Στο πλαίσιο της επετείου των 25 χρόνων από την ίδρυσή του, το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς συνεχίζει την ανοιχτή διάθεση μέσω της ιστοσελίδας του των ψηφιακών εκδόσεων των Ετήσιων Διαλέξεων στη Μνήμη του Νίκου Πουλαντζά. Εδώ δημοσιεύεται η 5η Ετήσια Διάλεξη που δόθηκε στο τέλος του 2011, με τίτλο Πραγματικές ουτοπίες στον καπιταλισμό και πέρα από αυτόν: παίρνοντας στα σοβαρά το κοινωνικό στοιχείο στον σοσιαλισμό, από τον Erik Olin Wright (Έρικ Όλιν Ράιτ), τότε καθηγητή Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γουισκόνσιν και πρόεδρο της Αμερικανικής Κοινωνιολογικής Εταιρείας, ο οποίος έφυγε από τη ζωή πρόωρα το 2019. Τον πρόλογο/εισαγωγή στην προσωπικότητα και στο έργο του ομιλητή έκανε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, ενώ τη μετάφραση στα ελληνικά έκαναν ο Λουδοβίκος Κωτσονόπουλος και η Βαγγία Λυσικάτου.

 

Ο συγγραφέας ξεκινάει από την παρατήρηση ότι ενώ στο παρελθόν η πεποίθηση ότι “ένας άλλος κόσμος“, δηλαδή η προοπτική του σοσιαλισμού, “είναι εφικτός” ήταν κοινή μεταξύ των αριστερών και των δεξιών, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο που προσέδιδαν σε αυτόν, πλέον τα πράγματα έχουν αλλάξει. Όπως σημειώνει, παρά το γεγονός ότι “ζούμε σε μια περίοδο όπου πολλά σημεία της παραδοσιακής κριτικής του σοσιαλισμού στον καπιταλισμό μοιάζουν πιο επίκαιρα από ποτέ άλλοτε“, η συζήτηση για τον σοσιαλισμό θεωρείται παρωχημένη και ουτοπική, κάτι που θέτει για την Αριστερά το πρόβλημα της απουσίας συστημικής εναλλακτικής στον καπιταλισμό και “καθιστά δυσκολότερη τη διάκριση μεταξύ εκείνων των πολιτικών μεταρρυθμίσεων που οδηγούν σε θεμελιακούς μετασχηματισμούς από άλλες που, ενώ ίσως είναι επιθυμητές, δεν το κάνουν“.

 

Το πρώτο μέρος της διάλεξης του Erik Olin Wright περιλαμβάνει μια σύντομη διαπραγμάτευση των ηθικών και εμπειρικών θεμελίων της κριτικής του καπιταλισμού. Σύμφωνα με τον ίδιο, η σοσιαλιστική κριτική του καπιταλισμού πρέπει να στηρίζεται στην αρχή της ριζοσπαστικής δημοκρατικής ισότητας, που αποτελεί τη σύνθεση δύο θεμελιωδών αρχών: της αρχής της ισότητας στην κοινωνική δικαιοσύνη και της αρχής της ριζικής δημοκρατικής ενδυνάμωσης. Η πρώτη σημαίνει ότι “σε μία κοινωνικά δίκαιη κοινωνία, όλοι οι άνθρωποι θα είχαν γενικά την ίδια πρόσβαση στα κοινωνικά και υλικά μέσα που είναι απαραίτητα για να  βιώσουν μια ανθηρή ζωή“. Η δεύτερη σημαίνει ότι “σε μια απολύτως δημοκρατική κοινωνία όλοι οι άνθρωποι θα είχαν γενικά ίση πρόσβαση στα απαραίτητα μέσα για να συμμετέχουν με ουσιαστικό τρόπο στη λήψη αποφάσεων σχετικά με ζητήματα που επηρεάζουν τη ζωή τους“. Όπως τονίζει, “η πλήρης πραγμάτωση αυτών των δημοκρατικών ιδανικών της ισότητας είναι σε κάθε περίπτωση αντικαπιταλιστική, αφού ο καπιταλισμός εγγενώς θέτει εμπόδια και στις δύο κανονιστικές αρχές”, γι’ αυτό και θεωρεί ότι “το ζήτημα είναι πώς μπορούμε να θεωρητικοποιήσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την εναλλακτική που θα μας καθιστούσε περισσότερο ικανούς να υλοποιήσουμε τις δημοκρατικές αρχές της ισότητας“.

 

Στο δεύτερο μέρος της διάλεξής του, ο Erik Olin Wright εστιάζει στα κύρια στοιχεία που χαρακτηρίζουν το ευρύτερο πλαίσιο ανάπτυξης της σοσιαλιστικής σκέψης ως εναλλακτικής στον καπιταλισμό, επικεντρωνόμενος στο “κοινωνικό” στοιχείο στον σοσιαλισμό (κοινωνισμό). Όπως υποστηρίζει, “ο όρος κοινωνικό στη σοσιαλδημοκρατία και στον σοσιαλισμό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προσδιορίσει ένα σύμπλεγμα αρχών και οραμάτων που οδηγούν στην αλλαγή, διαφοροποιώντας τον σοσιαλισμό και τη σοσιαλδημοκρατία τόσο από το καπιταλιστικό σχέδιο οικονομικής οργάνωσης όσο και από αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε απόλυτη κρατιστική απάντηση στον καπιταλισμό“, μέσα από μια διαδικασία “κοινωνικής ενδυνάμωσης“, που με τη σειρά της “εισάγει έναν τρόπο σκέψης σχετικά με μελλοντικές ενδεχομενικότητες για τον σοσιαλισμό, οι οποίες γενικά δεν κατείχαν κεντρική θέση στις σοσιαλιστικές πολιτικές“.

Η ανάλυση του Erik Olin Wright έχει στο επίκεντρό της μια σκοπίμως απογυμνωμένη έννοια της εξουσίας, ως “ικανότητα να κάνω πράγματα στον κόσμο, να παράγω αποτελέσματα“, τη δυνατότητα δηλαδή των ανθρώπων να δρουν και ατομικά και συλλογικά, να αναπτύσσουν εξουσία για να ολοκληρώσουν τα έργα τους. Με βάση τον ορισμό αυτό δε διακρίνει τρία είδη εξουσίας (οικονομική, κραιτκή και κοινωνική), τα οποία αντιστοιχούν σε τρεις ιδεότυπους κοινωνικών δομών –καπιταλισμός, κρατισμός, σοσιαλισμός– στη βάση της διασύνδεσης μεταξύ των μορφών ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και εξουσίας στην οικονομική δραστηριότητα. Με βάση τη διάκριση αυτή, ο σοσιαλισμός ορίζεται κατά τον Erik Olin Wright ως “μια οικονομική δομή εντός της οποίας τα μέσα παραγωγής αποτελούν κοινωνική ιδιοκτησία και η οικονομική δραστηριότητα ελέγχεται μέσω της άσκησης της ‘κοινωνικής εξουσίας’“, κάτι που ισοδυναμεί με μια δημοκρατική οικονομία.

