοντας υφιστάμενες ανισότητες και παράγοντας νέες.

 

Στη συνέχεια, από την ερευνητική ομάδα του ΙΝΠ, τον λόγο πήρε ο Νίκος Κατσουλάκος, δρ. μηχανολόγος μηχανικός και αναπληρωτής καθηγητής στην Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού Ασπροπύργου, ο οποίος ανέλαβε να παρουσιάσει την πανελλαδική έρευνα που υλοποίησε το Ινστιτούτο σε συνεργασία με την ΚΑΠΑ Research.

Ο Ν. Κατσουλάκος ξεκίνησε αναφερόμενος στα σχετικά με το κόστος και τις συνθήκες κατοίκησης ευρήματα που αποτυπώνουν τις ραγδαίες αυξήσεις. Χαρακτηριστικά αναφέρθηκε στους κατά 42% αυξημένους εκκαθαριστικούς λογαριασμούς ρεύματος, στις ανοδικές τιμές των καυσίμων – και ειδικά του φυσικού αερίου που φαίνεται πως τον χειμώνα που πέρασε ξεπέρασε την τιμή του πετρελαίου, εξέλιξη που όπως επεσήμανε καταγράφεται και σε έρευνες του ΕΜΠ.

Ο Νίκος Κατσουλάκος τόνισε πως μέσα από τις έρευνες αποτυπώνεται πως όλες αυτές οι σημαντικές αυξήσεις δεν δημιουργούν προβλήματα μόνον σε όσους επιβαρύνονται με το επιπλέον κόστος ενοικίασης της κατοικίας τους αλλά δυσμενής φαίνεται να είναι και η θέση των ιδιοκτητών κατοικίας με δανειακές υποχρεώσεις. Ενώ ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο, στο οποίο αναφέρθηκε ο ερευνητής είναι η τάση να μην αναβαθμίζονται ενεργειακά οι κατοικίες που προσφέρονται προς ενοικίαση αλλά μόνον όσες προορίζονται για ιδιοκατοίκηση.

Στη συνέχεια, ο Ν. Κατσουλάκος υπογράμμισε τη δυσχερή κατάσταση που αποτυπώνουν οι έρευνες ως προς τους κλασικούς δείκτες που χρησιμοποιούνται για την καταγραφή της ενεργειακής φτώχειας. Σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα, όλα τα επιμέρους στοιχεία (άνεση στο σπίτι τον χειμώνα, άνεση στο σπίτι το καλοκαίρι, προβλήματα υγείας λόγω ελλιπούς κάλυψης ενεργειακών αναγκών, παρουσία υγρασίας στην κατοικία, καθυστέρηση στην πληρωμή λογαριασμών) κινούνται σε ανησυχητικά επίπεδα, ενώ η κατάσταση που καταγράφεται στην Ελλάδα είναι κατά πολύ χειρότερη από εκείνη των υπόλοιπων κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο ερευνητής επισήμανε πως οι έρευνες του ΙΝΠ δείχνουν πως το 50% των νοικοκυριών δυσκολεύονται να καλύψουν τις ενεργειακές τους ανάγκες, γεγονός που αναδεικνύει πως το πρόβλημα είναι συνδυαστικό του κόστους ενέργειας και του επιπέδου εισοδημάτων φανερώνοντας την ανάγκη για χάραξη αποτελεσματικών κοινωνικών πολιτικών. Από την έρευνα του ΙΝΠ, όπως ανέφερε ο Ν. Κατσουλάκος, τα νοικοκυριά φαίνεται να μειώνουν όχι μόνο τα δευτερεύοντα έξοδά τους αλλά ακόμη και τη φαρμακευτική τους δαπάνη για να καλύψουν τα ενεργειακά κόστη συνθέτοντας ένα σκηνικό υλικής αποστέρησης. Κρίσιμο στοιχείο επίσης που αναδεικνύουν και οι δύο έρευνες είναι πως η δυσκολία κάλυψης των ενεργειακών αναγκών είναι ανάλογη της παρουσίας ευάλωτων κοινωνικών ομάδων στην κατοικία.

Ο ερευνητής κλείνοντας αναφέρθηκε και στην αποτίμηση των κυβερνητικών πολιτικών μέσα από τα στοιχεία της έρευνας. Και εκεί τα ευρήματα είναι εύγλωττα. Οι κυβερνητικές πολιτικές αποτυγχάνουν αφού οι συμμετέχοντες στο δείγμα φαίνεται να μην έχουν ωφεληθεί στη μεγάλη τους πλειοψηφία. Χαρακτηριστικά σε σχέση με τα μέτρα που έχει λάβει η κυβέρνηση τα τελευταία 2 χρόνια, 7 στους 10 συμμετέχοντες δηλώνουν πως δεν αξιοποίησαν κάποιο από αυτά.

Σύμφωνα με τους ερευνητές μάλιστα, η ανάγκη ανασχεδιασμού δεν περιορίζεται στα ad hoc μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση, αλλά αφορά και τη συνολική κεντρική πολιτική της πράσινης μετάβασης καθώς απογοητευτικά είναι τα στοιχεία που αφορούν τόσο τις παρεμβάσεις εξοικονόμησης ενέργειας στο σύνολο των κτιρίων των πολυκατοικιών όσο και τα αντίστοιχα που αφορούν την ύπαρξη φωτοβολταϊκών συστημάτων στην κατοικία των ερωτώμενων. Τα παραπάνω, σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα, αποδεικνύουν πως η υλοποίηση της πράσινης μετάβασης δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής και μεγάλης επιχειρηματικότητας.

 

Από αριστερά: Νίκος Κατσουλάκος, Ευαγγελία Χατζηκωνσταντίνου (ερευνητική ομάδα) και Αθηνά Καλαϊτζόγλου (συντονίστρια της εκδήλωσης)

 

Στη συνέχεια, τον λόγο πήρε και πάλι η Ευαγγελία Χατζηκωνσταντίνου, για μια σύντομη παρουσίαση του ποιοτικού σκέλους του ερευνητικού προγράμματος. Η ερευνήτρια ξεκίνησε την παρουσίαση τεκμηριώνοντας την επιλογή της πολυκατοικίας ως βασικού επιπέδου αναφοράς στην ερευνητική προσέγγιση. Η πολυκατοικία αποτελεί μια πολύ διαδεδομένη τυπολογία κτιρίου κατοικίας που έχει παίξει ιδιαίτερο ρόλο στις διαδικασίες ανάπτυξης των ελληνικών πόλεων και έχει συμβάλλει στη συνοχή του αστικού χώρου. Επίσης, η πολυκατοικία, όπως εξήγησε η ερευνήτρια, επηρεάζει καθοριστικά τα νοικοκυριά ως προς τα ενεργειακά θέματα, καθώς συνιστά το κτιριακό κέλυφος στο οποίο βρίσκεται η κατοικία τους και διαθέτει συχνά κεντρικές ενεργειακές υποδομές (κεντρική θέρμανση, φωτισμός κοινόχρηστων χώρων κ.λπ.). Ωστόσο, οι πολιτικές που έχουν υλοποιηθεί ως τώρα μοιάζει να μην ανταποκρίνονται καθόλου στις ιδιαιτερότητές της πολυκατοικίας.

Όπως ανέφερε η ερευνήτρια, τα ευρήματα που προέκυψαν από τις ημιδομημένες συνεντεύξεις βρίσκονται σε συμφωνία με εκείνα της ποσοτικής έρευνας. Τα θέματα της ενέργειας ενδιαφέρουν όλα τα νοικοκυριά, ο βαθμός όμως διαφέρει ανάλογα με την οικονομική τους συνθήκη. Τα νοικοκυριά προσαρμόζονται στις αυξήσεις των τιμών και οι πρακτικές και η ευρηματικότητα που καταγράφεται στην έρευνα είναι ένα από τα ενδιαφέροντα ευρήματα. Ωστόσο, σύμφωνα με τους ερευνητές, παρά την ιδιαίτερη ανθεκτικότητα που επιδεικνύουν τα νοικοκυριά καταγράφονται και πολύ σοβαρά στοιχεία υποβάθμισης των συνθηκών διαβίωσης. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η Ευαγγ. Χατζηκωνσταντινου, οι μορφές φτώχειας και αποστέρησης λαμβάνουν διαστάσεις πρωτόγνωρες για τα μεταπολεμικά δεδομένα.

Στην ποιοτική έρευνα τεκμηριώνεται και πάλι πως το συνολικό κόστος στέγασης δημιουργεί φοβερή πίεση στα νοικοκυριά φέρνοντας στο όριο ακόμα και τους συμμετέχοντες που προέρχονται από τα λεγόμενα μεσαία στρώματα.

Ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο που έφερε στην επιφάνεια η ποιοτική έρευνα πώς οι αυξήσεις στην ενέργεια επηρεάζουν το επίπεδο της πολυκατοικίας ως πεδίο σύζευξης του ατομικού με το συλλογικό και του ιδιωτικού με το κοινόχρηστο. Και σε αυτό το σημείο τίθεται εκ νέου, σύμφωνα με τους ερευνητές, το πρόβλημα των πολιτικών ενεργειακής αναβάθμισης των κατοικιών που εστιάζουν σε μεμονωμένες ιδιοκτησίες και όχι στην πολυκατοικία ως σύνολο, εντείνοντας έτσι το πρόβλημα στις σχέσεις ατομικού-συλλογικού στο εσωτερικό τους. Σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα του ΙΝΠ, οι πολυκατοικίες με τις ιδιαιτερότητές τους –πολύ-ιδιοκτησία, πολυσυλλεκτικότητα, κοινές υποδομές, ενιαίο κτιριακό κέλυφος– αποτελούν πλεονέκτημα για την εξοικονόμηση ενέργειας που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη στον σχεδιασμό των εν λόγω προγραμμάτων.

Η Ευαγγ. Χατζηκωνσταντίνου έκλεισε την παρουσίασή της τονίζοντας πως οι ενεργειακές αναβαθμίσεις, όπως φάνηκε και από τις έρευνες, δεν είναι ένα απλό τεχνικό θέμα. Αντιθέτως, αποτελούν πεδία πρακτικής και άσκησης πολιτικής που θα πρέπει να συμπεριλάβουν την οπτικής του χώρου και της τεχνολογίας ώστε να μη δημιουργούν νέες ανισότητες και πολώσεις. Οι στόχοι εξοικονόμησης ενέργειας στην κατοικία θα πρέπει να επιτευχθούν με δίκαιο τρόπο και χωρίς να θεωρείται ότι τα προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας μπορούν να αντικαταστήσουν τις κοινωνικές πολιτικές ή να επιλύσουν κοινωνικά ζητήματα όπως το θέμα της φτώχειας, του βασικού μισθού ή της κερδοσκοπίας.

 

Δείτε εδώ ολόκληρη την παρουσίαση των ερευνητών/τριών:

 

Download (PDF, Unknown)

 

 

Επόμενος ομιλητής ήταν ο Γιώργος Σταθάκης, καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και πρώην υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Ο Γ. Σταθάκης μίλησε για τα οικονομικά της ενεργειακής φτώχειας επιχειρώντας να δώσει μια πιο συνολική εικόνα. Ξεκίνησε λέγοντας πως είναι μια σκληρή πραγματικότητα το γεγονός πως η ενεργειακή φτώχεια είναι πρωτίστως ένα οικονομικό φαινόμενο που συναρτάται από την πορεία των εισοδημάτων και την πορεία των τιμών ενέργειας. Η ενεργειακή φτώχεια, όπως επεσήμανε, καταγράφεται μετά τη δεκαετία του 1970, όταν δηλαδή η ενέργεια μετατρέπεται πλήρως σε εμπόρευμα. Σύμφωνα με τον Γ. Σταθάκη, το 60% του φαινομένου ερμηνεύεται από το εισόδημα, μόλις το 16% από την κατάσταση της κατοικίας ενώ μικρότερο είναι το ποσοστό που αφορά το σύστημα θέρμανσης. Ο Γ. Σταθάκης αναφέρθηκε και σε έναν γενικό δείκτη, που παρά την κριτική που δέχεται δίνει μια ευρεία εικόνα: Ενεργειακή φτώχεια έχουμε όταν δαπανάται πάνω από το 10% του εισοδήματος για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών.

Στη συνέχεια, ο ομιλητής αναφέρθηκε στην έκρηξη της ενεργειακής φτώχειας στο 30% του πληθυσμού κατά την περίοδο 2012-2014 ερμηνεύοντάς την ως συνάρτηση δυο παραμέτρων: αφενός της μείωσης κατά 20% των εισοδημάτων των 2/3 των ελληνικών νοικοκυριών και αφετέρου της ταυτόχρονης αύξησης των τιμών ενέργειας κατά 40%. Μάλιστα αναφέρθηκε και στις προσπάθειες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ να περιορίσει το φαινόμενο μέσω της σταθεροποίησης των τιμών ενέργειας, της ενίσχυσης των κοινωνικών τιμολογίων και της αύξησης των εισοδημάτων που οδήγησε και σε μια αντίστοιχη μείωση της ενεργειακής φτώχειας από το 34% στο 22%.

Ωστόσο, σύμφωνα με τον Γ. Σταθάκη τα παραπάνω οικονομικά στοιχεία δεν αρκούν για την χάραξη πολιτικής. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε αυτή είναι η ουσία και η χρησιμότητα των ερευνών του ΙΝΠ, αφού τα ευρήματά τους σκιαγραφούν μεταξύ άλλων την ενδεχόμενη απορρύθμιση του συστήματος δόμησης της μεταπολεμικής Ελλάδας, δηλαδή της πολυκατοικίας, που αποτελεί πέρα από το άθροισμα των ατομικών διαμερισμάτων και ένα συλλογικό υποκείμενο που αν δεν ανασυγκροτηθεί ως τέτοιο δεν μπορεί να γίνει καμιά συζήτηση για την αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος.

Ο Γ. Σταθάκης στην παρέμβασή του ισχυρίστηκε πως εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και η μεγάλη αντίφαση που δημιουργεί η ενεργειακή κρίση –και καταγράφεται και από τις έρευνες– σε σχέση με την αδυναμία να συμμετάσχουν στην ενεργειακή εξοικονόμηση αυτοί που το έχουν περισσότερο ανάγκη. Τα 2/3 δεν μπορούν να εμπλακούν στην μετάβαση και αυτοί που θα μπορούσαν δεν ενδιαφέρονται γιατί ο λογαριασμός της ενέργειας είναι για αυτούς κάτω από το 10% του εισοδήματός τους ανέφερε χαρακτηριστικά τονίζοντας πως η πράσινη μετάβαση πρέπει να επικεντρωθεί στα φτωχότερα νοικοκυριά.

Κλείνοντας, ο Γ. Σταθάκης αναφέρθηκε στην αυτοπαραγωγή ενέργειας ως καταλυτικό μηχανισμό της πράσινης μετάβασης, η οποία προϋποθέτει την ανασυγκρότηση του συλλογικού σε μικρότερο η μεγαλύτερο βαθμό και σε διάφορα επίπεδα (πολυκατοικία, Δήμο κ.λπ.) και αναδεικνύει την ανάγκη για αποτελεσματικές αναδιανεμητικές πολιτικές και απεμπλοκή, στο μέτρο του δυνατού, από την εμπορευματοποίηση της ενέργειας.

 

Επόμενη ομιλήτρια στην εκδήλωση ήταν η Θεανώ Φωτίου, ομότιμη καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής στο ΕΜΠ και πρώην αναπληρώτρια υπουργός Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Η Θ. Φωτίου αναφερόμενη στο ερευνητικό πρόγραμμα του ΙΝΠ υπογράμμισε το γεγονός ότι τεκμηριώνει με στατιστικά στοιχεία την υπάρχουσα αόρατη τραγωδία της ενεργειακής φτώχειας ενώ την ίδια στιγμή δίνει και φωνή μέσω της ποιοτικής έρευνας στις στατιστικές καταγραφές.

Η Θ. Φωτίου στην παρέμβασή της επικεντρώθηκε στα αντίστοιχα κεφάλαια της έρευνας που συνδέουν το κόστος στέγασης με την ενεργειακή κρίση και φτώχεια. Η ελληνική στεγαστική κρίση είναι, σύμφωνα με την ίδια, μοναδική σε όλη την Ευρώπη. Ήδη από το 2020, τα 4 στα 10 νοικοκυριά βρίσκονται σε καθεστώς στεγαστικής κρίσης, ποσοστό μάλιστα που σήμερα επιδεινώνεται. Η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο ποσοστό πολιτών που ξοδεύουν πάνω από το μισό του εισοδήματός τους για δαπάνες στέγασης. Η Βουλγαρία είναι στη δεύτερη θέση με 17,5%, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι μόλις 9,2 %. Για τη Θ. Φωτίου είναι ακριβώς αυτή η σχέση εξόδων στέγης προς τα εισοδήματα που μας αναδεικνύει σε πρωταθλητές της στεγαστικής κρίσης, παρότι στην Ελλάδα έχουμε από τα υψηλότερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης. Και αυτό το σημείο, όπως ισχυρίστηκε η Θ. Φωτίου, αναδεικνύει το ζήτημα που καταγράφεται και στις έρευνες σχετικά με τις επιβαρύνσεις των νοικοκυριών από τις δανειακές υποχρεώσεις, ενώ υπογραμμίζει τον κίνδυνο ο συνδυασμός του νέου πτωχευτικού κώδικά της κυβέρνησης σε συνδυασμό με την πώληση των κόκκινων δανείων σε funds να μας φέρει αντιμέτωπους με μια άνευ προηγουμένου αναδιανομή του πλούτου των νοικοκυριών.

Σύμφωνα με την ομιλήτρια, τα παραπάνω αν συνδυαστούν με τη φούσκα των υπερτιμημένων ακινήτων που φαίνεται να αναπτύσσεται, όπως και η ίδια η Κομισιόν αναφέρει σε έκθεσή της, οδηγούμαστε, μεταξύ άλλων, σε διόγκωση των διαγενεακών ανισοτήτων. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να γίνει σαφές ότι η ενεργειακή φτώχεια αφενός αφορά την κοινωνική πλειοψηφία και αφετέρου οδηγεί ταχύτατα σε υγειονομική και επισιτιστική φτώχεια. Τα ευρήματα των ερευνών του ΙΝΠ τεκμηριώνουν κατά τη Θ. Φωτίου αυτούς τους ισχυρισμούς.

Στη συνέχεια η ομιλήτρια, αναφέρθηκε σε ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο που αντιφάσκει με την κυβερνητική αφήγηση που αποδίδει αποκλειστικά στον πόλεμο στην Ουκρανία τις αυξήσεις στο κόστος ενέργειας. Όπως ανάδειξε η Θ. Φωτίου, στην έρευνα φαίνεται καθαρά πως το πρόβλημα των υπέρογκων λογαριασμών καταγράφεται εδώ και δύο χρόνια καταρρίπτοντας το εν λόγω αφήγημα.

Κλείνοντας, η ομιλήτρια αναφέρθηκε στα διαφορετικά αίτια όξυνσης της ενεργειακής φτώχειας που καταγράφεται σήμερα σε σχέση με την περίοδο της οικονομικής κρίσης μέχρι το 2015. Σύμφωνα με τη Θ. Φωτίου, η ενεργειακή φτώχεια έως το 2015 γνώρισε διόγκωση λόγω της μισθολογικής κατεδάφισης και της καταστροφής της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητα, άρα λόγω της μείωσης των εισοδημάτων αλλά όχι εξαιτίας της αύξησης της τιμής του ρεύματος. Αντίθετα, η κατάσταση σήμερα οξύνεται από τις κυβερνητικές πολιτικές, που προηγήθηκαν των γεωπολιτικών εξελίξεων, (ιδιωτικοποίηση ΔΕΗ, ρήτρα αναπροσαρμογής κ.λπ.) και ως εκ τούτου η παρούσα κατάσταση οδηγεί σε δριμύτερη ενεργειακή κρίση που αγγίζει ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού.

 

Από αριστερά: Ν. Φαραντούρης, Γ. Σταθάκης, Θ. Φωτίου, Βλ. Οικονόμου

 

Η εκδήλωση συνεχίστηκε με την ομιλία του Βλάση Οικονόμου, προέδρου του Ινστιτούτου για την Ευρωπαϊκή Ενεργειακή και Κλιματική Πολιτική με έδρα το Άμστερνταμ, ο οποίος επιχείρησε να αναδείξει τη σημασία διαφόρων δεικτών στην ενεργειακή ένδεια καθώς και τον ρόλο της ενεργειακής εξοικονόμησης στην καταπολέμησή της. Ταυτόχρονα, παρουσιάζοντας διάφορα στοιχεία αλλά και μοντέλα πρόβλεψης της κατάστασης στη χώρα μας διερωτήθηκε κατά πόσο η Ελλάδα θέλει τελικά να χρησιμοποιήσει την εξοικονόμηση ενέργειας ως εργαλείο αντιμετώπισης της ενεργειακής ένδειας, τι σημαίνει η ενεργειακή μετάβαση για τα φτωχά νοικοκυριά, κατά πόσο υπάρχουν επαρκείς χρηματοδοτήσεις για αυτά και εντέλει σε τι βαθμό οι επενδύσεις που κάνει η χώρα στα ορυκτά καύσιμα αποτελούν οικονομικά και κοινωνικά ορθολογικές επιλογές για την καταπολέμηση της ενεργειακής ένδειας.

