Μιχάλης Μπαρτσίδης*
Στην αρχή της πανδημίας, πριν και κατά τη διάρκεια του lockdown, θεωρούνταν εύλογη η υπόθεση της αποκαλούμενης «επιστροφής του κράτους». Οι διεθνείς αναλυτές, θεωρητικοί και στοχαστές εννοούσαν με αυτό τη δυνατότητα που έδινε η πανδημική συνθήκη και οι θανατηφόρες απειλές της για την ανάπτυξη των δημόσιων υπηρεσιών υγείας, αν μη τι άλλο.
Ενα λογικό μυαλό δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι άλλο ως πιθανότερο ενδεχόμενο από μια γενναία χρηματοδότηση -έστω έκτακτη και μη θεσμοθετημένη μόνιμα- για να καμφθούν οι ιδεοληπτικοί (νεο)φιλελεύθεροι, ώστε να προχωρήσουμε ως κοινωνίες σε μια θωράκιση έναντι του κινδύνου. Είναι νωπό ακόμα το δημόσιο αίσθημα που αναπτυσσόταν τότε και ευνοούσε μια τέτοια κατεύθυνση.
Ο Μπόρις Τζόνσον, αφού έκανε εκείνα τα απερίγραπτα με την ανοσία της αγέλης, κατέληξε να νοσηλευτεί και εξερχόμενος του νοσοκομείου, του περίφημου βρετανικού Εθνικού Συστήματος Υγείας (NHS) που δεν έσβησε ούτε η Θάτσερ, ευχαριστούσε ονομαστικά το νοσηλευτικό προσωπικό. Ο Αλέξης Παπαχελάς είχε νοσήσει και έκανε μια αρκετά προσεκτική δήλωση με την οποία ευνοούσε μια συλλογική δημόσια αντιμετώπιση της πανδημίας.
Θυμόμαστε επίσης τα χειροκροτήματα στο μπαλκόνια για τους ήρωες υγειονομικούς. Και ένα σωρό κόσμο γνωστό γύρω μου, που κατά τα άλλα εμπνεόταν από φιλελεύθερες αντιλήψεις, να έχει θυμώσει από το ότι τους υποχρέωναν να κάνουν το τεστ πληρώνοντάς το από την τσέπη τους. Αυτό ήταν το δημόσιο αίσθημα εκείνη την εποχή διεθνώς και στην Ελλάδα.
Και όμως τα πράγματα δεν πήραν αυτή την κατεύθυνση. Εφτά μήνες μετά οι αρμόδιοι -και τολμώ να πω οι ελίτ στις περισσότερες χώρες, αν εξαιρέσουμε τη Γερμανία και την Πολιτεία της Νέας Υόρκης (!)-, έχουν επιλέξει το αδιανόητο. Μέσα στην πανδημία, αντί να ενισχύσουν τους δημόσιους φορείς παροχής υπηρεσιών υγείας, περίθαλψης και γενικότερα προστασίας από τον ιό, έχουν επιλέξει μια ισχυρότερη δόση νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή ιδιωτικοποίησης των υπηρεσιών αυτών που υλοποιούν με επιμονή. Ειδικά στην ελληνική περίπτωση η επιλογή αυτή αποκτά εξόφθαλμες διαστάσεις, δηλαδή βγάζει μάτι.
Και τι συμβαίνει ξαφνικά αρχές Σεπτεμβρίου; Ανακοινώνεται ότι τελειώνουν τα διαθέσιμα τεστ στους δημόσιους φορείς, όπως το Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας, και στέλνουν τους πολίτες σε μονάδες ιδιωτών όπου σε μία από αυτές επιστημονικός σύμβουλος είναι ο Γκίκας Μαγιορκίνης που μας ενημερώνει για την εξέλιξη της πανδημίας. Πού είναι τα τέστ, τα 500 κλιμάκια που υποσχέθηκαν; Καμιά επένδυση στη δημόσια υγεία ούτε καν με επικουρικό ρόλο του κράτους, δηλαδή να χρηματοδοτεί αλλά να ελέγχει τις δαπάνες στους ιδιώτες.
Τα ίδια και χειρότερα όσον αφορά τις εργασιακές συνθήκες, όπου δεν υπάρχουν λόγια να περιγραφεί η κατάσταση ισοπέδωσης. Επιβεβαιώνονται οι αναλύσεις όσων προέβλεπαν ότι η πανδημία θα χρησιμοποιηθεί ως ευκαιρία. Η καταστροφή μέρους των παραγωγικών δυνάμεων (μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, τεχνολογικός εξοπλισμός, ακίνητα και εγκαταστάσεις) μαζί με τη διαφαινόμενη καταστροφή πολύ μεγάλου μέρους της μισθωτής εργασίας, είναι η ευκαιρία των «αγορών» και των λιμνάζοντων κεφαλαίων για μια νέα συσσώρευση και κερδοφορία.