Με δεδομένο δε ότι, όπως επισημαίνει ο ίδιος, οι ιδεότυποι αυτοί δεν απαντώνται σε καθαρή, αλλά πάντοτε σε υβριδική μορφή στην πράξη, “η πιθανότητα πραγμάτωσης του σοσιαλισμού εξαρτάται από την ικανότητά μας να μεγεθύνουμε και να εδραιώσουμε το σοσιαλιστικό στοιχείο του υβριδίου και να εξασθενίσουμε το καπιταλιστικό και το κρατικό“. Αυτό οδηγεί στην εγκατάλειψη της απλής δυαδικής αντίληψης του
καπιταλισμού ενάντια στον σοσιαλισμό, ενώ γεννά το -ανεπίλυτο, όπως ισχυρίζεται- ερώτημα του βαθμού σταθερότητας των διαφορετικών υβριδίων. Μάλιστα, προκειμένου να εξηγήσει τον τρόπο μεγέθυνσης και εδραίωσης του σοσιαλιστικού στοιχείου μέσα στα υβριδικά οικονομικά συστήματα, ο Erik Olin Wright, μέσω μιας σειράς σχημάτων που περιλαμβάνονται στην έκδοση της διάλεξής του, εισάγει ένα οπτικοποιημένο λεξιλόγιο, προκειμένου να αναπαραστήσει τα διαφορετικά μοντέλα αλληλεπίδρασης των τριών μορφών εξουσίας στο εσωτερικό των οικονομικών συστημάτων.

Μέσω της σχηματικής αυτής απεικόνισης, ο Erik Olin Wright περιγράφει διάφορα φαινόμενα (εκλογές, λειτουργία πολιτικών κομμάτων, εταιρικός έλεγχος αυτών, εταιρική φιλανθρωπία και έλεγχος των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, δράση των συνδικάτων, συναιτερισμοί κ.λπ.) μέσω των οποίων η καθεμία από τις τρεις μορφές εξουσίας (οικονομική, κρατική, κοινωνική) επηρεάζει ή υποτάσσεται σε μία άλλη. Επίσης, παρουσιάζει τους “διαφορετικούς συναρθρωτικούς διακανονισμούς των μορφών εξουσίας στο εσωτερικό μιας κυρίαρχης καπιταλιστικής υβριδικής οικονομίας και μιας κυρίαρχης σοσιαλιστικής υβριδικής οικονομίας“, ανάλογα με το ποια εξουσία (οικονομική ή κοινωνική) είναι κυρίαρχη επί των άλλων δύο.

Στη βάση δε αυτή, διακρίνει τους επτά σημαντικότερους τέτοιους διακανονισμούς της κοινωνικής ενδυνάμωσης, της ενίσχυσης δηλαδή του σοσιαλιστικού στοιχείου, που μπορούν να προκύψουν μέσα από “διαφορετικά είδη προοδευτικών πολιτικών, θεσμικών καινοτομιών και πρωτοποριακών προτάσεων, στρατηγικών και μεταρρυθμίσεων“. Πρόκειται για:

(α) τον κρατικό σοσιαλισμό, όπως έχει προσδιοριστεί σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό, κατά τον οποίο “η κοινωνική εξουσία ελέγχει την οικονομική δραστηριότητα μέσω του κράτους. Η οικονομία ελέγχεται ευθέως από την άσκηση της κρατικής εξουσίας –για παράδειγμα μέσω της κρατικής ιδιοκτησίας και του ελέγχου των ‘στρατηγικών υψωμάτων’ της οικονομίας–, ενώ ταυτόχρονα η κρατική εξουσία υπάγεται στην κοινωνική εξουσία μέσω της δημοκρατικής λογοδοσίας στον λαό“. Πρόκειται για έναν διακανονισμό που βρίσκεται στον πυρήνα των παραδοσιακών μαρξιστικών ιδεών του επαναστατικού σοσιαλισμού, τον οποίο ωστόσο ο Erik Olin Wright διακρίνει ρητά από τον “αυταρχικό κρατισμό” στον οποίο κατά τον ίδιο εξελίχθηκε ο “υπαρκτός σοσιαλισμός“.

(β) τη σοσιαλδημοκρατική κρατική ρύθμιση, όπου “η κοινωνική εξουσία ρυθμίζει την οικονομία με τη μεσολάβηση της κρατικής και της οικονομικής εξουσίας. Αυτό αποτελεί κομβικό στοιχείο της σοσιαλδημοκρατίας. Η καπιταλιστική οικονομική εξουσία ελέγχει ευθέως την οικονομική δραστηριότητα […], αλλά η εξουσία αυτή ρυθμίζεται από την κρατική εξουσία, η οποία στη συνέχεια υποτάσσεται στην κοινωνική εξουσία“. Όπως σημειώνει ωστόσο ο Erik Olin Wright, ο διακανονισμός αυτός δεν συνεπάγεται, όπως και στην περίπτωση του κρατικού σοσιαλισμού, σημαντική κοινωνική ενδυνάμωση.

(γ) τη δημοκρατία των ενώσεων, έναν όρο που “περιλαμβάνει ευρύ φάσμα θεσμικών μηχανισμών, μέσω των οποίων οι συλλογικές ενώσεις της κοινωνίας των πολιτών συμμετέχουν, μαζί με τις υπηρεσίες του κράτους, σε διάφορα είδη διακυβερνητικών δραστηριοτήτων“, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις τριμερείς νεοκορπορατιστικές διευθετήσεις που λειτουργούν σε ορισμένες σοσιαλδημοκρατικές κοινωνίες, όπως η Γερμανία ή η Σουηδία. Σύμφωνα με τον Erik Olin Wright, “η δημοκρατία των ενώσεων μπορεί να συνεισφέρει στην ενδυνάμωση της κοινωνικής εξουσίας στον βαθμό που οι ενώσεις οι οποίες συμμετέχουν λειτουργούν δημοκρατικά, αντιπροσωπεύουν τα συμφέροντα της κοινωνίας των πολιτών και η διαδικασία λήψης αποφάσεων στην οποία συμμετέχουν είναι ανοιχτή και διαβουλευτική, και όχι καθοδηγούμενη από τις ελίτ ή το κράτος“.

(δ) τον κοινωνικό καπιταλισμό, μία από τις εκδοχές της κοινωνικής οικονομίας κατά τη διάκριση του Erik Olin Wright, που χρησιμοποιείται ως όρος από τον ίδιο, για να καταδείξει “όλους εκείνους τους διακανονισμούς ενδυνάμωσης της κοινωνικής εξουσίας μέσα σε μια οικονομία στην οποία το κράτος δεν έχει άμεση ανάμειξη“. Ειδικότερα, ο όρος “κοινωνικός καπιταλισμός” χρησιμοποιείται για να περιγράψει “έναν διακανονισμό εξουσίας στο πλαίσιο του οποίου οι δευτερεύουσες ενώσεις της κοινωνίας των πολιτών επηρεάζουν τη χρήση της οικονομικής εξουσίας μέσα από διάφορους μηχανισμούς“, όπως για παράδειγμα ο έλεγχος των συνδικάτων επί των μεγάλων ασφαλιστικών ταμείων, τα ταμεία αλληλεγγύης κ.ά. Όπως σημειώνει ωστόσο ο Erik Olin Wright, “από μόνο του το γεγονός ότι η κοινωνική εξουσία επηρεάζει την οικονομική δεν σημαίνει πάραυτα ότι η κοινωνική εξουσία ενδυναμώνεται” (π.χ. εμπορικές ενώσεις ως αποτέλεσμα εθελοντικής συνεργασίας των καπιταλιστικών εταιρειών).

(ε) την πυρηνική κοινωνική οικονομία, η οποία συνιστά “έναν εναλλακτικό τρόπο άμεσης οργάνωσης της οικονομικής δραστηριότητας, ο οποίος διαφέρει από τους αντίστοιχους τρόπους οργάνωσης της παραγωγής από την καπιταλιστική αγορά, το κράτος και το νοικοκυριό” και έχει ως γνώρισμα το ότι η οργάνωση της παραγωγής “διενεργείται αδιαμεσολάβητα από συλλογικότητες, οι οποίες στόχο έχουν την άμεση ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών και απορρίπτουν τόσο την κρατική τεχνοκρατική ορθολογικότητα όσο και τη λογική της μεγιστοποίησης του κέρδους“.

(στ) την συνεταιριστική οικονομία της αγοράς, που προκύπτει από τη συνένωση των δυνάμεων των μεμονωμένων συναιτεριστικών επιχειρήσεων και μπορεί κατά τον Erik Olin Wright να ξεκινήσει “μια διαδικασία υπέρβασης του καπιταλιστικού χαρακτήρα του οικονομικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο λειτουργούν“. Αυτός ο διακανονισμός “επεκτείνει τον κοινωνικό χαρακτήρα της ιδιοκτησίας μέσα στις μεμονωμένες συνεταιριστικές επιχειρήσεις και μετακινεί τις δομές διακυβέρνησης προς ένα μοντέλο στο οποίο θα έχουν άμεση συμμετοχή τα ενδιαφερόμενα μέρη“.

(ζ) τον συμμετοχικό σοσιαλισμό, ο οποίος “αποτελεί έναν συνδυασμό κοινωνικής οικονομίας και κρατικού σοσιαλισμού. Σύμφωνα με αυτόν, το κράτος, από κοινού με την κοινωνία των πολιτών, οργανώνει και ελέγχει ποικίλους τύπους παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών“, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον συμμετοχικό προϋπολογισμό ως μοντέλο διακυβέρνησης πόλεων, που εγκαινιάστηκε στο Πόρτο Αλέγκρε της Βραζιλίας.

Σύμφωνα με τον Erik Olin Wright, αυτοί οι επτά διαφορετικοί διακανονισμοί ενδυνάμωσης της κοινωνικής εξουσίας, μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις ευρύτερες ομάδες: τη σοσιαλιστική, της κοινωνικής οικονομίας και τη σοσιαλδημοκρατική, κάθε μία από τις οποίες αντιστοιχεί σε διαφορετικές παραδόσεις κοινωνικοοικονομικού μετασχηματισμού, ανάλογα με το ρόλο που επιφυλάσσουν στο κράτος και το κατά πόσο στοχεύουν να υποτάξουν ή να παρακάμψουν την καπιταλιστική οικονομική εξουσία. Όπως ωστόσο σημειώνει, το ιδεώδες του σοσιαλισμού είναι πολύ περισσότερο από αυτά. Η ισότητα και η κοινωνική δικαιοσύνη συνιστούν κομβικές παραδοσιακές σοσιαλιστικές αξίες, στις οποίες σήμερα θα έπρεπε να προστεθεί η περιβαλλοντική βιωσιμότητα”. Όπως επισημαίνει, “η υλοποίηση όλων αυτών των αξιών εδράζεται στον μετασχηματισμό των σχέσεων εξουσίας πάνω στην οικονομική δραστηριότητα, τόσο άμεσα, μέσα από τους τρόπους με τους οποίους η κοινωνική εξουσία εμπλέκεται στη διαμόρφωση της οικονομικής δραστηριότητας, όσο και έμμεσα, μέσα από τον εκδημοκρατισμό του κράτους”.

 

Στο ζήτημα τέλος του μετασχηματισμού επικεντρώνεται εξάλλου και το τελευταίο μέρος της διάλεξης του Erik Olin Wright. Όπως αναφέρει, “ο μετασχηματισμός του καπιταλισμού σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, όπου το κοινωνικό στοιχείο θα διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο, συνεπάγεται τον εκδημοκρατισμό της οικονομίας” μέσα από τους προαναφερθέντες διακανονισμούς. Στο πλαίσιο του μετασχηματισμού, διατηρείται ο υβριδικός χαρακτήρας της οικονομικής δομής, αλλά η σοσιαλιστική διάσταση έρχεται στο προσκήνιο και αποκτά ειδικό βάρος. Όμως, όπως σημειώνει, “εάν είναι δυνατή η ενδυνάμωση της κοινωνικής εξουσίας ταυτόχρονα σε όλους αυτούς τους διακανονισμούς, τότε σωρευτικά το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι ένας ποιοτικός μετασχηματισμός, στο πλαίσιο του οποίου ο σοσιαλισμός ανάγεται στην κυρίαρχη μορφή σχέσεων σε ένα σύνθετο οικονομικό υβρίδιο, υποτάσσοντας τόσο τον καπιταλισμό όσο και τον κρατισμό“.

Το πολύ μεγάλο αυτό “εάν”, όπως αναφέρει και εκφράζεται στον σύγχρονο σκεπτικισμό απέναντι στον σοσιαλισμό, αφορά τόσο τις προοπτικές αμφισβήτησης της κυριαρχίας των καπιταλιστικών σχέσεων και όσο και τη βιωσιμότητα των εναλλακτικών θεσμών. Όπως τονίζει ο Erik Olin Wright, η πρόοδος ενός τέτοιου μετασχηματισμού μοιάζει αδύνατη όσο ο καπιταλισμός παραμένει κυρίαρχος. Η μαρξική πεποίθηση ότι μακροπρόθεσμα ο καπιταλισμός κατέστρεφε τους όρους ύπαρξής του, αν και καλά τεκμηριωμένη, δεν λύνει κατά τον ίδιο “το πρόβλημα του τρόπου με τον οποίο θα οικοδομηθεί μια εναλλακτική χειραφέτησης απέναντι στον καπιταλισμό. Τουλάχιστον όμως πραγματεύεται το πρόβλημα υπέρβασης των εμποδίων που θέτουν οι υπάρχουσες σχέσεις εξουσίας, καθιστώντας το λιγότερο ακανθώδες μακροπρόθεσμα“. Όπως όμως υπενθυμίζει, σήμερα η πλειοψηφία των ανθρώπων -των αντικαπιταλιστών και της μαρξιστικής παράδοσης περιλαμβανομένων- πιστεύει ότι “ο καπιταλισμός μπορεί να παράγει κρίσεις και να προκαλεί μεγάλα δεινά στον κόσμο, διαθέτει όμως και μια τεράστια ικανότητα να εμποδίζει την ανάπτυξη εναλλακτικών προς αυτόν λύσεων. Ως εκ τούτου, το πρόβλημα του μετασχηματισμού του, τουλάχιστον στον αναπτυγμένο κόσμο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένα απλό πρόβλημα προσδιορισμού της χρονικής στιγμής κατά την οποία ο καπιταλισμός θα ανατραπεί αυτομάτως εξαιτίας των αντιφάσεών του“.

Για το λόγο αυτό, ο  Erik Olin Wright προτείνει τη διάκριση τριών διαφορετικών στρατηγικών μετασχηματισμού: της ρήξης, των ρωγμών και τη συμβιωτική στρατηγική. Η πρώτη κατηγορία συνδέεται ιστορικά κυρίως με τον επαναστατικό σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό, η δεύτερη με ορισμένα ρεύματα του αναρχισμού και η τρίτη με τη σοσιαλδημοκρατία. Ο ίδιος καταγράφει τις αντιρρήσεις που μπορούν να προταθούν για καθεμία από τις τρεις αυτές κατηγορίες στρατηγικών, τονίζοντας ωστόσο ότι ο πεσιμισμός -το συμπέρασμα δηλαδή στο οποίο καταλήγουν οι αντιρρήσεις αυτές, ότι η υπέρβαση του καπιταλισμού είναι αδύνατη- είναι “διανοητικά εύκολος και ίσως να αποτελεί και δείγμα διανοητικής τεμπελιάς“, ενώ συχνά “αντανακλά απλώς μια προβολή των εμπειριών του παρελθόντος στο μέλλον“.

Ο Erik Olin Wright επισημαίνει ότι “ο κατάλληλος προσανατολισμός στην κατεύθυνση των στρατηγικών κοινωνικού μετασχηματισμού είναι να προβαίνουμε σε ενέργειες που μας φέρνουν στην καλύτερη δυνατή θέση, από την οποία μπορούμε να εργαστούμε για τη δημιουργία θεσμών και δομών που αυξάνουν, παρά μειώνουν, τις προοπτικές εκμετάλλευσης των όποιων ιστορικών ευκαιριών προκύψουν“, γι’ αυτό και τάσσεται υπέρ ενός σχεδίου που συνδυάζει τις συμβιωτικές στρατηγικές με αυτές των ρωγμών, και ορισμένες στιγμές εμπλουτίζεται από τις στρατηγικές της ρήξης.

 

Στη βάση του παραπάνω πλαισίου ανάλυσης, στα συμπεράσματα της διάλεξής του ο Erik Olin Wright τονίζει ότι η πρότασή του για “έναν σοσιαλισμό θεμελιωμένο στην ενδυνάμωση της κοινωνικής εξουσίας προϋποθέτει δέσμευση στον θεσμικό πλουραλισμό και στην ετερογένεια“. Όλες οι θεσμικές μορφές που καταγράφει στο πλαίσιο της τυπολογίας των επτά πιθανών προοδευτικών διακανονισμών, έχουν, όπως υπογραμμίζει, “τη δυνατότητα να υπονομεύσουν την κυριαρχία του καπιταλισμού και να αυξήσουν το ειδικό βάρος της κοινωνικής εξουσίας μέσα στο οικονομικό υβρίδιο” και εξ αυτού προκύπτει η ανάγκη σεβασμού και συνεργασίας ανάμεσα στις διαφορετικές πολιτικές παραδόσεις που υπάρχουν μέσα στον αντικαπιταλιστικό χώρο, ώστε αυτές να γίνονται αντιληπτές ως συμπληρωματικές και όχι ως ανταγωνιστικές. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στην κατακλείδα του: “Μια Αριστερά που συνδέεται αδιάρρηκτα με το πολυδιάστατο και πολυπαραγοντικό πρόβλημα της δημοκρατικής εμβάθυνσης είναι σε θέση να συμπεριλάβει αυτό το ευρύ φάσμα στρατηγικών και σχεδίων μετασχηματισμού. Και από τη στιγμή που η δημοκρατία αποτελεί τόσο κομβική αξία στις περισσότερες καπιταλιστικές κοινωνίες –σε συμβολικό αλλά και σε ουσιαστικό επίπεδο–, μια Αριστερά συνδεδεμένη με ένα ευρύ δημοκρατικό πολιτικό σχέδιο μπορεί να είναι σε καλύτερη θέση, ώστε να υπερβεί την απομόνωσή της από την κεντρική πολιτική σκηνή“.

 

Υπενθυμίζεται ότι ο θεσμός της Ετήσιας Διάλεξης στη μνήμη του Νίκου Πουλαντζά εγκαινιάστηκε το 2007 με σκοπό να συστήσει στο ελληνικό κοινό τη σκέψη μεγάλων σύγχρονων διανοητών της παγκόσμιας Αριστεράς και πραγματοποιείται αδιάλειπτα κάθε Δεκέμβριο. Στα χρόνια που μεσολάβησαν τον θεσμό έχουν τιμήσει σημαντικοί ακαδημαϊκοί από όλο τον κόσμο: ο Bob Jessop, ο Leo Panitch, η Judith Butler, ο Michael Lebowitz, ο Erik Olin Wright, η Gayatri Chakravorty Spivak, ο Frank Deppe, ο Enzo Traverso, η Wendy Brown, η Nancy Fraser, η Angela Davis, ο Michael Löwy, ο Klaus Dörre, ο Manuel Castells και ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς. Τα κείμενα των ετήσιων διαλέξεων κυκλοφορούν στα ελληνικά και στα αγγλικά από το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς σε συνεργασία με τις εκδόσεις Νήσος.

 

Μπορείτε να διαβάσετε online ή να κατεβάσετε ολόκληρη τη διάλεξη του Erik Olin Wright στον υπολογιστή σας εδώ:

Download (PDF, Unknown)