Ο Βλ. Οικονόμου υπογράμμισε ότι η ενεργειακή ένδεια συνδέεται με το τρίπτυχο εισόδημα, τιμές ενέργειας και ποιότητα κατοικίας ενώ δεν παρέλειψε να αναφέρει πως η εξοικονόμηση της ενέργειας αποτελεί βασική αρχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την καταπολέμηση του προβλήματος. Δυστυχώς, όπως φάνηκε από τα στοιχεία που παρουσίασε ο ομιλητής η Ελλάδα έχει μείνει πίσω στους ευρωπαϊκούς μέσους όρους τόσο ως προς την ποιότητα των κατοικιών όσο και στη διασύνδεση με εναλλακτικά συστήματα θέρμανσης ενώ ταυτόχρονα μεγαλύτερο ποσοστό των πολιτών δυσκολεύεται να πληρώσει τους λογαριασμούς ενέργειας.

Ο ομιλητής στη συνέχεια εστίασε την παρέμβασή του στις επιπτώσεις της ενεργειακής μετάβασης, όπως αυτή επιχειρείται στην Ελλάδα, για τα φτωχότερα νοικοκυριά (πρόκειται για 500.000 νοικοκυριά, ήτοι 8-9% του συνόλου των νοικοκυριών της χώρας), δηλαδή εκείνα που είναι αποκλεισμένα από τις χρηματοδοτήσεις και άρα δεν μπορούν να συμμετάσχουν στην εξοικονόμηση ενέργειας εκτός και αν υπάρξουν καλοσχεδιασμένες κοινωνικές πολιτικές συνδεδεμένες με σοβαρές ενεργειακές πολιτικές.

Όπως εξήγησε ο Βλάσης Οικονόμου, η Ελλάδα θα πρέπει να μειώσει δραστικά την ενεργειακή της ζήτηση για να πετύχει τους νέους ευρωπαϊκούς στόχους (καθεστώς αδειών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου στα κτίρια, απομάκρυνση καυστήρων ορυκτών καυσίμων, εξηλεκτρισμός θέρμανσης, ελάχιστες ενεργειακές απαιτήσεις των κτιρίων κ.ο.κ.) γεγονός που σημαίνει ότι αν δεν υπάρξουν σοβαρές χρηματοδοτήσεις που να κατευθύνονται προς τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα θα οδηγηθούμε σε όξυνση της ενεργειακής κρίσης. Όπως φάνηκε από τα προβλεπτικά μοντέλα που παρουσίασε ο Βλ. Οικονόμου, αν εφαρμοσθεί ο υφιστάμενος σχεδιασμός της κυβέρνησης, τα φτωχότερα νοικοκυριά θα οδηγηθούν σε μείωση της κατανάλωσης τους, όχι διαρθρωτικά, δηλαδή όχι επειδή θα αλλάξουν τον τρόπο θέρμανσης, αλλά γιατί δεν θα μπορούν να πληρώσουν τις ενεργειακές τους ανάγκες δημιουργώντας τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα. Αντίθετα, αν εφαρμοσθούν οι κανονισμοί εξοικονόμησης ενέργειας, αν χρηματοδοτηθούν οι αναβαθμίσεις των κτιρίων και ο εξηλεκτρισμός της θέρμανσης θα μπορέσουμε να επιτύχουμε μια διαρθρωτική μείωση που σημαίνει κάλυψη των αναγκών με μικρότερο κόστος. Για τον ομιλητή, το γεγονός ότι τα φτωχότερα νοικοκυριά αδυνατούν να ενταχθούν σε προγράμματα όπως το «εξοικονομώ» και η έλλειψη αναφορών στην αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας στα Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα εγείρει ερωτηματικά για αν τελικά η χώρα μας επιθυμεί να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της ενεργειακής φτώχειας μέσω της εξοικονόμησης ενέργειας.

Τέλος, ο Βλάσης Οικονόμου κλείνοντας την παρέμβασή του επιχείρησε μια αποτίμηση των επενδυτικών σχεδίων της Ελλάδας σε δίκτυα ορυκτού αεριού ισχυριζόμενος ότι τόσο από οικονομική όσο και από κοινωνική σκοπιά τα σχέδια αυτά είναι ανορθολογικά. Υποστήριξε δε ότι αν αυτές οι χρηματοδοτήσεις κατευθύνονταν στην εξοικονόμηση ενέργειας για τα φτωχότερα στρώματα θα ήταν κατά πολύ αποδοτικότερες τονίζοντας έτσι πως η Ελλάδα ακολουθεί ένα λανθασμένο πρότυπο.

 

Δείτε εδώ ολόκληρη την παρουσίαση του ομιλητή:

Download (PDF, Unknown)

 

Η εκδήλωση ολοκληρώθηκε με τη σύντομη παρέμβαση του Νικόλα Φαραντούρη, καθηγητή Ευρωπαϊκού Δικαίου και Δικαίου της Ενέργειας στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και συμβούλου του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, που επιχείρησε να σκιαγραφήσει τα κεντρικά χαρακτηριστικά του αναγκαίου επανασχεδιασμού της ενεργειακής πολιτικής.

Ο ομιλητής χαρακτήρισε δύσκολη άσκηση πολιτικής τις κατά καιρούς προσπάθειες της πολιτείας να ισορροπήσουν ανάμεσα στην υπεράσπιση του δικαιώματος των πολιτών για κάλυψη των ενεργειακών αναγκών τους και την εξοικονόμηση ενέργειας και υπερασπίστηκε την ανάγκη συνολικής αλλαγής μοντέλου. Σύμφωνα με τον Ν. Φαραντούρη, είναι επείγον να σταματήσει η ενέργεια να θεωρείται αποκλειστικά ένα χρηματιστηριακό προϊόν και να αποκτήσει και πάλι χαρακτήρα κοινωνικού αγαθού. Η ρυθμιστική παρέμβαση δεν θα πρέπει να ξορκίζεται καθώς είναι σαφές πως οι χρηματαγορές δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την πρόσβαση στο κοινωνικό αγαθό της ενέργειας αλλά η κοινωνία και η πολιτεία οφείλει να το θεμελιώσει και να το υπερασπιστεί. Η έμφαση στην παραγωγή ενέργειας, όπως ισχυρίστηκε ο ομιλητής, θα πρέπει να δοθεί από τα κάτω με διασπορά της ιδιοπαραγωγής και της ιδιοκαταναλωσης με κατάλληλα κίνητρα και κατάλληλα εργαλεία. Η ενεργειακή δημοκρατία, δηλαδή μία προσέγγιση bottom up, αντί της καθιερωμένης αλλά αναποτελεσματικής έμφασης σε μεγάλης κλίμακας έργα παραγωγής ενέργειας από περιορισμένο αριθμό παραγωγών – top down προσεγγιση, θα πρέπει να είναι η βάση ανασχεδιασμού του ενεργειακού μας μέλλοντος. Φυσικά, όπως επισήμανε, κάτι τέτοιο απαιτεί ένα θεσμικό πλαίσιο, μια θεσμική αφετηρία που την περίοδο 2015-2019 επιχειρήθηκε να διαμορφωθεί με εμβληματικές παρεμβάσεις στην κατεύθυνση αυτή (όπως ο νόμος για τις ενεργειακές κοινότητες) οι οποίες βάλτωσαν στη συνέχεια.

Ο Ν. Φαραντούρης έκλεισε την παρέμβασή αναφερόμενος στην ανάγκη απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα αλλά με σταδιακό τρόπο και όχι με βεβιασμένες και ελλιπώς σχεδιασμένες εξαγγελίες που εντείνουν τα κοινωνικά προβλήματα και τις εντάσεις.

 

Η ενδιαφέρουσα συζήτηση συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση και μετά την ολοκλήρωση της εκδήλωσης στη γιορτή που διοργάνωσε το Ινστιτούτο στην αυλή του πολυχώρου Σπούτνικ για τη λήξη της ακαδημαϊκής χρονιάς.

 

*Η Φερενίκη Βαταβάλη δεν κατόρθωσε να παρευρεθεί στην εκδήλωση λόγω έκτακτου κωλύματος.