Κάθε επιλογή της κυβέρνησης, και πέρα από τη διαχείριση της πανδημίας, επιβεβαιώνει ότι εργάζεται για συγκεκριμένα συμφέροντα: ευνοεί το μεγάλο τραπεζικό και χρηματιστηριακό κεφάλαιο αλλά και το κεφάλαιο των δυναμικών τομέων όπως στις ασφάλειες -που είναι συναρθρωμένο με το τραπεζικό-, στην ιδιωτική εκπαίδευση και στις ενεργειακές επενδύσεις. Τέλος, ευνοεί την ανάδειξη των πελατειακών σχέσεων και διάφορων μορφών φαβοριτισμού, από τη λίστα Πέτσα μέχρι την αναξιοκρατία και αδιαφάνεια στη διοίκηση, παραβιάζοντας συχνά τον νόμο και κανόνες του κράτους δικαίου.
Οι κυβερνητικές αποφάσεις ή, ακόμη περισσότερο, οι άρρητες και σιωπηρές παραλείψεις εγκαταλείπουν και τους μικρομεσαίους στους χωρίς δυναμική τομείς στο έλεος της νέας κρίσης προσπαθώντας να τους τρομάξουν, πατώντας σε υπαρκτά δεδομένα από την διαχείριση της τελευταίας τετραετίας, με την εξίσωση αριστερή διαχείριση κρίσης ίσον φόροι. Αυτό είναι το κομβικό σημείο στο οποίο αρθρώνονται οι διαφορετικές ιδεολογικοπολιτικές στρατηγικές και πρέπει να αντιστραφεί. Είναι άραγε τώρα η ευκαιρία για ανάκτηση του πλεονεκτήματος υπέρ των δημόσιων και κοινών αγαθών, για αντίσταση στην τρομοκρατία περί του «μεγάλου κράτους»;
Αυτό είναι ένα όριο καθόσον όλοι διαπίστωσαν ιδίοις όμμασι τι συμβαίνει, το έζησαν το καλοκαίρι ανά την Ελλάδα. Και ο φόβος, η οργή και η δυσπιστία διαχέονται εύκολα διαπερνώντας το τείχος της ελεγχόμενης ενημέρωσης. Οι όποιες αντιδράσεις, είτε υπό τύπον αναχωρητισμού, απόσυρσης και ιδιώτευσης, είτε με πορείες, μέχρι στιγμής φαίνεται να εμπνέονται από ανορθολογισμό και άρνηση του προβλήματος καταφεύγοντας σε απίθανες θεωρίες συνωμοσίας. Οι θεωρίες αυτές ως προς το περιεχόμενό τους είναι φυσικά καταγέλαστες, αλλά η απήχησή τους δείχνει, έστω με στρεβλό τρόπο, το μέτρο της δυσπιστίας και της ανησυχίας του κόσμου.
Και επειδή τα όρια δεν είναι φυσικά αλλά τίθενται από τις δράσεις μας, στο χέρι μας είναι να αξιοποιήσουμε αυτή την ευκαιρία με την προϋπόθεση ότι:
• Πρέπει να αναδεικνύονται θετικά οι αρετές των δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών απαλλαγμένες από μια απαξιωμένη ρητορική που κόπτεται τετριμμένα υπέρ του συλλογικού, ενώ το καρπώνεται ιδιοποιητικά.
• Οι αρετές να εμπλουτίζονται από τις επινοητικές πρακτικές και τους ηρωικούς αγώνες των υγειονομικών στα χρόνια της κρίσης, από το πνεύμα αλληλεγγύης στις πρόσφατες εμπειρίες όσων ασχολούνται στις ΚΟΙΝΣΕΠ, στα συνεργατικά σχήματα, στην ΚΑΟ, από τις εμπειρίες των νέων ομάδων στις τεχνολογίες και αξιοποίησης των δικτύων της τοπικότητας, εγγύτητας και γειτονίας.
• Να ενεργοποιηθούν ξανά δίκτυα αλληλεγγύης που στήριξαν τους έχοντες ανάγκη, να κρατήσουμε την κοινωνία όρθια, έχοντας επίγνωση ωστόσο ότι παρουσιάζεται η «κόπωση των εθελοντών» και δεν μπορεί να επαναληφθεί η κίνηση όπως στην περίοδο των φιλομνημονιακών κυβερνήσεων που διέλυσαν το κράτος πρόνοιας.
Αυτός είναι ίσως ο κύριος λόγος που αυτή τη φορά πρέπει να υψωθεί μια δημοκρατική αντίδραση ελέγχου της κακοήθους επιλογής των ιδιωτικοποιήσεων που περιγράψαμε παραπάνω και επαναφοράς μέσω ενός νέου Κοινωνικού Συμφώνου του αιτήματος υπέρ της δημόσιας πρόληψης, φροντίδας και περίθαλψης έναντι του ιού, αλλά και προστασίας των στοιχειωδών εργασιακών δικαιωμάτων υπέρ ενός νέου κράτους δημοσίου συμφέροντος. Τελικά, υπέρ της ζωής και εναντίον της θανατοπολιτικής όσων επωφελούνται της πανδημίας ιδιοτελώς και ανοήτως.
*Επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς»