Συνεχίζοντας την ανοιχτή διάθεση μέσω της ιστοσελίδας του των ψηφιακών εκδόσεων των Ετήσιων Διαλέξεων στη Μνήμη του Νίκου Πουλαντζά, στο πλαίσιο του εορτασμού των 25 χρόνων από την ίδρυσή του, το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς δημοσιεύει εδώ την 4η Ετήσια Διάλεξη που δόθηκε το 2010 από τον Michael Lebowitz (Μάικλ Λίμποβιτς), ομότιμο καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Simon Fraser του Καναδά, με εισαγωγή/πρόλογο του Γιάννη Μηλιού.

 

Η διάλεξη του Lebowitz, με τίτλο Χτίζοντας το σοσιαλισμό του 21ου αιώνα: η λογική του κράτους, στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην εμπειρία και στην άμεση εμπλοκή του στη διαδικασία της Μπολιβαριανής Επανάστασης στη Βενεζουέλα.

Σε μια στιγμή που η παγκόσμια οικονομική κρίση βρισκόταν στο απόγειό της, ενώ η Ελλάδα είχε μόλις υπαχθεί στο μηχανισμό της δημοσιονομικής επιτήρησης και των μνημονίων, η διάλεξη του Lebowitz εκκινεί από τη σκέψη ότι ο ταξικός πόλεμος εντείνεται σε συνθήκες κρίσης του καπιταλισμού, πηγαίνοντας ωστόσο πιο πέρα και σημειώνοντας ότι -αν και αναγκαίοι- οι αγώνες της εργατικής τάξης να μη χάσει κεκτημένα προηγούμενων αιώνων, το απλό “όχι”, όπως λέει, αν και πολύτιμα, δεν αρκούν. Ο Lebowitz αναγνωρίζει την αξία των “ένδοξων ηττών” που αναφέρει ο Badiou ως πηγής έμπνευσης, ωστόσο υπενθυμίζει ότι -σύμφωνα με τον Marx- “το κεφάλαιο έχει την τάση να παράγει μια εργατική τάξη που θεωρεί την ύπαρξή του απαραίτητη“, όπως αναφέρει.

Με άλλα λόγια, χωρίς να παραγνωρίζει την αξία των εργατικών αγώνων, ο Lebowitz υποστηρίζει ότι “όσο οι εργαζόμενοι συνεχίζουν να θεωρούν τις απαιτήσεις του κεφαλαίου ‘αυταπόδεικτους φυσικούς νόμους’ οι αγώνες αυτοί πραγματοποιούνται μέσα στα όρια των καπιταλιστικών σχέσεων”. Με αυτή δε την έννοια τονίζει ότι “υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε μια κρίση στον καπιταλισμό και σε μια κρίση του καπιταλισμού”, καθώς “η τελευταία χρειάζεται συνειδητοποιημένα υποκείμενα, έτοιμα να δώσουν τέλος στον καπιταλισμό, προετοιμασμένα να αμφισβητήσουν και τελικά να νικήσουν τη λογική του κεφαλαίου”, στη βάση ενός οράματος που να αποτελεί “τη δική τους κοινή λογική”.

Στη βάση αυτής της επισήμανσης, ο Lebowitz αναζητά στη διάλεξή του το όραμα αυτό, που θα μπορούσε να θεωρηθεί εναλλακτικά ως “φυσικός νόμος”. Έχοντας απορρίψει τον σοσιαλισμό που επιχειρήθηκε να οικοδομηθεί κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα και αντλώντας από την προσωπική του εμπειρία στη Βενεζουέλα, ο Lebowitz υπενθυμίζει τη φράση του Hugo Chavez στο Porto Alegre το 2005, ότι “πρέπει να ξαναεφεύρουμε το σοσιαλισμό”, αποστασιοποιούμενος από το όραμα μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας που θα ορίζεται από την επέκταση των μέσων παραγωγής ή το κράτος, και αναζητώντας εκείνη που θα έχει στο επίκεντρό της τους ανθρώπους.

Στο πλαίσιο αυτό, αντλώντας από τον Marx, ο Lebowitz αποδίδει κεντρικό ρόλο στην ανθρώπινη ανάπτυξη, σημειώνοντας ότι αντιστρέφοντας τη λογική του καπιταλισμού, “η κοινωνία των αλληλεξαρτώμενων παραγωγών θα μετατραπεί σε μια κοινωνία όπου ‘η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός αποτελεί τη συνθήκη για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων’”. Και πηγαίνει παραπέρα υπενθυμίζοντας ότι “η πραγματική αλλαγή συντελείται μόνο μέσα από την πράξη, μέσα από τη διαδικασία να αλλάζουν οι ίδιοι οι άνθρωποι τις συνθήκες”, όπως προκύπτει από τη σύλληψη του Marx περί “επαναστατικής πρακτικής”, η οποία “μετασχηματίζει ‘τη συγκυρία και τους ανθρώπους’”.

Στη συνέχεια, ο Lebowitz αναλύει σε μεγαλύτερο βάθος επιμέρους πλευρές του συνδυασμού ανθρώπινης ανάπτυξης και πρακτικής: στις σχέσεις που αναπτύσσονται στους χώρους εργασίας, στη φύση του κράτους, αλλά και στο ρόλο του κόμματος. Περιγράφοντας δε τον σοσιαλισμό του 21ου αιώνα, ο Lebowitz αντλεί από τη Μπολιβαριανή Επανάσταση της Βενεζουέλας, ως ένα υπόδειγμα του συνδυασμού ανθρώπινης ανάπτυξης και πρακτικής, όπως αυτός έχει αποτυπωθεί στο Μπολιβαριανό Σύνταγμα. Υπογραμμίζει ιδιαίτερα τη “δημοκρατική, συμμετοχική και πρωταγωνιστική κοινωνία” και φέρνει ως παραδείγματα τη δημιουργία κοινοτικών συμβουλίων και τον εργατικό έλεγχο εργοστασίων και τομέων της κρατικής διοίκησης, ενώ από την άλλη πλευρά τονίζει ότι -καθώς ο καπιταλισμός είναι ένα “οργανικό σύστημα που έχει την τάση να αναπαράγει τις συνθήκες επιβίωσής του”- αντίστοιχα θα πρέπει “να εξασφαλίσουμε ότι η εναλλακτική του σοσιαλισμού θα αποτελεί επίσης ένα οργανικό σύστημα, έναν ορισμένο συνδυασμό παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης, ένα σύστημα αναπαραγωγής”.

Αυτό το “βασικό τρίγωνο του σοσιαλισμού”, όπως το χαρακτήρισε ο Chavez, περιγράφει αναλυτικά ο Lebowitz: κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής – κοινωνική παραγωγή που οργανώνεται από τους εργαζόμενους – ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών ως σκοπός της παραγωγικής δραστηριότητας. Τονίζει δε ότι “η αλληλεξάρτηση των τριών πλευρών του τριγώνου υπονοεί ότι η πραγματοποίηση της καθεμιάς εξαρτάται από την ύπαρξη των υπολοίπων”.

Στην υλοποίηση των τριών αυτών στόχων και στη δημιουργία ενός οργανικού συστήματος, ο Lebowitz εντοπίζει τρεις διαδοχικές προϋποθέσεις: Η πρώτη αφορά την υποταγή της παλιάς κοινωνίας -της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, της εξουσιαστικής δομής στους χώρους εργασίας, το ιδιωτικό συμφέρον, αλλά και το παλιό κράτος- όχι εν μία νυκτί, αλλά ούτε και σε στάδια. Η δεύτερη αφορά την αναπαραγωγή των νέων σχέσεων, μέσα από την ανάπτυξη ενός μοντέλου σοσιαλιστικής παραγωγής, για τη σημασία της οποίας ο Lebowitz αντλεί από τις επισημάνσεις του Preobrazhensky για τη συνύπαρξη σοσιαλιστικού και καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στην ΕΣΣΔ. Η τρίτη αφορά την αναγκαιότητα ενός σοσιαλιστικού μοντέλου ρύθμισης μέσω του κράτους, προκειμένου να υποστηριχθούν οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής πριν από την ανάπτυξη του σοσιαλισμού ως οργανικού συστήματος.

Όπως σημειώνει σε σχέση με αυτό το τελευταίο ο Lebowitz, το σοσιαλιστικό μοντέλο ρύθμισης δεν θα αφορά απλώς την αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων που διέπουν την παραγωγή, αλλά θα πρέπει να κερδίσει τον ιδεολογικό αγώνα για την ανθρώπινη ανάπτυξη και, ταυτόχρονα, να δημιουργήσει προς τούτο θεσμούς, όπως τα εργατικά συμβούλια και τα συμβούλια γειτονιάς. Στην κατεύθυνση δε αυτή εντάσσει το κράτος -με την έννοια του νέου κράτους που αναδύεται σταδιακά, όπως το παράδειγμα της Κομμούνας. Σύμφωνα με τον Lebowitz, το νέο αυτό κράτος “όχι μόνο επιτρέπει την απελευθέρωση γνώσης και συλλογικής ενέργειας […], αλλά ταυτόχρονα παράγει νέα κοινωνικά υποκείμενα με νέες ικανότητες, υπερηφάνεια και αξιοπρέπεια”. Όπως σημειώνει, το κράτος αυτό οικοδομείται από τα κάτω, από τις κοινότητες και τους χώρους εργασίας, με τη σταδιακή καλλιέργεια της αλληλεγγύης μέσα από την πράξη, ενώ δεν λείπουν και οι αντιφάσεις κατά τη συνύπαρξη του παλιού ιεραρχικού κράτους με το νέο.

Καταλήγοντας, ο Lebowitz υπογραμμίζει ότι “το όραμα μιας εναλλακτικής σοσιαλιστικής πρότασης είναι απαραίτητο προτού κερδίσουμε τη ‘μάχη της δημοκρατίας’. Πρέπει να αμφισβητήσουμε τη λογική ότι οι απαιτήσεις του κεφαλαίου αποτελούν ‘αυταπόδεικτους φυσικούς νόμους’ και πρέπει να αγωνιστούμε για να οικοδομήσουμε μια νέα κοινή λογική στη βάση ‘της ανάγκης των ίδιων των εργαζόμενων για ανάπτυξη’”.

 

Υπενθυμίζεται ότι ο θεσμός της Ετήσιας Διάλεξης στη μνήμη του Νίκου Πουλαντζά εγκαινιάστηκε το 2007 με σκοπό να συστήσει στο ελληνικό κοινό τη σκέψη μεγάλων σύγχρονων διανοητών της παγκόσμιας Αριστεράς και πραγματοποιείται αδιάλειπτα κάθε Δεκέμβριο. Στα χρόνια που μεσολάβησαν τον θεσμό έχουν τιμήσει σημαντικοί ακαδημαϊκοί από όλο τον κόσμο: ο Bob Jessop, ο Leo Panitch, η Judith Butler, ο Michael Lebowitz, ο Erik Olin Wright, η Gayatri Chakravorty Spivak, ο Frank Deppe, ο Enzo Traverso, η Wendy Brown, η Nancy Fraser, η Angela Davis, ο Michael Löwy, ο Klaus Dörre, ο Manuel Castells και ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς. Τα κείμενα των ετήσιων διαλέξεων κυκλοφορούν στα ελληνικά και στα αγγλικά από το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς σε συνεργασία με τις εκδόσεις Νήσος.

 

Μπορείτε να διαβάσετε online ή να “κατεβάσετε” ολόκληρη τη διάλεξη του Michael Lebowitz στον υπολογιστή σας εδώ:

Download (PDF, Unknown)